Τελικά, τι έγινε το 89 ρε παιδιά;

Κριτικές σημειώσεις για την κρίση και τη διάσπαση της ΚΝΕ, και την πολιτική της σημασία στη σημερινή συγκυρία.

Τον περασμένο μήνα έγιναν διάφορες αναφορές κι αφιερώματα για τη συμπλήρωση 30 χρόνων από την κορύφωση της κρίσης στην ΚΝΕ και τη διάσπασή της, το Σεπτέμβρη του 89′, με την αποχώρηση της πλειοψηφία των μελών του ΚΣ της οργάνωσης και πολλών απλών μελών της.

Ανάμεσά τους, ξεχωρίζει ένα κείμενο του Τ. Κωστόπουλου (από την ομάδα του “Ιού”) στην ΕφΣυν, γραμμένο με αρκετή εμπάθεια από τη σκοπιά ενός κακιασμένου παλιού Ρηγά, που αναπαράγει πρόθυμα τα πιο χυδαία στερεότυπα για το κόμμα. Είναι έτοιμος να αναγνωρίσει σε όλους αντιφάσεις, θετικά και αρνητικά στοιχεία, (η ΚΝΕ πχ φώναζε το σύνθημα “διάλογο δεν κάνει ο κόκκινος στρατός”, αλλά προχώρησε στο ενιαίο μέτωπο της νεολαίας. Ο Φαράκος έγραφε συντηρητικές μπροσούρες για τη νεολαία, αλλά μετά είδε το φως της ανανέωσης κοκ), όλα σε ευθεία αντιστοιχία με τη θέση τους απέναντι στο ΚΚΕ και αν έρχονται σε ρήξη με αυτό ή όχι. Το κόμμα ενσαρκώνει βασικά για τον αρθρογράφο μια μαύρη πολιτική τρύπα, αναχρονιστική και συντηρητική, που καταπίνει κάθε φως. Και αφού έχει βρει το βασικό πυρήνα για το αφήγημά του, επιλέγει βολικά μαρτυρίες, στοιχεία και τα κομμάτια της -υπαρκτής ή διαστρεβλωμένης- πραγματικότητας που υποτίθεται πως το τεκμηριώνουν.

Ένα άλλο ενδιαφέρον ντοκουμέντο είναι η ανα-δημοσίευση στη σελίδα του ΝΑΡ της πολιτικής ομιλίας του Γράψα στο 15ο Φεστιβάλ ΚΝΕ- Οδηγητή, στις 16 Σεπτέμβρη 1989, λίγες μέρες πριν την κορύφωση της κρίσης, με την απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ να καθαιρέσει τα μέλη του ΚΣ της ΚΝΕ. Το ΝΑΡ ονομάζει τα γεγονότα αυτά “ανταρσία της ΚΝΕ” -για να παραπέμπει συνειρμικά και στο σημερινό μετωπικό σχήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ- και εντάσσει τη δημοσίευση σε ένα αφιέρωμα για τα 30 χρόνια από την ίδρυση του ΝΑΡ, τον Φλεβάρη του 90′, στο πλαίσιο του οποίου θα υπάρξουν και άλλες αντίστοιχες δημοσιεύσεις.

Το ενδιαφέρον στοιχείο της αναδημοσίευσης στην ιστοσελίδα του ΝΑΡ είναι οι υπογραμμίσεις με έντονη γραφή (bold), που δεν υπήρχαν ασφαλώς στο πρωτότυπο, ούτε δίνουν έμφαση στα πιο σημαντικά αποσπάσματα αλλά κατευθύνουν ουσιαστικά στον αναγνώστη να δώσει προσοχή σε εκείνα τα σημεία, που συμφωνούν περισσότερο με την μετέπειτα πορεία όσων δημιούργησαν το ΝΑΡ, ιδωμένα με τη “στερνή τους γνώση” από μια μεταγενέστερη οπτική. Πιστεύω πως θα ήταν πολύ πιο έντιμο να σημειωθεί εξ αρχής πχ πως η ομιλία επιχειρούσε να κρατήσει κάποιες ισορροπίες, έπρεπε να εγκριθεί από το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ (αν και έχει γραφτεί πως κάποια σημεία προστέθηκαν εν αγνοία του ΠΓ), ή τέλος πάντων ότι είχε συγκεκριμένους περιορισμούς κτλ.

Το κείμενο που διαβάζετε εδώ δεν αποτελεί απάντηση στα προηγούμενα ή συνολική τοποθέτηση και δεν είναι ολοκληρωμένο χρονικό των γεγονότων, ούτε σκοπεύει να χτίσει ένα διαφορετικό “αφήγημα” για την ερμηνεία τους. Βάζει όμως κάποια σημεία και μερικές διαπιστώσεις, που εκφράζουν προφανώς -το σημειώνω προκαταβολικά για διάφορους καλοθελητές- προσωπικές και υποκειμενικές εκτιμήσεις και τίποτα παραπάνω.

-Ο σχηματισμός της κυβέρνησης Τζαννετάκη βρήκε τον γραμματέα της ΚΝΕ στη ΛΔ Κορέας για το Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, όπου “συνυπήρξε ειρηνικά” με τον γραμματέα του Ρήγα Φεραίου, που δεν ήταν άλλος από τον Κοντονή, μετέπειτα υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ. Η ΚΝΕ μπορεί να είχε αντιρρήσεις για αυτή την κυβερνητική συνεργασία, δεν έφυγε όμως εξαιτίας της ή αμέσως μετά από αυτήν, όπως μπορεί να καταλάβει κανείς διαβάζοντας κάποια χρονικά. Οι πρώτες εκλογές του 89′ έγιναν τον Ιούνιο, η κυβέρνηση Τζαννετάκη σχηματίστηκε αρχές Ιούλη και η κρίση-διάσπαση της ΚΝΕ έλαβε χώρα τον Σεπτέμβρη, όταν η ΚΕ του ΚΚΕ αποφάσισε την καθαίρεση των μελών του ΚΣ. Σε αυτό αναφερόταν η περίφημη φράση του Γράψα “φυσικά δε θα υπακούσω” και όχι στην πολιτική επιλογή της “συγκυβέρνησης” -που λανθασμένα αποδίδεται ως όρος σε ένα κυβερνητικό σχήμα περιορισμένης διάρκειας και ειδικού σκοπού. Τα πρωτοκλασάτα στελέχη του μετέπειτα ΝΑΡ αποχώρησαν σταδιακά, κάποια μετά τον σχηματισμό της οικουμενικής κυβέρνησης Ζολώτα, όπου η συμμετοχή του ΚΚΕ δεν εξυπηρετούσε κάποιον ειδικό σκοπό -πχ τη μη παραγραφή των σκανδάλων- όπως πριν. Θεωρώ πως το αφήγημα των ασυμβίβαστων στελεχών της ΚΝΕ που ήρθαν άμεσα σε ρήξη με τον “Τζαννετακισμό” και το 89′, σχηματίστηκε εκ των υστέρων, με διάφορες επιρροές, αναπλάθοντας δημιουργικά κάποια γεγονότα.

-Ο ίδιος ο λόγος του Γράψα στο Φεστιβάλ έχει μάλλον συμβιβαστικό χαρακτήρα, ενώ σε κάποια σημεία θυμίζει απλή καταγραφή γεγονότων. Πέρα από τους πιθανούς περιορισμούς, είναι αδύνατο να μη διακρίνει κανείς αρκετές αντιφάσεις. Η ΚΝΕ εξάλλου ήταν παιδί της εποχής της και θα ήταν αδύνατο να είναι απαλλαγμένη από γενικότερες αδυναμίες του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και της στρατηγικής του.

Για παράδειγμα, ένα ενδεικτικό απόσπασμα -χωρίς τις υπογραμμίσεις που προσέθεσε η ιστοσελίδα:

Τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών του Ιούνη δεν έδωσαν αυτοδυναμία σε κανένα από τα δυο μεγάλα κόμματα του δικομματισμού. Ενώ συγχρόνως έφεραν τον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου στο κέντρο των πολιτικών εξελίξεων, με τέτοιο τρόπο που οι πρωτοβουλίες και επιλογές του να έχουν πράγματι μεγάλη σημασία για τη μακροπρόθεσμη πορεία της πολιτικής ζωής. Κι αυτό παρά το μεταβατικό και χρονικά περιορισμένο διάστημα που ο Συνασπισμός βρέθηκε σε θέση κυβερνητικών ευθυνών. Αυτές τις κυβερνητικές ευθύνες της ανέλαβε μέσα στα πλαίσια ενός κυβερνητικού σχήματος που ήρθε ν’ απαντήσει στο αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί κύρια μ’ ευθύνη του ΠΑΣΟΚ. Αυτές τις ευθύνες τις ανέλαβε μ’ έναν τρόπο που δημιούργησε αντικειμενικά ένα σοκ όχι μόνο για τον κόσμο της Αριστεράς, αλλά σχεδόν για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, καθώς οδήγησε με νέο τρόπο την Αριστερά στο κέντρο της πολιτικής σκηνής.

Στο διάστημα που μεσολάβησε επιβεβαιώθηκε ότι στο βαθμό που θα βγαίνει από τη μέση το τεράστιο θέμα των σκανδάλων, της κάθαρσης και της τιμωρίας των ενόχων, με διαδικασίες όσο γίνεται κοινής αποδοχής, τόσο θα έρχονται στην επιφάνεια οι ουσιαστικές αντιπαραθέσεις και τα πραγματικά ζητήματα του λαού και της πολιτικής πάλης. Έτσι, πλάι στα ζητήματα της προώθησης της κάθαρσης, της υλοποίησης θετικών θεσμικών αλλαγών εκδημοκρατισμού και διαφάνειας, πλάι στον ευνοϊκό αντίκτυπο από την καταπολέμηση του κλίματος των τεχνητών διαχωρισμών ανάμεσα στους συντηρητικούς και αριστερούς εργαζόμενους, θα προβάλλουν όλο και πιο καθαρά και αποφασιστικά και οι διαφορετικές θέσεις που στέκονται οι δύο πραγματικά ανειρήνευτα αντίπαλες «πολιτείες», οι δύο διαφορετικοί κόσμοι. Ο κόσμος της συντηρητικής, της δεξιάς πολιτικής και ο κόσμος των αναγκών και των προσδοκιών του εργατικού και λαϊκού κινήματος, ο κόσμος της αριστερής προοδευτικής προοπτικής. Φαίνονται στο ίδιο διάστημα πιο καθαρά μερικά από τα βαθύτερα χαρακτηριστικά και τις προοπτικές της πολιτικής μας ζωής.

(…)

Η διαδικασία της περεστρόικα με όλα τα αντιφατικά φαινόμενα που φέρνει στην επιφάνεια, η τεράστια κινητικότητα των λαών στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού γεννούν δίπλα στους κινδύνους και μεγάλες ελπίδες.

Η κυβέρνηση Τζαννετάκη ήταν ένα σοκ για τον κόσμο της Αριστεράς. Ο παραμερισμός των σκανδάλων από το πολιτικό προσκήνιο, μπορεί να συμβάλει στην ανάδειξη των πραγματικών, ταξικών αντιθέσεων. Ο Συνασπισμός αναδεικνύεται πρωταγωνιστής στις πολιτικές εξελίξεις. Και η Περεστρόικα είναι μια αντιφατική διαδικασία, που φέρνει στην επιφάνεια ενδιαφέρουσες διεργασίες και την κίνηση των μαζών. Δεν είναι περιττό να υπογραμμιστεί άλλωστε πως αυτή η τελευταία εξυμνούνταν πχ από τον Κοτζιά και τον Μπατίκα, που είχαν συμμετοχή στα πρώτα βήματα συγκρότησης του ΝΑΡ, στα σημειώματά τους με τα οποία γνωστοποιούσαν την κάθετη διαφωνία τους με την πολιτική του ΚΚΕ, που κυκλοφόρησαν στη συνέχεια στη -συλλεκτική, αν όχι και προλεκάλτ- μπροσούρα “Μια συζήτηση που δεν έγινε”. Ένα απαραίτητο ανάγνωσμα για όποιον θέλει να έχει μια σφαιρική εικόνα για τον δημόσιο λόγο των πρωταγωνιστών της εποχής.

-Αν και απέχουμε ακόμα κάποιους μήνες από την πτώση του Βερολίνου, είναι εμφανή τα σημάδια της παρακμής, και ο Γράψας φροντίζει να πάρει αποστάσεις από αυτά. Δεν υπερασπίζεται τον υπαρκτό σοσιαλισμό με τα αρνητικά στοιχεία και τις αντιφάσεις του, αλλά θεωρεί πως αυτά είναι δυσφήμηση του σοσιαλιστικού συστήματος, δεν έχουν σχέση με το ιδεώδες για την κοινωνία του μέλλοντος και δεν εκφράζουν την ΚΝΕ.

Σε αντίθεση με τη ρετσινιά του “νεο-σταλινικού” που φρόντιζε να τους φορέσει ο αστικός τύπος, οι διαφωνούντες της ΚΝΕ έδειχναν από τότε σημάδια δυσπιστίας απέναντι στο σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, ενώ στη συνέχεια ο αντισοβιετισμός θα γινόταν ένα βασικό ταυτοτικό στοιχείο του χώρου, και κομβικό σημείο της στρατηγικής του αντίληψης.

Αξίζει να αντιπαραθέσουμε αυτές τις αιχμές με τη στάση του Κάππου, λίγους μήνες πριν, όσο βρίσκονταν σε εξέλιξη τα γεγονότα στην πλατεία της Τιεν Αν Μεν, όπου μιλούσε για συγκεχυμένες πληροφορίες, έπαιρνε αποστάσεις από τους διαδηλωτές που κρατούσαν μικρά αγαλματάκια της Ελευθερίας -το σύμβολο των ΗΠΑ και του δυτικού ιμπεριαλισμού- ενώ του ανήκει και η ιστορική ατάκα πως “δεν έχουμε Κομματικές Οργανώσεις Βάσης στο Πεκίνο, για να σχηματίσουμε γνώμη”, η οποία αναδεικνύει την αυτονόητη έλλειψη εμπιστοσύνης στις ειδήσεις που μετέδιδαν τα αστικά ΜΜΕ και τη βολική ερμηνεία που επέλεγαν.

-Οι παραπάνω επισημάνσεις δεν επιχειρούν να κάνουν συμψηφισμό για τα λάθη που έκανε το ΚΚΕ εκείνη την περίοδο, ούτε προφανώς να δικαιώσουν τη στρατηγική που ακολουθούσε εκείνη την περίοδο. Όποιος θέλει να εμβαθύνει σε αυτά, μπορεί να διαβάσει από το πρωτότυπο -και αυτό είναι πάντα προτιμότερο- την ανάλυση της ΚΕ του ΚΚΕ που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 90′ στην ΚΟΜΕΠ για την κρίση στην ΚΝΕ και τις πολιτικές της εκτιμήσεις.

Με έναν αστερίσκο όμως. Η πολιτική του ΚΚΕ είχε γενικότερες αντιφάσεις και προβληματικά στοιχεία, όχι ως στιγμή το 89′, αλλά συνολικά με βάση τη στρατηγική που είχε διαμορφώσει και περνούσε μέσα από τη συγκρότηση του Συνασπισμού της Αριστεράς και την επεξεργασία για την επιδίωξη “αριστερής, προοδευτικής κυβέρνησης” στο 12ο Συνέδριο, την άνοιξη του 1987. Και η αλήθεια είναι πως τότε, πέρα από τις όποιες τυχόν επιφυλάξεις και αντιρρήσεις, δε διαμορφώθηκε μια εναλλακτική, στρατηγική πρόταση, ούτε υπήρξε σοβαρή αντιπαράθεση ως προς τη γενική γραμμή. Οι διαφωνίες εκδηλώθηκαν αργότερα κυρίως στην πράξη, πχ για το περιεχόμενο του Κοινού Πορίσματος -και τις προγραμματικές υποχωρήσεις για χατίρι της ΕΑΡ- και για τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Τζαννετάκη, δηλαδή στη συγκεκριμένη εφαρμογή του προγράμματος και όχι εξ αρχής, σε προγραμματική βάση, επί αυτών των επεξεργασιών.

Με άλλα λόγια. το πρόβλημα δεν ήταν απλώς η συμμετοχή του ΚΚΕ στα συγκεκριμένα κυβερνητικά σχήματα. Και σίγουρα δεν ήταν η “συνεργασία με την επάρατο Δεξιά”, όπως έλεγε πχ η προπαγάνδα του ΠΑΣΟΚ, που την αναπαρήγαγαν εν μέρει στελέχη όπως ο Κοτζιάς -πριν καταλήξει ο ίδιος στο ΠΑΣΟΚ. Το βασικό ζήτημα δεν ήταν το “βρώμικο ’89”, αλλά ότι το ΚΚΕ ξεβρώμισε το 89′, όπως είχε πει και ο Χαρίλαος, γινόμενο όμως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για το αστικό σύστημα και τα σκάνδαλά του.

Αλλά το πιο βασικό είναι τα γενικά, διαχρονικά διδάγματα που βγήκαν από τη μελέτη της συγκεκριμένης πείρας, καθώς αργότερα μπήκαν στην ίδια τη ζωή μπροστά μας παρόμοια ζητήματα. Το ΚΚΕ στάθηκε αυτοκριτικά στη δική του πολιτική γραμμή και την αρνητική πείρα του από τη συμμετοχή σε αστικά κυβερνητικά σχήματα γενικότερα -και όχι ειδικά από τον Τζαννετάκη ή την κυβερνητική συνεργασία με δεξιές πολιτικές δυνάμεις.

Αντιθέτως, η ομάδα που ήρθε σε ρήξη με το ΚΚΕ το 89′, συγκροτώντας το ΝΑΡ και σε μια πορεία χρόνου την ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει το δικό της -μικρό αλλά όχι αμελητέο- μερίδιο ευθύνης για τον αριστερό κυβερνητισμό της περιόδου 2012-15 και τις απατηλές προσδοκίες που είχε ένα σημαντικό κομμάτι του χώρου από τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Σημαντικοί σταθμοί σε αυτή την τάση, η συνάντηση μετά τις εκλογές του Μαΐου του 12, στο πλαίσιο της διερευνητικής εντολής του ΣΥΡΙΖΑ -αν και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρέμενε εκτός κοινοβουλίου-, οι πορείες κριτικής στήριξης της κυβέρνησης με τις “ανάσες αξιοπρέπειας” στις αρχές του 15′, και φυσικά το δημοψήφισμα.

Με άλλα λόγια, αυτοί που έκαναν παντιέρα τους το 89′ και τα “ντολμαδάκια της Μαρίκας” -που έκανε περίφημα η “Αυριανή”- φάνηκε να πέφτουν στην ίδια παγίδα. Για κάποιους, προφανώς, ήταν πιο σημαντικό να τους δικαιώσει αναδρομικά το ΚΚΕ, επειδή αναγκάστηκαν να φύγουν, και να παραδεχτεί επίσημα το λάθος του, παρά να δικαιωθεί η στάση τους από τη ζωή, κρατώντας την ίδια συνεπή θέση, 23 χρόνια μετά την καταπολέμηση του αριστερού κυβερνητισμού.

Είναι πολύ χαρακτηριστική μια φράση-κλειδί σε ένα βιβλίο του Πέτρου Παπακωνσταντίνου -μέλους του ΚΣ της ΚΝΕ το 89′ και στέλεχος του ΝΑΡ- στις αρχές της κρίσης, όπου εκτιμούσε πως το (κατ’ αυτόν) ζητούμενο του Λαϊκού Μετώπου δεν μπορούσε να γίνει χωρίς το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν μπορούσε να πετύχει χωρίς το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Και δεν είναι τυχαίο πως ο ίδιος εμφανίστηκε στο πλευρό του Λαφαζάνη και της ΛΑΕ, στο ντιμπέιτ του Σεπτεμβρίου του 15′.

Με το πέρασμα του χρόνου, καθώς συσσωρευόταν επιπρόσθετη πολιτική πείρα και αμβλύνονταν οι ουλές από κάποια προσωπικά βιώματα -πάντα υπαρκτά σε διασπάσεις και πολιτικές κρίσεις-, κάποια άτομα από αυτόν τον χώρο γεφύρωσαν το χάσμα με το ΚΚΕ και επέστρεψαν σε αυτό που πάντα ένιωθαν ως πολιτικό τους σπίτι, όχι με συναισθηματικούς όρους, αλλά με αμιγώς πολιτικό κριτήριο.

Αυτοί ήταν όμως μια μειοψηφία. Η μεγάλη ζημιά, στο πλαίσιο της γενικής υποχώρησης και της επέλασης της αντεπανάστασης, ήταν πως το μεγάλο κομμάτι εκείνης της ΚΝΕ, το μαζικό και ανήσυχο δυναμικό της, στα τέλη της δεκαετίας του 80′, δεν έφυγε από την οργάνωση, για να την επανιδρύσει και να ξαναβρεί τις χαμένες αξίες της. Δυστυχώς πήγε σπίτι του, ιδιώτευσε, ξέκοψε από το κίνημα, δεν παρέμεινε στο δρόμο -έστω και από ένα άλλο μετερίζι. Αυτή ήταν η χειρότερη πληγή της κρίσης της ΚΝΕ, που σημάδεψε μια γενιά ολόκληρη, αφήνοντας άλλο ένα ηλικιακό κενό στη στελέχωσή της.

Και αυτό είναι ίσως και το μέτρο της αποτυχίας της νέας πολιτικής κίνησης, που ονομάστηκε Νέο Αριστερό Ρεύμα, για να προστεθεί μερικά χρόνια αργότερα -αλλά μάλλον ετεροχρονισμένα και αρκετά αργά- η φράση “για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση”. Την ίδια στιγμή που η ΚΝΕ τραβούσε την ανηφόρα και ανασυγκροτούνταν από τις στάχτες της, όχι γιατί κράτησε τη “σφραγίδα” και το όνομα -που δε θα είχε καμία αξία χωρίς τη χάρη. Αλλά γιατί κατάφερε να πατήσει στην ίδια τη ζωή, τις ανάγκες της νεολαίας, τους αγώνες που ξεδιπλώνονταν. Αυτά που μπορεί να ακούγονται “ξύλινα”, αλλά κανείς δε βρήκε κάτι πιο “σύγχρονο” και “αποτελεσματικό” για να τα αντικαταστήσει.

Και η ζωή τραβάει την ανηφόρα…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: