“Οι δολοφονίες δεν παραγράφονται” – Συγκέντρωση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας για τα θύματα ναζιστικής επίθεσης σε πρόσφυγες στο Λύμπεκ

Δέκα άνθρωποι, κυρίως μικρά παιδιά, βρήκαν τραγικό θάνατο στο ρατσιστικό χτύπημα, με τους νεοναζί δράστες να μένουν ατιμώρητοι με ευθύνη των αστυνομικών και δικαστικών αρχών της πόλης.

Το Λύμπεκ μια πανέμορφη μεσαιωνική πόλη και άλλοτε σημαντικότερο λιμάνι της Βαλτικής πριν 25 χρόνια γινόταν το θέατρο ενός από τα πιο φρικτά ρατσιστικά εγκλήματα στη σύγχρονη γερμανική ιστορία. Σε εμπρηστική επίθεση σε δομή προσφύγων στις 18 Γενάρη 1995, δέκα άνθρωποι, οι περισσότεροι έφηβοι καθώς και μικρά παιδιά 3 ως 8 ετών, βρήκαν τραγικά θάνατο, ενώ 38 ακόμα άνθρωποι τραυματίστηκαν, κάποιοι από αυτούς βαριά. Παρά την πληθώρα στοιχείων που έδειχναν όχι απλά το ρατσιστικό υπόβαθρο, αλλά και συγκεκριμένα τις ταυτότητες των δραστών, οι έρευνες έπεσαν στο κενό, ενώ στο στόχαστρο βρέθηκαν οι τοπικές αστυνομικές και δικαστικές αρχές για τον τουλάχιστον πλημμελή τρόπο με τον οποίο διεξήχθησαν οι ανακρίσεις των υπόπτων, έχοντας έντονη οσμή συγκάλυψης.

Oι υποψίες έπεσαν από την πρώτη στιγμή πάνω σε τέσσερις νεαρούς νεοναζί της περιοχής, τρεις από τους οποίους αποδεδειγμένα βρίσκονταν στον τόπο του εγκλήματος, είχαν καψίματα στα μαλλιά και τα φρύδια συνηθισμένα σε εμπρηστές και γνώριζαν λεπτομέρειες που μόνο οι δράστες θα μπορούσαν να ξέρουν. Μάλιστα, δύο από αυτούς ομολόγησαν την πράξη, ενώ οι ισχυρισμοί αστυνομίας και εισαγγελίας πως οι τέσσερις νεοναζί είχαν άλλοθι, καταρρέει αυτόματα από το γεγονός πως η ακριβής χρονική στιγμή του εμπρησμού ποτέ δεν ταυτοποιήθηκε. Αντί μάλιστα να οδηγηθούν σε δίκη οι τέσσερις ύποπτοι, στο εδώλιο του κατηγορουμένου έκατσε ένας ένας Λιβανέζος συγκάτοικος των θυμάτων. Ο άνθρωπος αυτός μετά από μεγάλη δικαστική περιπέτεια αθωώθηκε πανηγυρικά, η υπόθεση ωστόσο πέρασε στο αρχείο.

Τουλάχιστον ύποπτη ήταν η συμπεριφορά αστυνομικών και δικαστικών αρχών, καθώς πειστήρια εξαφανίστηκαν, μαρτυρίες αλλοιώθηκαν, ένα από τα πτώματα αποτεφρώθηκε πριν καν γίνει η ιατροδικαστική αυτοψία. Τα ίχνη που οδηγούσαν στους ναζί αγνοήθηκαν συστηματικά από τους αστυνομικούς, ενώ αντίθετα η ενέργειά τους στράφηκε προς την ενοχοποίηση του Λιβανέζου, παρότι υπήρχαν σαφείς μαρτυρίες για την αθωότητά του.

Μετά τα γεγονότα του Black Lives Matter στις ΗΠΑ, υπήρξε αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος και για την υπόθεση του φονικού εμπρησμού στο Λύμπεκ, με το τοπικό υπουργείου εσωτερικών του κρατιδίου του Σλέσβιχ – Χόλσταϊν να ανακοινώνει τον περασμένο μήνα πως θα διεξάγει έρευνα για την ύπαρξη ρατσιστικών φαινομένων στην αστυνομία. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό για να πέσει φως στη δολοφονική ρατσιστική επίθεση του 1995.

Σε αυτό το πλαίσιο, ενόψει τις σημερινής επετείου, περίπου 300 μέλη και φίλοι της τοπικής οργάνωσης του DKP πραγματοποίησαν, τηρώντας όλα τα μέτρα προστασίας, συγκέντρωση στη μνήμη των θυμάτων, με κεντρικό σύνθημα “Οι δολοφονίες δεν παραγράφονται”. Ανάμεσα στους συγκεντρωμένους ξεχώρισε και η παρουσία μιας ομάδας ηλικιωμένων γυναικών, που κρατούσαν πλακάτ” όπου αναγραφόταν “Γιαγιάδες κατά της δεξιάς”. Βασικό αίτημα είναι να ξανανοίξει η υπόθεση, με δεδομένο ότι στη Γερμανία η δολοφονία εκ προθέσεως δεν παραγράφεται ποτέ, πρόβλεψη που σχετίζεται με τη δυνατότητα δίωξης ναζιστικών εγκλημάτων δεκαετίες μετά την τέλεσή τους. Παράλληλα, ζητούν να αποδοθούν ευθύνες και στους εμπλεκόμενους αστυνομικούς και εισαγγελείς, που με τη στάση τους συνέβαλαν στο να μείνουν ατιμώρητοι οι δράστες και να αρχειοθετηθεί η υπόθεση.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: