Αναζητώντας τα ίχνη μιας σπάθης

Δυο λόγια για το βιβλίο μου «Η Σπάθη του Μυρά» και μια πρόσκληση

Μια… περίεργη αγγελία, που έφτασε στα μάτια μου κατά τύχη, όταν ξεφύλλιζα ψηφιακά κάποιες εφημερίδες απ’ τα μέσα του προπερασμένου αιώνα, γέννησε ερωτήματα, απ’ αυτά που μόνο οι υποσημειώσεις της Ιστορίας μπορούν να γεννήσουν.

Ποιος ήταν ο αυτός ο «Μουράτος», ο γαμπρός του Ναπολέοντα και βασιλιάς της Νάπολης; Ποιο το αποτύπωμά του στην Ιστορία; Μια έρευνα στην εγκυκλοπαίδεια, λίγο διάβασμα για τους Ναπολεόντιους Πολέμους, μια πεταχτή ματιά στο «Ριζορτζιμέντο» του Γκράμσι και οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά άρχισαν να αποκρυσταλλώνονται.

Ατρόμητος στη μάχη και φίλαυτος -τόσο που όταν ήταν να τον εκτελέσουν, μετά την ήττα του Ναπολέοντα και την δικιά του αποτυχημένη απόπειρα να επανέλθει στη θέση του Βασιλιά της Νάπολης, ζήτησε από τους στρατιώτες να είναι αυτός που να δώσει το παράγγελμα της εκτέλεσης, παρακαλώντας τους να σημαδέψουν στην καρδιά, για να γλιτώσει το πρόσωπό του.

Το διαδίκτυο μου προσέφερε κι άλλες πληροφορίες. Σε διάφορα μουσεία βρίσκονταν πεντ-έξι απ’ τις σπάθες που είχε κατά καιρούς χρησιμοποιήσει ο Μυρά ή είχε δώσει παραγγελία να κατασκευαστούν, ενώ σε ιδιωτικές συλλογές βρίσκονταν τουλάχιστον άλλες τόσες.

Έμενε αναπάντητο, όμως, ένα άλλο ερώτημα:

Πώς βρέθηκε, 40 χρόνια μετά, μια σπάθη του Μυρά, τόσο πολύτιμη που σήμερα θα έπιανε τιμή δεκάδων χιλιάδων ευρώ, στο ταπεινό Αίγιο, στα χέρια ενός εμπόρου, αδερφού ενός απ’ τους πρωταγωνιστές της Επανάστασης του ’21;

Τα βιβλία της Ιστορίας με προσπέρασαν με περιφρόνηση μόλις τα ρώτησα. Γύρισα στις εφημερίδες για να βουτήξω στην εποχή και να λύσω τις απορίες μου.

Μάταια.

Πουθενά δεν βρήκα κάτι άλλο για τη συγκεκριμένη σπάθη. Ούτε αν πουλήθηκε τελικά και σε ποιον, ούτε κάποια πληροφορία για το πώς έφτασε στα χέρια του Μελετόπουλου. Μελετώντας όμως αυτά που απασχολούσαν την κοινωνία της περιόδου εκείνης, έτσι όπως τα μετέφεραν οι εφημεριδογράφοι, άρχισε σιγά σιγά να ορθώνεται γύρω μου ο κόσμος του μικρού ελληνικού βασιλείου του 1850. Η καθημερινότητα, οι συζητήσεις, οι συνήθειες. Τα σπίτια και τα μαγαζιά, τα μέσα μεταφοράς. Οι πολιτικές εξελίξεις.

Παρέλαυναν μπροστά απ’ τα μάτια μου οι Ιταλοί πρόσφυγες που κατέφυγαν κατά δεκάδες στην Ελλάδα μετά την κατάπνιξη των επαναστατικών κινημάτων που είχαν ξεσπάσει σε διάφορα ιταλικά κρατίδια την περίοδο 1848-1849. Οι επιτροπές που στήθηκαν απ’ τον ελληνικό λαό για την υποδοχή και τη φροντίδα τους.

Ανάμεσά τους και η Λομβαρδή Πριγκίπισσα Κριστίνα Τριβούλτσιο ντι Μπελτζιογιόζο, που από νεαρή ηλικία είχε συνδεθεί με τους Ματσινιστές και τους άλλους επαναστάτες, που αγωνίζονταν για την ένωση όλων των κρατιδίων που υπήρχαν στην Ιταλική χερσόνησο σε ένα ενιαίο ανεξάρτητο Ιταλικό κράτος. Η στράτευσή της αυτή την οδήγησε στην καταδίωξη από τους Αυστριακούς και στην εξορία στο Παρίσι. Την έφερε πίσω στην πατρίδα της, το Μιλάνο, το 1848 να χρηματοδοτεί έναν ολόκληρο λόχο Ναπολιτάνων στρατιωτών στο πλευρό των εξεγερμένων. Την οδήγησε στο να της ανατεθεί από τον Ματσίνι και τον Γκαριμπάλντι η διοίκηση των νοσοκομείων της Ρώμης κατά τους λίγους μήνες ζωής της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας το 1849.

Έλληνες αστοί, την περίοδο που πάσχιζαν να σβήσουν απ’ το χάρτη και τις συνειδήσεις το σλάβικο όνομα της πόλης της Βοστίτσας -ανάμνηση του πρόσφατου υπόδουλου χτες- και να το αντικαταστήσουν με το αρχαιοπρεπέστερο «Αίγιο», με την ελπίδα πως έτσι θα δανειστούν κάτι από την λάμψη του ένδοξου, αλλά τελείως ξένου- απώτερου παρελθόντος.

Διπλωμάτες και πράκτορες των ξένων συμφερόντων που κυκλοφορούσαν γύρω από τα αποκλεισμένα από τον Αγγλικό στόλο λιμάνια του μικρού Βασιλείου, στη σκιά των «Παρκερικών» (Υπόθεση Πατσίφικο).

Ληστές, που αφήνουν για λίγο χρόνο την ασφάλεια των απάτητων βουνών και κατεβαίνουν στην πόλη, παρόλο που ξέρουν πως αυτή είναι που στο τέλος θα τους νικήσει.

Δεν είχα ιδέα ποια ακριβώς ήταν η πορεία της Σπάθης του Μυρά κατά το πέρασμά της από την Ελλάδα, πέρα από τη στάση της στο Αίγιο. Μου φαινόταν όμως σαν να διακρίνω ίχνη της. Οι πληροφορίες που είχα μαζέψει άφηναν ανάμεσά τους χώρο για να περάσει στο ταξίδι της.

Το μόνο που μου έμενε πλέον ήταν να στρώσω το δρόμο της και να ταξιδέψω μαζί της. Αυτό και έκανα στο βιβλιαράκι «Η Σπάθη του Μυρά», που παρουσιάζεται την Τετάρτη 24 Γενάρη στις 7, στον «Σχοινοβάτη» στα Εξάρχεια.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: