Οι περίπλοκες διαδρομές της δημοκρατίας και το έργο του Nicolas Guilhot ‘The Democracy Makers’

Οι ανέξοδες καταγγελίες περί αυταρχισμού κι αντιδημοκρατικότητας θα εκτοξεύονται συστηματικά «δεξιόθεν» αλλά και «αριστερόθεν» εναντίον οποιουδήποτε αντιπάλου του δυτικού ιμπεριαλισμού (όπως της Βενεζουέλας σήμερα) αλλά και εναντίον οποιασδήποτε απόπειρας σοσιαλιστικής οικοδόμησης στο μέλλον.

Οι πρόσφατες εξελίξεις στη Βενεζουέλα έφεραν για μια άλλη φορά στο προσκήνιο το πολιτικό επίδικο της δημοκρατίας και την κεντρικότητά του στο λόγο και τη δράση πολιτικών δυνάμεων του αστικού τόξου. Η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Βενεζουέλας έχει ακολουθήσει με συνέπεια τα τελευταία 18 χρόνια τις επιταγές ενός συμβατικού πολυκομματικού κοινοβουλευτικού συστήματος (δηλαδή, του συστήματος που ακόμα για μεγάλες μερίδες κόσμου ταυτίζεται μονοσήμαντα με την έννοια της δημοκρατίας). Παρόλα αυτά, – και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον – η «δημοκρατία» έχει αποτελέσει το βασικό σύνθημα πάνω στο οποίο στηρίζουν τη δράση τους και οι εγχώριες αντιπολιτευτικές δυνάμεις, καθώς και οι ξένοι υποστηρικτές τους. Μάλιστα, σε διεθνές επίπεδο, η ευαισθησία περί δημοκρατίας στη Βενεζουέλα ξεπερνάει το στενό πλαίσιο των παραδοσιακών συντηρητικών κύκλων αλλά επεκτείνεται και στα λεγόμενα προοδευτικά κοινά. Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη διχογνωμία περί «αυταρχισμού στη Βενεζουέλα» στις ηλεκτρονικές σελίδες του αμερικάνικου περιοδικού Jacobin.1

Ίσως τέτοιες περιπτώσεις μπορούν να μας βοηθήσουν να αντιληφθούμε τα όρια της κατηγορίας «δημοκρατία» για την ανάλυση κοινωνικών διαδικασιών και συγκρούσεων, δεδομένου ότι λίγο πολύ μπορεί να σημαίνει τα πάντα και τίποτα την ίδια ακριβώς στιγμή.2 Γενικοί όροι όπως «δημοκρατικές δυνάμεις» ή «μαχητές της ελευθερίας» μπορεί να αφορούν, αναλόγως του ποιος τους εκφέρει, εργάτες και κομμουνιστές, αλλά και αντίστροφα φασίστες, φονταμενταλιστές, φεουδάρχες, κ.ο.κ. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι μια σειρά ιστορικά γεγονότα και συνθήκες, από ιμπεριαλιστικούς πολέμους, πυρηνικούς και συμβατικούς βομβαρδισμούς αμάχων ως την καπιταλιστική εκμετάλλευση της εργασίας και τους μαζικούς τεχνητούς λιμούς, ιστορικά δεν έχουν χωρέσει στις καταγγελίες περί αυταρχισμού ή αντιδημοκρατικότητας. Και πράγματι, ίσως δεν μπορούν να χωρέσουν στην αστική εννοιολόγηση της δημοκρατίας που προκρίνει την ιδιοκτησία και την κερδοφορία του κεφαλαίου έναντι της ζωής.

Εν τέλει, τα πράγματα (και η έννοια της δημοκρατίας) ξεκαθαρίζουν μόνο όταν πλέον μιλήσουμε για αδιαπραγμάτευτη ισότητα υλικών συνθηκών, διασφάλιση της ανθρώπινης ζωής, και ανεμπόδιστη ισότιμη πολιτική συμμετοχή – δηλαδή, συνολικά, εργατική εξουσία. Με αυτή την έννοια είναι που η «δημοκρατία» και η κατηγορία του «δημοκρατικού» συνδέθηκε ιστορικά με εργατικούς ταξικούς αγώνες και την πάλη για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση (στα σοσιαλιστικά κράτη, αλλά και στην Ελλάδα και αλλού).

Όπως όμως φαίνεται, η «δημοκρατία» έχει συγκροτηθεί τις τελευταίες δεκαετίες ως προνομιακό σημείο αναφοράς αστικών πολιτικών δυνάμεων – «συντηρητικών» αλλά και «προοδευτικών» – εναντίον χωρών και κινημάτων που είτε παλεύουν για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση είτε αποκλίνουν από τους στόχους του δυτικού ιμπεριαλισμού. Αυτό το φαινόμενο δεν είναι ιστορικά τυχαίο, αντίθετα φέρει μια συγκεκριμένη λογική. Σε αυτό το πλαίσιο θα βοηθήσει να διατρέξουμε εν συντομία το βιβλίο πολιτικής κοινωνιολογίας του Nicolas Guilhot, The Democracy Makers: Human Rights and the Politics of Global Order (Columbia University Press, 2005). Το βιβλίο καταγράφει την ανάδειξη της δημοκρατίας ως βασικού ιδεολογικού («πολιτισμικού») εργαλείου του δυτικού και δη αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ήδη από τα πρώτα χρόνια του ψυχρού πολέμου, ανατρέχοντας στις καταβολές των διανοουμένων που επιστρατεύτηκαν, τα επιμέρους συμφέροντα και εσωτερικούς ανταγωνισμούς, καθώς και την ιδιαίτερη συμβολή των κάθε είδους «αιρετικών» σε διαφορετικές περιόδους. Κεντρική υπήρξε η επιστράτευση διανοουμένων και ρητορικής από τη λεγόμενη «αντι-σταλινική» (κατά κύριο λόγο τροτσκιστική) αμερικάνικη αριστερά, καθώς και η ανοιχτή προώθηση των γνωστών αντισοβιετικών θεωριών ολοκληρωτισμού που ήδη είχαν αρχίσει να παίρνουν μορφή από τον μεσοπόλεμο. Ο Guilhot αποτυπώνει αυτές τις ιδεολογικοπολιτικές εξελίξεις τόσο στα πλαίσια των κλασικών κύκλων της διανόησης (π.χ. σε διεθνές επίπεδο μέσω του διαβόητου Congress for Cultural Freedom), αλλά και στο επίπεδο των συνδικαλιστικών οργανώσεων, όπου η ανάδειξη του «δημοκρατικού σοσιαλισμού» αποτέλεσε πάγια στρατηγική του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Όπως σημειώνει ο Guilhot, από το 1949, η «πολιτική συμμαχία μεταξύ του Στέητ Ντηπάρτμεντ, των συντηρητικοποιημένων ανώτερων στρωμάτων των συνδικαλιστικών ηγεσιών, και των υπέρμαχων της αντι-Σταλινικής αριστεράς [συγκρότησε] αυτό που έγινε γνωστό ως ‘Σοσιαλισμός του Στέητ Ντηπάρτμεντ’ (State Department Socialism)»(39).

Αυτό το πλαίσιο θα αποτελέσει και τη βάση μέσα από την οποία θα προκύψουν οι επόμενες γενιές «πολεμιστών» (και επαγγελματιών) της δημοκρατίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970: από τη μία οι υπέρμαχοι των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ως προοδευτική πτέρυγα αμερικάνικων και διεθνών οργανισμών, και από την άλλη η σκληρή πτέρυγα των λεγόμενων νεοσυντηρητικών. Αυτές οι νέες γενιές θα ενσωματώσουν κάποια άτομα της πρώτης ψυχροπολεμικής φάσης, αλλά ταυτόχρονα θα διαφέρουν σημαντικά από τους πρωτεργάτες σε μεθοδολογία και ρητορική.

Ίσως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου είναι ότι ο Guilhot συνδυάζει αυτές τις ανακατατάξεις προσώπων και στρατηγικών και με «επιστημολογικές» μεταβολές, δηλαδή με συνολικότερη αλλαγή των θεωρητικών ερωτημάτων και των τρόπων με τους οποίους απαντώνται στα πλαίσια της αστικής διανοητικής παραγωγής. Ως εκ τούτου, οι νέοι διανοητές της δημοκρατίας από τη δεκαετία του 1970 εγκαταλείπουν τον δομολειτουργισμό των «θεωριών εκσυγχρονισμού» των προηγούμενων δεκαετιών, ο οποίος είχε δομηθεί ως αντίπαλο δέος στη μαρξιστική-λενινιστική ανάλυση. Θα επικρατήσουν όλο και πιο αντιδομικά και αντι-ιστορικά μοντέλα, εστιασμένα σε μεμονωμένους δρώντες, θεωρίες δράσης και τον «εμπειρισμό» των μικρο-παραδειγμάτων. Αντίστοιχα, από τον «δημοκρατικό σοσιαλισμό» περνάμε στην ακόμα πιο ρευστή και εξατομικευμένη έννοια των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», η οποία μάλιστα την επαύριον των ανατροπών της περιόδου 1989-1991 θα αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός ακραιφνούς επιστημονικού ιδεαλισμού. Τέλος, αυτές οι εξελίξεις θα συνδυάζονται πλέον και με μια νέα αντίληψη της δημοκρατίας σε σχέση με την οικονομική (καπιταλιστική) ανάπτυξη: τα φιλόδοξα μαζικά μοντέλα ανάπτυξης της πρώτης ψυχροπολεμικής περιόδου διαδέχεται η πιο περιορισμένη (και πιο «υπεύθυνη») αναπτυξιακή βοήθεια προς τον «τρίτο κόσμο».

Σε αυτό το σημείο, ο Guilhot αποτυπώνει αυτό που έχει αποδοθεί σχηματικά ως «μεταμοντέρνα στροφή» και, στο επίπεδο των οικονομικών πολιτικών, «νεοφιλελευθερισμός». Ωστόσο, και εδώ έγκειται μια αδυναμία του βιβλίου, αδυνατεί να συνδέσει πλήρως αυτή την ιδεολογική/επιστημολογική στροφή με τις δομικές (υλικές) αλλαγές και αναγκαιότητες της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας (εν προκειμένω τη μακρά δομική κρίση κερδοφορίας του δυτικού καπιταλισμού από τη δεκαετία του 1970), επιμένοντας περισσότερο σε μια ανάγνωση των όποιων μεταβολών με τους όρους μιας αυτοδύναμης ιδεολογικής διαδοχής που τρόπον τινά υπερκαθορίζει το οικονομικό. Μέσα από μια πιο συνεκτική οπτική, θα μπορούσε κανείς να δει αυτές τις μεταβολές συνολικά ως αποτέλεσμα της δομικής εξέλιξης του δυτικού καπιταλισμού, της αναγκαιότητας επίτευξης κερδοφορίας μέσω περιοριστικών πολιτικών σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, και, εν τέλει, της ανάδειξης της μικρής κλίμακας ως αναπόφευκτης λύσης: βασική προτεραιότητα είναι η μείωση του εργατικού κόστους και η «επιστημονική» δικαιολόγηση της εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης, ενώ τα περιθώρια για μεγαλεπήβολα σχέδια στενεύουν (βλ. θεωρίες ανθρώπινου κεφαλαίου ως αποκούμπι της αστικής πολιτικής οικονομίας, τα ανθρώπινα δικαιώματα ως πολύ πιο «φτηνή» εναλλακτική από την παραδοσιακή «διασφάλιση της δημοκρατίας», κ.ο.κ.).

Παρά τις όποιες αδυναμίες του, το βιβλίο του Guilhot είναι ιδιαίτερα χρήσιμο και ανοίγει τη συζήτηση για μια σειρά θεματικές. Αυτό προκύπτει και από το ότι δεν εστιάζει απλά στις εσωτερικές ανακατατάξεις εντός του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού αλλά εισάγει διάφορες μελέτες περίπτωσης διαφορετικών πεδίων στα οποία αποτυπώθηκαν αντίστοιχες εξελίξεις (π.χ. Παγκόσμια Τράπεζα, διεθνείς ΜΚΟ, Λατινοαμερικάνικες σπουδές, Αφρικανικές σπουδές). Η περίπτωση των Λατινοαμερικανικών σπουδών είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα. Μέσα από μια ενδελεχή ιστορική αναδρομή, ο Guilhot εντοπίζει την παράδοξη αλληλεπίδραση μεταξύ κατεστημένων αμερικάνικων οργανώσεων εξωτερικής πολιτικής, «εναλλακτικών» κοινωφελών-ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, καθώς και κοινωνικών και πολιτικών επιστημόνων σε χώρες όπου ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός είχε άμεση παρέμβαση (μέσω, μεταξύ άλλων, της στήριξης αντικομμουνιστικών στρατιωτικών δικτατοριών σε Βραζιλία, Αργεντινή, Χιλή, κ.α.). Βασικό ζήτημα για τον Guilhot αποτελεί ο σταδιακός μετασχηματισμός του κοινωνικού (ταξικού) ζητήματος σε ζήτημα «μετάβασης προς τη δημοκρατία». Όπως δείχνει, η δημιουργία του επιστημονικού πεδίου της «μεταβασιολογίας» (‘transitology’) μεταξύ Λατινοαμερικάνων επιστημόνων υπήρξε μια πολύ σύνθετη διαδικασία, η οποία περιλάμβανε τόσο δίκτυα που ήταν παραδοσιακά ευθυγραμμισμένα με την αμερικάνικη και παλιά εγχώρια αστική τάξη, αλλά και νέους «παίχτες» με αριστερό παρελθόν και «αιρετικές» απόψεις (π.χ. νεομαρξιστές, συνοδοιπόροι των θεωριών εξάρτησης, κτλ.). Οι τελευταίοι, ανεξάρτητα από τις όποιες αρχικές προθέσεις τους, συνέβαλαν κι αυτοί στην παράδοξη εδραίωση της «μεταβασιολογίας» (και της αστικής δημοκρατίας) ως ταυτόχρονου ερωτήματος και λύσης για τα εκατοντάδες εκατομμύρια των εξαθλιωμένων της ηπείρου. Παρ’ όλες τις ρήξεις ή τις φραστικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των «συντηρητικών» και «προοδευτικών» διανοουμένων (π.χ. οι προοδευτικοί θα διατηρούσαν συχνά ένα προσχηματικό ταξικό λεξιλόγιο, 142, 145), η αποδοχή της αστικής δημοκρατίας και το ερώτημα περί του χαρακτήρα των κυρίαρχων πολιτικών «ελίτ» αποτέλεσε έναν κοινό τόπο. Παραπέρα, μέσα από θεωρίες δρώντων και την ενασχόληση με την υποτιθέμενη σημασία του ιδιαίτερου «φορτίου» του κάθε υποκειμένου, δόθηκε καθοριστική σημασία στις προσωπικές προδιαθέσεις των εκάστοτε κυβερνώντων. Η κοινωνική αλλαγή γινόταν νοητή ως αποτέλεσμα πεφωτισμένου πολιτικού βολονταρισμού και πετυχημένων ή αποτυχημένων «επαναστάσεων παλατιού» (‘palace revolutions’, 132).3 Εν τέλει, η εστίαση στους προύχοντες (‘notables’) – «προοδευτικούς» και «συντηρητικούς» – ως υπερβατικών πρωταγωνιστών μιας «μετα-ϋλικής» ιστορίας αποτέλεσε κοινό σημείο αναφοράς, τόσο για αριστερούς «μεταβασιολόγους» όσο και για τα κατεστημένα ινστιτούτα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Οι όποιες συγκρούσεις αυτών των διανοουμένων με τις πιο ωμές μορφές αμερικάνικης παρέμβασης δεν παρέγραφε το γεγονός ότι είχαν ενταχθεί σε διάφορους βαθμούς κι οι ίδιοι στη σταυροφορία υπέρ της αστικής δημοκρατίας. Κεφαλαιοποιώντας τα διαπιστευτήρια μιας πρότερης αγωνιστικότητάς, συγκρότησαν μια κλασική σοσιαλδημοκρατική εναλλακτική και ανέλαβαν το ρόλο υπεράσπισης της δυνατότητας «σταδιακής αλλαγής» εντός του καπιταλισμού, ενάντια σε υλιστικές-ταξικές αναλύσεις και τη σοσιαλιστική προοπτική.

Με βάση τα παραπάνω, το βιβλίο του Guilhot δίνει την ευκαιρία να κατανοήσουμε την ιστορική αλλά και τη σύγχρονη ηγεμονική λογική της κατηγορίας «δημοκρατία», ειδικά μάλιστα στο πλαίσιο χωρών της Λατινικής Αμερικής. Επίσης, μας βοηθάει να καταλάβουμε πώς οι ανέξοδες (και ολοένα και πιο δύσκολο να ενταχθούν σε ένα συνεκτικό πλαίσιο απόδειξης/απόρριψης) καταγγελίες περί αυταρχισμού, αντιδημοκρατικότητας, κτλ. θα εκτοξεύονται συστηματικά «δεξιόθεν» αλλά και «αριστερόθεν» εναντίον οποιουδήποτε αντιπάλου του δυτικού ιμπεριαλισμού (όπως της Βενεζουέλας σήμερα) αλλά και εναντίον οποιασδήποτε απόπειρας σοσιαλιστικής οικοδόμησης στο μέλλον.

2 Η Τουρκία είναι μια άλλη περίπτωση όπου το «ερώτημα περί δημοκρατίας» έδειξε πρόσφατα τα όρια του (ή, από μια άλλη σκοπιά, τις ανεξάντλητες δυνατότητές του!) ακόμα και στο πλαίσιο ενδο-ιμπεριαλιστικών ερίδων: η ίδια η καταστολή του στρατιωτικού πραξικοπήματος από την κυβέρνηση αποτέλεσε σχεδόν αμέσως για τα αστικά δυτικά μήντια απόδειξη ανελευθερίας και αντιδημοκρατικής εκτροπής, κ.ο.κ.

 Στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να εντοπίσει και την κοινή επιστημολογική και ιδεολογική αφετηρία των καινοφανών «θεωριών δρώντων» και της παλιότερης «ιστορίας των μεγάλων προσωπικοτήτων».

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: