Κινηματογράφος: Όλα τα λεφτά του κόσμου και διανοητικές ασκήσεις πλούτου

– Γαμώ τα λιφτά μ’ γαμώ… Θα θιλα να ‘χα ιένα τσουβάλ’ πινηντάευρα κι όποτι γούσταρα να ‘βγαζα απού κει (κάνει την κίνηση με τα δάχτυλα που τσιμπάν χαρτονομίσματα, το μικρό δάχτυλο όλο χάρη τεντωμένο)
– Ε, κάπουτι δεν θα τέλειουνι του τσουβάλ’;
– Ε, τότι κινούργιου τσουβάλ’… Σάμπους κι του πρώτου αληθινό ήταν;

Φαντάζομαι μια από τις αγαπημένες υποθέσεις εργασίας του καθενός από μας, είναι τι θα ‘κανα αν κέρδιζα στο τζόκερ. Εμείς η ταπεινή, καταφρονεμένη και ψωμολυσσασμένη εργατιά, ακόμα κι όταν έχουμε κάνει βήματα στην ταξική μας συνείδηση, έχουμε φαντασιωθεί την πιθανότητα να βρισκόμασταν ξαφνικά με τσουβάλια λεφτά, από τζόκερ, από λαχείο κλπ. Δεν είναι καλό να ζεις με τέτοιες σκέψεις, πρώτον επειδή δεν μπορείς να ελπίζεις σε κάτι που ελάχιστα πιθανό να συμβεί σ’ αυτή τη ζωή και δεύτερον γιατί αυτό το mindset είναι δουλοπρεπές. Πιο ρεαλιστικό είναι να έχεις μια ταξική αντίληψη του κόσμου, να ξέρεις που ανήκεις και γιατί πρέπει να αγωνιστείς.
Ωστόσο, σαν άσκηση “ταξικότητας”, προσπαθήστε διανοητικά να φανταστείτε αυτό το ενδεχόμενο.

Εγώ, ομολογώ, έχω κάνει πολλές διανοητικές ασκήσεις επ’ αυτού κι έχω σκεφτεί μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια τι θα ‘κανα αν κέρδιζα π.χ. 1 μύριο ευρώ. Πρώτον θα βρισκα ένα δικηγόρο έμπιστο να πάει να παραλάβει το χρήμα ανώνυμα, δεύτερον θα μοίραζα το χρήμα σε πολλούς λογαριασμούς για ποικιλία και ασφάλεια, τρίτον θα αγόραζα τα βασικά: Σπίτι στην Τούμπα, διαμέρισμα σε πολυκατοικία, όχι βίλες και τέτοια που τραβάν πάνω σου βλέμματα. Αυτοκίνητο νορμάλ, 1600-1800 κυβικά το πολύ. Μετά έπιπλα, χομ σίνεμα, συνδρομητική τηλεόραση για το τσάμπιονς λιγκ, εγκατάσταση φυσικού αερίου, αιρ κοντίσιον για τις τρελές ζέστες της Σαλονίκης κλπ κλπ. Μετά θα βοηθούσα ορισμένους συγγενείς και φίλους κλπ. Μετά οδοντίατρους, διόρθωση μυωπίας λέιζερ, καρδιολόγους κλπ. Μετά κάνα ταξιδάκι. Μετά εκπαίδευση σε κάποια τεχνολογία, π.χ προγραμματισμό ώστε να βρεθεί και καμιά δουλειά της προκοπής, μην τρώμε όλο απ’ τα έτοιμα, σωστά; Κάπου εκεί θα σκεφτόμουν και το να δημιουργήσω οικογένεια, παιδιά και όλα με κατάλληλους υπολογισμούς ώστε να περισσέψουν φράγκα για τα γεράματα, για γιατρούς, αναψυχή κλπ κλπ. Τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία αλλά καλό είναι να υπάρχουν, όπως έλεγε κι ο Πανούσης.

Παρατηρείτε κάτι; Ούτε καν μου πέρασε απ’ το μυαλό να “επενδύσω”, να ανοίξω μια “δουλίτσα” κλπ, ένα “μαγαζάκι” και τέτοια. Με άλλα λόγια, τα όνειρα ενός εργατάκου σαν κι εμένα είναι μια φυσιολογική ζωή με δουλειά, γνώση, αναψυχή, εξασφαλισμένο σπίτι, οικογένεια, περίθαλψη και γεράματα. Ούτε βίλες, ούτε αστραφτερές λιμουζίνες, ούτε ταξίδια στις ριβιέρες, ούτε ονειρώξεις με μεγάλες μπίζνες. Όλ’ αυτά δηλαδή για τα οποία αγωνίζεται εδώ και δεκαετίες η εργατιά! Η διανοητική αυτή άσκηση (“τι θα κανα αν κέρδιζα στο λαχείο ένα κατομμύριο ευρώ”) είναι ένα καλό παράδειγμα για να δείτε τι ακριβώς ζητάτε απ’ τη ζωή σας.

Αν ονειρεύεστε βίλες και Πόρσε Καγιέν, μάλλον είστε μικροαστός που αρέσκεστε στα μεγαλεία μεγάλων ανδρών και κατα πάσα πιθανότητα βρίσκεστε σε λάθος ιστοσελίδα, πάτε καλύτερα σε κάνα Lifo, σε κάνα Forbes και άλλα τέτοια μικρο-μεγαλοαστικά ονειροκούτια. Κι όταν πλέον κατανοήσετε ότι η πιθανότητα να κερδίσετε στο τζόκερ είναι απειροελάχιστη, επιστρέφετε στην πραγματικότητα, ζείτε μ’ αυτά που έχετε ή δεν έχετε. Αλλά και πάλι, άσχετα από τα τζόκερ-μόκερ κλπ, αν πιστεύετε ότι θα γίνετε πλούσιος με “σκληρή δουλειά” μάλλον ζείτε πίσω απ’ τον ήλιο. Αν πιστεύετε ότι μπορείτε να γίνετε μεγάλος επιχειρηματίας κι έχετε κάποια πρωτότυπη ιδέα, π.χ λοσιόν από πικραγγουριά ή ελαστικά σώβρακα που κάνουν μασάζ στα κωλομέρια, το πιο πιθανό είναι να πάτε φυλακή για χρέη, αφού έχετε ακουμπήσει τις οικονομίες ή τα δανεικά που πήρατε στον κοπανιστό αέρα της “επιχειρηματικής” σας δημιουργικότητας. Παρακάτω.

Η ταινία all the money in the world (2017) του γνωστού και μη εξαιρετέου Ρίντλεϊ Σκοτ αφορά την υπόθεση απαγωγής του γόνου ενός πολύ πλούσιου ανδρός, του Πολ Γκέτι (J. Paul Getty), ενός ξιπασμένου κωλόγερου που έβγαζε απ’ τη μύγα ξίγκι για να κονομήσει. Το σίχαμα αυτό λοιπόν, είχε δημιουργήσει περιουσία έχοντας πετρέλαια στην Οκλαχόμα και μετά το τέλος του Β’ ΠΠ, είχε νοικιάσει απ’ τον Ιμπν Σαούντ της Αραβίας μια ολόκληρη περιοχή στην Αραβία κοντά στα σύνορα με το Κουβέιτ. Αφού έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο εκείνη την εποχή, μετά επιδόθηκε στη συλλογή έργων τέχνης για τα οποία πλέρωνε αδρά. Κατα τ’ άλλα ήταν τέρμα ΣΠΑΓΚΟΣ. Κυνηγούσε συνέχεια τις φοροελαφρύνσεις, έχτιζε σπίτια σε μέρη με χαμηλό κόστος ζωής, μέχρι τηλέφωνο με κέρμα είχε βάλει στη βίλα του για τους επισκέπτες!

Είχε παντρευτεί πέντε φορές και είχε πέντε γιούς κι ένα σωρό εγγόνια. Έναν εξ αυτών των εγγονίων λοιπόν, τον Τζον Πολ Γκέτι ΙΙΙ, η ιταλική μαφία είχε τη φαεινή ιδέα να τον απαγάγει και να απαιτήσει λύτρα απ’ τον παππού του. Λογάριαζαν όμως χωρίς τον ξενοδόχο καθώς ο παππούς ήταν τόσο σπαγκοραμμένος που ηρνείτο επίμονα να πλερώσει. Σου λέει άμα πλερώσω θα το πάρουν σερί κορδόνι και θα απαγάγουν κι άλλα εγγόνια. Άμα πλέρωνα για κάθε απαχθέν εγγόνι, καλύτερα να το κλείσω το μαγαζί! Του κόψαν λοιπόν τ’ αυτί του εγγονού και το στειλαν στη μάνα του η οποία σημειωτέον, είχε κάκιστες σχέσεις με τον τσιγκούνη βρωμόγερο. Όλη η ταινία λοιπόν περιστρέφεται γύρω απ’ την περιπέτεια του κακομοίρη εγγονού, το τι τράβηξε αυτός και η μάνα του για να απελευθερωθεί και οι σχέσεις αμφότερων με τον πλούσιο γέρο.

Η ταινία μέχρι να ολοκληρωθεί που λέτε είχε περάσει από σαράντα κύματα καθώς στην αρχή το ρόλο του σπάγκου τον έπαιξε ο εκπεσών σε δυσμένεια για τις αμαρτίες του Κέβιν Σπέισι. Έτσι λοιπόν, μετά το άτυπο εμπάργκο που επέβαλε το χόλιγουντ στον Κέβιν, ξαναγυρίστηκαν όλες οι σκηνές με τον Κρίστοφερ Πλάμερ στο ρόλο αυτόν, που τον ερμηνεύει εξαιρετικά. Η πλάκα είναι ότι, πολλοί απ’ τους ηθοποιούς ξαναγύρισαν τις ίδιες σκηνές τζάμπα εκτός απ’ τον “μάγκα” Μαρκ Γουόλμπεργκ που παίζει ένα δευτερεύοντα ρόλο του κώλου. Ο Γουόλμπεργκ είχε όρο στο συμβόλαιο ότι, για να ξαναγυρίσει σκηνές θα ‘πρεπε να δώσει την συγκατάθεσή του ειδάλλως θα πρεπε να αποζημιωθεί. Έτσι ο κύριος αυτός τσέπωσε άλλο ενάμισι κατομμύριο δολαριάκια χώρια τα πέντε που πήρε απ’ την αρχή, ενώ η συμπρωταγωνίστριά του που έπαιζε τη μάνα του απαχθέντος Μισέλ Γουίλιαμς πήρε μην πω τι. Τι ειρωνεία ε; Ο τύπος που έπαιζε στην ταινία τον σύμβουλο του σπαγκοραμμένου, αποδείχθηκε στην πραγματική ζωή πιο σπάγκος ή τουλάχιστον έτσι τον ορμήνεψαν οι ατζέντηδές του.

Μέτρια η ταινία, βλέπεται ψιλοευχάριστα, τίποτα παραπάνω. Εκείνο που κρατάμε είναι ο χαραχτήρας του Πολ Γκέτι, του σούπερ πλούσιου που, παρά τη μόρφωση και ευρυμάθειά του, ήταν ένα σίχαμα και μισό. Και όπως λέει κι ο λαός, στον φανταχτερό του τάφο δεν πήρε τίποτα μαζί. Κι όσο για μας τα λαϊκά παιδιά που φαντασιωθήκαμε εκατομμύρια απ’ το τζόκερ, ευτυχώς που μένουμε στα όνειρα θερινής νυκτός. Γιατί αν είχαμε τα μυαλά αυτουνού του κωλόγερου, θα ‘μασταν κάτι άλλο, όχι αυτό που είμαστε.

Κλείνοντας το κείμενο αυτό για την αντιπαραβολή υποθετικού και πραγματικού πλούτου και τα μυαλά που παράγουν και τα δυο, θυμάμαι έναν ξάδερφό μου κτηνοτρόφο που μετά τη στάνη έπαιζε μανιωδώς Πάμε Στοίχημα (και φυσικά in the long run ήταν πάντα χαμένος). Ο ξάδερφός μου αυτός λοιπόν μου ‘χε πει μια μέρα:
– Γαμώ τα λιφτά μ’ γαμώ… Θα θιλα να ‘χα ιένα τσουβάλ’ πινηντάευρα κι όποτι γούσταρα να ‘βγαζα απού κει (κάνει την κίνηση με τα δάχτυλα που τσιμπάν χαρτονομίσματα, το μικρό δάχτυλο όλο χάρη τεντωμένο)
– Ε, κάπουτι δεν θα τέλειουνι του τσουβάλ’;
– Ε, τότι κινούργιου τσουβάλ’… Σάμπους κι του πρώτου αληθινό ήταν;
– …

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: