Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού | Killers of the Flower Moon, του Μάρτιν Σκορσέζε

Ο πιο ανελέητος κριτής και αυτός που απογυμνώνει τα τραγικά λάθη του ανθρώπου στην ιστορική του διαδρομή είναι η ίδια η ιστορία. Και αυτό ο Σκορσέζε δείχνει να το γνωρίζει…

Το γουέστερν θεωρήθηκε ο κατεξοχήν αμερικανικός κινηματογράφος. Αυτό το κινηματογραφικό είδος αφηγείται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους την κατάκτηση της δύσης των ΗΠΑ και τη γέννηση του αμερικανικού έθνους. Όταν λοιπόν γεννιόταν το αμερικανικό έθνος έπρεπε κινηματογραφικά -με δεδομένο ότι ο κινηματογράφος στην ιστορική διαδρομή του επιτέλεσε και τον ρόλο του να αποτελεί φορέα της εκάστοτε κυρίαρχης πολιτικής ιδεολογίας- να στηρίξει τη γέννησή του σε κάποιους βολικούς θεμελιώδεις μύθους που ήθελαν την άγρια δύση έναν χώρο ανομίας, βαρβαρότητας και αναρχίας στον οποίο ο λευκός άνδρας όφειλε να θέσει όρια, νόμους, αρχές, προκειμένου να φέρει τον “πολιτισμό” ακόμη και στην πιο απομακρυσμένη παραμεθόριο περιοχή και να την προστατεύσει από οποιεσδήποτε απειλές. Και οι Ινδιάνοι θεωρούνταν μία τέτοια απειλή. 

Στο πέρασμα των χρόνων και με τις μεταβολές των αμερικανικών αξιών όπου τα δικαιώματα του πολίτη αρχίζουν να αναγνωρίζονται και οι Ινδιάνοι να μην θεωρούνται οι κακοί της ιστορίας, αλλά ένας λαός που έχει δικαιώματα σε αυτόν τον πλανήτη, οι κινηματογραφικοί δημιουργοί θέλησαν να αποκαταστήσουν τη φήμη αυτού του λαού δημιουργώντας ταινίες όπου ο Ινδιάνος δεν είναι ο κακός αλλά το θύμα μιας λυσσαλέας πολιτικής που όλη της η ιδεολογία στηρίζεται απλά και μόνο στο κυνήγι του χρήματος. Έτσι το γουέστερν αρχίζει σταδιακά να μετεξελίσσεται φτάνοντας τελικά σε ταινίες που απομακρύνονται πολύ από το κλασικό είδος του γουέστερν και όπου η αναθεωρητική ματιά του εκάστοτε δημιουργού προσδίδει άλλες διαστάσεις και μορφές στο είδος αυτό. 

Ταυτόχρονα, η γκαγκστερική ταινία αντλεί την έμπνευσή της από τα αστυνομικά δελτία του τύπου. Η διήγησή της υιοθετεί γραμμικά μία αφηγηματική δομή στην οποία περιλαμβάνεται ένα βασικό υποείδος: Η βιογραφία ενός γκάγκστερ που περικλείει την άνοδο και την πτώση του. Μόνο που στις ταινίες αυτού του είδους, ο γκάγκστερ δεν είναι ένας απομονωμένος άνθρωπος αλλά τον συνδράμουν διάφοροι ειδικοί στην απάτη, δικηγόροι, γιατροί, διεφθαρμένοι αστυνομικοί και ένα σύνολο ανθρώπων του υποκόσμου.

Τα δύο παραπάνω είδη συνθέτει αριστοτεχνικά ο Σκορσέζε, παραδίδοντάς μας ένα επικό έργο στο οποίο διατηρεί τους κώδικες του γουέστερν και της γκανγκστερικής ταινίας, κάτω όμως από την κριτική ματιά του δημιουργού που δεν παρασύρεται από τη θεαματικότητα των σκηνών που χαρακτηρίζουν τα δύο είδη. Ο σκηνοθέτης σκιαγραφεί προσεχτικά τρεις χαρακτήρες ανθρώπων που ο καθένας κουβαλά ένα κομμάτι της ιστορίας της Αμερικής, απεικονίζοντας όλο το ιστορικοπολιτικό πλαίσιο μέσα από το οποίο το έθνος αυτό απέκτησε σάρκα και οστά. 

Μέσα σε ένα εντελώς αναθεωρητικό πλαίσιο, χρησιμοποιώντας τους κώδικες του γουέστερν (κατάκτηση της δύσης και του ορυκτού της πλούτου, αμερικανική μεθόριος, ανοιχτή ύπαιθρος, η οποία εδραιώνει τη στενή σχέση των Ινδιάνων και του τόπου- λιβάδι, έρημος, ποτάμι δάσος- αστικοποίηση της περιοχής με την εγκατάσταση των λευκών εποίκων, τρένο, τράπεζες, φάρμες, εκκλησία) αλλά και τους κώδικες της γκανγκστερικής ταινίας που συγκλίνουν σε κάποια σημεία με αυτούς του γουέστερν (όπως το αστικό σκηνικό, οι σταθμοί, τα εστιατόρια, οι δημόσιοι χώροι, τα δωμάτια ξενοδοχείων) ο Σκορσέζε διαμορφώνει την κινηματογραφική του αφήγηση αντιστρέφοντας τα κλασικά στερεότυπα των δύο κινηματογραφικών ειδών. Οι φόνοι δεν διαπράττονται πλέον στα σαλούν και ο αρχιγκάνγκστερ δεν έχει τη μορφή του σκοτεινού ήρωα με την καπαρντίνα και το καπέλο, αλλά αποτελεί σύμβολο κοινωνικής καταξίωσης που κατέχει περίοπτη θέση. Είναι ο λευκός έποικος που μας θυμίζει πολύ τον «καλό» καουμπόι που έρχεται να επιβάλλει την τάξη στην άγρια δύση… Αλλά καθόλου καλός δεν είναι…

Με τον τρόπο αυτό ο Σκορσέζε επαναφέρει στην επιφάνεια όλο αυτό το αφήγημα που η κινηματογραφική βιομηχανία του Χόλιγουντ προσπάθησε να εδραιώσει, ενώ ταυτόχρονα χαράζει μία άλλη οπτική θέασης, διατηρώντας τα κινηματογραφικά στοιχεία των ειδών, αποδεικνύοντας μας ότι οι μεγάλοι σκηνοθέτες δεν είναι αυτοί που γνωρίζουν μόνο τα μέσα της τέχνης του κινηματογράφου, αλλά αυτοί που χρησιμοποιούν τα μέσα αυτά προκειμένου να θέλξουν το κοινό προς τον δύσκολο δρόμο, τον απαλλαγμένο από ιδεοληψίες και προπαγανδιστικούς μηχανισμούς, αυτόν που οδηγεί στην εξερεύνηση της αλήθειας. 

Το ποιος τελικά είναι ο καλός και ποιος ο κακός στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας, ή για την ακρίβεια τα κίνητρα που οδηγούν στη διαμόρφωση των συμπεριφορών μπορεί να αναζητηθούν, όταν το πλαίσιο στο οποίο στήνεις την ταινία σου δεν στηρίζεται στο όραμα μιας ψευδαίσθησης- είτε πρόκειται περί ατομικής ψευδαίσθησης ενός δημιουργού είτε ενός λαού- αλλά στα πραγματικά γεγονότα της εκάστοτε εποχής. Γιατί ο πιο ανελέητος κριτής και αυτός που απογυμνώνει τα τραγικά λάθη του ανθρώπου στην ιστορική του διαδρομή είναι η ίδια η ιστορία. Και αυτό ο Σκορσέζε δείχνει να το γνωρίζει. 

Στηρίζει την ιστορία του στο βιβλίο του δημοσιογράφου-συγγραφέα David Grann, που γράφτηκε ύστερα από μια μακροχρόνια και ενδελεχή έρευνα εξιχνίασης εκατοντάδων εγκλημάτων που έλαβαν χώρα στη δεκαετία του 1920 εις βάρος των Οσέιτζ. Μιας ινδιάνικης φυλής, τα μέλη της οποίας στην προαναφερθείσα δεκαετία διέθεταν το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα στον κόσμο, εξαιτίας του πετρελαίου που ανακαλύφθηκε στην περιοχή τους.

Βρισκόμαστε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1920 όπου η πολιτική της κυβέρνησης των ΗΠΑ απέναντι στις φυλές των Ινδιάνων, περιελάμβανε την εξόντωση όσων αντιστέκονταν, τον χωροταξικό περιορισμό τους αποσπώντας τους τα εδάφη που κάποτε κατοικούσαν, καθώς και την βίαιη αφομοίωσή τους. 

Οι Οσέιτζ, ήταν μια φυλή των Ινδιάνων που φυσικά δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν από την παραπάνω πολιτική. Μόνο που η φυλή αυτή είχε την τύχη, ή μάλλον την ατυχία, η κατανεμημένη γη στην περιοχή της Οκλαχόμα που τους παραχωρήθηκε να διαθέτει έναν τεράστιο υπόγειο ορυκτό πλούτο. Και είχαν επίσης την τύχη-ατυχία να διαθέτουν μια παραπάνω διαπραγματευτική ισχύ με δεδομένο ότι οι λευκοί αξιωματούχοι θέλοντας να μετατρέψουν την Οκλαχόμα σε πολιτεία, ήθελαν να αποφύγουν τα οποιοδήποτε εμπόδια θα μπορούσαν να προβάλλουν οι ιδιοκτήτες Ινδιάνοι της κατανεμημένης γης. Για τον λόγο αυτό, οι Οσέιτζ πέτυχαν να περάσουν μέσα στους όρους κατάτμησης της γης τους έναν που την εποχή εκείνη φαινόταν μάλλον παράξενος. «Το πετρέλαιο, το αέριο ή άλλα ορυκτά που καλύπτονται από τη γη αποτελούν ιδιοκτησία της φυλής των Οσέιτζ».

Πάνω σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο χτίζεται η ταινία του Σκορσέζε. Εδώ, δεν έχουμε Ινδιάνους που παλεύουν για την περιφρούρηση της ιδεολογίας που θέλει τους ανθρώπους αυτούς να αγωνίζονται για τη διατήρηση ενός πολιτισμού όπου δεν υπάρχουν ιδιοκτησιακά καθεστώτα και όπου η γη ανήκει σε όλους και ο σεβασμός απέναντι σε αυτά που μας προσφέρει είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αρμονική συνύπαρξη όλων των πολιτισμών. Σε αυτό τον αγώνα έχουν ήδη ηττηθεί. Πλέον μεταφερόμαστε στο πλαίσιο που οι λευκοί έποικοι επιβάλλουν. Αυτό της διεκδίκησης της ατομικής ιδιοκτησίας. Και εδώ ο αγώνας είναι εξίσου άνισος με τον προηγούμενο. Γιατί για ακόμη μία φορά, οι λευκοί έποικοι γνωρίζουν και διαθέτουν πολύ καλά τα μέσα της επιβολής τους. Αυτή τη φορά το δυνατό τους «όπλο» είναι το δέλεαρ της ιδιοκτησίας και του ατομικού πλουτισμού.

Ο Χέιλ, – ο θείος (τον υποδύεται ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο) ενσαρκώνει τον αρχιγκάνγκστερ της περιοχής που έχει ανακαλύψει τον τρόπο απόσπασης της ιδιοκτησίας. Και το κάνει χρησιμοποιώντας όλες τις αδίστακτες γκανγκστερικές μεθόδους απόσπασης αυτής. Διαφθορά, δωροδοκίες, φόνους.

Ο Ερνεστ Μπέρκχαρτ (Λεονάρντο Ντι Κάπριο) ενσαρκώνει τον λευκό ήρωα που κυνηγάει το αμερικανικό όνειρο εκεί στην άγρια δύση όπου ο λευκός άνδρας θεωρώντας δεδομένη την ανωτερότητά του έχει έρθει να κατακτήσει. Να επιβάλλει τον νόμο της ανομίας. Δεν έχει ταυτότητα. Διαμορφώνει την ταυτότητά του μέσα από τις συνθήκες και τους όρους που καθιστούν δυνατή την πραγμάτωση αυτού του ονείρου και που με τη σειρά τους καθορίζονται από τον αρχιγκάνγκστερ της περιοχής- τον Χέιλ στην προκειμένη.

Και η Μόλυ (Λίλι Γκλάντστοουν) η Ινδιάνα της φυλής Οσέιτζ, βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς, αλλά βαρύνουσα θέση στη διαμόρφωση της δικής της ταυτότητας έχει το ινδιάνικο αίμα που ρέει μέσα της, αυτό που φέρει τα στοιχεία μιας άλλης θεώρησης και οπτικής των πραγμάτων μακριά από οικονομικά συμφέροντα, εστιασμένης στις σχέσεις των ανθρώπων και στην ομορφιά που μπορείς να αντλήσεις απ΄αυτές, όταν αυτές καθορίζονται όχι από το τι ιδιοκτησιακά ανήκει στον καθέναν, αλλά από αυτό που σου προσφέρει η ίδια η φύση και η αρμονική συμβίωση με αυτή. Ανθίσταται σε αυτό που η κοινωνία της, η φυλή της, δεν κατάφερε να αντισταθεί. Στους πρίγκιπες-βαρόνους του καπιταλισμού. Σε αυτούς που η φυλή της παρασυρμένη από τον ορυκτό της πλούτο, νόμισε ότι μπορεί να μοιραστεί μαζί τους ανοίγοντάς τους τον δρόμο να εισβάλλουν στην περιοχή τους και να λεηλατήσουν τα πάντα. 

Ο Σκορσέζε, αποσπώντας εξαιρετικές ερμηνείες από τους παραπάνω ηθοποιούς, δημιουργεί μία ταινία προσδίδοντάς της επικές διαστάσεις που μέσα σε αυτές συνυπάρχει το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής με την ανηθικότητα, τη σκληρότητα και την ποταπότητα των πράξεων στις οποίες ο άνθρωπος μπορεί να οδηγηθεί. Και οι λόγοι που μπορεί να οδηγηθεί σε αυτές βρίσκονται στις δύο προτάσεις που ο σοφός Ινδιάνος της φυλής αναφέρει σε μία σκηνή της ταινίας: «Σε αυτό τον πλανήτη δεν ήρθαμε για να ζήσουμε πλούσια, αλλά απλά για να ζήσουμε!». 

Γιατί η σοφία βρίσκεται στην απλότητα που δυστυχώς, πάντα μας διαφεύγει…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: