Ένα Κάπα και ένα Θήτα… – Μια συναυλία για τα “παιδιά που δεν κάθονται καλά”!

Ήταν ένα live στο Θέατρο Βράχων που δεν άλλαξε τον κόσμο, αλλά έδωσε έμπνευση σε όσους παλεύουν να τον αλλάξουν και έγραψε τη δική του ιστορία, αφιερωμένο στου Κόσμου τους Λαούς και όσους αρνούνται να συμβιβαστούν με ένα μέλλον προκαθορισμένο.

Όχι, δεν ήταν μια συναυλία που άλλαξε τον κόσμο, γιατί “δεν αλλάζει ο ντουνιάς με μια πένα”, όπως λέει ένας στίχος των Κοινών Θνητών.

Έδωσε έμπνευση όμως σε αυτούς που παλεύουν για να τον αλλάξουν. Κι όχι μόνο στον στενό πυρήνα των πεισμένων και οργανωμένων, αλλά και στους απέξω, που μπαίνουν σιγά-σιγά στο νόημα και τα βαθιά νοήματα γενικώς, συμπυκνωμένα σε στίχους και τραγούδια, που ‘ναι μεστά σαν προκηρύξεις, αλλά κάνουν όσα δεν μπορεί το χαρτί, για να μη μείνει στα χαρτιά -ή στο πεντάγραμμο- ο κόσμος που θέλουμε. Κάθε τραγούδι των ΚΘ μια ολοκληρωμένη κοινωνική ανάλυση με νότες. Για τις γυναικοκτονίες, την παιδική εργασία, το μάθημα της ιστορίας στο σχολείο, την καταστολή… Και δεν υπάρχει καλύτερο παράσημο από το να δίνεις τροφή για σκέψη στο κοινό σου, και να σε εκτιμάει για αυτό που κάνεις. Επιτυχία ασύγκριτη που δε μεταφράζεται ως σουξέ, δε μετριέται με views, εισιτήρια ή άλλα μεγέθη –μπας και δώσει ο θεός και μαζέψω κανά like

Ήταν μια συναυλία που δεν άλλαξε τον κόσμο, ούτε κι επηρέασε τον μικρόκοσμο της μίζερης επικαιρότητας, όπου όλα τα αλέθει ο μύλος του δικομματισμού και τα φέρνει στα μέτρα του. Δεν είχε σύνθημα για τον Μητσοτάκη για να γίνει viral, δεν έγινε θέμα σε κυρίαρχα ΜΜΕ, δεν πυροδότησε αναλύσεις για “το φαινόμενο Κοινοί Θνητοί” και πώς κάτι παιδιά από το Αλιβέρι κατέκτησαν το πανελλήνιο. Όχι γιατί δε θα το άξιζαν, αλλά γιατί δεν έχουν χορηγούς και μάνατζερ, ούτε θέλουν να αποκτήσουν. Δεν έχουν “εναλλακτικό μάρκετινγκ”, ούτε θα στρογγύλευαν ποτέ τους στίχους τους, για να αρέσουν σε ένα ευρύτερο, χαζοχαρούμενο κοινό.

Φωτό: Θάνος Λαϊνάς, πηγή σελίδα ΚΘ στο Facebook

Αν κάποιος ήθελε το βράδυ της Παρασκευής μια “φασούλα”, με χαμό και πανικό, sold-out, καπνογόνα, άντε και κάνα πιασάρικο σύνθημα για πολιτικό άλλοθι, μάλλον δεν πήγε στο σωστό μέρος. Συνθήματα είχε από την αρχή ως το τέλος. Ήταν όμως για τον Παύλο, για τους φασίστες που θα ακολουθήσουν την τύχη του Μουσολίνι, το σύστημα που τους τρέφει στην αυλή του, ακόμα και για το… αιωνόβιο κόμμα που έχει βάλει σκοπό να το ανατρέψει. Αλλά όσοι βλέπουν τις συναυλίες ως δράση ή κίνημα και κάπου εκεί μπαίνει ταβάνι στην πολιτική τους σκέψη, παίζει να ξενέρωναν με τη “φάση”. Μπορεί να την έβρισκαν… πολύ μπανάλ σαν Φεστιβάλ ή σαν διαδήλωση -από αυτές που θα ακούσεις συχνά-πυκνά τραγούδια των ΚΘ, να γίνονται υλική δύναμη που κατακτά τις μάζες και κατεβαίνει στους δρόμους.

Όπως είπε και ένας σφος, όταν τον ρώτησαν αν ήταν καλή η συναυλία και αν… “είχε πλάκα”:
-Τι πλάκα ρε εσύ, είναι να σε πιάνει σύγκρυο.
Κι ίσως ακούγεται υπερβολικό. Αλλά όταν βλέπεις μια κερκίδα ολόκληρη -και άλλους τόσους κάτω- να τραγουδάει όρθια στο φινάλε “του Κόσμου οι Λαοί”, λες και σηκώθηκε στο πόδι να πει τον ύμνο, σε διαπερνά ένα μικρό ρίγος και οι τρίχες σηκώνονται να τραγουδήσουν και αυτές…

Ήταν ένα live που δεν άλλαξε τον κόσμο, αλλά ήταν αφιερωμένο στου κόσμου τους λαούς και όσους αγωνίζονται για το δίκιο τους. Μια ρίμα κόκκινη πάνω σε φόντο μαύρο…

Τυπικά η συναυλία ήταν ενταγμένη σε ένα συνολικό συναυλιακό θερινό αφιέρωμα στον Λεντάκη. Για τον οποίο έγραψε κάποτε ο Μίκης το συγκλονιστικό “χτυπάνε στην ταράτσα τον Ανδρέα”. Αλλά στον χώρο της υποδοχής, λίγο πριν μπεις στο κυρίως θέατρο, έβλεπες στα ταμπλό πληροφορίες για τη ζωή και τη διαδρομή του Λεντάκη και ανάμεσά τους και μια όψιμη εκτίμησή του πως… “η επανάσταση δεν είναι πλέον επίκαιρη”. Που θα έκανε πολύ χαρούμενους τους χουντικούς βασανιστές του, γιατί ομολόγησε αναδρομικά χωρίς ξύλο, αυτά που τον πίεζαν να δηλώσει τότε, επί της δικής τους “επανάστασης” -εκείνης με τον γύψο. Αλλά η συναυλία των Κοινών Θνητών ήταν ακριβώς το αντίθετο, ένας ύμνος στην επικαιρότητα της επανάστασης, που βγάζει τα μυαλά από τον γύψο.

Την Παρασκευή έκλεινε ένας χρόνος από τον θάνατο του Μίκη -που είχε στραβοπατήματα σαν τον Λεντάκη, αλλά έσωσε την παρτίδα στο τέλος, εκεί που μένουν μόνο τα μεγάλα και σημαντικά για να θυμόμαστε. Το έργο και τα τραγούδια του που γέμιζαν στάδια, έβγαζαν τον κόσμο στους δρόμους, ήταν στην κυριολεξία πολιτικά γεγονότα, που επένδυαν μουσικά την ιστορία -αν δεν την έγραφαν κιόλας ως έναν βαθμό.

Σήμερα μοιάζουμε σαν παρατράγουδα στα ωραία άσματα των φασαίων, που πλασάρονται ως εναλλακτική ενώ είναι απλώς η άλλη όψη του συστήματος. Και ίσως να μη γεμίζουμε τόσο εύκολα πια στάδια και θέατρα, αλλά -χωρίς υπερβολή- η συναυλία των Κοινών Θνητών είναι ό,τι πιο πολιτικό και ψαγμένο μπορεί να ακούσει κανείς σήμερα. Σαν μουσική υπόκρουση του μέλλοντος και ενός κόσμου που θα αλλάξει. Και μπορεί σήμερα να μη σε κυνηγάν αν πάρεις την “Αντίληψη” ή τα “Κόκκινα Σημάδια”, όπως έκαναν κάποτε με τους δίσκους του Μίκη, αλλά το YouTube φροντίζει να λογοκρίνει τα κομμάτια των ΚΘ, με διάφορες φαιδρές αφορμές, δείχνοντας πως δεν έχουν αλλάξει και τόσο οι καιροί. Όχι ακόμα…

Κι αν κάποιος διαφωνεί με όλα αυτά, ας μείνει τότε σε αυτό που λέει ο τίτλος: Ήταν μια συναυλία για “άτακτα παιδιά”, που δεν έμοιαζε με τις άλλες. Και ήταν διαφορετική για μια σειρά λόγους.

Γιατί πήγα-με με διάθεση “να κάτσουμε εδώ με τη νεολαία”, συμβιβασμένοι με τα χρόνια μας, και είδαμε κι άλλους μεγαλύτερους, που δεν συνόδευαν τα παιδιά τους αλλά ένιωθαν οι ίδιοι τέτοια, πήγαν γιατί ήθελαν και τραγούδησαν όλους τους στίχους. Είδαμε κόσμο που δεν ακούει χιπ-χοπ, αλλά του αρέσει πολύ η μουσική των ΚΘ. Και είδαμε γενικώς τη νιότη του κόσμου, ανεξαρτήτως ηλικίας.

Γιατί λένε πως τα πιο ωραία παιδιά είναι μιγάδες, που παίρνουν τα καλά κάθε φυλής. Και αυτό ισχύει εν πολλοίς και στη μουσική, που δεν ξέρει πολλά από ταμπέλες και καθαρότητα. Αρκεί να έχεις γνώσεις και σεβασμό για αυτό που κάνεις. Να μην αντιγράφεις ό,τι ακούς και βλέπεις, αλλά να του δίνεις το δικό σου μοναδικό χρώμα. Και αν μη τι άλλο, αυτό οι Κοινοί Θνητοί το έχουν καταφέρει όσο λίγοι, συνδυάζοντας διάφορα είδη -σχεδόν διαλεκτικά. Και δε διστάζουν να πειραματιστούν στη σκηνή, “διασκευάζοντας” και τα δικά τους κομμάτια, με άλλες εκτελέσεις.

Γιατί όσο αποφεύγουν σαν συγκρότημα τις ταμπέλες στη μουσική, άλλο τόσο δεν τις φοβούνται με την πολιτική έννοια. Και αν τα παιδιά έχουν επιλέξει πλευρά και κάνουν μια μορφή σύγχρονης στρατευμένης τέχνης, αυτή είναι τέτοια γιατί υπηρετεί και τα δύο σκέλη του όρου, χωρίς να ξεχνάει πως είναι τέχνη, δηλαδή το αισθητικό κομμάτι. Δεν ντύνει απλώς με νότες κάποια συνθήματα ή μια ανακοίνωση, δε βάζει φωτεινή επιγραφή για να διακηρύξει τους σκοπούς και την ταυτότητά της, αλλά τα αφήνει να διαφαίνονται μέσα από το έργο της και όσα αναδεικνύει -ακριβώς όπως το έλεγε ο Ένγκελς, στον καιρό του.

Γιατί, ακόμα και αν δεν είχαν καμία σχέση με πολιτική τέχνη, κατάφεραν ένα είδος “μπρεχτικής αποστασιοποίησης”. Να σπάσουν τον τοίχο μεταξύ σκηνής και θεατών, να κατεβάσουν τη μισή και παραπάνω κερκίδα κάτω, να τραγουδάνε όλοι μαζί τα μισά κομμάτια. Κανείς δεν έμεινε απλός θεατής, κανείς δεν έφυγε χωρίς τροφή για σκέψη -κάθε άλλο παρά μασημένη- στο τέλος. Και κανείς δεν έφυγε, βασικά, πριν την ομαδική φωτογραφία στο τέλος. Συγκρότημα και κοινό σαν μια μονάδα-ομάδα…

Γιατί τέλος, είναι αυτό ακριβώς που λέει το όνομά τους. Κοινοί Θνητοί, παιδιά της τάξης μας, που διαταράσσουν την τάξη και “δεν κάθονται καλά”. Παιδιά που θα τα δεις στο εργοστάσιο ή στην πορεία, χωρίς ίχνος έπαρσης ή ψώνιου. Κοινοί θνητοί που παλεύουν με χίλιες δυσκολίες, με καθημερινή δουλειά, με την ξενιτιά που τρώει τους καλύτερους φίλους και συντρόφους μας.

Και που μπορεί να μην τους αρέσει η προβολή και οι προσωπικές αναφορές, μπορεί να μιλάνε παντού και πάντα -αυστηρά και μόνο- ως μπάντα, αλλά θα ήταν χοντρή παράλειψη να μην πούμε τίποτα. Για τον Αντώνη που είναι άνθρωπος-ορχήστρα και αν δείτε στην περιγραφή με τους συντελεστές σε κάθε βίντεο, αυτά που κάνει, σαν απλή αναφορά και μόνο, πιάνουν δυο αράδες. Για τον μικρό του αδερφό, που είναι ένα κράμα ρεμπέτη χιπ-χόπερ που παίζει και πνευστά! Για τον χειμαρρώδη Μητσοφού, που πιάνει άλλες ταχύτητες με τη ροή (flow) του και μοιάζει να ασφυκτιά στα ρεφρέν που πάνε κάπως πιο αργά. Για τις νέες προσθήκες-μέλη, που επιτρέπουν στους ΚΘ να παίζουν με (σχεδόν) πλήρη σύνθεση, τους δίνουν άλλες δυνατότητες και αυτό βγαίνει προς τα έξω με τον καλύτερο τρόπο -πχ στα σόλο της κιθάρας, αν και προσωπική μου αδυναμία ήταν τα πλήκτρα… Και τέλος για τον Βασίλη, που η φωνή του μοιάζει με ενός άλλου πασίγνωστου Βασίλη, και που περιμένει να γίνει πατερούλης στην άλλη άκρη του κόσμου -όπως μάθαμε στο live. Και νομίζω πως έλειψε στα κομμάτια που έχουν μαγνητοφωνηθεί και συνδεθεί με τη δική του ερμηνεία. Και τέλος για όλους τους συνοδοιπόρους της Λίγκας, που μπορεί να μη φαίνονται άμεσα στο παρασκήνιο αλλά στηρίζουν με χίλιους τρόπους και μέσα την μπάντα και κάθε της προσπάθεια, είτε είναι δίσκος είτε συναυλία…

Και αν κάποιος δεν μπόρεσε να έρθει και τα έχασε όλα αυτά, θα έχει λογικά και άλλες ευκαιρίες. Είτε στο Φεστιβάλ -όπου πάντα το κλίμα είναι αλλιώς- είτε σε κάποια επόμενη συναυλία. Γιατί φάνηκε την Παρασκευή και τις άλλες φορές, πως το κοινό διψά για περισσότερα live και μετράει αντίστροφα, ψιθυρίζοντας ρυθμικά, με το τικ-τακ του ρολογιού.

Κάπα… Θήτα…
Κάπα… Θήτα…
Κάπα…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: