“Η Λεωφόρος της Δύσης / Sunset Boulevard” του Μπίλι Γουάιλντερ (1950)
Στη «Λεωφόρο της Δύσης» ο Μπίλι Γουάιλντερ διεισδύει στα άδυτα του Χόλιγουντ, αποκαλύπτοντας τη βιομηχανία πίσω από τη βιτρίνα της γκλαμουριάς, που δημιουργεί αλλά και καταστρέφει είδωλα…
Τη δεκαετία του 1930, μια σειρά ταλαντούχων ανθρώπων του κινηματογράφου αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα τους εξαιτίας του ναζιστικού καθεστώτος και του Γιόζεφ Γκέμπελς, που είχε αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της γερμανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας. Ανάμεσά τους και ο Μπίλι Γουάιλντερ. Χρόνια μετά, σε μια εποχή όπου η αμερικανική βιομηχανία του θεάματος ευνοούσε τις μεγαλόσχημες δηλώσεις, τη μεγαλοπρέπεια και την οθόνη-γίγας, ο Γουάιλντερ γυρίζει το «Sunset Boulevard /Η Λεωφόρος της Δύσης». Αντί για το πομπώδες ύφος που χαρακτήριζε πολλά από τα πιο επιτυχημένα χολιγουντιανά φιλμ της εποχής – τα οποία σήμερα συχνά μας φαίνονται υπερβολικά και κάπως αστεία – ο Γουάιλντερ παραδίδει ένα έργο που λειτουργεί ως σχόλιο πάνω στην ίδια τη βιομηχανία του Χόλιγουντ: μια μηχανή που παράγει και «καταναλώνει» εικόνες, αφήνοντας πίσω της ανθρώπους-φαντάσματα της δικής τους δόξας.
Μια ιδιότυπη σχέση αναπτύσσεται ανάμεσα σε έναν φιλόδοξο νεαρό σεναριογράφο τον υποδύεται ο Γουίλιαμ Χόλντεν, ο οποίος συναντά παντού κλειστές πόρτες στα γραφεία των παραγωγών που απορρίπτουν τα σενάριά του, και στη Νόρμα Ντέσμοντ μεγάλη σταρ του βωβού κινηματογράφου. Ο νεαρός, απογοητευμένος, βρίσκεται στο σημείο να τα παρατήσει όλα και να επιστρέψει στην παλιά του πόλη, στην παλιά του δουλειά ως αρθρογράφος σε τοπική εφημερίδα. Η Νόρμα, από την άλλη, ζει πλέον ξεχασμένη στη βίλα της. Ένα σπίτι που διατηρεί τα σημάδια της παλιάς του αίγλης, αλλά φέρει και τη φθορά που άφησε πάνω του το πέρασμα του χρόνου. Τα σημάδια εγκατάλειψης δεν βαραίνουν μόνο το κτίριο, αλλά αντανακλούν και την εσωτερική εγκατάλειψη των ενοίκων του.
Στην ταινία, η Γκλόρια Σουάνσον ενσαρκώνει τη Νόρμα Ντέσμοντ – η ίδια άλλωστε, η Γκλόρια Σουάνσον, ξεκίνησε την καριέρα της στον βωβό κινηματογράφο -της οποίας η εποχή της παλιάς δόξας έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Η Νόρμα αδυνατεί να το αποδεχθεί: ζει εγκλωβισμένη στη θύμηση του μεγαλείου της, συνοδευόμενη από τον πιστό της μπάτλερ (Έριχ φον Στροχάιμ) – πρώην σκηνοθέτη και σύζυγό της – που παραμένει στο πλευρό της για να την προστατεύει από την αδυναμία της να απεγκλωβιστεί από το παρηκμασμένο είδωλο που τη στοιχειώνει και την κάνει να υπνοβατεί ακόμη στα ύψη μιας τελειωμένης καριέρας
Η ηρωίδα μας δίνει μια μάταιη, σπαρακτική μάχη με τον χρόνο. Αδυνατεί να αποδεχθεί το εφήμερο της ομορφιάς της και παραμένει αφοσιωμένη στο όνειρο που καθόρισε ολόκληρη τη ζωή της, ενώ τα σημάδια του χρόνου μετατρέπονται σε πληγές εγκατάλειψης, απομόνωσης και φυσικής φθοράς. «Δεν χρειαζόμασταν διάλογο τότε. Είχαμε πρόσωπα», δηλώνει σε μια από τις πιο διάσημες ατάκες της ταινίας, ανακαλώντας μια εποχή όπου το πρόσωπο δεν ήταν απλώς εκφραστικό, αλλά συστατικό της ίδιας της αφήγησης. Ο Γουάιλντερ φωτίζει σκληρά αυτό το πρόσωπο, χρησιμοποιώντας τις τεχνικές του φιλμ νουάρ – είδος βαθιά επηρεασμένο από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, την αισθητική της εικόνας, τους σκοτεινούς χαρακτήρες και την ιδιοσυγκρασιακή αφήγηση. Το «Sunset Boulevard» ξεκινά με voice-over, όπου η φωνή που ακούμε ανήκει σε ένα νεκρό σώμα-αυτό του νεαρού σεναριογράφου- την εικόνα του οποίου αντικρίζουμε εξαρχής σε μια πισίνα. Ο ίδιος ο αφηγητής, με μακάβριο χιούμορ, διηγείται την ιστορία του σε διαδοχικά φλας μπακ, που έχουν ως κύριο στόχο να συνδέσουν τον θεατή με τον χαρακτήρα, αφού αποτελούν τις δικές του αναμνήσεις και παρουσιάζουν τη δική του οπτική, τονίζοντας την απατηλή φαινομενικότητα μιας πραγματικότητας όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.
Η μεγάλη κρίση που βίωσαν οι συντελεστές του βωβού κινηματογράφου κατά το πέρασμα στον ομιλούντα αποτυπώνεται έντονα στην ταινία. Μέσα από αυτήν αναδεικνύεται το σκληρό, κυνικό πρόσωπο του Χόλιγουντ, που «χρησιμοποιεί και πετάει» καλλιτέχνες σε μια βιομηχανία όπου το κέρδος καθορίζει τα πάντα. Η Νόρμα ζει ουσιαστικά δύο ζωές: εκείνη του ένδοξου παρελθόντος και μια φασματική παροντική ύπαρξη, που τη βυθίζει όλο και περισσότερο στον κόσμο των ψευδαισθήσεων, των εμμονών και των αγκυλώσεων, ώσπου αδυνατεί να ξεχωρίσει τον πραγματικό της εαυτό από τον κινηματογραφικό. Τα φώτα και οι προβολείς αποτελούν γι’ αυτήν τον μόνο αληθινό κόσμο, ενώ ο πραγματικός κόσμος γύρω της μοιάζει απειλητικός. Για τον λόγο αυτόν μεταμορφώνει κάθε στοιχείο της πραγματικότητας, προκειμένου να το εντάξει στον δικό της φανταστικό χώρο, ώστε να μην το αισθάνεται ως παρείσακτο. Έτσι, και ο νεαρός σεναριογράφος εντάσσεται στις αυταπάτες της: γίνεται ένα πρόσωπο που η Νόρμα πλάθει ως ερωτικό σύντροφο της φαντασίας της. Κι εκείνος όμως, παγιδευμένος στα πλοκάμια της χολιγουντιανής βιομηχανίας, αφήνεται να χρησιμοποιηθεί ως μαριονέτα στον ψεύτικο κόσμο της Νόρμα, απολαμβάνοντας τις υλικές παροχές που του εξασφαλίζει αυτή η άρρωστη σχέση. Μια σχέση εξάρτησης, ανειλικρίνειας, πάθους και εμμονών. Μια σχέση που, όσο κι αν τον απωθεί, ταυτόχρονα τον έλκει.
Ο κόσμος των ψευδαισθήσεων της Νόρμα δεν απέχει ιδιαίτερα από τον απατηλό κόσμο του αμερικανικού ονείρου, που τόσο έντονα στήριξε η χολιγουντιανή κινηματογραφία. Ένα όνειρο που στοίχισε σε πολλούς, κατέστρεψε ζωές και παγίδευσε όσους βυθίστηκαν σ’ αυτό, χωρίς να μπορέσουν ποτέ να επιστρέψουν. Ένα όνειρο που μετατράπηκε σε εφιάλτη. Χαρακτηριστική είναι η παρουσία του σπουδαίου σκηνοθέτη Σέσιλ Μπ. Ντε Μιλ, ο οποίος υποδύεται τον εαυτό του- υπήρξε για χρόνια συνεργάτης της Γκλόρια Σουάνσον στην περίοδο της μεγάλης της δόξας-και λειτουργεί εδώ, ως ζωντανή γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν του Χόλιγουντ. Το εφιαλτικό πρόσωπο της Νόρμα στην τελευταία σκηνή – το κοντινό της βλέμμα προς την κάμερα, λίγο πριν προφέρει το περίφημο: «Είμαι έτοιμη για το κοντινό μου, κύριε Ντε Μιλ» – συμπυκνώνει όλο το ψέμα, τη ματαιότητα και την απογοήτευση εκείνων που πίστεψαν σε αυτό το όνειρο. Μόνο που σε αυτό το κοντινό, αποτυπώνεται συμβολικά και η αποκαθήλωση αυτού του ονείρου.
Κι όταν ακούμε σε μία σκηνή της ταινίας τη Νόρμα Ντέσμοντ να λέει με κακεντρεχή ακρίβεια το: «Είμαι μεγάλη. Οι ταινίες μίκρυναν», ίσως σε αυτήν ακριβώς την ατάκα ο Γουάιλντερ προαναγγέλλει, με αυτοαναφορικό τρόπο, τη μετάλλαξη του κινηματογράφου από καλλιτεχνικό θαύμα σε «προϊόν». Μια μετάλλαξη που όχι μόνο δεν αποφεύχθηκε, αλλά συνεχίζει να αποτελεί υπαρκτό κίνδυνο.
Ίσως γι’ αυτό η «Λεωφόρος της Δύσης» παραμένει τόσο διαχρονική, «επιβάλλοντας» την επαναλαμβανόμενη θέασή της.