Περί προστατευόμενων μαρτύρων και άλλων δαιμονίων

Τις τελευταίες μέρες έχουν λεχθεί και γραφτεί τόσα για το θεσμό των προστατευόμενων μαρτύρων, που θεωρήσαμε απαραίτητο να αποδώσουμε μια σαφέστερη ερμηνεία του όρου, σε απλά νομικά.

«Η Επιτροπή στηρίζει πλήρως τον στόχο προστασίας των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος («whistleblowers») από αντίποινα και έλαβε μέτρα για την προστασία τους στην τομεακή νομοθεσία της ΕΕ, η οποία καλύπτει ένα φάσμα πεδίων, από τους ελέγχους και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες έως την προστασία του εμπορικού απορρήτου, την κατάχρηση της αγοράς, καθώς και σε άλλες νομικές πράξεις ρύθμισης των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Προκειμένου να ενισχυθεί η προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, η Επιτροπή αξιολογεί τώρα την ανάγκη ανάληψης οριζόντιας ή περαιτέρω τομεακής δράσης σε ενωσιακό επίπεδο, το κατά πόσον αυτή είναι εφικτή από νομική άποψη και το εύρος της, τηρώντας ταυτόχρονα την αρχή της επικουρικότητας. Διεξάγεται επί του παρόντος μελέτη εκτίμησης επιπτώσεων και δρομολογήθηκε δημόσια διαβούλευση τον Μάρτιο του 2017». Δημήτρης Αβραμόπουλος

Τις τελευταίες μέρες έχουν λεχθεί και γραφτεί τόσα για το θεσμό των προστατευόμενων μαρτύρων, που θεωρήσαμε απαραίτητο να αποδώσουμε μια σαφέστερη ερμηνεία του όρου, σε απλά νομικά.

Η ποινική δίκη διακατέχεται από ισχυρές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις, ο λειτουργικός προορισμός της οφείλει να μην είναι άλλος από την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας. Βασικό αποδεικτικό μέσο για την επίτευξη του σκοπού αυτού αποτελούν οι μάρτυρες, από τους οποίους συχνά εξαρτάται το δικαστικό αποτέλεσμα, ενώ η παντελής απουσία τους αποχρωματίζει την ακροαματική διαδικασία. Η απώλεια μιας σημαντικής μαρτυρίας λόγω απειλών και εκφοβισμών προσβάλλει την ίδια τη λειτουργία της απονομής της δικαιοσύνης.

Λόγω του υψηλού διακυβεύματος της ποινικής δίκης, οι μάρτυρες βρίσκονται συχνά σε πραγματικό κίνδυνο, κάτι το οποίο καθιστά αναγκαία τη λήψη μέτρων προστασίας τους. Ένας από τους κυριότερους παράγοντες, οι οποίοι συντείνουν στο γεγονός αυτό, είναι ο φόβος, αλλά και ο κίνδυνος της αντεκδίκησης από την πλευρά του δράστη. Ιδιαίτερα, μάλιστα, στις περιπτώσεις του οργανωμένου εγκλήματος ο φόβος αντεκδίκησης είτε κατά των μελών μιας εγκληματικής οργάνωσης που θα παραβιάσουν τον «κώδικα της σιωπής», είτε κατά τρίτων (θυμάτων, τυχαίων μαρτύρων ή άλλων προσώπων που παρέχουν πληροφορίες στις διωκτικές αρχές κ.ά.) καλλιεργείται συστηματικά από την πλευρά των εγκληματικών οργανώσεων, ως μέτρο «προστασίας» τους, προκειμένου να περιορισθεί αισθητά ο κίνδυνος δίωξής τους.

Ο μάρτυρας δεν επιτρέπεται –όπως, άλλωστε, και ο κατηγορούμενος– να αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο, αλλά ως υποκείμενο της ποινικής διαδικασίας και, συνεπώς, πρέπει να διευκολύνεται στην πραγματοποίηση της κατάθεσής του, απαλλαγμένος από την επιρροή ιδίως του κατηγορουμένου. Ο φόβος του μάρτυρα για ό,τι ενδέχεται να του συμβεί μετά από μία ενδεχόμενη κατάθεσή του επιδρά καταλυτικά όχι μόνο στην διάθεσή του να προβεί σε αυτήν, αλλά και στο περιεχόμενο όσων πρόκειται να καταθέσει. Ένας φοβισμένος μάρτυρας είναι πιθανό, δηλαδή, να μην θέλει να αποκαλύψει τα πάντα, να επικαλεσθεί άγνοια ή κενά μνήμης, να καταθέσει ψευδή στοιχεία ή, τέλος, να ανακαλέσει κάποια άλλα.

Στη δεκαετία του ‘90 άρχισε να συζητείται στη χώρα η δημιουργία συστήματος προστασίας μαρτύρων, ώστε  να μιλήσουν «όσοι ξέρουν τα μυστικά της εγχώριας τρομοκρατίας». Ενυπώσεις κερδήθηκαν, μα στην πράξη δεν έγινε τίποτα.

Υπό την διεθνή πίεση προς δραστικότερη αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος, ο Έλληνας νομοθέτης αποφάσισε να προχωρήσει εκ νέου (ύστερα από ένα κενό οκτώ ετών από την κατάργηση του Ν. 1916/1990) σε καινούριο νόμο, αφιερώνοντας ειδική διάταξη και στην προστασία μαρτύρων, ο θεσμός των οποίων  εισήχθη με τον νόμο 2928/2001, με τον οποίο αντιμετωπίστηκε το φαινόμενο των «εγκληματικών» (και «τρομοκρατικών») οργανώσεων/ Εφαρμόστηκε αρχικά στη δίκη των μελών της «17 Νοέμβρη» και πολύ πρόσφατα στη δίκη της Χρυσής Αυγής. 

Σε μια πρόσφατη τροποποίηση του νόμου 2928/2001, η οποία περιλαμβάνεται στον νόμο 4254/2014 και έχει ως εξής: «Σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α και 235 έως 237Α του Ποινικού Κώδικα [σ.σ. υποθέσεις δωροδοκίας], ακόμα κι αν δεν τελέσθηκαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, είναι δυνατόν να παρέχεται στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος κατ’ άρθρο 45Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στους ιδιώτες κατ’ άρθρο 253Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο συμβάλλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη των ως άνω αξιοποίνων πράξεων ή, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο, και στους οικείους των προαναφερθέντων προσώπων, η προβλεπόμενη στις παραγράφους 1 έως 5 προστασία από πιθανολογούμενες πράξεις εκφοβισμού ή αντεκδίκησης».

Υπενθυμίζουμε εδώ για τα πρακτικά ότι είναι ο νόμος που ψήφισε η ΝΔ  η οποία τώρα εξεγείρεται εναντίον του και είχε καταγγείλει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τώρα τον επικαλείται και τον χρησιμοποιεί.

Το αρμόδιο Τμήμα Προστασίας Μαρτύρων συγκροτήθηκε τυπικά στις 24 Ιουλίου 2006. Απαρτιζόταν αρχικά από 32 αστυνομικούς. Την περίοδο 2010-2012, ενισχύθηκε και τα τρία είδη προστασίας μαρτύρων, έχουν διαμορφωθεί ως εξής:

  • Η προστασία των μαρτύρων κατηγορίας από ενδεχόμενη προσβολή κάποιου εννόμου αγαθού τους (λ.χ. της σωματικής τους ακεραιότητας ή της περιουσίας) ή ανεπίτρεπτο επηρεασμό τους εκ μέρους του κατηγορουμένου ή προσώπων του κύκλου συμφερόντων του κατηγορουμένου.
  • Η προστασία των μαρτύρων από προσβολές ειδικά του δικαιώματος στην προσωπικότητά τους, όπως λ.χ. με την υποβολή σ’ αυτούς ερωτήσεων που θίγουν την τιμή τους
  • Η προστασία  διαφύλαξης των μαρτύρων από πρόσθετη σημαντική ψυχική τους επιβάρυνση, λόγω της αναγκαστικής συνύπαρξής τους, κατά την ακροαματική διαδικασία, με τον κατηγορούμενο.

Ως «μέτρα προστασίας» για τους απειλούμενους μάρτυρες αναφέρονται –χωρίς ειδικότερες επεξηγήσεις– στο άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 2928/2001 η φύλαξη με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, η κατάθεση με χρήση ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής ή μόνον ηχητικής μετάδοσής της, η μη αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του ονόματος, του τόπου γέννησης, κατοικίας και εργασίας, του επαγγέλματος και της ηλικίας, που διατάσσονται με αιτιολογημένη διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών, η μεταβολή των στοιχείων ταυτότητας, η μετεγκατάσταση σε άλλες χώρες, καθώς και η μετάθεση ή μετάταξη ή απόσπαση για αόριστο χρονικό διάστημα –με δυνατότητα ανάκλησής της– των δημοσίων υπαλλήλων.

Απαραίτητες προϋποθέσεις για τη λήψη κάποιου μέτρου προστασίας αποτελούν, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, η συναίνεση και η συνεργασία του ίδιου του μάρτυρα.

Η κατάθεση με χρήση ηλεκτρονικών οπτικοακουστικών μέσων και η μη αναγραφή των στοιχείων της ταυτότητας του μάρτυρα στην έκθεση εξέτασής του αποτελούν δικονομικά μέτρα προστασίας, τα οποία αποσκοπούν αντιστοίχως στην αποτροπή της εμφάνισης του μάρτυρα στο ακροατήριο και στην εξασφάλιση της μυστικότητας των στοιχείων της ταυτότητάς του. Η εξέταση με υποβολή ερωτήσεων και από τον κατηγορούμενο μπορεί να γίνει με φυσική προσωπική παρουσία πλην άγνωστης ταυτότητας και αθέατης εικόνας των μαρτύρων σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας.

Σύμφωνα, επίσης, με την παρ. 4 του άρθρου 9 του Ν. 2928/2001, κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας το δικαστήριο μπορεί να διατάξει όσα προβλέπει το άρθρο 354 ΚΠΔ, δηλαδή να αναθέσει σε κάποιο από τα μέλη του ή σε άλλον δικαστή την εξέταση του υπό προστασία μάρτυρα στον τόπο διαμονής του, παρισταμένου και του συνηγόρου του κατηγορουμένου οπότε η σχετική κατάθεση διαβάζεται στο ακροατήριο με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας.

Εάν, ωστόσο, ζητηθεί από τον εισαγγελέα ή από τον κατηγορούμενο η αποκάλυψη του πραγματικού ονόματος του μάρτυρα, του οποίου η ταυτότητα τηρήθηκε μυστική, το δικαστήριο δύναται να διατάξει την αποκάλυψη με αιτιολογημένη σχετική απόφασή του (άρθρο 9 παρ. 4 εδ. β΄ του Ν. 2928/2001).

Ο θεσμός της προστασίας των μαρτύρων χρησιμοποιείται καταπώς βολεύει, με το ίδιο το κράτος να μην προστατεύει στην πραγματικότητα τους μάρτυρες, παρά μόνο να τον  επικαλείται για να καθιστά δυσχερέστερη σε πολλές περιπτώσεις τη θέση της πολιτικής αγωγής. Συχνότατα προστατευόμενοι μάρτυρες βλέπουν τα ονόματά τους, πολλές φορές και τα πρόσωπά τους να κυκλοφορούν στο διαδίκτυο.  Οι ίδιοι καταγγέλουν ότι τα σχετικά μέτρα εφαρμόζονται όσο διαρκεί η ποινική διαδικασία στην οποία συνεισφέρουν κι έπειτα μένουν απροστάτευτοι.

Τα τελευταία χρόνια οι αποκαλύψεις σκανδάλων πληθαίνουν, η κατάληξή τους μάς είναι μέχρι τώρα γνωστή. Θα ήταν αφελής κάποιος αν θεωρούσε ότι οι περιπτώσεις διαφθοράς που έρχονται στο φως είναι οι μόνες υπάρχουσες και ότι θα εξαλειφθούν με δίκαιες δίκες, όμως η απόδοση δικαιοσύνης είναι μια μικρή νίκη από πλευράς του λαού, καθώς την ώρα που εκείνος καλείτο να επιλέξει ανάμεσα στο φαγητό και στο εμβόλιο του παιδιού του, κάποιοι εξασφάλιζαν οικονομικά το μέλλον των απογόνων τους με αθέμιτα μέσα.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: