“Πίσω από τα μάτια της” – Plot twist και μίσος ταξικό

Μέσα σε έξι μόνο επεισόδια, η σειρά κατορθώνει να συμπυκνώσει ισότιμα πηχτή ομοφοβία, απέχθεια στους λαϊκούς ανθρώπους και γερές δόσεις νεο-ανορθολογισμού.

Προσοχή σπόιλερ

Όσοι έχετε δει ή ξεκινήσατε να βλέπετε την νέα σειρά του Netflix “Πίσω από τα μάτια της”, πιθανότατα είχατε ήδη ακούσει για τη μεγάλη σεναριακή ανατροπή στο φινάλε, που δίχασε κοινό και κριτικούς, προκαλώντας πολλές, κυρίως αρνητικές αντιδράσεις. Κι επειδή φυσικά όπως λένε και στο Αμέρικα, δεν υπάρχει κακή δημοσιότητα, το σήριαλ έχει ήδη θρονιαστεί στο τοπ-10 της πλατφόρμας και στις συζητήσεις των φαν, όπου κι αναμένεται να παραμείνει για το αμέσως επόμενο διάστημα τουλάχιστον.

Η αλήθεια είναι πως αν στόχος της σειράς ήταν η έκπληξη των θεατών – τουλάχιστον της πλειονότητας που δεν έχει διαβάσει το ομώνυμο βιβλίο της Σάρα Πίνσμπορο – τα καταφέρνει με το παραπάνω, ξεπερνώντας ακόμα και ισπανικά ψυχολογικά θρίλερ στην ανατροπή επί της ανατροπής – κι οι μυημένοι του είδους ξέρετε τι εννοώ. Σε έναν κόσμο του θεάματος που το plot twist εδώ και χρόνια είναι κάτι σα θρησκεία, όπου το εθισμένο και ταυτόχρονα κορεσμένο κοινό διψάει για την έκπληξη, εκεί που όλες οι ιστορίες μοιάζουν να έχουν ειπωθεί, η σχεδόν σοκαριστική εξέλιξη του “Πίσω από τα μάτια της” από μόνη της θα μπορούσε να είναι έως και αξιοπρόσεκτη. Στην πραγματικότητα, καταφέρνει να είναι τόσο γκροτέσκα και ουρανοκατέβατη, που μόνο με προσφυγή σε δημοφιλή memes και τζιφάκια του διαδικτύου μπορεί να αποτυπωθεί η αίσθηση που αφήνει στους δύσμοιρους που αφιέρωσαν ένα 6ωρο από τη ζωή τους.

Aς πάρουμε όμως τα πράγματα από την – καθόλα συμβατική – αρχή, εκεί δηλαδή που η Λουίζ Mπάρνσλεϊ, διαζευγμένη μητέρα ενός παιδιού γνωρίζει σε έναν λονδρέζικο μπαρ έναν γοητευτικό άγνωστο Σκωτσέζο που την επομένη αποδεικνύεται πως είναι ο ψυχίατρος Ντέιβιντ Φέργκιουσον, ο οποίος τυγχάνει ταυτόχρονα να είναι και αφεντικό της Λουίζ στη νέα της δουλειά. Παρά τους ενδοιασμούς της, η παρτ-τάιμ γραμματέας αποφασίζει να τα μπλέξει με τον Ντέιβιντ, ενώ νωρίτερα έχει γίνει ήδη φίλη με τη σύζυγο του εραστή της, τη ζάμπλουτη κληρονόμο Αντέλ – που υποδύεται η πανέμορφη και ταλαντούχα κόρη του Μπόνο Ιβ Χιούσον-, σημαδεμένη από μια τραυματική εμπειρία του παρελθόντος, αλλά και τα προβλήματα στον μέχρι πρότινος τέλειο γάμο της. Εκτός από τις εξομολογήσεις για το συζυγικό βίο, η Αντέλ έχει να προσφέρει στη νέα της φίλη και μαθήματα “αστρικής προβολής”, με τα οποία και η ίδια αντιμετωπίζει τους συχνούς εφιάλτες της, μεταφέροντας τη συνείδησή της σε πιο ευχάριστες καταστάσεις.

Ως εδώ έχουμε ένα κλασικό ερωτικό θρίλερ με κάποιες μεταφυσικές προεκτάσεις, που κρατάει το ενδιαφέρον κυρίως λόγω της περιέργειάς μας για το φινάλε και των πολύ καλών ερμηνειών των πρωταγωνιστών. Η Λουίζ εμπλέκεται ολοένα και περισσότερο στη ζωή των Φέργκιουσον και τα ένοχα μυστικά τους. Μαζί της μαθαίνουμε ότι η Αντέλ διασώθηκε από τον Ντέιβιντ στη διάρκεια πυρκαγιάς όπου κάηκαν οι γονείς της και στη συνέχεια νοσηλεύτηκε για ένα διάστημα σε ψυχιατρική κλινική ή κάποιου είδους σανατόριο, όπου έγινε στενή φίλη με τον Ρομπ Χόιλ, έναν φτωχό ηρωινομανή από διαλυμένη οικογένεια. Βγαίνοντας από την κλινική, ο Ρομπ έρχεται για επίσκεψη στην έπαυλη της Αντέλ, όπου βρίσκεται και ο σωτήρας και μελλοντικός της σύζυγος Ντέιβιντ. Τα πράγματα μοιάζουν να πηγαίνουν καλά -πλην με εμφανή αμηχανία μεταξύ των δυο ανδρών-, ώσπου ένα βράδυ ο μουσαφίρης καταλήγει νεκρός σε ένα πηγάδι. Η Λουίζ αρχίζει να υποψιάζεται τον Ντέιβιντ για το φόνο του Ρομπ, με δεδομένο μάλιστα ότι ανακαλύπτει πως χορηγεί πλειάδα ψυχοφαρμάκων και ηρεμιστικών στη σύζυγό του, η οποία του έχει γράψει όλη της την γονεϊκή κληρονομιά.

Η πρώτη μεγάλη “αποκάλυψη” έρχεται στο πέμπτο επεισόδιο, όταν η Λουίζ αντιλαμβάνεται ότι η Αντέλ παρακολουθούσε την ίδια και τον Ντέιβιντ σχεδόν από την πρώτη στιγμή, μέσω της αστρικής προβολής, που επέτρεπε η συνείδησή της να μεταφέρεται σε οικείες τοποθεσίες όσο εκείνη κοιμόταν. Πανικόβλητη, η γυναίκα επικοινωνεί με τη Μάριαν, την ιδοκτήτρια ενός καφέ στο Μπράιτον, με την οποία φέρεται να είχε εξωσυζυγική σχέση ο Ντέιβιντ παλιότερα. Η Μαριάν ωστόσο αποκαλύπτει στην επισκέπτριά της πως στην πραγματικότητα με τον Ντέιβιντ ήταν απλά φίλοι, κάτι όμως που προκάλεσε την οργή της Αντέλ, σε σημείο να εισβάλει στο σπίτι της κατά φαντασίαν αντιζήλου της και να της σκίσει τα ρούχα, γράφοντας “τσούλα” με κόκκινη μπογιά ή αίμα – αδιευκρίνιστο ποιανού- στον τοίχο. “Τρέξε όσο πιο γρήγορα μπορείς”, είναι η συμβουλή της Μάριαν στη Λουίζ, κι αν έχετε ήδη ζαλιστεί ως εδώ, προσδεθείτε γιατί τα χειρότερα έρχονται.

Στο τελευταίο επεισόδιο λοιπόν, αποδεικνύεται ότι όλοι – κι όταν λέμε όλοι, επαναλαμβάνουμε πως δεν εννοούμε τους αναγνώστες του βιβλίου- πιαστήκαμε κότσο από τους δημιουργούς, καθώς ο πραγματικός κακός της σειράς δεν ήταν ούτε ο “χειριστικός” Ντέιβιντ, ούτε η “ψυχοπαθής” Αντέλ, αλλά ο υποτίθεται εύθραυστος και απροστάτευτος Ρομπ. Ο οποίος, στη διάρκεια της επίσκεψής του στην έπαυλη, έπεισε τη φίλη του να μπει η ψυχή του ενός στο σώμα του άλλου μέσω προχωρημένης αστρικής προβολής, δολοφονώντας την στη συνέχεια και συνεχίζοντας τη ζωή της στο σώμα της, παίρνοντας τα πλούτη της και τον Ντέιβιντ, τον οποίο έχει βάλει στο μάτι από τον καιρό που εκείνος επισκεπτόταν την Αντέλ στο ίδρυμα. Έτσι εξηγείται και η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά και οι κακές συνήθειες της Αντέλ μετά το γάμο και το γεγονός πως ο Ντέιβιντ “δεν αναγνωρίζει πια” τη σύζυγό του, που είναι κυριολεκτικά πια “άλλος άνθρωπος”. Ο Ρομπ ωστόσο, συναισθανόμενος τον κίνδυνο η Λουίζ να του αρπάξει τον Ντέιβιντ, την παγιδεύει στη διάρκεια αστρικής προβολής, ώστε να ανταλλάξουν σώματα, κι εκείνος να τη δολοφονήσει μέσα στο σώμα της Αντέλ, έχοντας ήδη πάρει τη μορφή της Λουίζ. Έτσι, ο Ρομπ παντρεύεται για δεύτερη φορά τον ανυποψίαστο Ντέιβιντ, ενώ ο μόνος που αντιλαμβάνεται ότι κάτι πάει στραβά είναι ο μικρός γιος της Λουίζ, που δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να αντιδράσει.

Πολλοί θεατές δήλωσαν “προδομένοι” από τη μετατροπή του ερωτικού τριγώνου σε b-movie επιστημονικής φαντασίας, δεν είναι όμως οι δραματουργικές αδυναμίες το βασικό ελάττωμα της σειράς, αλλά το ιδεολογικό μήνυμα ή όπως θα λέγανε οι παλιοί, το ηθικό δίδαγμα που συνειδητά ή μη αναδύεται μέσα από αυτό το κουβάρι των ανατροπών. Μέσα σε έξι μόνο επεισόδια, η σειρά κατορθώνει να συμπυκνώσει ισότιμα πηχτή ομοφοβία, απέχθεια στους λαϊκούς ανθρώπους και γερές δόσεις νεο-ανορθολογισμού. Το ομοφοβικό στοιχείο είναι το πιο προφανές και φυσικά δεν πέρασε απαρατήρητο από την κριτική, που γρήγορα διείδε στη μετατροπή του Ρομπ από θύμα σε στυγνό θύτη, την αναβίωση του παλιού στερεότυπου του ύπουλου γκέι που στοχοποιεί “φυσιολογικούς” άντρες και φτάνει μέχρι και στη δολοφονία για να ικανοποιήσει τα πάθη του. Στην ανταλλαγή σωμάτων Ρομπ και Αντέλ λανθάνει και η τρανσφοβία, δεδομένου μάλιστα ότι η ίδια η “κανονική” Αντέλ δεν είναι αρχικά πολύ ενθουσιώδης με την ιδέα να μπει η ψυχή της σε αντρικό σώμα, ενώ αυτή η ιδιότυπη αλλαγή φύλου συνοδεύεται από παραπλάνηση του αρχετυπικού στρέιτ αρσενικού για προσωπικό οικονομικό και σεξουαλικό όφελος του “διεστραμμένου” κακού της υπόθεσης.

Λιγότερο προβεβλημένη στις περισσότερες κριτικές για τη σειρά, είναι το κατά τη γνώμη μου κραυγαλέο ταξικό στίγμα της, που συνίσταται στην – καθόλου πρωτότυπη ως ιδέα, αλλά σαφώς εμπνευσμένη στην εκτέλεση – δαιμονοποίηση των φτωχότερων λαϊκών τάξεων ως φορέων καταστροφής ή και δολοφονικής βίας, με θύματα την μέση και ανώτερη αστική τάξη, που τόσο γενναιόδωρα της άνοιξε την αγκαλιά της. Με την αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας του Ρομπ αποκτούν κι άλλο νόημα κάποιες περαστικές αναφορές στη σειρά, όπως ότι μέσα στην κλινική διασφάλιζε τη χρήση χασίς κάνοντας σεξουαλικές χάρες σε νοσοκόμους – ως “επαγγελματίας ομοφυλόφιλος” που θα ‘λεγε και μια ψυχή – ή ότι ξαναπέφτει αμέσως στην ηρωίνη “γιατί κάποιοι από μας απλά δε θέλουμε να σταματήσουμε”, μια εξαιρετικά “προοδευτική” αντίληψη που θέλει την εξάρτηση κυρίως αποτέλεσμα της “αδύναμης θέλησης” των χρηστών. Ακόμα και κάποιες αποστροφές του Ρομπ για το πόσο θα ήθελε να νιώσει την αγάπη, όπως την νιώθει η Αντέλ για τον Ντέιβιντ, και γενικότερα (θα ήθελε) να έμοιαζε η ζωή του με τη δική της, ερμηνεύονται εκ των υστέρων ως μια έκφραση υποχθόνιου φθόνου και προάγγελος του σατανικού του σχεδίου να αρπάξει με τη βία όλα όσα δεν του ανήκουν. Το μήνυμα δε θα μπορούσε να είναι πιο σαφές: “Μην ανοίγετε τα σπίτια σας στη πλέμπα, γιατί θα εκμεταλλευτεί την καλοσύνη σας και θα σας καταστρέψει”. Ο αταβιστικός φόβος των αστών για ανατροπή της κοινωνικής τάξης από την ανάξια και αδίστακτη πλεμπάγια αποτυπώνεται συμβολικά στην ιδέα της ανταλλαγής σωμάτων Ρομπ – Αντέλ, όπου ο σιχαμένος ταξικός εχθρός οικειοποιείται την ίδια τη ζωή και άρα την κυριαρχία της άρχουσας τάξης, πατώντας πάνω στην ανεμελιά της.

Και η Λουίζ κύριε; Εκ πρώτης όψεως, η άτυχη γραμματέας δεν εντάσσεται πολύ εύκολα στο δίπολο που περιέγραψα παραπάνω, μια προσεχτικότερη ματιά όμως θεωρώ πως αναδεικνύει ότι Λουίζ αποτελεί την ενσάρκωση της “αξιοπρεπούς φτωχής”, όπως αυτή υφίσταται στο συλλογικό φαντασιακό της αστικής τάξης. Αφοσιωμένη μητέρα, συνεπής εργαζόμενη, -που μάλιστα προτείνει από μόνη της να μην πληρωθεί για τη μέρα που την κοπάνησε από τη δουλειά για να μείνει με το γιο της πριν την αναχώρησή του για μακρινό ταξίδι-, η οποία χρησιμοποιεί μη ανατρεπτικούς τρόπους για την κοινωνική της ανέλιξη, όπως είναι ο γάμος με το αφεντικό της. Ναι, μπορεί να είναι το τρίτο πρόσωπο σε μια σχέση, μπήκε όμως σε έναν ήδη κατεστραμμένο γάμο, ενώ μοιάζει να νοιάζεται γνήσια για το δράμα της βαθύπλουτης φίλης της. Επιπλέον, αγνοούσε την ταυτότητα του αφεντικού της πριν τον ερωτευτεί, άρα τα αισθήματά της είναι “γνήσια”, γεγονός που ανταποκρίνεται και στην αυτάρεσκη φαντασίωση και συνάμα ψυχολογικό άγχος των αστών ότι τους αγαπούν για το σεξαπίλ και τη φοβερή τους προσωπικότητα. Εντέλει όμως, τα τίμια και μη απειλητικά στοιχεία της εργατικής τάξης αποδεικνύονται πολύ αδύναμα μπροστά στη μοχθηρία των “ανάξιων φτωχών”, και -έστω κι άθελα τους – γίνονται τελικά όχημα για να ξεγελαστούν ακόμα περισσότερο οι μονίμως αθώοι και εύπιστοι αστοί.

Όσο για το μεταφυσικό στοιχείο, θα μπορούσε κανείς να το παραβλέψει ή και να το διασκεδάσει στα πλαίσια της ποιητικής αδείας, ωστόσο είναι τόσο παλιακός και συνάμα αντιδραστικός ο δυϊσμός ψυχής – σώματος που προωθεί η σειρά, ώστε δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ούτε αυτό με επιείκεια. Το μόνο καλό στη σειρά προς τιμήν των συντελεστών της, είναι ότι κατάφεραν να αφαιρέσουν τουλάχιστον δυο πολύ άσχημα στοιχεία του βιβλίου, αφενός τη δολοφονία της γάτας της Μάριαν από την Αντέλ – Ρομπ (έλεος), αφετέρου την έκτρωση της Αντέλ-Ρομπ “για να μη χαλάσει το σώμα της”. Κάτι που αν έμενε στην τηλεοπτική μεταφορά, θα προσέδιδε και μια ακόμα πιο συντηρητική διάσταση στο στόρι, βγαλμένη απευθείας από τα σάπια αφηγήματα των pro-lifers περί γυναικών που δεν τιμούν τον καρπό της κοιλιάς τους από ματαιοδοξία, με έμμεσες ομοφοβικές αιχμές ενάντια στους γκέι που παρεμποδίζουν τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους.

Εν κατακλείδι, η σειρά – και προφανώς το βιβλίο στο οποίο σχετικά πιστά βασίζεται – δεν είναι ούτε αδιάφορη, ούτε άστοχη, ούτε απλώς “πατάτα”. Αντιθέτως, αποτελεί ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα του δημιουργικού και ιδεολογικού αδιεξόδου της αστικής μυθοπλασίας, που με τα χρόνια προσπαθεί μάταια να βγει από το τέλμα, φλερτάροντας ολοένα και περισσότερο με απιθανότητες, προσφυγή στο μεταφυσικό ως εύκολη λύση και το μανιώδες κυνήγι της έκπληξης.

Y.Γ. Αν κατάλαβε κανείς σας πώς τελικά ξεκίνησε η πυρκαγιά που σκότωσε τους γονείς της Αντέλ, ας μας διαφωτίσει στα σχόλια παρακαλώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: