«Αν Είχα Πόδια, θα σε Κλωτσούσα / If I Had Legs I’d Kick You», της Μέρι Μπρόνσταϊν

Εξαιρετικότατη η ερμηνεία της Ρόουζ Μπερν. Μια μητέρα που εύκολα μπορεί να κριθεί, δύσκολα να κατανοηθεί και ακόμη πιο δύσκολα να επιτρέψει στον θεατή να εισέλθει εντός της, ώστε από τη θέση του κριτή να βρεθεί στη θέση του συμπάσχοντα. Η Μπερν τα καταφέρνει υποδειγματικά.

Και πόσες φορές δεν αναρωτηθήκαμε αν είμαστε «σωστές» μητέρες; Πόσες φορές δεν στραφήκαμε στους πιο ειδικούς, αναζητώντας οδηγίες για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να μεγαλώνουμε τα παιδιά μας όταν δυσκολευόμασταν στον χειρισμό δύσκολων καταστάσεων μαζί τους; Πόσες φορές δεν βρεθήκαμε μπροστά στη δυσάρεστη διαπίστωση πως τα πράγματα εξελίσσονται αντίθετα από τα προσδοκώμενα, και πόσες φορές δεν νιώσαμε ένα αίσθημα ασφυξίας να μας κυριαρχεί, ενίοτε και να μας γονατίζει. Πόσες φορές δεν βρεθήκαμε μπροστά σε διλήμματα του τύπου: αν δεν έπραττα αυτό,αλλά το άλλο, αν δεν απέκλινα από τις συμβουλές που μου δίνονταν, αν δεν αντιδρούσα έτσι σε ορισμένες στιγμές, παρασυρμένη μόνο από τα δικά μου συναισθήματα και μη λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο της εξωτερίκευσής τους στο παιδί μου, που προσδοκούσε μια άλλη εικόνα από εμένα, μήπως τα πράγματα θα ήταν καλύτερα τώρα;Και πόσες φορές τα παρηγορητικά σχόλια του τύπου «δεν είναι δικό σου σφάλμα»μπορεί μεν να λειτουργούσαν παροδικά ανακουφιστικά ,αλλά εκεί στις μοναχικές ώρες περισυλλογής μας οι επίμονες και σκοτεινές μας σκέψεις προερχόμενες από την αμφιβολία του λάθους δεν επέστρεφαν υποδεικνύοντας την ένοχη μητέρα με το δάχτυλο στραμμένο προς το πρόσωπό μας;

Σε αυτό ακριβώς το πεδίο ενοχής, αβεβαιότητας και ασφυκτικής κανονιστικότητας παρεμβαίνει η ταινία «Αν είχα πόδια, θα σε κλωτσούσα». Η Λίντα είναι ψυχοθεραπεύτρια και το παιδί της βρίσκεται αντιμέτωπο με μια σπάνια διατροφική ασθένεια, η οποία καθιστά αναγκαία τη σίτισή του μέσω ενός σωλήνα που συνδέεται με την κοιλιά της κόρης της. Μέσω αυτού του σωλήνα παροχετεύονται όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά που, υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα λαμβάνονταν από την άμεση πρόσληψη της τροφής. Στόχος αυτής της διαδικασίας είναι το παιδί να αποκτήσει ένα συγκεκριμένο βάρος, ώστε να αφαιρεθεί ο σωλήνας και να μπορέσει να ζήσει φυσιολογικά, όπως τα άλλα παιδιά. Ωστόσο, το δίχτυ ασφάλειας που προσφέρει η πρόσληψη της τροφής μέσω του σωλήνα, σε συνδυασμό με την επίγνωση ότι κάποιος άλλος είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τη λειτουργία όλου αυτού του μηχανισμού, αδρανοποιεί – κατά την άποψη της Λίντα-τις προσπάθειες εκ μέρους της κόρης να φτάσει τους στόχους βάρους που της έχουν τεθεί από τους αρμόδιους γιατρούς. Οι στόχοι δεν εκπληρώνονται και το βάρος της αποτυχίας τους μεταφέρεται πάνω στη μητέρα.

Ο πατέρας απουσιάζει, καθώς η εργασία του δεν του επιτρέπει να βρίσκεται κοντά στις δύο γυναίκες. Δεν παρουσιάζεται, ωστόσο, ως αδιάφορος. Το ενδιαφέρον του όμως, εκδηλώνεται με τρόπους που δεν λειτουργούν βοηθητικά ως προς τη Λίντα. Ο ίδιος ακολουθεί πιστά τις εντολές των ειδικών, πιστεύοντας ακράδαντα πως εκεί βρίσκεται η λύση. Η Λίντα βρίσκεται σε αδιέξοδο. Κατά βάθος γνωρίζει ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά σε όλη αυτή τη διαδικασία, ωστόσο αδυνατεί να επικοινωνήσει πλήρως τις αμφιβολίες της με κάποιον. Βιώνει ένα βαθύ αίσθημα μοναξιάς και την αίσθηση ότι δεν γίνεται κατανοητή, αναζητώντας απεγνωσμένα απαντήσεις τόσο από τον ψυχοθεραπευτή της, όσο και από διαδικτυακά βίντεο αυτοβοήθειας. Φτάνει σε αυτό το σημείο ακριβώς επειδή έχει κάνει τα πάντα. Και ακριβώς επειδή, μέσα σε όλες αυτές τις προσπάθειες, υπάρχουν στιγμές όπου η σχέση της με το παιδί της – και η εικόνα της ως μητέρας – αρχίζει να κλονίζεται. Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλη τη διάρκεια της ταινίας δεν βλέπουμε τη μικρή. Ακούμε μόνο τις διαρκείς απαιτήσεις της. Δεν λείπουν, ωστόσο, και εκείνες οι λίγες αλλά βαρύνουσες στιγμές ουσιαστικής επαφής ανάμεσα στη μητέρα και την κόρη, όταν ο θόρυβος και ο εξαντλητικός ρυθμός της ημέρας έχουν κοπάσει. Οι στιγμές αυτές, όμως, δεν λειτουργούν πάντα ανατροφοδοτικά, καθώς είναι ελάχιστες μέσα στον εξουθενωτικό ρυθμό της ζωής μιας εργαζόμενης γυναίκας που λυγίζει υπό το βάρος των απαιτήσεων όλων. Του συζύγου της, ο οποίος ελέγχει αν ακολουθούνται πιστά οι οδηγίες των ειδικών. Των ειδικών, που αξιολογούν εξονυχιστικά την επίτευξη των στόχων, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις παράλληλες δυσκολίες της καθημερινότητάς της, σαν οι στόχοι να είναι ανεξάρτητοι από τη ζωή εκείνου που καλείται να τους εκπληρώσει. Του ψυχοθεραπευτή της που συχνά την πιέζει ακόμη περισσότερο, λέγοντάς της ότι «ξέρει τι πρέπει να κάνει», τη στιγμή που εκείνη , όχι μόνο δεν ξέρει, αλλά τον εκλιπαρεί να της δώσει λύσεις άμεσες χειροπιαστές, προκειμένου να διαχειριστεί το δυσβάσταχτο φορτίο που έχει επωμιστεί.

Πού συναντάμε τη Λίντα; Όχι απαραίτητα στο πραγματικό της βίωμα,όσο στις αλληγορικές διαστάσεις που αυτό αποκτά, που ταυτόχρονα όμως βρίσκονται σε μια εύθραυστη ισορροπία με τις πραγματικές καταστάσεις που βιώνει η ίδια και οι οποίες με τη σειρά τους ξυπνούν δικές μας βιωματικές αντιδράσεις που μας κάνουν να ακολουθούμε και εμείς τον ανήφορο της ηρωίδας μας. Τη συναντάμε, τη Λίντα, σε εκείνα τα πολύ κοντινά καδραρίσματα, όπου το πρόσωπό της γεμίζει ολόκληρη την οθόνη. Σε πλάνα που δεν περιορίζονται στον αφηγηματικό ή περιγραφικό ρόλο του απλώς «κοντινού», αλλά αναδεικνύουν την ψυχολογική και σημασιολογική ένταση που μπορεί να προκληθεί- κάθε φορά κάτω από διαφορετικές συνθήκες, για τον καθένα. Τη συναντάμε στα λάθη της. Στους ανθρώπους που βρίσκονται μπροστά της και θα μπορούσαν να προσφέρουν βοήθεια με απλούς τρόπους: με τη συντροφιά τους, με τη συνδρομή τους σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εκεί όπου πρακτικά χρειάζεται ουσιαστική στήριξη,αλλά βυθισμένη στο δικό της πρόβλημα, δεν τους βλέπει. Τη συναντάμε στις ίδιες της τις συμπεριφορές, οι οποίες, άθελά της, λειτουργούν ως καθρέφτης εκείνων ακριβώς των στάσεων που προσπαθεί να αποφύγει.

Ωστόσο, η ουσιαστικότερη συνάντησή μας μαζί της δεν βρίσκεται μόνο στα λάθη της. Βρίσκεται σε κάτι πιο απλό και ταυτόχρονα ελπιδοφόρο: σε μια κρίσιμη στιγμή συνάντησης με την κόρη της, όπου δίνεται μια υπόσχεση από τη Λίντα προς εκείνη: «Θα γίνω η καλύτερη μητέρα. Στο υπόσχομαι», της λέει. Και παρόλο που γνωρίζουμε ότι ο ορισμός της «καλύτερης μητέρας» δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό του κόσμου, ούτε καν στο λεξικό του εσωτερικού μας κόσμου, ωστόσο παραμένει ενεργός όσο διατηρούμε μια ειλικρινή σχέση που λειτουργεί σε έναν ζωτικό χώρο, όπου η αναγνώριση των λαθών, οι αντιφάσεις μας, οι λοξοδρομήσεις μας, αλλά και η ανάγκη μας να υπάρξουμε αυτόνομα, έστω και λίγο πιο έξω από τα επιβαλλόμενα στερεότυπα της μητρότητας, μπορεί να δημιουργεί ρήγματα, τα οποία όμως δεν ακυρώνουν τη σχέση, αλλά την επαναπροσδιορίζουν, επιστρέφουν ξανά σε αυτή και την ανασυγκροτούν, όχι μέσα από σταθερούς, άτεγκτους κανόνες, αλλά μέσα από διαρκείς επαναδιαπραγματεύσεις.

Εξαιρετικότατη η ερμηνεία της Ρόουζ Μπερν, η οποία επωμίζεται ένα μεγάλο φορτίο, προκειμένου να τηρηθούν οι πολύ λεπτές ισορροπίες μιας μητέρας σε απόγνωση. Μιας μητέρας που εύκολα μπορεί να κριθεί, δύσκολα να κατανοηθεί και ακόμη πιο δύσκολα να επιτρέψει στον θεατή να εισέλθει εντός της, ώστε από τη θέση του κριτή να βρεθεί στη θέση του συμπάσχοντα. Η Μπερν τα καταφέρνει υποδειγματικά.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: