Ο Θάνος Μικρούτσικος για τη Σύγχρονη Ελληνική Μουσική

Ο παραστατικός και “κατανοητός” τρόπος στο τραγούδι και στον κινηματογράφο, στα πιο χαμηλά επίπεδα, δεν είναι άλλος από αυτόν που προτιμά η άρχουσα τάξη για να περνάει την ιδεολογία της

Μεταγράφουμε και αναδημοσιεύουμε σήμερα ένα σημαντικό κείμενο του Θάνου Μικρούτσικου από το μακρινό 1981 για τη διάκριση λαϊκότητας – λαϊκισμού, αλλά και την έννοια της “ελληνικότητας” στη μουσική. Μπορεί σήμερα να μας φαίνεται παράξενο που θεωρείται ψόγος η μίμηση Χατζηδάκι και Θεοδωράκηα από τους συνθέτες της εποχής, σε μια εποχή που πνιγόμαστε από μουσικά σκουπίδια. Από την άλλη ποτέ δε βλάπτει μια απομυθοποίηση των “παλιών καλών εποχών”, αφού η εξιδανίκευση είναι εμπόδιο προόδου και γόνιμης αυτοκριτικής. Πέραν αυτού, κάποια από τα συμπεράσματα του κειμένου, πχ. ως προς την ταύτιση του “απλού” με τη γλώσσα και τις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης σε ιδεολογικό επίπεδο παραμένουν διαχρονικά και πέραν των ιστορικών και πολιτιστικών συμφραζομένων στα οποία πρωτοδιατυπώθηκαν. Το κείμενο επανακυκλοφόρησε πρόσφατα από την ΕφΣυν στο ένθετο “Στην υπηρεσία του Έθνους”, ενώ πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Πράξη” τεύχος 3 Μάρτης-Μάης 1981:

Άλλο ένα στοιχείο σημαντικό κατά τη γνώμη μου που έδωσε ο Μίκης Θεοδωράκης και αναφέρομαι κυρίως στα χρόνια 1958-67, είναι ότι έδωσε σ’ έναν κόσμο χτυπημένο ανελέητα από την αντίδραση, έναν κόσμο που έβγαινε τσακισμένος από τον εμφύλιο, τους κατατρεγμούς και τις εξορίες και εννοώ τους αριστερούς, το δικό τους τραγούδι. Πρόκειται για ιστορικό γεγονός όσο κι αν γρήγορα το ίδιο αυτό το γεγονός υπονομεύτηκε από ατάλαντους “προοδευτικούς” “συνθέτες”. Ενώ λοιπόν ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης εξακολουθούν να γράφουν, μέσα στο γόνιμο έδαφος που αυτοί δημιούργησαν, ανδρώνεται μια καινούρια γενιά μουσικών στην οποία έλαχε ο άχαρος ρόλος να οδηγήσουν τη γλώσσα που οι δυο δημιούργησαν, φοβάμαι πολύ, σε εκφυλισμό.

Το πρόβλημα είναι ιστορικό και γενικότερο δε λύνεται με το να μοιράσει κανείς ευθύνες στην κακότυχη γενιά. Ούτε νομίζω πως πολλοί από τους συνθέτες δεν είχαν ταλέντο. Ίσως μάλιστα μερικοί απ’ αυτούς να διέθεταν αρκετό. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε και έναν εξωμουσικό παράγοντα που οδήγησε για τα καλά στην οδό της απώλειας. Η μουσική-δίσκοι, μαγνητοταινίες, κασέτες -έγινε προσοδοφόρος κλάδος για τους καπιταλιστές αλλά και για τους συνθέτες, τους στιχουργούς και τους τραγουδιστές. Τα κίνητρα έγιναν οικονομικά, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εποχή κι αυτό είχε σοβαρές επιπτώσεις στην τυποποίηση και στο ψεύτισμα της παραγωγής.

Η καινούργια γενιά των μουσικών ζει, λοιπόν, κάτω από τη βαριά σκιά του Μάνου και του Μίκη. Αυτοί, με το ορμητικό ταλέντο τους, μοιάζει να τα είπαν όλα. Οι νέοι τούς απονέμουν τιμές και τις περισσότερες φορές τους αναμασούν.  Η προσφυγή και μόνο αυτή στο λαϊκό πλούτο (κανείς δεν τον αρνείται) έχει γίνει πια κλισέ. Η θεματογραφία, περιορισμένη, ξεκόβει ολοένα από το σύγχρονο μεταπολεμικό άνθρωπο, για να μιλήσει στο Θεόφιλο, να παίξει με τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη και αυτό, στην καλύτερη περίπτωση.

Θεωρώ σα λαϊκισμό αυτήν την τάση. Μίμηση του λαϊκού, που άνθησε ιδιαίτερα δυστυχώς μέσα στον αριστερό χώρο. Για μένα το φαινόμενο είναι πολύ ανησυχητικό, και θα έπρεπε και πρέπει να χτυπηθεί ανελέητα, χωρίς να μας αναστέλλει το προοδευτικό του προκάλυμμα. Ποια είναι η εικόνα της ζωής μέσα στο λαϊκιστικό τραγούδι; Στην Κοκκινιά ή στην Καισαριανή, το αγόρι είναι λεβέντης, φτωχός πλην τίμιος, δουλεύει στη φάμπρικα ή στην οικοδομή και ταυτόχρονα αγαπά το νοικοκυρεμένο κορίτσι μέσα σε γεράνια, γαρούφαλα, μαντζουράνες, ροδιές, μανταρίνια και κιτρολέμονα και μόνιμα υπό τους ήχους μπαγλαμά και μπουζουκιού. Ο πλήρης βιταμινών χλωροφύλλης έρως, θα φθάσει γρήγορα σε αίσιον τέλος μαζί με τα κοινωνικά αιτήματα που και αυτά θα δικαιωθούν -είναι βέβαιος ο στιχουργός. Βέβαια υπάρχει και ο πιο καλόγουστος λαϊκισμός, με περισσότερη κουλτούρα, όχι όμως λιγότερο ξεκομμένος απ’ ό,τι σήμερα θα μπορούσε να μας εκφράζει. Και βέβαια μ’ έναν τέτοιο τρόπο πάνε περίπατο όλα όσα η προοδευτική σκέψη, και για ν’ αναφερθώ ειδικότερα, η μαρξιστική αισθητική μας έδωσε. Το βασικό στοιχείο της οποίας ήταν και είναι ότι η σημερινή τέχνη, σαν διαδικασία ενταγμένη στους κόλπους μιας ιστορικής σύγκρουσης, πρέπει να είναι ΚΡΙΤΙΚΗ, σ’ αντίθεση μ’ εκείνη την τέχνη που τη θέλουν φυσικά έκφραση της πραγματικότητας, ή ότι ο άνθρωπος μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο και ότι μέσα στη διαδικασία της αλλαγής αυτής αλλάζει αναγκαστικά και ο ίδιος. Οι λαϊκιστές αδιαφορούν για κάτι που είναι βασικό, για να μην πω το κύριο, μέσα σε μια μαρξιστική θεώρηση των πραγμάτων: Και αυτοί μας παρουσιάζουν τον εργάτη αλώβητο, μονοεπίπεδο, καλό, αδιάφθορο, στατικό και όχι εξελισσόμενο μέσα από τις ταξικές συγκρούσεις και από τις ίδιες του τις αντιφάσεις. Μα πείτε μου, σε τι διαφέρει μια τέτοια εικόνα από την εικόνα των ταινιών του Νίκου Ξανθόπουλου της δεκαετίας του 60′; Εγώ τη θεωρώ αντιδραστική.

Ο παραστατικός και “κατανοητός” τρόπος στο τραγούδι και στον κινηματογράφο, στα πιο χαμηλά επίπεδα, δεν είναι άλλος από αυτόν που προτιμά η άρχουσα τάξη για να περνάει την ιδεολογία της. Συνεπώς, θα ήταν παραλογισμός να νομίσει κανείς ότι ο προοδευτικός καλλιτέχνης πρέπει να πάρει τη χυδαία αυτή φόρμα, επειδή δήθεν αυτήν κατανοεί ο κόσμος, και αλλάζοντας το θέμα να δημιουργήσει έργο προοδευτικό. Γεγονός αναμφισβήτητο για όσους δε θέλουν να το καταλάβουν: Η Τέχνη είναι μια μορφή γνώσης και εργασίας και σαν τέτοια εμπεριέχει το στοιχείο της έρευνας, έτσι ώστε να γεννιέται κάθε φορά μια νέα μορφή ρεαλισμού, ικανή να εκφράζει τα σύνθετα προβλήματα μιας νέας εποχής. Και όχι η τεράστια κληρονομιά της μουσικής μας παράδοσης, η μεγάλη δυτική μουσική (Μπετόβεν, Μότσαρτ, Μπαχ, Μάλερ, Μπάρτοκ, Στραβίνσκι, Σοστακόβιτς), σε νέες ανακαλύψεις, η τζαζ κλπ να συρρικνώνονται μέσα σε τρίλεπτα χασάπικα, ζεϊμπέκικα σωρηδόν.

Κάποια άλλη τάση του λαϊκισμού εκφράζεται στην ευκολία με την οποία μελοποιήθηκε σε δεκάδες “μεγάλες” φόρμες, ορατόρια κλπ μεγάλο μέρος της ποιητικής μας παραγωγής. Η αφέλεια συναγωνίζεται το θράσος. Ερμηνευτές, ορχήστρες στην υπηρεσία μικρής έμπνευσης. Και τέλεια αφροντισιά στην τεχνική. Ελάχιστοι από τους μουσικούς της γενιάς αυτής θεώρησαν απαραίτητο να σπουδάσουν τη γλώσσα τους. Θριαμβεύουν οι προθέσεις, για πόσο όμως;

Μια άλλη τάση στο λαϊκισμό είναι και η επιστροφή στις ρίζες. Εδώ θα ήμουνα άδικος αν δεν εντόπιζα κατ’ αρχήν το γεγονός ότι κάποια έργα και αρκετά τραγούδια έχουν μια ποιότητα. Πιστεύω πως το σύστημα αυτό, όμως, είναι τελικά αδιέξοδο και σε μεγάλο βαθμό φολκλορικού τύπου που αγνοεί την πρόοδο. Δεν έχω καταλάβει ακόμη γιατί προσπάθησαν σε κάποια περίοδο να μας επιβάλουν το ριζίτικο και το ηπειρώτικο σαν ακραιφνή μουσική έκφραση στην πόλη μας σήμερα. Οι ρίζες μας, το δημοτικό τραγούδι, το ξαναλέω, είναι πολύτιμα και πρέπει να σκύψουμε πάνω τους με σεβασμό. Αλλά αλίμονο αν θεωρήσει κανείς ότι τα πράγματα πρέπει να μένουν στάσιμα. Ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος είναι μεγάλοι ποιητές. Πόση διαφορά όμως υπάρχει στη φόρμα τους. Για το θέμα αυτό μπορούν να ειπωθούν πολλά. Κάθε φορά το έργο είναι εκείνο που δικαιώνει ή όχι τη θεωρία. Εγώ, πάντως, κλείνοντας εδώ το θέμα της Ελληνικότητας, θα ξαναδώσω για δεύτερη φορά το λόγο στο Μίκη Θεοδωράκη.

Γράφει κάπου ότι: “Την Ελληνικότητα στη μουσική θα την δώσει ο τρόπος που αντιμετωπίζει το θέμα του ο συνθέτης και φυσικά η ανάπτυξή του. Όμως δεν είναι αρκετή η οργανική συνάρτησή του με το περιβάλλον, το λαό και την εποχή του. Χρειάζεται ακόμα πάρα πολλή εργασία τεχνική, επιστημονική, για την κατάκτηση των σύγχρονων εκφραστικών τρόπων της μουσικής. Και αν φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε την καταγωγή μας, άλλο τόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα τεχνικά και εκφραστικά δεδομένα της σύγχρονης σύνθεσης διαγράφουν τεχνικές και εκφραστικές προϋποθέσεις για το σύγχρονο έργο”.

Και καταλήγει ο Θεοδωράκης: “Ωστόσο, το γνήσιο ελληνικό έργο θα πρέπει να είναι και γνήσιο σύγχρονο έργο. Να προωθεί σωστά τη δομή της σύνθεσης καθ’ εαυτήν”.

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: