15 χρόνια από τον πόλεμο στο Ιράκ: Η αρχή ενός ατέλειωτου ιμπεριαλιστικού εγκλήματος

Πρόσχημα για την επέμβαση υπήρξε η καταστροφή του χημικού οπλοστασίου που δήθεν διέθετε ο τότε δικτάτορας της χώρας, κι άλλοτε σύμμαχος των Αμερικανών Σαντάμ Χουσεϊν, οπλοστάσιο το οποίο αποδείχθηκε περίτρανα στη συνέχεια πως δεν είχε υπάρξει ποτέ.

Σαν σήμερα ξεκινούσε λίγο πριν τις πέντε τα ξημερώματα ώρα Ελλάδος, η επιχείρηση “Σοκ και Δέος”, από τη λεγόμενη “Συμμαχία των προθύμων” με επικεφαλής τις ΗΠΑ, με το βομβαρδισμό της πρωτεύουσας του Ιράκ, της Βαγδάτης, “για την απελευθέρωση του ιρακινού λαού”, όπως δήλωνε τότε ξεδιάντροπα ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ, συνεχίζοντας την προπαγάνδα περί “ανθρωπιστικών επεμβάσεων”, που είχαν ξεκινήσει οι Δημοκρατικοί προκάτοχοί του με το βομβαρδισμό της Σερβίας λίγα χρόνια νωρίτερα.

Πρόσχημα για την επέμβαση, που διεξήχθη χωρίς έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, υπήρξε η καταστροφή του χημικού οπλοστασίου που δήθεν διέθετε ο τότε δικτάτορας της χώρας, κι άλλοτε σύμμαχος των Αμερικανών Σαντάμ Χουσεϊν, οπλοστάσιο το οποίο αποδείχθηκε περίτρανα στη συνέχεια πως δεν είχε υπάρξει ποτέ. Εκτός από τις αεροπορικές επιθέσεις, πραγματοποιήθηκε και χερσαία εισβολή, κυρίως μέσω του Κουβέιτ, καθώς η Τουρκία αρνήθηκε σε εκείνη την περίσταση να συμμετέχει άμεσα στις επιχειρήσεις.

Χαρακτηριστικό ήταν ότι κατά την κατάληψη της Βαγδάτης πρωταγωνίστησαν Κούρδοι μαχητές, εγκαινιάζοντας μια περίοδο στενής συνεργασίας της κουρδικής ηγεσίας με τις αμερικανικές δυνάμεις, με ολέθρια αποτελέσματα για τον κουρδικό λαό, όπως ανάγλυφα πιστοποιούν και οι τελευταίες εξελίξεις στο Αφρίν. Ένα μήνα περίπου αργότερα, ο πόλεμος επισήμως έληγε, οι πόλεμοι όμως τόσο στο Ιράκ, που πρακτικά έπαψε να υφίσταται ως κανονικό κράτος, έχοντας ήδη υποστεί τεράστιο πλήγμα λόγω των διεθνών κυρώσεων κατά του Σαντάμ από το 1991, όσο και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής, βρισκόταν ακόμα στην αρχή τους. Το ανθρώπινο και υλικό κόστος ήταν τεράστιο, κυρίως για τον ιρακινό λαό, αλλά και από αμερικανικής πλευράς υπήρξαν χιλιάδες απώλειες στρατιωτών καθώς κι ένα κόστος 1,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, από το οποίο μεγάλοι ωφελημένοι αναδείχθηκαν ιδιώτες εργολάβοι, κυρίως μισθοφορικές εταιρείες φύλαξης, πετρελαϊκές εταιρείες των ΗΠΑ και του Κουβέιτ, αλλά και κατασκευαστικές εταιρείες, με πρώτη και καλύτερη την πρώην θυγατρική της Χαλιμπάρτον του τότε αντιπροέδρου του Τζώρτζ Μπους, Ντικ Τσέινι, KBR.

Να πούμε επίσης ότι η Ελλάδα, όπως πρόσφατα επαίρονταν και ο αναπληρωτής υπ.εξ. Γιώργος Κατρούγκαλος, συμμετείχε κι εκείνη στην “ανοικοδόμηση” του Ιράκ, διαθέτοντας 25 εκ. ευρώ την περίοδο 2002-2016, σε τομείς όπως η υγεία, η εκπαίδευση και οι υποδομές. Εξάλλου, αξίζει να σημειωθεί ότι “Ελντοράντο” για τις ελληνικές επιχειρήσεις χαρακτήριζε τη βόρεια αυτόνομη ιρακινή επαρχία του Κουρδιστάν, η “Καθημερινή” πριν λίγα χρόνια, ενώ το 2013, Έλληνες επιχειρηματίες διοργάνωσαν μέχρι και... καλλιστεία στο Ερμπίλ.

Για τους κατοίκους του Ιράκ από την άλλη, στη μεγάλη τους πλειονότητα, όχι απλώς δεν υπήρξε κανένα όφελος, αλλά αντιθέτως μπήκαν σε ένα βαθύ τούνελ ολέθρου, από το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχουν εξέλθει. Οι αμερικανικές κατοχικές αρχές δε διέλυσαν μόνο κάθε προηγούμενη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση, αλλά αξιοποίησαν στο έπακρο τις προϋπάρχουσες θρησκευτικές και εθνοτικές διαιρέσεις για να επιβάλουν την εξουσία τους. Η χώρα έγινε συνώνυμη των διαρκών τρομοκρατικών επιθέσεων, μεταξύ άλλων σε γάμους και λαϊκές αγορές, της ανείπωτης φτώχειας και δυστυχίας, αλλά και των βασανιστήριων εκ μέρους των κατοχικών αρχών, όπως αυτά στις διαβόητες φυλακές του Άμπου Γκράιμπ. Δεν αποτελεί έκπληξη πως η χώρα αποτέλεσε το ιδανικό έδαφος να ανδρωθεί ο ISIS, που ευρισκόμενος σε μια περίπλοκη κι εναλλασσόμενη σχέση πολέμου και τροφοδότησης με τις αμερικανικές δυνάμεις, κατόρθωσε μέσα σε λίγα χρόνια να αναδειχθεί σε καίριο παίκτη της Μ. Ανατολής. Η “Νέα Μέση Ανατολή” είχε ήδη χαράξει, βυθίζοντας στο αίμα και το χάος την ευρύτερη περιοχή, χωρίς να διαφαίνεται τέλος στο ζοφερό ορίζοντα, σε αυτό που ο πρώην διευθυντής της CIA Τζέιμς Γούσλεϊ, χαρακτήριζε ως την “πρώτη πράξη ενός νέου Παγκοσμίου Πολέμου, που θα διεξαχθεί με πρωτόγνωρους όρους και πιθανότατα δια αντιπροσώπων” .

Δυστυχώς, φαίνεται πως η ανθρωπότητα “συνήθισε” τον πόλεμο και τα σφαγμένα κορμιά στην περιοχή περίπου ως “φυσικό” φαινόμενο. Κατά μία έννοια, οι πραγματικά τεράστιες αντιπολεμικές διαδηλώσεις, που πραγματοποιήθηκαν σε όλο τον κόσμο εκείνη την περίοδο, περιλαμβανομένης φυσικά της χώρας μας, με τους κομμουνιστές να πρωταγωνιστούν από την πρώτη στιγμή, υπήρξαν το κύκνειο άσμα του αντιπολεμικού κινήματος, στην Ελλάδα και διεθνώς, που με ελάχιστες και μη συγκρίσιμες από άποψη μεγεθών αναλαμπές, αδυνατεί να σταθεί στο ύψος των θανάσιμα επικίνδυνων για όλους μας περιστάσεων.

Τέλος, αξίζει μνείας η στάση της τότε κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη, η οποία, πορευόμενη στη ρότα που είχε χαράξει και με τον πόλεμο της Σερβίας το ’99, διαχώρισε, το “κόμμα” από την “κυβέρνηση”, με το πρώτο μέσω του γραμματέα του Κώστα Λαλιώτη να καλεί τα μέλη του σε συμμετοχή σε κάθε αντιπολεμική δράση και διαδήλωση, και τη δεύτερη, προεδρεύουσα μάλιστα τότε της ΕΕ, να παρέχει κάθε είδους διευκόλυνση, κυρίως μέσω της νατοϊκής βάσης της Σούδας, αλλά και με χορήγηση ελληνικών στρατιωτικών μέσων, όπως πολεμικών πλοίων.

Τέτοια ήταν η “αφανής” προσφορά της ελληνικής κυβέρνησης, που λίγους μήνες μετά, το Μάη του 2003, η κυβέρνηση Μπους θέλησε να ευχαριστήσει δημόσια την Ελλάδα για τη συνεισφορά της, κίνηση από την οποία τον απέτρεψε η ελληνική κυβέρνηση, φοβούμενη το πολιτικό κόστος, δεδομένης της παλλαϊκής καταδίκης του πολέμου από τον ελληνικό λαό. Και σε αυτή την περίπτωση η σύγκριση με το παρόν, όπου οι ευχαριστίες και οι φιλοφρονήσεις από τους Αμερικανούς, κυρίως δια στόματος του πρέσβη τους, δίνουν και παίρνουν τα τελευταία ειδικά χρόνια, είναι μάλλον καταθλιπτική, κι είναι στο χέρι μας να την αλλάξουμε.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: