Άι χάσου ανθρωπάκι

Ο πιο πετυχημένος και διαχρονικός ρόλος είναι του φιλήσυχου ανθρωπάκου, που φοβάται τον ίσκιο του, κάνοντας ασκήσεις θάρρους -και βασικά ό,τι του λένε οι άλλοι- και ξεσπάει στα μυρμηγκάκια του σπιτιού -που ούτε αυτά δεν είναι ικανός να πειράξει, καθώς “φωνή εντόμου τώρα είναι η φωνή του”.
-Άι χάσου μυρμηγκάκι…

Τις προάλλες είχε η πλάση κοκκινίσει από την ταξιδιάρα αφρικανική σκόνη, δίνοντας έναν τόνο από έρημο Σαχάρα και Σοφία Αρβανίτη-Bonnie Tyler (Desert into your heart). Εκεί θα κολλούσε κι εκείνο το σκετς του Λαζόπουλου με τις κυβερνητικές καμήλες, που ενίοτε χάνουν το δρόμο τους -σαν την αφρικανική σκόνη, που βρέθηκε στην Ευρώπη- αλλά το καραβάνι συνεχίζει, μοιράζοντας υποσχέσεις για έξοδο από τη μνημονιακή έρημο και λοιπές οάσεις εν είδει αντικατοπτρισμού.

Σήμερα ξεκινούν πάλι οι 10 μικροί Μήτσοι του Λαζόπουλου και κάποιοι τους περιμένουν σαν όαση στο έρημο τοπίο της ελληνικής τηλεόρασης, καθώς θεωρούνταν -και δικαίως- ως η καλύτερη σατιρική σειρά της δεκαετίας του 90′. Κάθε Μήτσος -που αθροιστικά ήταν παραπάνω από δέκα- ήταν μια αντιπροσωπευτική μορφή της κοινωνίας και των κακών της κειμένων.

Το πλουσιόπαιδο του Κολωνακίου (Τζίμης) που ζει στο μικρόκοσμο της πλατείας του (ίσως η μοναδική φορά που ο Παπακαλιάτης έδειξε ότι μπορεί να παίξει και κάτι άλλο). Ο Θεσσαλός ξάδερφος (ι-χα) που δεν αφήνει τίποτα όρθιο από την κομ-ιλ-φο πρωτεύουσα. Η χήρα που ηδονίζεται με το στρατηγό και καθετί συντηρητικό -και οσονούπω ίσως έγινε και ψηφοφόρος της χρυσής αυγής. Η συντετριμμένη νεόπλουτη (στο ρόλο της Γιάννας Α-Δ) με τις αστικές της ευαισθησίες, που μιλάει αργά για να μη σπάσει το μπότοξ. Ο γέρος που τρώγεται με τη γριά του (Παύλος Χαϊκάλης) και μαζί με το φλέμα του, φτύνει το φαρμάκι του για όσα συμβαίνουν. Ο αστυνομικός διευθυντής που συντάσσεται με την εκάστοτε εξουσία, και φροντίζει να έχει πάντα το κατάλληλο πορτρέτο. Ο κατάδικος που τραβάει πολλά μαζί με τις δικές του χορεύτριες. Ο φτωχός Μήτσος που συζητάει για την ακρίβεια με τη δική μας Ελένη Γερασιμίδου -η οποία θα είναι πιθανότατα και στη νέα εκδοχή της σειράς. Ο ταξιτζής με το Σκαραβαίο, ο ΠΑΟΚτζής με το Σταρόβα -που θα είχε πολλά να πει σήμερα- η κομμώτρια με τη φωνή Ψινάκη, η Μισέλ ως μια χαζοχαρούμενη κοπελίτσα της εποχής, κοκ.

Ίσως όμως ο πιο πετυχημένος και διαχρονικός ρόλος να είναι του φιλήσυχου ανθρωπάκου, που φοβάται τον ίσκιο του, κάνοντας ασκήσεις θάρρους -και βασικά ό,τι του λένε οι άλλοι- και ξεσπάει στα μυρμηγκάκια του σπιτιού -που ούτε αυτά δεν είναι ικανός να πειράξει, καθώς “φωνή εντόμου τώρα είναι η φωνή του”.

-Άι χάσου μυρμηγκάκι…

Ένας νοικοκυραίος που φοβάται τις πορείες και τα επεισόδια, αλλά μπορεί και να βγήκε να ξεσπάσει για τη σιωπή χρόνων με τους αγανακτισμένους -που έπαθαν πολιτική αφωνία, γιατί είχαν ξεχάσει να αρθρώνουν λόγο- αλλά λούφαξε ξανά στη γωνία του. Κι είναι από τους βασικούς παράγοντες που εξηγούν τη διαιώνιση του συστήματος και τους οποίους καλούμαστε να αλλάξουμε.

Ένα (δικό μου) αξίωμα λέει πως η σάτιρα για να είναι εύστοχη και διεισδυτική, για να έχει δηλαδή όλα αυτά τα στοιχεία που την κάνουν να έχει διαχρονική αξία, πρέπει να είναι πολιτική, να έχει κάποια πολιτική σκοπιά, για να μην ξεπέσει σε χαβαλέ. Και επιβάλλεται να στρέφει τα βέλη της στους ισχυρούς και τους κρατούντες, για να μη γίνει σαν τον Αρκά, ούτε και δεκανίκι της κυβέρνησης, όπως το Τσαντίρι -με το Λαζόπουλο να γίνεται ένα είδος Αρκά του Σύριζα.

Ένα δεύτερο αξίωμα είναι πως κάθε εποχή έχει τους κωμικούς και τη σάτιρα που της αντιστοιχούν -αν και αυτό δεν είναι απόλυτο κι είναι ζήτημα, γιατί η σημερινή εποχή δε δίνει ερεθίσματα σε περισσότερους καλλιτέχνες ή κρατάει άλλους στην αφάνεια. Ο Λαζόπουλος δήλωνε πάντα αριστερός, αλλά φλέρταρε και με τον εθνικισμό -την περίοδο των συλλαλητηρίων για τη Μακεδονία- και με το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, ακόμα και στη ΓΑΠική του εκδοχή. Ωστόσο, ο Λαζόπουλος των αρχών της δεκαετίας του 90′ -και των αρχών της ιδιωτικής τηλεόρασης- είχε ποιότητα, κρατούσε κάτι από το κλίμα της μεταπολίτευσης, δεν είχε την αγωνία να βγάλει εκμομπή σε εβδομαδιαία βάση, σχολιάζοντας και επηρεάζοντας την εφήμερη επικαιρότητα. Από την άλλη, ο Λαζόπουλος στο Αλ Τσαντίρι, ακόμα και την περίοδο που φιλοξενούσε φοιτητές από τις καταλήψεις και πρόβαλλε ενεργά το κίνημα, δεν έφτασε ποτέ στο βάθος των δέκα μικρών Μήτσων. Και σύντομα γλίστρησε πολιτικά στις προσδοκίες και τη στάση αναμονής προς το ΓΑΠ ή αργότερα το αντιμνημονιακό μέτωπο και τις καμήλες του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ σε επίπεδο χιούμορ κατέφευγε συχνά στις ευκολίες με κρύα αστεία για πορδές, γριές και το κακό συναπάντημα.

Η επανεκκίνηση των “Δέκα Μικρών Μήτσων” θα μπορούσε να σηματοδοτεί μια “επιστροφή στις ρίζες” και την παλιά συνταγή της επιτυχίας. Αλλά ο κωμικός δεν είναι σαν το μάγειρα και η τέχνη της σάτιρας δεν είναι σαν το ποδήλατο, για να πεις πως δεν ξεχνιέται ποτέ. Κι η διαδρομή του Λαζόπουλου μας δίνει να κρατάμε μικρό καλάθι για τις προσδοκίες μας, ακόμα κι αν κάποιες φορές μοιάζει σαν όαση στο σύγχρονο τηλεοπτικό τοπίο -που εξίσου πολλές φορές αποδείχτηκε αντικατοπτρισμός.

Η συνέχεια επί της οθόνης.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

2 Trackbacks

Κάντε ένα σχόλιο: