Νίνα Αντρέγεβα – Δεν μπορώ ν’ απαρνηθώ τις αρχές μου

Το άρθρο – μανιφέστο της πρόσφατα εκλιπούσας κομμουνίστριας που τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της περεστρόικα στην ΕΣΣΔ.

Πριν λίγες μέρες έγινε γνωστός ο θάνατος της Νίνας Αντρέγεβα, που απεβίωσε πλήρης ημερών και δράσης στις 24 Ιουλίου σε ηλικία 82 ετών. Η επιστήμονας και αφοσιωμένη κομμουνίστρια έμεινε κυρίως γνωστή για το άρθρο της “Δεν μπορώ ν’ απαρνηθώ τις αρχές μου”, που δημοσιεύτηκε στις 13 Μαρτίου 1988 στην εφημερίδα Sovetskaya Rossiya, επικρίνοντας τις ιδεολογικές συνέπειες της περεστρόικα, ειδικότερα μεταξύ των νέων με τους οποίους είχε και στενή επαφή λόγω επαγγέλματος και καταδεικνύοντας τις εκ του πονηρού διαθέσεις των επιθέσεων στην ιστορική μορφή του Ιωσήφ Στάλιν. Το άρθρο προκάλεσε τόσο μεγάλη αίσθηση, που ο ίδιος ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αργότερα αποκάλυψε πως είχε πιέσει πολλά μέλη του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΣΕ που συμμερίζονταν τις εκτιμήσεις της Αντρέγεβα, να συμμορφωθούν με τη δημοσίευση κειμένου – απάντησης στην Πράβντα στις 5 Απρίλη της ίδιας χρονιάς, όπου το επίμαχο άρθρο αποκαλούνταν “μανιφέστο των δυνάμεων κατά της περεστρόικα”, κάτι που, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των συντακτών του, αποτελεί τον σπουδαιότερο τίτλο τιμής που θα μπορούσε να του αποδοθεί. Το ζήτημα δε διέλαθε της προσοχής ακόμα και των New York Times, που, από αστική σκοπιά βέβαια, αποκαλύπτουν ότι η υποστήριξη προς το άρθρο της Αντρέγεβα, από απλούς Σοβιετικούς πολίτες, αλλά και διανοούμενος, ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από όση θα ανέμενε κανείς σε μια εποχή που εντός, αλλά και εκτός ΕΣΣΔ, η γοητεία της περεστρόικα είχε παραπλανήσει το κομμουνιστικό κίνημα σε σημαντικό βαθμό. Το εκτενές πράγματι κείμενο αξίζει να διαβαστεί ολόκληρο, καθώς πέρα από την πολιτική διορατικότητα της συντάκτριάς του είναι και μια εύγλωττη μαρτυρία του κλίματος που καλλιεργούνταν στο λυκόφως της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην πατρίδα του Μεγάλου Οχτώβρη.

(Οι μεταφραστικές αστοχίες επιβαρύνουν τους συντάκτες).

Αποφάσισα να γράψω αυτό το γράμμα μετά από μακροχρόνια σκέψη. Είμαι χημικός και διδάσκω στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Λενσοβέτ του Λένινγκραντ. Όπως πολλοί άλλοι, φροντίζω μια ομάδα φοιτητών. Οι φοιτητές στις μέρες μας, μετά από μια περίοδο κοινωνικής απάθειας και διανοητικής εξάρτησης, σταδιακά φορτίζονται με την ενέργεια επαναστατικών αλλαγών. Φυσικά, οι συζητήσεις στρέφονται γύρω από τους τρόπους ανοικοδόμησης και τις οικονομικές και ιδεολογικές της πτυχές. Η Γκλασνόστ, το άνοιγμα, η εξαφάνιση περιοχών όπου η κριτική είναι ταμπού και η συναισθηματική θέρμη της μαζικής συνείδησης (ειδικά μεταξύ των νέων ανθρώπων), συχνά καταλήγουν στην επισήμανση προβλημάτων τα οποία, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό “προωθούνται” είτε από φωνές του δυτικού ραδιοφώνου είτε από εκείνους τους συμπατριώτες μας που είναι ασταθείς στις αντιλήψεις τους για την ουσία του σοσιαλισμού. Και τι ποικιλία θεμάτων είναι αυτή που συζητούνται! Ένα πολυκομματικό σύστημα, η ελευθερία της θρησκευτικής προπαγάνδας, η μετανάστευση για ζωή στο εξωτερικό, το δικαίωμα για ευρεία συζήτηση σεξουαλικών προβλημάτων στον τύπο, η ανάγκη αποκέντρωσης της ηγεσίας του πολιτισμού, η κατάργηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας. Υπάρχουν ιδιαίτερα πολυάριθμες συζητήσεις μεταξύ φοιτητών για το παρελθόν της χώρας.

Φυσικά, εμείς οι λέκτορες πρέπει να απαντάμε τις πιο αμφιλεγόμενες ερωτήσεις, κι αυτό απαιτεί, εκτός από τιμιότητα, γνώση, πεποίθηση, ευρείς πολιτισμικούς ορίζοντες, σοβαρό στοχασμό και καλοζυγισμένες γνώμες. Επιπλέον, αυτές οι ιδιότητες είναι αναγκαίες σε όλους τους εκπαιδευτικούς νέων ανθρώπων κι όχι μόνο των μελών των τμημάτων κοινωνικών επιστημών.

Το Πάρκο Πέτεργκοφ είναι αγαπημένο σημείο για τις βόλτες που κάνω με τους φοιτητές μου. Περπατάμε στα χιονόστρωτα μονοπάτια, απολαμβάνουμε να κοιτάμε τα διάσημα παλάτια και αγάλματα και ερχόμαστε σε αντιπαράθεση. Πραγματικά ερχόμαστε σε αντιπαράθεση! Οι νεαρές ψυχές είναι πρόθυμες να εξερευνήσουν όλες τις περιπλοκότητες και να σχεδιάσουν το μονοπάτι τους προς το μέλλον. Κοιτάω τους ένθερμους νεαρούς συνομιλητές μου και σκέφτομαι πόσο σημαντικό είναι να τους βοηθήσω να ανακαλύψουν την αλήθεια και να σχηματίσουν μια σωστή αντίληψη των προβλημάτων της κοινωνίας στην οποία ζουν και την οποία θα πρέπει να αναδομήσουν, και πώς να τους δώσω μια σωστή αντίληψη της ιστορίας, τόσο της μακρινής, όσο και της πρόσφατης.

Ποια είναι τα κακώς κείμενα; Να ένα απλό παράδειγμα: Θα πίστευε κανείς ότι πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί για το Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο κατά της ναζιστικής εισβολής και τον ηρωισμό όσων πολέμησαν σε αυτόν. Πρόσφατα ωστόσο, ένας φοιτητικός ξενώνας στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο μας διοργάνωσε μια συνάντηση με τον ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης και συνταγματάρχη της εφεδρείας V. Molozeyev. Ανάμεσα στα άλλα, ρωτήθηκε για πολιτικές διώξεις μέσα στο στρατό. Ο βετεράνος απάντησε πως ποτέ δε συνάντησε οποιαδήποτε καταπίεση και πως πολλοί από όσους πολέμησαν μαζί του στον πόλεμο από την αρχή ως το τέλος έγιναν υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του στρατού. Κάποιοι απογοητεύτηκαν από αυτή την απάντηση. Τώρα που έχει γίνει επίκαιρο, το θέμα της καταπίεσης έχει διογκωθεί έξω από κάθε πλαίσιο στη φαντασία κάποιων νέων ανθρώπων και επισκιάζει οποιαδήποτε αντικειμενική ερμηνεία του παρελθόντος. Τέτοια παραδείγματα κάθε άλλο παρά μεμονωμένα είναι.

Είναι φυσικά εξαιρετικά ικανοποιητικό που ακόμα και “τεχνικοί” έχουν τέτοιο ενδιαφέρον για θεωρητικά προβλήματα των κοινωνικών επιστημών. Αλλά δεν μπορώ ούτε να δεχτώ, ούτε να συμφωνήσω με πολλά από αυτά που τώρα εμφανίζονται. Λογύδρια για “τρομοκρατία”, “την πολιτική υποταγή του λαού”, “ανέμπνευστη κοινωνικά αδρανή ύπαρξη”, “την πνευματική μας σκλαβιά”, “οικουμενικό φόβο”, “κυριαρχία από χωριάτες στην εξουσία”, αυτά είναι συχνά τα μόνα νήματα που χρησιμοποιούνται για να εξυφάνουν την ιστορία της χώρας μας στην περίοδο μετάβασης στο σοσιαλισμό. Γι’ αυτό δεν προκαλεί έκπληξη πως συναισθήματα μηδενισμού εντείνονται μεταξύ κάποιων φοιτητών και υπάρχουν παραδείγματα ιδεολογικής σύγχυσης, απώλειας πολιτικών πεποιθήσεων, ακόμα και ιδεολογικής “παμφαγίας”. Κάποιες φορές μπορείς να ακούσεις ακόμα και ισχυρισμούς πως ήρθε η ώρα να λογοδοτήσει ο κομμουνισμός επειδή τάχα “απανθρωποποίησε” τη ζωή της χώρας μετά το 1917.

Η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής [του ΚΚΣΕ] του Φλεβάρη τόνισε ξανά την επίμονη ανάγκη διασφάλισης πως “οι νέοι θα διδάσκονται μια ταξική κοσμοθεωρία και μια κατανόηση των δεσμών μεταξύ οικουμενικών και ταξικών συμφερόντων, ανάμεσά τους την κατανόηση της ταξικής ουσίας των αλλαγών που συμβαίνουν στη χώρα μας”. Μια τέτοια θεώρηση της ιστορίας και του παρόντος είναι ασύμβατη με τα πολιτικά ανέκδοτα, το κουτσομπολιό της βάσης και τις αμφιλεγόμενες φαντασιώσεις που κανείς συναντά συχνά σήμερα.

Διαβάζω και ξαναδιαβάζω εντυπωσιοθηρικά άρθρα. Για παράδειγμα, τι κερδίζετε εσείς ο λαός (πέρα από αποπροσανατολισμό), από αποκαλύψεις για την “αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ στα τέλη του 1920 και τις αρχές του 1930” ή για “την ενοχή του Στάλιν” για την άνοδο του φασισμού και του Χίτλερ στη Γερμανία; Η τη δημόσια “εκτίμηση” του αριθμού “Σταλινικών” σε μια σειρά γενιές και κοινωνικές ομάδες;

Είμαστε από το Λένινγκραντ και για αυτό είδαμε πρόσφατα με μεγάλο ενδιαφέρον το ωραίο ντοκιμαντέρ για τον Σεργκέι Κίροφ. Αλλά κατά διαστήματα, το κείμενο που συνόδευε το φιλμ όχι μόνο απέκλινε από τις αποδείξεις του ντοκιμαντέρ, αλλά το έκανε να φαίνεται κάπως αμφίβολο. Για παράδειγμα, η ταινία έδειχνε το ξέσπασμα της προθυμίας, της χαράς της ζωής και του πνευματικού ενθουσιασμού του λαού που οικοδομούσε τον σοσιαλισμό, ενώ το κείμενο του αφηγητή αφορούσε την καταπίεση και την έλλειψη πληροφόρησης.

Πιθανότατα δεν είμαι η μόνη που πρόσεξε ότι οι εκκλήσεις των κομματικών ηγετών που ζητούσαν σε “όσους κάνουν αποκαλύψεις” να δώσουν προσοχή και στα πραγματικά επιτεύγματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, σε διάφορα στάδια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, φαίνεται, σαν να δρουν εντεταλμένα, να φέρνουν στην επιφάνεια νέα ξεσπάσματα “αποκαλύψεων”. Τα θεατρικά έργα του Μιχαήλ Σατρόφ είναι ένα αξιοσημείωτο φαινόμενο σε αυτό το -φευ- άγονο πεδίο. Τη μέρα έναρξης του 26ου συνεδρίου, πήγα να δω το θεατρικό “Μπλε άλογα σε κόκκινο γρασίδι”. Θυμάμαι τον ενθουσιασμό των νέων στη σκηνή όπου η γραμματέας του Λένιν προσπαθεί να αδειάσει μια τσαγιέρα πάνω από το κεφάλι του, μπερδεύοντάς τον με ένα ημιτελές γλυπτό από πηλό. Πράγματι, κάποιοι νέοι είχαν καταφτάσει με έτοιμα πανό, η ουσία των οποίων ήταν να ρίξουν λάσπη στο παρελθόν και το παρόν μας. Στο έργο “Η Ειρήνη του Μπρεστ” ο δραματουργός και σκηνοθέτης έκανε τον Λένιν να γονατίσει μπροστά από τον Τρότσκι. Αυτά για την συμβολική ενσάρκωση της κεντρικής ιδέας του συγγραφέα. Αυτό αναπτύσσεται περαιτέρω στο έργο “Εμπρός! Εμπρός! Εμπρός!”. Ένα έργο δεν είναι, βέβαια, ιστορικό ντοκουμέντο. Αλλά ακόμα και σε ένα έργο τέχνης, την αλήθεια δεν την εγγυάται παρά μόνο η στάση του συγγραφέα. Ειδικά όταν πρόκειται για πολιτικό θέατρο.

Η στάση  του θεατρικού συγγραφέα Σατρόφ αναλύθηκε λεπτομερώς και τεκμηριωμένα σε ιστορικές επιθεωρήσεις στην Πράβδα και την εφημερίδα “Σοβιετική Ρωσία”. Θέλω να εκφράσω τη δική μου γνώμη. Συγκεκριμένα, είναι αδύνατο να διαφωνήσω ότι ο Σατρόφ ξεφεύγει ουσιωδώς από τις αποδεκτές αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Καλύπτοντας μια σκληρή ιστορική περίοδο της χώρας, απολυτοποιεί τον υποκειμενικό παράγοντα στην κοινωνική ανάπτυξη και ξεκάθαρα αγνοεί τους αντικειμενικούς νόμους της ιστορίας, όπως εκτίθενται στη δράση των τάξεων και των μαζών. Ο ρόλος που έπαιξαν οι προλεταριακές μάζες στο μπολσεβίκικο κόμμα περιορίζεται στο υπόβαθρο, πάνω στο οποίο ξεδιπλώνονται δράσεις ανεύθυνων πολιτικών.

Οι κριτικοί, στη βάση μιας μαρξιστικής-λενινιστικής μεθοδολογίας στην ανάλυση του ιστορικού προτσές, έχουν δείξει πειστικά ότι ο Σατρόφ διαστρεβλώνει την ιστορία του σοσιαλισμού στη χώρα μας. Αντίκειται στο κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου, χωρίς την ιστορική συνεισφορά του οποίου δε θα είχαμε τίποτα σήμερα να αναδομήσουμε. Ο συγγραφέας κατηγορεί τον Στάλιν για τις δολοφονίες του Τρότσκι και του Κίροφ και για την “απομόνωση” του ασθενούς Λένιν. Αλλά πώς μπορεί κανείς να εκτοξεύει αμφιλεγόμενες κατηγορίες ενάντια σε ιστορικές μορφές, χωρίς να τον απασχολούν οι σχετικές αποδείξεις;

Δυστυχώς οι κριτικοί απέτυχαν να δείξουν ότι, παρ’ όλη την επιτήδευσή του ως συγγραφέα, το σενάριο είναι κάθε άλλο παρά πρωτότυπο. Έχω την εντύπωση ότι, στη λογική των εκτιμήσεων και των επιχειρημάτων του, μάλλον ακολουθεί στενά τη γραμμή του βιβλίου του Μπόρις Σουβάριν, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1935. Στο έργο του, ο Σατρόφ βάζει τους χαρακτήρες να λένε πράγματα που έχουν ειπωθεί από τους πολέμιους του Λενινισμού για την εξέλιξη της επανάστασης, για τον ρόλο του Λένιν σε αυτήν, τις σχέσεις μεταξύ των μελών της Κεντρικής Επιτροπής σε διάφορες περιόδους της εσωκομματικής διαπάλης. Αυτή είναι η ουσία της “φρέσκιας ανάγνωσης” του Λένιν από τον Σατρόφ. Να προσθέσω ότι ο Ανατόλι Ριμπακόφ, συγγραφέας των “Παιδιών από το Αρμπάτ”, παραδέχτηκε ειλικρινά ότι δανείστηκε κάποια γεγονότα από τις εκδόσεις εμιγκρέδων.

Χωρίς να έχω διαβάσει το έργο “Μπροστά! Μπροστά! Μπροστά” (δεν έχει εκδοθεί ακόμα), διαβάζω ενθουσιώδεις κριτικές για αυτό  σε κάποια έντυπα. Τι θα σήμαινε μια τέτοια βιασύνη; Έμαθα αργότερα ότι το έργο ανέβαινε βιαστικά.

Σύντομα, μετά την Ολομέλεια του Φλεβάρη, η Πράβδα δημοσίευσε ένα γράμμα με τίτλο “Κλείνοντας τον κύκλο;”, που το υπέγραφαν οκτώ ηγετικές θεατρικές μορφές μας. Προειδοποιούσαν για πιθανές καθυστερήσεις στο ανέβασμα του έργου του Σατρόφ. Αυτό το συμπέρασμα εδραζόταν στη βάση κάποιων κριτικών άρθρων για το έργο στον Τύπο. Για άγνωστους λόγους, οι συγγραφείς της επιστολής εξαίρεσαν τους συγγραφείς των κριτικών από την κατηγορία αυτών που “πλουτίζουν την πατρίδα μας”. Πώς μπορεί αυτό να συνδυαστεί με την επιθυμία τους για μια “θυελλώδη και παθιασμένη” συζήτηση της -πρόσφατης και μακρινής- ιστορίας μας; Φαίνεται πως μόνο οι ίδιοι έχουν το δικαίωμα στην άποψή τους.

Στις πολυάριθμες συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα για όλα κυριολεκτικά τα ζητήματα των κοινωνικών επιστημών, σαν κολεγιακός λέκτορας ενδιαφέρομαι πρωτίστως για όσα έχουν άμεση επίδραση στην ιδεολογική και πολιτική παιδεία των νέων, την ηθική τους υγεία και την κοινωνική τους αισιοδοξία. Συζητώντας με φοιτητές και αναλύοντας μαζί τους αμφιλεγόμενα προβλήματα, δε γίνεται να μη συμπεράνω ότι η χώρα μας συσσώρευσε αρκετές ανωμαλίες και μονόπλευρες ερμηνείες που σαφώς χρήζουν διόρθωσης. Θα ήθελα να επιμείνω ιδιαίτερα σε κάποιες από αυτές.

Για παράδειγμα, το ζήτημα της θέσης του Ιωσήφ Στάλιν στην ιστορία της χώρας μας. Η συνολική εμμονή με τις κριτικές επιθέσεις συνδέεται με το όνομά του, και κατά τη γνώμη μου, η εμμονή δεν εστιάζεται τόσο στην ιστορική προσωπικότητα αυτή καθαυτή, όσο στη συνολικά ιδιαίτερα περίπλοκη εποχή μετάβασης, μια εποχή συνδεόμενη με άνευ προηγουμένου επιτεύγματα μιας ολόκληρης γενιάς Σοβιετικών που σήμερα σταδιακά απορρίπτουν την ενεργό δράση στην πολιτική και κοινωνική δουλειά. Η βιομηχανοποίηση, η κολλεκτιβοποίηση και η πολιτιστική επανάσταση που έφερε τη χώρα μας μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων, στριμώχνονται με το ζόρι  στο σχήμα της “προσωπολατρίας”. Όλα αυτά αμφισβητούνται. Το πράγμα έχει προχωρήσει τόσο που γίνονται επίμονες αιτήσεις για “μετάνοια Σταλινικών” (και αυτή η κατηγορία μπορεί να περιλάβει όποιον θέλει κανείς). Υπάρχουν διθύραμβοι για μυθιστορήματα και ταινίες που στηλιτεύουν την εποχή των “καταιγίδων και της επέλασης”, που παρουσιάζεται ως “τραγωδία των λαών”. Είναι αλήθεια ότι τέτοιες προσπάθειες να υψώσουμε σε βάθρο τον ιστορικό μηδενισμό δε λειτουργούν πάντα. Για παράδειγμα, μια ταινία που υποδέχτηκαν με επαίνους οι κριτικοί, μπορεί να την υποδεχτεί εξαιρετικά ψυχρά η πλειοψηφία των θεατών, παρά το άνευ προηγουμένου κύμα δημοσιότητας.

Να πω ότι ούτε εγώ ούτε άλλα μέλη της οικογένειάς μου αναμίχτηκαν με οποιονδήποτε τρόπο με τον Στάλιν, τον κύκλο του, τους συνεργάτες του ή τους υμνητές του. Ο πατέρας μου ήταν λιμενεργάτης στο Λένινγκραντ, η μητέρα μου εργάτρια στις εγκαταστάσεις Κίροφ. Ο μεγαλύτερος αδερφός μου δούλευε κι αυτός εκεί. Ο αδερφός μου, ο πατέρας μου και η αδερφή μου πέθαναν στις μάχες κατά των χιτλερικών δυνάμεων. Ένας συγγενής μου διώχθηκε και μετά αποκαταστάθηκε μετά το 20ό Συνέδριο. Μοιράζομαι τον θυμό και την αγανάκτηση όλων των Σοβιετικών για τη μαζική καταπίεση κατά τις δεκαετίες του ’30 και του ’40 και την κομματική ηγεσία της εποχής, που είναι κατακριτέα. Αλλά η κοινή λογική εγείρεται αποφασιστικά ενάντια στη μονόχρωμη απεικόνιση αντιφατικών γεγονότων που τώρα κυριαρχεί σε κάποια όργανα του Τύπου.

Υποστηρίζω το κάλεσμα του κόμματος να διατηρήσουμε την τιμή και την αξιοπρέπεια των πρωτοπόρων του σοσιαλισμού. Νομίζω ότι αυτές είναι οι κομματικές ταξικές θέσεις από τις οποίες πρέπει να αποτιμήσουμε τον ιστορικό ρόλο όλων των ηγετών του κόμματος και της χώρας, συμπεριλαμβανομένου του Στάλιν. Σε αυτήν την περίπτωση, τα γεγονότα δεν μπορεί να περιοριστούν στο “δικαστικό” τους επίπεδο ή σε αφαιρετική ηθικολογία απομακρυσμένη τόσο από το πλαίσιο εκείνης της θυελλώδους εποχής, όσο και από ανθρώπους που έπρεπε να ζήσουν και να εργαστούν σε αυτούς τους καιρούς, με τρόπο που σήμερα ακόμα μας εμπνέουν με το παράδειγμά τους.

Για μένα και για πολλούς ακόμα, αποφασιστικό ρόλο στην αποτίμησή μου για τον Στάλιν παίζει η ειλικρινής μαρτυρία συγχρόνων του που συγκρούστηκαν απευθείας μαζί του στη δική μας πλευρά των οδοφραγμάτων, όπως και από την άλλη πλευρά. Είναι οι τελευταίοι που είναι αρκετά ενδιαφέροντες. Για παράδειγμα, πάρτε τον Βρετανό Πρωθυπουργό Ουίνστον Τσόρτσιλ, που πίσω στα 1919, ήταν περήφανος για την προσωπική του συνεισφορά στην οργάνωση της στρατιωτικής επέμβασης 14 ξένων χωρών ενάντια στη νεαρή Σοβιετική Δημοκρατία και που, ακριβώς 40 χρόνια μετά, χρησιμοποίησε τα εξής λόγια για να περιγράψει τον Στάλιν, έναν από τους πιο εξέχοντες πολιτικούς αντιπάλους του:

“Ήταν μια διακεκριμένη προσωπικότητα, που άφησε τη σφραγίδα της στη σκληρή μας εποχή, όσο ζούσε. Ο Στάλιν ήταν άνδρας εξαιρετικής ενεργητικότητας, εμβρίθειας και αλύγιστης θέλησης, σκληρός, ανθεκτικός και αμείλικτος στη δράση και τη συζήτηση, και ακόμα και εγώ, που ανατράφηκα στο Αγγλικό Κοινοβούλιο, δεν μπορούσα να του αντιτεθώ με κανέναν τρόπο… Μια γιγάντια δύναμη διέκρινε τα λόγια του. Η δύναμη ήταν τόσο μεγάλη στον Στάλιν, που φαινόταν μοναδικός μεταξύ των ηγετών όλων των εποχών και όλων των λαών. Η επίδρασή του στους ανθρώπους ήταν ακαταμάχητη. Όταν μπήκε στην Αίθουσα Συνεδριάσεων της Γιάλτας, σηκωθήκαμε όλοι, σα να μας είχαν διατάξει. Και παραδόξως, όλοι σταθήκαμε προσοχή. Ο Στάλιν είχε μια βαθιά, αδιατάρακτη, λογική και συνετή σοφία. Ήταν άσος στο να βρίσκει διέξοδο στις πιο απελπιστικές καταστάσεις σε δύσκολες στιγμές… Ήταν ο άντρας που χρησιμοποίησε τους εχθρούς του για να καταστρέψει τον εχθρό του, ωθώντας εμάς -που μας έλεγε ανοιχτά ιμπεριαλιστές- να πολεμήσουμε τους ιμπεριαλιστές. Ανέλαβε μια Ρωσία που χρησιμοποιούσε ακόμα το ξύλινο άροτρο και την άφησε εξοπλισμένη με ατομικά όπλα”.

Αυτή η αποτίμηση από έναν πιστό θεματοφύλακα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας δεν μπορεί να αποδοθεί σε υποκρισία ή πολιτική δουλοπρέπεια. Μακρές και ειλικρινείς συζητήσεις με νεαρούς συνομιλητές μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι επιθέσεις στο κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου και τους ηγέτες της χώρας μας αυτή τη στιγμή δεν έχουν μόνο πολιτικές, ιδεολογικές και ηθικές αιτίες, αλλά και ένα κοινωνικό υπόβαθρο. Αρκετοί άνθρωποι ενδιαφέρονται να επεκτείνουν τα προκεχωρημένα φυλάκια για αυτές τις επιθέσεις και δε βρίσκονται μόνο στην άλλη πλευρά των συνόρων. Μαζί με τους επαγγελματίες αντικομμουνιστές της Δύσης που διάλεξαν το υποτιθέμενο δημοκρατικό σύνθημα του αντισταλινισμού πολύ καιρό πριν, τους απογόνους των τάξεων που εξέπεσαν από την Οκτωβριανή Επανάσταση (από τους οποίους με κανένα τρόπο δεν κατάφεραν όλοι να ξεχάσουν τις υλικές και κοινωνικές απώλειες των προπατόρων τους) ακόμα ζουν και βασιλεύουν. Πρέπει να προσθέσει κανείς σε αυτά τους πνευματικούς κληρονόμους του Νταν και Μάρτοβ και άλλων κληρονόμων της Ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, των πνευματικών ακόλουθων του Τρότσκι και του Γιάγκοντα και απογόνων των ΝΕΠ-μεν, των μπασμάτσι (κίνημα ενάντια στους μπολσεβίκους από μερίδα μουσουλμάνων της ΕΣΣΔ που διήρκεσε ως τις αρχές της δεκαετίας του ’20, σ.τ.Μ) και κουλάκων με πικρίες ενάντια στον σοσιαλισμό.

Νομίζω ότι, ανεξάρτητα του πόσο αμφιλεγόμενη και σύνθετη είναι η φιγούρα του Στάλιν στη σοβιετική ιστορία, ο γνήσιος ρόλος του στην οικοδόμηση και την υπεράσπιση του σοσιαλισμού θα αποκτήσει αργά ή γρήγορα μια αντικειμενική και ξεκάθαρη αποτίμηση. Φυσικά, ξεκάθαρη δε σημαίνει μια αποτίμηση μονόπλευρη, που ξεπλένει ή επιλεκτικά τσουβαλιάζει αντιφατικά φαινόμενα, καθιστώντας δυνατόν υποκειμενικά (έστω με μικρές επιφυλάξεις) το “να συγχωρείς ή να μη συγχωρείς”, “να απορρίπτεις ή να κρατάς”. Ξεκάθαρη σημαίνει κυρίως μια συγκεκριμένη ιστορική αποτίμηση απαλλαγμένη από βραχυπρόθεσμες σκέψεις που θα μπορούσαν να αποδείξουν -σύμφωνα με τα ιστορικά αποτελέσματα!- τη διαλεκτική του συσχετισμού μεταξύ των ενεργειών του ατόμου και των βασικών νόμων που διέπουν την κοινωνική εξέλιξη. Στη χώρα μας αυτοί οι νόμοι συνδέονται επίσης με την απάντηση στο ερώτημα “Ποιος ηττήθηκε από ποιον;” και εγχώριες όπως και διεθνείς πτυχές. Αν πρέπει να εμμείνουμε στη μαρξιστική-λενινιστική μεθοδολογία της ιστορικής ανάλυσης, τότε, με τα λόγια του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, πρέπει να δείξουμε πρωτίστως και με ζωντάνια πώς έζησαν τα εκατομμύρια ανθρώπων, πώς δούλεψαν και σε τι πίστεψαν, όπως και το ζεύγος νικών και αποτυχιών, ανακαλύψεων και λαθών, του φωτεινού και του τραγικού, του επαναστατικού ενθουσιασμού των μαζών και της παραβίασης της σοσιαλιστικής νομιμότητας, ακόμα και των εγκλημάτων κάποιες φορές.

Εξεπλάγην πρόσφατα από την αποκάλυψη μιας μαθήτριάς μου ότι η ταξική πάλη είναι υποθετικά ένας παρωχημένος όρος, όπως ο ηγετικός ρόλος του προλεταριάτου. Δε θα υπήρχε πρόβλημα, αν ήταν η μόνη που το ισχυρίζεται. Προκλήθηκε μια έντονη διαμάχη, για παράδειγμα, από μια πρόσφατη εκτίμηση αξιοσέβαστου ακαδημαϊκού ότι οι σύγχρονες σχέσεις μεταξύ κρατών από δύο διαφορετικά κοινωνικο-οικονομικά συστήματα προφανώς στερούνται ταξικού περιεχομένου. Υποθέτω ότι ο ακαδημαϊκός δεν θεώρησε απαραίτητο να εξηγήσει γιατί για αρκετές δεκαετίες έγραφε ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή, ότι η ειρηνική συνύπαρξη δεν είναι παρά μια μορφή ταξικής πάλης στο διεθνή στίβο. Φαίνεται ότι ο φιλόσοφος απέρριψε τώρα την οπτική του. Σε κάθε περίπτωση, οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν γνώμη. Μου φαίνεται, ωστόσο, ότι το καθήκον θα πρόσταζε έναν σημαίνοντα φιλόσοφο να εξηγήσει -τουλάχιστον σε όσους μελέτησαν και μελετούν τα βιβλία του- τι συμβαίνει σήμερα. Δεν αντιτίθεται πια η διεθνής εργατική τάξη στο παγκόσμιο κεφάλαιο, όπως αυτό ενσαρκώνεται στο κράτος του και τα πολιτικά του όργανα;

Μου φαίνεται ότι πολλές συζητήσεις εστιάζουν στο ίδιο ζήτημα: Ποια τάξη ή κοινωνικό στρώμα είναι η ηγετική καθοδηγητική δύναμη της Περεστρόικα; Αυτό συζητήθηκε ιδιαίτερα σε μια συνέντευξη με τον συγγραφέα Αλεξάντερ Προχάνοφ, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της πόλης μας, Λενινγράντσκι Ραμπότσι. Ο Προχάνοφ ξεκινά από την αρχή ότι η ειδική φύση του σύγχρονου κράτους-καθεστώτος της κοινωνικής συνείδησης τυποποιείται από την παρουσία δύο ιδεολογικών ρευμάτων ή, όπως το θέτει, “εναλλακτικών πύργων-πυλώνων”, που προσπαθούν, από διαφορετικές κατευθύνσεις, να υπερβούν τον “σοσιαλισμό που ποτέ δε χτίστηκε με μάχες” στη χώρα μας. Μολονότι υπερβάλλει στη σημασία και οξύτητα της διαπάλης μεταξύ αυτών των δύο “πύργων”, ο συγγραφέας τονίζει σωστά ότι “συμφωνούν μόνο στο σφαγιασμό των σοσιαλιστικών αξιών”. Αλλά και οι δύο, όπως ισχυρίζονται οι ιδεολόγοι τους, είναι “υπέρ της Περεστρόικα”.

Είναι οι θιασώτες του “αριστερόστροφου φιλελεύθερου σοσιαλισμού” που διαμορφώνουν την τάση προς τη διαστρέβλωση της ιστορίας του σοσιαλισμού. Θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι το παρελθόν της χώρας δεν ήταν τίποτα άλλο παρά λάθη και εγκλήματα, αποσιωπώντας τα μεγάλα επιτεύγματα του παρελθόντος και του παρόντος. Ισχυριζόμενοι την πλήρη κατοχή της ιστορικής γνώσης, αντικαθιστούν το κοινωνικοπολιτικό κριτήριο της κοινωνικής ανάπτυξης με σχολαστικές ηθικές κατηγορίες. Θα ήθελα να ξέρω ποιος και γιατί χρειαζόταν επιβεβαίωση ότι ο κάθε ηγέτης της ΚΕ του κόμματος και της σοβιετικής κυβέρνησης – μόλις αποχωρούσαν από το αξίωμά τους – εκτέθηκε και απαξιώθηκε λόγω πραγματικών και υποτιθέμενων λαθών που διέπραξε κατά την επίλυση των πιο σύνθετων προβλημάτων στη διάρκεια ανοίγματος ιστορικά πρωτόγνωρων δρόμων; Ποιες είναι οι πηγές αυτού του πάθους μας να υποτιμάμε το κύρος και την αξιοπρέπεια των ηγετών της πρώτης σοσιαλιστικής οικονομίας του κόσμου;

Ένα άλλο παράδοξο της οπτικής των “αριστερών φιλελεύθερων” είναι μια κρυφή ή φανερή κοσμοπολίτικη τάση, ενός “αεθνικού” (μη εθνικού) “διεθνισμού”. Διαβάζω κάπου για ένα μετεπαναστατικό περιστατικό, όταν μια αντιπροσωπεία μηχανικών και εργοστασιαρχών ζήτησε από τον Τρότσκι ως Εβραίο στο σοβιέτ της Πετρούπολης να παραπονεθεί για την καταπίεση από τους Ερυθροφρουρούς και δήλωσε ότι δεν ήταν “Εβραίος, αλλά διεθνιστής”, κάτι που εξέπληξε τους αιτούντες. Στην οπτική του Τρότσκι, η ιδέα του έθνους συνυποδήλωνε μια κάποια κατωτερότητα και έναν περιορισμό συγκριτικά με τη διεθνικότητα. Για αυτό, τονίζοντας την Οκτωβριανή “εθνική παράδοση”, έγραψε για “το εθνικό στοιχείο στον Λένιν”, είπε ότι ο Ρωσικός λαός “δεν είχε καμία πολιτιστική κληρονομιά” κτλ. Ντρεπόμαστε κάπως να πούμε ότι ήταν όντως το ρωσικό προλεταριάτο, που του φέρθηκαν οι τροτσκιστές ως “οπισθοδρομικό και απολίτιστο”, αυτό που έκανε -με τα λόγια του Λένιν- τρεις ρωσικές επαναστάσεις και ότι οι σλαβικοί λαοί στάθηκαν στην πρωτοπορία της μάχης της ανθρωπότητας ενάντια στον φασισμό.

Αυτό φυσικά δε λέγεται για να υποβαθμίσει την ιστορική συμβολή άλλων λαών και εθνικών ομάδων. Αυτό, όπως λέγεται σήμερα, είναι μόνο για να διασφαλιστεί ότι λέγεται όλη η ιστορική αλήθεια. Μετά οι φοιτητές με ρωτάνε γιατί χιλιάδες χωριά στη Σιβηρία είναι ερειπωμένα. Απαντώ ότι αυτό είναι μέρος του υψηλού τιμήματος που είχαμε να πληρώσουμε για τη νίκη και την μεταπολεμική ανοικοδόμηση της εθνικής οικονομίας, όπως την αμετάκλητη απώλεια μεγάλου αριθμού μνημείων της εθνικής ρωσικής μας κουλτούρας. Είμαι επίσης πεπεισμένη πως κάθε υποβάθμιση της σημασίας της συνείδησης παράγει μια πασιφιστική διάβρωση της άμυνας και της πατριωτικής συνείδησης, όπως και μια επιθυμία κατηγοριοποίησης της παραμικρής ένδειξης μεγαλορωσικής εθνικής υπερηφάνειας ως εκδήλωση σωβινισμού μιας μεγάλης δύναμης.

Εδώ είναι κάτι ακόμα που με ανησυχεί, η πρακτική “αρνητισμού” του σοσιαλισμού στις μέρες μας συνδέεται με μαχητικό κοσμοπολιτισμό. Δυστυχώς, το θυμόμαστε ξαφνικά μόνο όταν οι θιασώτες του μας παρενοχλούν με τις ακρότητές τους μπροστά από το Σμόλνι ή τα τείχη του Κρεμλίνου. Επιπλέον, σταδιακά εκπαιδευόμαστε να αντιλαμβανόμαστε αυτό το φαινόμενο ως μια σχεδόν αθώα “αλλαγή κατοικίας” αντί για ταξική ή εθνική προδοσία από άτομα που τα περισσότερα αποφοίτησαν από πανεπιστήμια και μεταπτυχιακά χάρη στα χρήματα της χώρας μας. Μιλώντας γενικά, κάποιοι άνθρωποι έχουν την τάση να θαυμάζουν τον “αρνητισμό” ως κάποιου είδους εκδήλωση “δημοκρατίας” και “ανθρωπίνων δικαιωμάτων”, τα ταλέντα των οποίων δεν μπορούν να ανθίσουν λόγω “στάσιμου σοσιαλισμού”. Και αν τυχόν οι άνθρωποι εκεί έξω, στον “ελεύθερο κόσμο” δεν εκτιμήσουν την πληθωρική επιχειρηματικότητα και την “ιδιοφυΐα” και οι μυστικές υπηρεσίες δεν ενδιαφερθούν για εμπόριο συνειδήσεων, μπορεί κάποιος απλά να επιστρέψει.

Ενώ οι “νεοφιλελεύθεροι” κοιτάζουν προς τη Δύση, όσοι προτείνουν τον άλλο “εναλλακτικό πύργο”, για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Προχάνοφ, οι “προστατευτιστές και οι παραδοσιοκράτες”, επιδιώκουν “να ξεπεράσουν το σοσιαλισμό μέσω της οπισθοδρόμησης”, με άλλα λόγια, επιστρέφοντας στις κοινωνικές δομές της προσοσιαλιστικής Ρωσίας. Οι εκπρόσωποι αυτού του είδους “αγροτικού σοσιαλισμού” σαγηνεύονται από αυτή την εικόνα. Κατά τη γνώμη τους, οι ηθικές αξίες που συσσωρεύτηκαν από τις αγροτικές κομμούνες στην ομίχλη των αιώνων χάθηκαν πριν εκατό χρόνια. Οι “παραδοσιοκράτες” σίγουρα αξίζουν την αναγνώριση για όσα έκαναν για την αποκάλυψη της διαφθοράς, τη δίκαιη επίλυση οικολογικών προβλημάτων, την πάλη κατά του αλκοολισμού, την προστασία των ιστορικών μνημείων, την αντίσταση στην κυριαρχία της μαζικής κουλτούρας, που σωστά αξιολογούν ως μέσα καταναλωτισμού.

Την ίδια στιγμή, οι απόψεις των ιδεολόγων του “αγροτικού σοσιαλισμού” δείχνουν μια έλλειψη κατανόησης της ιστορικής σημασίας του Οχτώβρη για τη μοίρα της πατρίδας, μια μονόπλευρη αποτίμηση της κολλεκτιβοποίησης ως “τρομακτικής αγριότητας κατά των χωρικών”, μια άκριτη αποδοχή της μυστικιστικής θρησκευτικής ρωσικής φιλοσοφίας και των παλιών τσαρικών ιδεών στην ιστορική μας επιστήμη και μια απροθυμία να αντιληφθούν τη μετεπαναστατική διαστρωμάτωση των αγροτών και τον επαναστατικό ρόλο της εργατικής τάξης. Σε ό,τι αφορά την ταξική πάλη στην ύπαιθρο για παράδειγμα, ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στους “επαρχιακούς” επιτρόπους που “πυροβόλησαν τους χωρικούς μεσαίου εισοδήματος πισώπλατα”. Υπήρξαν φυσικά, κάθε είδους επίτροποι στο αποκορύφωμα της επαναστατικής πυρκαγιάς στην αχανή μας χώρα. Αλλά στο κυρίαρχο μέρος της ζωής μας υπήρχαν επίτροποι που πυροβολήθηκαν, επίτροποι με χαρακιές στην πλάτη ή που κάηκαν ζωντανοί. Το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει η “επιτιθέμενη τάξη” δεν αποτελούνταν μόνο από τις ζωές επιτρόπων, τσεκιστών, μπολσεβίκων της υπαίθρου, μέλη επιτροπών φτωχών αγροτών ή των “είκοσι χιλιάδων”, αλλά και αυτές των πρώτων οδηγών τρακτέρ, των ανταποκριτών της υπαίθρου, τις δασκάλες, τους κομσομόλους της υπαίθρου και τις ζωές δεκάδων χιλιάδων άλλων, άγνωστων μαχητών του σοσιαλισμού.

Η εκπαίδευση των νέων έγινε ακόμα πιο σύνθετη από το γεγονός πως ανεπίσημες οργανώσεις κι ενώσεις σχηματίζονται γύρω από νεοφιλελεύθερες και “νεο-σλαβόφιλες” ιδέες. Ενίοτε παίρνουν το πάνω χέρι στην ηγεσία τους εξτρεμιστικά στοιχεία, ικανά να προβοκάρουν. Μια πολιτικοποίηση αυτών των ανεπίσημων οργανώσεων στη βάση ενός -σε καμία περίπτωση- σοσιαλιστικού πλουραλισμού αναδύθηκε πρόσφατα. Οι ηγέτες των οργανώσεων αυτών μιλάνε συχνά για “μοιρασιά της εξουσίας” στη βάση ενός “κοινοβουλευτικού συστήματος”, “ελεύθερα συνδικάτα”, “αυτόνομους εκδοτικούς οίκους” κτλ. Κατά τη γνώμη μου, όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το κύριο, κομβικό ζήτημα των συζητήσεων που γίνονται στη χώρα είναι αυτό: αν θα αναγνωρίσουν ή όχι τον ηγετικό ρόλο του κόμματος και της εργατικής τάξης στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και συνεπώς στην Περεστρόικα, με όλα τα συνεπαγόμενα θεωρητικά και πρακτικά συμπεράσματα για την πολιτική, την οικονομία και την ιδεολογία.

Μου φαίνεται ότι το ζήτημα του ρόλου και της θέσης της σοσιαλιστικής ιδεολογίας είναι εξαιρετικά οξύ σήμερα. Οι συγγραφείς δουλοπρεπών άρθρων που κυκλοφορούν υπό το πρόσχημα της ηθικής και πνευματικής “κάθαρσης”, διαβρώνουν τις διαχωριστικές γραμμές και τα κριτήρια μιας επιστημονικής ιδεολογίας, χειραγωγούν την διαφάνεια (γκλάσνοστ) και υποθάλπουν το μη σοσιαλιστικό πλουραλισμό, κάτι το οποίο επιβραδύνει την περεστρόικα στη λαϊκή συνείδηση. Αυτό έχει μια ιδιαίτερα επώδυνη επίπτωση στους νέους ανθρώπους, κάτι που, επαναλαμβάνω, είναι καθαρό σε εμάς, τους καθηγητές-εκπαιδευτικούς και όσους σχετιζόμαστε με τα προβλήματα των νέων. Όπως είπε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην ΚΕ του ΚΚΣΕ, στην Ολομέλεια του Φλεβάρη, “οι πράξεις μας στην πνευματική σφαίρα -και ίσως πρωταρχικά και ακριβώς εκεί- πρέπει να καθοδηγούνται από τις μαρξιστικές-λενινιστικές αρχές. Οι αρχές, σύντροφοι, δεν πρέπει να αλλοιώνονται υπό οποιοδήποτε πρόσχημα”.

Αυτό υπερασπιζόμαστε τώρα και αυτό θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε. Οι αρχές δε μας δόθηκαν ως δώρο, παλέψαμε για αυτές σε κρίσιμα σημεία καμπής της ιστορίας της πατρίδας μας.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: