Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Από τη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ έως την πλήρη ένταξη

Την Πρωτοχρονιά του 1958 ιδρύεται η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), που μετεξελίχθηκε στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Μια άλλη Πρωτοχρονιά, αυτή του 1981, η Ελλάδα εντάσσεται στην ΕΟΚ ως πλήρες μέλος.

Την Πρωτοχρονιά του 1958 ιδρύεται η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), που μετεξελίχθηκε στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Στην ουσία τίθεται σε ισχύ η Συνθήκη της Ρώμης, που είχε υπογραφεί στις 25 του Μάρτη 1957, από τις κυβερνήσεις της Γαλλίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Βελγίου, Ολλανδίας και Λουξεμβούργου.

Μια άλλη Πρωτοχρονιά, αυτή του 1981, η Ελλάδα εντάσσεται στην ΕΟΚ ως πλήρες μέλος. Πρόκειται για μια ένταξη με πολλαπλά οφέλη για την ελληνική αστική τάξη, τραγικές όμως συνέπειες για τα φτωχά λαϊκά στρώματα, την εργατική τάξη και την αγροτιά, που ο λαός μας τις βιώνει μέχρι σήμερα.

Το ΚΚΕ ήταν το μόνο κόμμα που έγκαιρα προειδοποίησε το λαό για την πραγματική φύση της ΕΟΚ, στέκοντας συνεπής πολέμιος των αντιλαϊκών πολιτικών της.

Με αφορμή τη διπλή επέτειο αναδημοσιεύουμε από τον Ριζοσπάστη δυο άρθρα που αναφέρονται στο ιστορικό της ίδρυσης της ΕΕ και των σχέσεών της με την Ελλάδα.

Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης
(Ριζοσπάστης, Κυριακή 17 Μάη 2009)

Βρισκόμαστε λιγότερο από ένα μήνα πριν τις κάλπες για τις ευρωεκλογές, αλλά η ιστορία της ΕΕ είναι ελάχιστα ίσως γνωστή. Πώς, πότε και γιατί δημιουργήθηκε; Τυπικά χρόνος δημιουργίας της θεωρείται το 1957, όταν με τη Συνθήκη της Ρώμης δημιουργήθηκε η τότε και έως το 1991 Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) που μετεξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Ενωση με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Τι προηγήθηκε; Ας το παρακολουθήσουμε.

Οι πρώτες ιδέες

Η ιδέα για τη δημιουργία μιας Ενωσης των καπιταλιστικών χωρών της Δυτικής Ευρώπης ήταν παλιά, ακόμη πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για πρώτη φορά προβλήθηκε επίσημα και ολοκληρωμένα από τη Γαλλία στα 1930 με το «Σχέδιο Μπριάν» η σύσταση μιας «Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας» με σκοπό τη συσπείρωση της καπιταλιστικής Ευρώπης σε μια πολιτική και στρατιωτική κοινότητα. Ομως, η πρόταση εκείνη βρήκε πολλές δυσκολίες και, τελικά, ναυάγησε με την κήρυξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, που ξεκίνησε ο Χίτλερ με το δόγμα του «ζωτικού χώρου». Το θέμα της «οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης» έρχεται πάλι στο προσκήνιο, αναζωπυρώνεται μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Το σοσιαλιστικό σύστημα – τα σύνορα του οποίου με τον καπιταλισμό βρίσκονταν στο έδαφος της Ευρώπης και, μάλιστα, στη Γερμανία (ήταν τα σύνορα μεταξύ Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Γερμανίας και Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας) – βρίσκεται εκείνη την περίοδο σε άνοδο. Το αμερικάνικο κεφάλαιο έχει διεισδύσει στην Ευρώπη με το Σχέδιο Μάρσαλ, προκειμένου να ισχυροποιήσει τον καπιταλισμό, που ήταν τσακισμένος οικονομικά από τον πόλεμο και να εμποδίσει την εξάπλωση του σοσιαλισμού, αφού το λαϊκό-επαναστατικό κίνημα, λόγω του πολέμου και της αίγλης του σοσιαλισμού, ήταν σε ανοδική πορεία. Οι ισχυρές καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης συνειδητοποιούν την ανάγκη συνένωσης των δυνάμεών τους στις συγκεκριμένες τότε συνθήκες της εποχής του ιμπεριαλισμού. Ως ανάγκη που προκύπτει και από την καπιταλιστική διεθνοποίηση και το διεθνή ανταγωνισμό, για να αναπτυχθούν οι οικονομίες τους, διεκδικώντας όσο γίνεται μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, τα όρια της οποίας μετά την εξάπλωση του σοσιαλισμού στένευαν, και να αντιμετωπίσουν επίσης την άνοδο του σοσιαλισμού στην Ευρώπη.

Έτσι, με την ενεργό συμμετοχή των ΗΠΑ στις εξελίξεις, στις 18 Απρίλη του 1951 υπογράφεται στο Παρίσι η ιδρυτική Συνθήκη της «Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακος και Χάλυβος» (ΕΚΑΧ) από τα έξι ιδρυτικά της μέλη – τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Ακολούθησε η Συνθήκη της Ρώμης (25 Μάρτη του 1957) για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) απ’ αυτά τα έξι κράτη-μέλη και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (EURATOM), των προγόνων της σημερινής Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ας δούμε πιο αναλυτικά τους σημαντικότερους σταθμούς.

Στις 9 Μάη 1950 ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Ρομπέρ Σουμάν διαβάζει στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση τη Διακήρυξη για τη «γαλλογερμανική συμφιλίωση και την Ευρωπαϊκή Ένωση».

Η άρχουσα τάξη των χωρών που συμμετείχαν στον πόλεμο και υποχρεώθηκαν να αντιταχθούν στο φασιστικό άξονα, από την επόμενη κιόλας μέρα της λήξης του πολέμου έβαζε μπροστά τη συνεργασία «νικητών» και «ηττημένων» κατά του κοινού εχθρού, που δεν έπαψε να είναι η Σοβιετική Ενωση και το σοσιαλιστικό σύστημα που δημιουργήθηκε μετά τον πόλεμο στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.

Η διακήρυξη του Ρ. Σουμάν, την επέτειο της οποίας «γιορτάζει» η Ευρωπαϊκή Ενωση ως «Ημέρα της Ευρώπης», αναφέρει λοιπόν: «Η Ευρώπη πρέπει να οργανωθεί σε ομοσπονδιακή βάση. Μια γαλλογερμανική ένωση είναι ουσιώδης (…), η καθιέρωση κοινών βάσεων οικονομικής ανάπτυξης πρέπει να αποτελέσει την πρώτη φάση (…). Η γαλλική κυβέρνηση προτείνει να τεθεί το σύνολο της γαλλογερμανικής παραγωγής άνθρακα και χάλυβα υπό την αιγίδα μιας νέας Υψηλής Αρχής, που θα είναι ανοιχτή στη συμμετοχή των άλλων χωρών της Ευρώπης». Αυτά γράφει το «πιστοποιητικό γέννησης» της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ο πρόσκοπος όμως αυτής της ιδέας Ζαν Μονέ από το 1947 στήριζε τις ελπίδες για την επιτυχία του εγχειρήματος στην αμερικανική κηδεμονία και έγραφε ότι η «εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν σήμαινε ότι οι ΗΠΑ θα εμπόδιζαν την Ευρώπη να γίνει μια ζώνη ύφεσης στο έλεος του κομμουνισμού»!

Η πρώτη και ιδρυτική Σύνοδος Κορυφής, έγινε στο διάστημα από το Μάη του 1950 ως τον Απρίλη του 1951. Συμμετείχαν Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο. Η Σύνοδος κατέληξε στη Συνθήκη του Παρισιού, που έθετε την Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) υπό τον έλεγχο μιας ανώτατης αρχής, η οποία λογοδοτούσε σε μια Συνέλευση.

Η δεύτερη Σύνοδος Κορυφής άρχισε τον Απρίλη του 1955 στη Μεσσίνα της Ιταλίας. Συμμετείχαν οι ίδιες χώρες. Κατέληξε στη Συνθήκη της Ρώμης, που υπογράφηκε το Μάρτη του 1957, με την οποία εγκαθιδρύονταν η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (EURATOM). Αυτή η διάσκεψη θα μπορούσε να θεωρηθεί καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη της ενοποίησης, αφού μετά την εμπέδωση της συνεργασίας μεταξύ των «έξι» στον οικονομικό τομέα αποφασίστηκε να προωθηθεί και η πολιτική συνεργασία, ενώ άνοιξαν και οι πόρτες για την ένταξη νέων μελών.

Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και η συνέχεια

Η τρίτη Σύνοδος Κορυφής έγινε το 1985. Προστέθηκαν ακόμη εκτός από τη Μεγάλη Βρετανία, η Δανία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα. Η Σύνοδος αυτή κατέληξε στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, με την οποία τα κράτη – μέλη ανέλαβαν την υποχρέωση να ολοκληρώσουν την εσωτερική αγορά μέχρι το 1992.

Η Ενιαία Πράξη σηματοδοτεί το πέρασμα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος στη δεύτερη, μετά τη Συνθήκη της Ρώμης, περίοδό του.

Πρόκειται, ουσιαστικά, για την καθιέρωση των «τεσσάρων ελευθεριών». Της ελευθερίας στην κίνηση των κεφαλαίων, της ελευθερίας στην κίνηση των εμπορευμάτων, της ελευθερίας στην κίνηση των υπηρεσιών και της ελευθερίας στην κίνηση του εργατικού δυναμικού. Από την άποψη αυτή, η Ενιαία Πράξη είναι η μεγαλύτερη προσφορά στις πολυεθνικές επιχειρήσεις και το μεγάλο κεφάλαιο, αφού καταργεί σειρά «εμποδίων» στην απρόσκοπτη και χωρίς όρια κερδοσκοπία τους και ταυτοχρόνως δημιουργεί το πλαίσιο για την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

Η Ενιαία Πράξη άρχισε να εφαρμόζεται το 1992 με την καθιέρωσή της από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (βλέπε ξεχωριστό θέμα στη σημερινή μικρή ιστορική αναδρομή) για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Δεκέμβρης 1991). Τότε άρχισε να προσδιορίζεται η θέση και η προοπτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης πλέον στα νέα δεδομένα που προέκυψαν από την αντεπανάσταση, τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.

Η Σύνοδος Κορυφής του 1997, έγινε τον Ιούνιο στο Αμστερνταμ, και είναι η πέμπτη στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η τέταρτη Σύνοδος Κορυφής είχε γίνει το Δεκέμβρη του 1991. Σ’ αυτήν πήραν μέρος ακόμη η Ισπανία και η Πορτογαλία. Η Σύνοδος αυτή κατέληξε με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση, που έγινε περισσότερο γνωστή ως Συνθήκη του Μάαστριχτ. Το κυριότερο στοιχείο αυτής της Συνθήκης ήταν η πορεία προς την Οικονομική και Νομισματική Ενωση, ενώ δίνεται και το πρόπλασμα της πολιτικής ενοποίησης.

Η καθιέρωση του κοινού νομίσματος, του ευρώ, η εμπέδωση των «τεσσάρων ελευθεριών», σε συνδυασμό με τη διεύρυνση του 2004 (την ένταξη των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, της Κύπρου και της Μάλτας) οδηγούσαν τους ιθύνοντες κύκλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο επόμενο βήμα, την «πολιτική ενοποίηση». Στοιχείο αυτής της ενοποίησης ήταν η δημιουργία του λεγόμενου Ευρωσυντάγματος, ενός κειμένου που επιχειρούσε να θέσει τις βάσεις για τη δημιουργία κοινών πολιτικών θεσμών με τελικό σκοπό τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής Ευρωπαϊκής Ενωσης, σύμφωνα με τα γαλλογερμανικά σχέδια.

Το «Ευρωσύνταγμα», αφού συντάχθηκε από τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, τέθηκε στην έγκριση των κρατών-μελών το 2005. Ομως το ηχηρό ΟΧΙ στα δημοψηφίσματα της Γαλλίας και της Ολλανδίας, το Μάη του 2005, οδήγησε τους ηγέτες της ΕΕ σε αναδίπλωση μπροστά στις λαϊκές αντιδράσεις και τον κίνδυνο να απορριφθεί το «Ευρωσύνταγμα» και σε άλλα προγραμματισμένα δημοψηφίσματα.

Ήταν μια μεγάλη στιγμή στην πάλη των λαών κατά των επιλογών του κεφαλαίου. Οπως προκύπτει από την ανάλυση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των αποτελεσμάτων των δύο δημοψηφισμάτων, δεν ήταν μόνον ένα ΟΧΙ στο συγκεκριμένο κείμενο, ήταν ένα ΟΧΙ στις θεμελιώδεις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Στη συνέχεια το «Ευρωσύνταγμα» βαφτίζεται «Συνθήκη», στη Σύνοδο Κορυφής της Λισαβόνας, που έγινε στις 18 και 19 Οκτώβρη του 2007, προκειμένου να παρακαμφθεί ο σκόπελος των δημοψηφισμάτων και να περάσει το «Ευρωσύνταγμα» ως μια Συνθήκη. Αλλά επειδή το Σύνταγμα της Ιρλανδίας επιβάλλει δημοψηφίσματα, ο ιρλανδικός λαός με το περήφανο «ΟΧΙ» σ’ αυτή την «Ευρωσυνθήκη» εμπόδισε την εφαρμογή της όταν στις άλλες χώρες ψηφίζεται απλά από τα εθνικά Κοινοβούλια. Δείγμα του ότι όταν ένας λαός θέλει και αποφασίσει μπορεί να ματαιώνει αντιλαϊκά μέτρα. Ακόμη, οι κυβερνήσεις της ΕΕ ψάχνουν φόρμουλα για να το ξεπεράσουν.

***

Από τη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ ως την πλήρη ένταξη
Μικρό ιστορικό για τη σχέση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ένωση
(Ριζοσπάστης, Κυριακή 17 Μάη 2009)

Η Ελλάδα συμμετέχει ως πλήρες μέλος στην ΕΟΚ τότε, στην ΕΕ σήμερα, από το 1981. Ηταν η κυβέρνηση της ΝΔ, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, θείο του σημερινού πρωθυπουργού, που τα προηγούμενα χρόνια διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις για την είσοδο της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, η οποία με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ μετεξελίχτηκε στη σημερινή ΕΕ. Η ΝΔ το ‘χει καύχημα πως δική της κυβέρνηση ήταν αυτή που ενέταξε την Ελλάδα στην ΕΕ και έβαλε το λαό στη στρούγκα των συνασπισμένων καπιταλιστικών κρατών, με όλα τα δεινά που του ‘χει φέρει αυτός ο ζυγός. Αλλά η ιστορία της σχέσης της ελληνικής ολιγαρχίας με τη διακρατική αυτή ιμπεριαλιστική συμμαχία ξεκινά από πολύ πιο μακριά, αρχές της 10ετίας του ’60.

Η σύνδεση

Ηταν το 1961, στις 9 του Ιούλη, όταν η τότε κυβέρνηση του κόμματος της ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση), με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (ήταν το κατεξοχήν κόμμα του μεγάλου κεφαλαίου και απ’ αυτό προήλθε μετά τη δικτατορία η ΝΔ, την οποία συγκρότησε ο βασικός πυρήνας των στελεχών της ΕΡΕ) υπέγραψε τη Συνθήκη Σύνδεσης της Ελλάδας με την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) – ή, διαφορετικά, «Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά».

Η συγκεκριμένη Συνθήκη υπογράφτηκε στην Αθήνα, στην αίθουσα της Βουλής, και προπαγανδίστηκε ως τεράστια εθνική επιτυχία, όπως άλλωστε προπαγανδίστηκαν όλοι οι λεγόμενοι μεγάλοι «εθνικοί στόχοι», δηλαδή η ένταξη στην ΕΟΚ και μετέπειτα η ένταξη στην ΟΝΕ και το ευρώ, από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, υπό τον Κ. Σημίτη πρωθυπουργό.

Οι επιδιώξεις της άρχουσας τάξης

Εδώ χρειάζεται να ανοίξουμε μια παρένθεση. Γιατί η ΕΟΚ δέχτηκε την Ελλάδα στους κόλπους της, αρχικά με τη Συνθήκη Σύνδεσης και μετά ως πλήρες μέλος;

Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας, με τα κόμματά της, επέλεξε και συμμετέχει στην ΕΟΚ, ενισχύοντας και προωθώντας τα οικονομικά συμφέροντά της και έχοντας ένα διεθνές στήριγμα της εξουσίας της. Ας μην ξεχνάμε πως παρά την ήττα του λαϊκού κινήματος στα 1949, και με το ΚΚΕ να δρα παράνομα, τα μετεμφυλιοπολεμικά καθεστώτα επιδίωκαν, μάταια, να ξεκόψουν τις ρίζες του λαϊκού κινήματος από την ιστορία του, να το τσακίσουν. Δεν μπορούσαν να τα καταφέρουν. Ετσι κι αλλιώς και τα κοινά σύνορα με τα σοσιαλιστικά Βαλκάνια επιδρούσαν θετικά στην ανάπτυξή του, αλλά και οι ρίζες του ήταν βαθιές. Επρεπε λοιπόν και το κεφάλαιο να δυναμώσει (χωρίς τη διαπλοκή του με το ξένο δεν μπορούσε), και η εξουσία του να ενισχύεται έχοντας διεθνή στηρίγματα. Ηδη είχε προηγηθεί η ένταξη στο ΝΑΤΟ από το 1953.

Να πώς το παρουσιάζει προπαγανδιστικά ο Κ. Τσάτσος στα 1961: «Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι… η σύνδεσις της Ελλάδος με τας δημοκρατικάς χώρας της Δύσεως αποτελεί τον μόνον ασφαλή τρόπον διά την επιβίωσιν. Δεν είναι σοβαρόν να επιδιώκη τις την εθνικήν επιβίωσιν με λύσεις αι οποίαι ιστορικώς είναι αδύνατοι. Θα εκλέξομεν… την καλυτέραν και ασφαλώς η καλυτέρα είναι εκείνη, την οποίαν ήδη επέλεξεν η Ελλάς».

Η Ελλάδα, επομένως, έγινε δεκτή στην τότε ΕΟΚ αφενός γιατί το ζήτησε η πλουτοκρατία της για τους παραπάνω λόγους, αφετέρου γιατί ήταν η μόνη καπιταλιστική χώρα στα σοσιαλιστικά Βαλκάνια, η μόνη χώρα του ΝΑΤΟ σε μια περιοχή που είχε κηρυχτεί ως εχθρική για το δυτικοευρωπαϊκό και αμερικανικό καπιταλισμό. Μια χώρα – γέφυρα του διεθνούς καπιταλισμού ενάντια στο σοσιαλισμό, αλλά και γέφυρά του στη Μέση και Εγγύς Ανατολή, περιοχή με πηγές ενέργειας, τις οποίες επιδίωκαν να εξασφαλίσουν τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, αλλά και γενικότερης γεωστρατηγικής σημασίας.

Τη Συνθήκη Σύνδεσης από την ελληνική κυβέρνηση της ΕΡΕ υπέγραψαν ο αντιπρόεδρός της, Παν. Κανελλόπουλος, ο υπουργός Συντονισμού, Αριστ. Πρωτοπαπαδάκης, ο υπουργός Εξωτερικών, Ευ. Αβέρωφ – Τοσίτσας. Από την πλευρά της ΕΟΚ υπογράφτηκε και από κάθε κράτος – μέλος της και από την ΕΟΚ. Από τα κράτη – μέλη της την υπέγραψαν: Ο Πολ Χένρι Σπάακ, αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών του Βελγίου, ο Γκέμπχαρτ Ζέελος, πρεσβευτής της Γερμανίας στην Αθήνα, ο Μορίς Κουβ ντε Μιρβίλ, υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, ο Εμίλιο Κολόμπο, υπουργός Βιομηχανίας και Εμπορίου της Ιταλίας, ο Ευγένιος Σάους, αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών του Λουξεμβούργου, ο Ι. Ρ. βαν Χιούτεν, υφυπουργός Εξωτερικών της Ολλανδίας.

Από την ΕΟΚ υπέγραψε: Ο Λούντβιγκ Ερχαρτ, αντικαγκελάριος, υπουργός Οικονομικών, επικεφαλής του συμβουλίου των υπουργών Οικονομικών της Κοινότητας, ο Βάλτερ Χαλστάιν από την Κομισιόν, ο Ζαν Ρέι, μέλος της Κομισιόν και διαπραγματευτής της Συνθήκης Σύνδεσης.

Σταθερή πορεία

Η Ελλάδα ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που συνδέθηκε με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα με βάση το άρθρο 238 της Συνθήκης της Ρώμης, που όριζε ότι η Κοινότητα μπορεί να συνάψει συμφωνίες με μια τρίτη χώρα, «μια σχέση σύνδεσης που χαρακτηρίζεται από αμοιβαίες υποχρεώσεις και δικαιώματα, κοινές ενέργειες και ειδικές διαδικασίες».

Η Συνθήκη προέβλεπε: 1) Την εγκαθίδρυση δασμολογικής ένωσης. 2) Την ανάληψη κοινών ενεργειών και την εναρμόνιση της πολιτικής της Κοινότητας και της Ελλάδας σε διάφορους τομείς, όπως η αγροτική πολιτική, το δικαίωμα εγκατάστασης και ελεύθερης κυκλοφορίας των εργατών, οι μεταφορές, η φορολογία, οι κανόνες ανταγωνισμού. 3) Τη διάθεση στην Ελλάδα πόρων για την επιτάχυνση ανάπτυξης της οικονομίας της.

Η δασμολογική ένωση (ελάττωση έως κατάργηση δασμών) άνοιγε το δρόμο των ελεύθερων εισαγωγών εμπορευμάτων, που σε συνδυασμό με τη διάθεση πόρων για την ανάπτυξη της οικονομίας, δηλαδή των μεγαλοεπιχειρηματιών, οδηγούσε στη γοργότερη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και στην ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

Το ΚΚΕ σε ανακοίνωση της ΚΕ στις 4/4/1961, λίγο μετά τη μονογραφή της Συνθήκης, εκτιμά: «Για την εργατική τάξη της χώρας μας, η σύνδεση της Ελλάδας με την Κοινή Αγορά θα σημαίνει πιο άγρια εκμετάλλευση, μεγαλύτερη ανεργία, αύξηση της μετανάστευσης… Για την αγροτιά μας η σύνδεση θα σημαίνει καινούριες δυσκολίες στην τοποθέτηση των εξαγώγιμών της προϊόντων γιατί… θα εμποδίσουν ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη των συναλλαγών μας με την απέραντη αγορά των σοσιαλιστικών χωρών. Αλλά και τα μη εξαγώγιμα αγροτικά προϊόντα (σιτάρι, κτηνοτροφικά προϊόντα) θα αντιμετωπίσουν, με την άρση των δασμών, τον αθέμιτο ανταγωνισμό των φτηνότερων δυτικοευρωπαϊκών… Το ξεκλήρισμα των φτωχών και μεσαίων αγροτών θα ενταθεί».

Πράγματι, αυτή η πορεία κυρίως για τους εργάτες και τους αγρότες εντάθηκε και αν δεν εμφανίστηκε ως οξύ πρόβλημα οφείλεται στο μεγάλο κύμα μετανάστευσης της 10ετίας του ’60, κυρίως στη Γερμανία.

Η Συνθήκη Σύνδεσης, που άρχισε να ισχύει από την 1η Νοέμβρη του 1962, ήταν η πρώτη προσπάθεια, το προοίμιο της προσαρμογής της καπιταλιστικής Ελλάδας στον ΕΟΚικό ιμπεριαλισμό και της πορείας ως την πλήρη ένταξη.

Το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη 1967 σταμάτησε τη διαδικασία προσαρμογής. Ανεστάλη η οικονομική βοήθεια της Κοινότητας προς την Ελλάδα. Οι διαδικασίες ξανάρχισαν το 1974 μετά το συμβιβασμό του αστικού πολιτικού κόσμου και των Αμερικανών με τη χούντα για την αποκατάσταση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και υπογράφτηκε, από την τότε κυβέρνηση της ΝΔ, ένα δεύτερο χρηματοδοτικό πρωτόκολλο, στις 28 του Φλεβάρη 1977. Ηδη από το 1974, μετά τις πρώτες εκλογές για την ανάδειξη αστικοκοινοβουλευτικής κυβέρνησης, δρομολογήθηκε η διαδικασία για την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ.

Έτσι, στις 26 του Νοέμβρη 1974 η κυβέρνηση της ΝΔ επέδωσε υπόμνημα, στο οποίο εξέθετε την πρόθεσή της «να δει την Ελλάδα μέλος της Κοινότητας, όσο το δυνατό συντομότερα».

 

Η αίτηση της ένταξης υποβλήθηκε στις 12 του Ιούνη 1975 και οι σχετικές διαπραγματεύσεις κράτησαν τρία χρόνια και κατέληξαν στα 1978 ότι από την 1/1/1981 η Ελλάδα εντάσσεται στην ΕΟΚ ως πλήρες μέλος.

Τον Οκτώβρη του 1981, στις εκλογές για το εθνικό Κοινοβούλιο, κυβέρνηση αναδεικνύεται το ΠΑΣΟΚ, με σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και «Εξω από την ΕΟΚ των μονοπωλίων». Αλλά αυτό το κόμμα ήταν που διαχειρίστηκε με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου μέσα στην ΕΟΚ και μετά στην ΕΕ, στο όνομα πάντα του εφικτού, των δυσκολιών από την αποδέσμευση, των κινδύνων της απομόνωσης, κλπ. Ετσι, επέβαλε στο λαό τη χωρίς όρια αντιλαϊκή πολιτική, διαχειρίστηκε το σύστημα με τον καλύτερο τρόπο, ενσωματώνοντας λαϊκές δυνάμεις στο σύστημα. Αλλωστε, αυτός ήταν και είναι ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας στο αστικό πολιτικό σύστημα. Να εκτονώνει τη λαϊκή δυσαρέσκεια στο «μη χείρον βέλτιστον», που οδηγεί στη συνεχή επιδείνωση των όρων ζωής των λαϊκών στρωμάτων.

Πηγές:

  1. «Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα», τ. 8ος 1956-1961, σελ 612-614.
  2. Γιάννη Ιμβριώτη: «Η ιδεολογική προπαγάνδα της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς», «Επιθεώρηση Τέχνης» 1961 και «Ρ» 20-23/2/1997.
Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: