«Από κενά είμεθα πλήρεις, συντρόφισσα…» – Η Σεμίνα Διγενή ρίχνει φως στο σύμπαν του Μίλτου Πασχαλίδη

“Από παιδί αγαπώ ενστικτωδώς τη Μεγάλη Παρασκευή. Εκεί που υπάρχει μεν πένθος, αλλά όλοι μετά τον Επιτάφιο, το ξέρουμε ότι έρχεται η Ανάσταση…”

Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί μια μικρή ιστορία με τους τίτλους των τραγουδιών του… Ισως κάποιος που ζούσε με «Ψωμί και εφημερίδα» κι έλεγε πως «Η μόνη μου πατρίδα είναι ο χρόνος», μπορεί κάποια στιγμή να ένιωθε πως οι «Κακές συνήθειες» γίνονται «Βυθισμένες άγκυρες», με αποτέλεσμα αυτός κι οι όμοιοί του να νιώθουν «Ξένοι σε έναν τόπο που αλλάζει». Τότε ακριβώς θα αποφάσιζε πως ο μόνος τρόπος να μην πρωταγωνιστήσει σ’ ένα «Παραμύθι με λυπημένο τέλος» είναι να πιστέψει πως «Ο,τι αγαπάς δεν τελειώνει». Αρκεί να ζει με καθαρή καρδιά και γενναιότητα «Στη χώρα των αθώων». Ο Μίλτος Πασχαλίδης πιστεύει πως όταν διαλύεται ένα σύμπαν, ο μόνος τρόπος να επιβιώσεις είναι να φτιάξεις ένα άλλο, για να έχεις κάπου να κατοικήσεις.

Στο δικό του σύμπαν ταξίδεψε μέσα από τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία και ταξιδεύει ακόμη μέσα από τη μουσική, την ποίηση, τη λογοτεχνία και με συνεχή τροφοδότη την αγάπη του κόσμου. Αφετηρία του η Καλαμάτα κι ύστερα το Ηράκλειο, το Ρέθυμνο, οι «Χαΐνηδες», ο Μάνος Ξυδούς, οι Πυξ Λαξ, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Νότης Μαυρουδής, ο Παντελής Θαλασσινός, ο Μάριος Τόκας, ο Βαγγέλης Γερμανός, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Μάνος Ελευθερίου, η Ελένη Τσαλιγοπούλου, ο Χρήστος Θηβαίος, ο Γιώργος Ανδρέου, ο Κώστας Λειβαδάς, η Γιώτα Νέγκα και φυσικά ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Αλκης Αλκαίος και ο Χρήστος Λεοντής. Του έχει λείψει, ωστόσο, μια μεγαλύτερη συνεργασία με τους αδελφούς Κατσιμίχα και δεν παύει να ονειρεύεται μια συνύπαρξη με τον Sting και τον Springsteen! Ευαίσθητος δημιουργός και χαρισματικός ερμηνευτής, δυναμικός και αυθόρμητος, κοινωνικά ευαίσθητος και ταυτόχρονα βαθιά ερωτικός, ο Μίλτος Πασχαλίδης εκτός από το να μας παρασύρει σε συναρπαστικές μουσικές περιπέτειες, αποφάσισε τα τελευταία χρόνια να μας προσκαλεί και σε συγγραφικές, που δεν υπολείπονται των πρώτων! Σήμερα μιλάμε και με τους δύο Μίλτους, και τον μουσικό και τον συγγραφέα.

***

— Πόσο συμπαθής σού είναι σήμερα ο 25χρονος εαυτός σου και ποια συναισθήματα σου προκαλούν τα πρώτα σου τραγούδια;

— Μου είναι συμπαθής και αγαπησιάρικη η λαχτάρα του να φτιάξει και να πει ωραία τραγούδια. Δεν γουστάρω το θράσος και τον κυνισμό του, αν και τα κατανοώ έως έναν βαθμό, ως απότοκα της ανασφάλειας. Και επικροτώ τη φυσική του προδιάθεση να λέει πιο εύκολα «Οχι» παρά «Ναι». Τα πρώτα μου τραγούδια τα αγαπώ πιο πολύ όταν τα συνδέω με την εποχή που φτιάχτηκαν, παρά όταν τα ακούω με ψυχραιμία. Δεν νομίζω ότι θα τους άλλαζα κάτι δομικό μελωδικά ή στιχουργικά, αλλά σίγουρα σε πολλά ο ήχος ή η ενορχήστρωση κάνουν μπαμ ότι είναι φτιαγμένα πριν καιρό. Γι’ αυτό και όταν επιστρέφω σε εκείνα, στις ζωντανές εμφανίσεις μου, τα διασκευάζω, ώστε να μου αρέσουν σαν σημερινά.

«Αισθητικός πήχης μου ο Αλκαίος»

— Στο βιβλίο σου «Αγύριστο κεφάλι: Ο Αλκης Αλκαίος που γνώρισα», των Εκδόσεων ΚΨΜ, αφηγείσαι τη βαθιά φιλία σου με τον σπουδαίο ποιητή, που – όπως έλεγε ο Θάνος Μικρούτσικος – ήταν μεταμφιεσμένος σε στιχουργό. Ποιο θεωρείς ότι είναι το πολύτιμο αποτύπωμά του πάνω σου;

— Οτι είναι πλέον ο αισθητικός πήχης μου. Πάντα όταν φτιάχνω κάτι, κείμενο, στίχο, μελωδία, πάντα αναρωτιέμαι αν θα του άρεσε. (Και είμαι ειλικρινής και δίκαιος, διότι τον ήξερα καλά τι αγύριστο κεφάλι ήταν). Αν η απάντηση εντός μου είναι καταφατική, είμαι λίγο πιο ήσυχος.

— Να ελπίζουμε πως όσο θα υπάρχουν ιστορίες και λέξεις που θα σου περισσεύουν και δεν θα χωρούν στα τραγούδια σου, θα προκύπτουν βιβλία σαν κι αυτό;

— Μέχρι στιγμής έχω εκδώσει τέσσερα βιβλία, με τελευταίο τα «Ξενοδοχεία» (εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», 2022), την πρώτη συλλογή διηγημάτων μου. Νομίζω είναι οριστικό: Ο,τι δεν χωράει στα τραγούδια μου, θα σας το αφηγούμαι.

— Γράφεις κάτι τώρα;

— Διάβασα κάπου μια ωραία ατάκα και την υιοθετώ: «Ενας συγγραφέας ποτέ δεν ξεκουράζεται. `Η γράφει ή σχεδιάζει τι θα γράψει».

— Παρακολουθώντας live σου διαπίστωσα τη δύναμη και την απήχηση των τραγουδιών σου στους νέους ανθρώπους. Πόση χαρά σού δίνει αυτό και τι ευθύνες σου δημιουργεί;

— Η αλήθεια είναι πως μου δίνει μεγάλη χαρά, είναι κάπως σαν να νικάω τον χρόνο στα σημεία, όταν με αγαπούν οι πιτσιρικάδες. Ευθύνες δεν μου δημιουργούν ιδιαίτερα. Το μόνο που έχω καταφέρει, είναι ότι έχω σταματήσει να καπνίζω επί σκηνής, δεν ήταν ωραίο παράδειγμα. (Μακάρι να το κόψω γενικώς).

– Γιατί έχεις πει ότι γράφεις και τραγουδάς για να γλιτώσεις τον ψυχίατρο;

— Οχι πως τον γλίτωσα, αλλά εννοώ πως όσοι ασχολούμαστε με τις παραστατικές τέχνες, είμαστε τυχεροί άνθρωποι. Μπορούμε να υποδυθούμε ρόλους επί σκηνής κι αυτό είναι μαγικό. Και ενίοτε λυτρωτικό.

— Τι σ’ έχουν διδάξει μέχρι σήμερα οι κόρες σου;

— Υπομονή. Ανιδιοτέλεια. Αληθινό φόβο (μην πάθουν τίποτα). Και συνείδηση της άγνοιας. Τα παιδιά νομίζουν ότι οι γονείς έχουν όλες τις απαντήσεις. Οι κόρες μου καθημερινά μου μαθαίνουν ότι δεν τις έχω.

«Φθονούν και τιμωρούν τη νεολαία στην Ελλάδα»

— Στην Ελλάδα συνήθως η νέα γενιά αντιμετωπίζεται από τις κυβερνήσεις μάλλον τιμωρητικά. Από την πανδημία που «η νεολαία έφταιγε για τη διασπορά του ιού», μέχρι τις βάναυσες επιθέσεις των ΜΑΤ στους φοιτητές στις πρόσφατες κινητοποιήσεις. Τι φοβούνται απ’ αυτήν;

— Μάλλον φοβούνται ότι δεν θα ξαναγίνουν ποτέ συνομήλικοί της. Δεν την φοβούνται τόσο, όσο στο βάθος την ζηλεύουν. Κι αντί να τους βγαίνει αυτό σε τρυφερότητα και θαυμασμό, τους βγαίνει σε φθόνο και βλακώδη τιμωρητική διάθεση.

— Ολες αυτές οι βίαιες αλλαγές που βιώνουμε, τι θεωρείς πως μας έμαθαν;

— Η βία δεν σου μαθαίνει τίποτα. Μόνο φόβο. Κι ο φόβος είναι ο χειρότερος σύμβουλος σε όλα.

— Τραγουδιστές, τραγουδοποιοί και συνθέτες προσπαθείτε πολύ και για καιρό, για τα πνευματικά δικαιώματα και για όσα απειλούν τον κλάδο σας. Ποια είναι η αντιμετώπισή σας από τους «αρμόδιους»;

— Ειδικά για την παρούσα κυβέρνηση, είναι σαν να είμαστε αόρατοι. Οχι ότι οι προηγούμενες ήταν και ενθουσιωδώς θετικά διακείμενες, αλλά τουλάχιστον κρατούσαν κάποια προσχήματα και ο εκάστοτε υπουργός έδειχνε καλή διάθεση ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων. Τούτοι δω δείχνουν σε κάθε ευκαιρία βαθιά περιφρόνηση, σχεδόν απέχθεια για καθετί που έχει σχέση με τον σύγχρονο πολιτισμό και τους ανθρώπους του.

Παρότι η Τέχνη είναι στήριγμα για τον κόσμο, πόση ακόμη απαξίωση θα υποστούν οι άνθρωποί της;

— Δυστυχώς, όση δείχνουν ότι είναι διατεθειμένοι να υποστούν. Για να σου φορέσουν αλυσίδες, σημαίνει ότι πρώτα τους αφήνεις να σου πάρουν τα μέτρα.

— Πώς διαχειρίστηκες τις δύο απώλειες του Λαυρέντη και του Θάνου;

— Δεν μπορώ να τις διαχειριστώ. Είναι τρύπες εντός μου που δεν κλείνουν. Οπως και του Μητροπάνου, του Αλκη, του Ελευθερίου, του Μπουλά, του Μάνου Ξυδούς και άλλων στενών μου φίλων και συνεργατών που αγαπούσα και αγαπώ. Από κενά είμεθα πλήρεις, συντρόφισσα.

Ο Μ. Ελευθερίου και ο Β. Γιακουμάκης

— Τι σ’ έκανε να γράψεις «Στη χώρα των Αθώων» για τον Βαγγέλη Γιακουμάκη;

— Οταν χάθηκε αυτό το παιδί, βίωσα πένθος σαν να χάνω μικρό μου αδερφό. Μετά από λίγες μέρες, με πήρε τηλέφωνο ο Μάνος Ελευθερίου και με μια τρεμάμενη φωνή, που δεν ξεχνάω, μου είπε: «Αγοράκι μου, έγραψα κάτι μεγάλο και άχρηστο. Και θέλω να το ακούσεις». Και μου απήγγειλε το ποίημα που έγραψε ακαριαία, στη μνήμη του Βαγγέλη. Ενιωσα σε κάθε στίχο, σαν να με χτυπάει με σφυρί. Οταν συνήλθα, το έβαλα στην άκρη του μυαλού μου και είπα να το φτιάξω κάποια στιγμή. Το αμέλησα μέχρι το καλοκαίρι του 2019, που με έψησε ο Γιώργος Νταλάρας να κάνουμε μερικές συναυλίες προς τιμήν του Μάνου, ο οποίος στο μεταξύ είχε «φύγει». Η συγκλονιστική σύμπτωση είναι ότι ο Γιώργος το άκουσε 8 Σεπτέμβρη 2019, σε μια πρόχειρη ηχογράφηση απ’ το κινητό μου, λίγο πριν ανέβουμε να τραγουδήσουμε στο Θέατρο Γης, στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, στα σκαλιά, μου λέει: «Ρε συ, είναι υπέροχο, αλλά μεγάλο. Ποιον θες να φωνάξουμε να το πούμε οι τρεις μας;». Του λέω, «τον Λαυρέντη». Φωτίστηκε το πρόσωπό του. «Μετά χαράς», μου λέει και σαλτάρει γελαστός στο πάλκο. Το πρωί ξημερώσαμε και ο Λαυρέντης έλειπε. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό.

— Γυναικοκτονίες, έμφυλη βία, εκφοβισμός, ρατσισμός. Τι λάθος γίνεται στον τρόπο που μεγαλώνουν τα αγόρια;

— Χαριτολογώντας λέω ότι όταν πέφτουν τα αγόρια και χτυπάνε, κάποιοι γονείς λένε: «Κακό τραπεζάκι, κακό! Που μου χτύπησες το αγοράκι μου». Ε, στην αρχή φταίει το τραπεζάκι, μετά οι δάσκαλοι, μετά τα κορίτσια, κάπως έτσι μαθαίνουν τα αγόρια, ότι δεν φταίνε ποτέ και για τίποτα. Κι ύστερα λένε στα κορίτσια να προσέχουν. Τι να προσέχουν; Αντί να προσέχουν όλα τα κορίτσια, ας εξηγήσει κάποιος γονιός στον κανακάρη του ότι δεν του ανήκει όλος ο κόσμος, ότι όταν ακούει «Οχι» σημαίνει «Οχι» και ότι σε γενικές γραμμές είναι καλό να προσπαθεί να μην συμπεριφέρεται σαν μαλάκας. Θα έχουμε πιο γρήγορα και καλύτερα αποτελέσματα, νομίζω. Σοβαρά μιλώντας, με συντρίβει το γεγονός ότι παρ’ όλη την έκταση που έχουν πάρει τελευταία αυτά τα εγκλήματα και τον αποτροπιασμό της κοινής γνώμης, μοιάζει να γίνονται όλο και πιο συχνά. Σαν να μη λειτουργεί αποτρεπτικά η φρίκη, σαν να γίνεται η μια φρίκη παράδειγμα ή γέφυρα για μια χειρότερη. Ειλικρινά, δεν ξέρω πού να το αποδώσω, πλην του προφανούς ελλείμματος παιδείας απ’ το σπίτι. Ισως και στο γεγονός ότι με την καραντίνα κάποιοι έμειναν αναγκαστικά πολύ χρόνο αποκλεισμένοι με τους οικείους τους κι αυτό σε πολλές περιπτώσεις δεν πήγε και πολύ καλά…

— Τι δεν πρέπει να σου συμβεί στην Ελλάδα, για να αισθάνεσαι ωραία;

— Το προφανές. Να μην κάνει κρύο κάτω από 5 βαθμούς, να μην κάνει ζέστη πάνω από 30, να μη χιονίζει – ειδικά τη μέρα – να μην βρέχει περισσότερο από ψιχάλα, να μην αρρωστήσεις σοβαρά και χρειαστείς νοσηλεία, να μπορείς να γελάς με το πιο σύντομο ανέκδοτο: Δωρεάν Παιδεία – και προς θεού να μη χρειαστεί να αποταθείς στη δικαιοσύνη για να βρεις το δίκιο σου. Εσχάτως, καλό είναι να αποφεύγεις και τα τρένα. Κατά τ’ άλλα, είναι παράδεισος εδώ που ζούμε.

— Τι σε εξοργίζει περισσότερο σήμερα σ’ αυτήν τη χώρα;

— Οτι έχει καταργηθεί η κοινή λογική. Οτι οι άνθρωποι μοιάζουν σαν υπνωτισμένοι μπροστά στην αδικία που υφίστανται. Κι ότι έχουν κοντή ή επιλεκτική μνήμη.

«Κάτι επιτέλους κινείται»

— Τι πιστεύεις πως κρίνεται σε αυτές τις εκλογές;

— Αυτό που κρίνεται δεν είναι απλά η σύνθεση της επομένης κυβέρνησης, που κατά πάσα πιθανότητα θα κληθεί να εφαρμόσει ακόμα ένα αντιλαϊκό πρόγραμμα. Το ζήτημα είναι πόσο δυνατός θα βγει ο λαός από την κάλπη και με ποιους συμμάχους θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τον εργασιακό μεσαίωνα που ζούμε. Σίγουρα πάντως, «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή».

— Οι μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ενάντια στο σύστημα εκμετάλλευσης τι σκέψεις σού δημιούργησαν;

— Οτι κάτι επιτέλους κινείται. «Μακάρι – αμήν» που θα λεγε κι ο Μικρούτσικος.

— Πιστεύεις ότι οι λαοί έχουν πει την τελευταία τους λέξη, στον κοινό αντίπαλό τους, που είναι το εχθρικό κράτος της εγκληματικής πολιτικής;

— Οχι. Αλλά όσο οι λαοί πολεμούν με «ξιφολόγχες» απέναντι σε «μπαζούκας», η μάχη είναι άνιση – μην πω προδιαγεγραμμένη και με περάσετε για κανέναν απαισιόδοξο…

Πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ την Ανάσταση; Ποια είναι η ευχή σου για αυτήν τη μέρα;

— Από παιδί αγαπώ ενστικτωδώς τη Μεγάλη Παρασκευή. Εκεί που υπάρχει μεν πένθος, αλλά όλοι μετά τον Επιτάφιο, το ξέρουμε ότι έρχεται η Ανάσταση. (Και τι συγκλονιστική μελωδία το «Αι γενεαί πάσαι».) Η ίδια η Ανάσταση μού προκαλεί μια παράξενη αμφιθυμία. Εχει χαρά, αλλά μαζί της τελειώνει και η προσμονή. Κι αυτό είναι από μόνο του κάπως στενάχωρο, μ’ αρέσει να έχω χαρές να περιμένω.

Από ευχές, υγεία παίδες. Τα άλλα θα τα βρούμε.

Συνέντευξη στη Σεμίνα Διγενή
Πηγή: Ριζοσπάστης
Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: