Αλέκα Παπαρήγα – Η επικείμενη εκλογική μάχη και η πείρα της περιόδου 2012-2015

Το ΚΚΕ γνώριζε και γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων…Η απάντηση δεν θα έλθει ποτέ από τα πάνω, από καμία κυβέρνηση, αλλά από τον ίδιο τον λαό στον δρόμο της ανατροπής, και γι’ αυτό απαιτείται ένα, όσο γίνεται στις συνθήκες του καπιταλισμού, πιο ισχυρό ΚΚΕ.

Έχουν περάσει 10 και πάνω χρόνια από τις διπλές εκλογές του 2012 (Μάης και Ιούνης), 7 από τις δύο νέες εκλογικές αναμετρήσεις του 2015 (Γενάρης και Σεπτέμβρης) και 4 σχεδόν χρόνια από τις εκλογές του 2019 (Ιούλης). Δεν ξεχνάμε και το δημοψήφισμα που οι ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ προκήρυξαν με το πλαστό «όχι στο νέο μνημόνιο» (Ιούλης 2015).

Εχουν μεσολαβήσει σημαντικές εξελίξεις. Οχι απρόβλεπτες (με σχετική εξαίρεση την πανδημία) τόσο στην Ελλάδα όσο και σε Ευρώπη και παγκόσμια. Μπροστά στις επικείμενες εκλογές του 2023 η πείρα της 10ετίας περιέχει πολύτιμα στοιχεία για εκατοντάδες χιλιάδες εργατοϋπαλλήλους, φτωχά λαϊκά στρώματα, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο πήραν μέρος σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις, απεργίες, συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, ώστε να διαμορφώσουν κριτήριο ψήφου σε αντίθεση προς τα ψεύτικα και εκβιαστικά αστικά διλήμματα, στα οποία πρωταγωνιστούν η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ.

Οι εκλογές δεν αναδεικνύουν μόνο κυβέρνηση, αποτυπώνουν και την ετοιμότητα, αποφασιστικότητα της λαϊκής ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης, την επόμενη μέρα.

Ολα τα αστικά κόμματα, και εκείνα που, ανεξαρτήτως ιστορικής προέλευσης και πρόσημου, έπαιξαν και παίζουν τον ρόλο του διαχειριστή των συμφερόντων του κεφαλαίου, αναγορεύουν την εκλογική διαδικασία ως την ανώτατη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Πρόκειται για κυνική ομολογία ότι απεύχονται τη λαϊκή αγωνιστική παρέμβαση, κάθε πιθανότητα ή δυνατότητα η πολιτική συνείδηση να προσεγγίζει, να φθάνει έως το επίπεδο αμφισβήτησης της ίδιας της πολιτικής εξουσίας. Οι εκβιασμοί και η κινδυνολογία που χρησιμοποιούνται από τη ΝΔ απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και αντίστροφα βασικό αποδέκτη έχουν τον ίδιο τον λαό.

Ας θυμηθούμε τι έγινε το 2012 κυρίως στο διάστημα ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Η ΝΔ, τον Μάη, έφθασε στο ιστορικά χαμηλό ποσοστό της από 33,74% των ψηφοφόρων του 2009 στο 18,85%. Το ΠΑΣΟΚ από 43,92% του 2009 γκρεμίστηκε κυριολεκτικά στο 13,18% το 2012. Και τα δύο κόμματα έχασαν εκατομμύρια ψήφους σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και μνημονίων.

Και τότε δημιουργήθηκε ένας ελεύθερος χώρος, κυρίως εξαιτίας της συντριβής του ΠΑΣΟΚ, που τον κατέκλυσε σε μεγάλο βαθμό ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς είχε ήδη ξεκινήσει την πορεία σοσιαλδημοκρατικής μετάλλαξής του (ιστορικά επιβεβαιωμένη πορεία του αναθεωρητισμού, οπορτουνισμού). Για την ακρίβεια, πέρα από την επιλογή ροής ψηφοφόρων προς τον ΣΥΡΙΖΑ, έγινε και καθοδηγημένη μετακίνηση προς αυτόν από ένα σημαντικό τμήμα στελεχικού δυναμικού του ΠΑΣΟΚ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, από το 4,60% του 2009, τον Μάη του 2012 έφθασε στο 16,78%, αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ τον Ιούνη έφτασε στο 26,89% και το 2015 πέρασε στην κυβέρνηση από κοινού με το ακροδεξιό κόμμα των ΑΝΕΛ, με δικό του 36,34%. Η ΝΔ σταδιακά άρχισε να ανακάμπτει εκλογικά από τον Ιούνη του 2012, με αποτέλεσμα το 2019 να επιστρέψει στην κυβέρνηση1.

Τα εκλογικά ρήγματα στο αστικό πολιτικό σύστημα δεν αξιοποιήθηκαν από τον λαό, ιδιαίτερα από τα πιο προοδευτικά τμήματά του. Αντίθετα, τον Ιούνη του 2012, αυτά αποκαταστάθηκαν από την κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ και ΠΑΣΟΚ (των τάχα αιώνια ασυμφιλίωτων αντιπάλων) και με τη σύμπραξη του ακροδεξιού ΛΑ.Ο.Σ. και μετά της Δημοκρατικής Αριστεράς, μέχρι τότε συνιστώσας του ΣΥΡΙΖΑ.

Ταυτόχρονα με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση, προετοιμάστηκε το έδαφος ώστε αυτός, ως κυβερνητικό κόμμα, να ενισχύσει τη σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος (2012 – 2015) όχι μόνο γιατί ψήφισε το 3ο μνημόνιο μαζί με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, αλλά και μονιμοποίησε την κατάργηση των όποιων κατακτήσεων είχε αποσπάσει το εργατικό – λαϊκό κίνημα, διαμόρφωσε τους όρους για την ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου με τα ματωμένα λαϊκά πλεονάσματα, έδωσε νέα ώθηση στη γεωστρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Κορυφαία προσφορά του στο σύστημα αποτέλεσε η δικαιολόγηση της μνημονιακής πολιτικής με τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων στην ΕΕ. Εγινε έτσι το δεκανίκι της προπαγάνδας ότι ο λαός δεν έχει άλλη λύση παρά να υποκύπτει στις δυσκολίες, άρα να γίνεται έτσι πιο καταθλιπτικός ο αρνητικός συσχετισμός.

Το ΚΚΕ γνώριζε και γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων. Αυτός έγινε ακόμα πιο βαρύς μετά τη νίκη της αντεπανάστασης. Δεν σήμανε βεβαίως το τέλος της ιστορικής εξέλιξης. Η απάντηση δεν θα έλθει ποτέ από τα πάνω, από καμία κυβέρνηση, αλλά από τον ίδιο τον λαό στον δρόμο της ανατροπής, και γι’ αυτό απαιτείται ένα, όσο γίνεται στις συνθήκες του καπιταλισμού, πιο ισχυρό ΚΚΕ.

Αλλά και όσοι νοσταλγούν τις «παλιές καλές μέρες του ΠΑΣΟΚ του ’81», όπως λένε, ας σκεφτούν γιατί 8 χρόνια αργότερα το ΠΑΣΟΚ έχασε την κυβερνητική θέση από την «επάρατη», όπως έλεγε, ΝΔ, που επανήλθε, έστω με μικρή πλειοψηφία εδρών. Και μετά από 3 χρόνια επανήλθε το ΠΑΣΟΚ για δύο θητείες, μετά ξανά η ΝΔ για δύο θητείες και μετά κυβέρνηση με βασικό κορμό τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, που πριν από λίγα χρόνια φαινόταν αδιανόητο για μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων και των δύο κομμάτων. Ας σκεφτούν, επίσης, αριστεροί, προοδευτικοί άνθρωποι, ριζοσπάστες αγωνιστές, γιατί μετά από τριάμισι χρόνια διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ επέστρεψε η ΝΔ;

Ορισμένοι εξήγησαν τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση ηθικολογικά, ως αποτέλεσμα προδοσίας των διακηρυγμένων θέσεών του. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόδωσε τις θέσεις του και το πρόγραμμά του. Εκανε αυτό που χαρακτήριζε πάντα τη σοσιαλδημοκρατία, να επιλέγει δημοφιλή συνθήματα για να κρύψει τον αντιλαϊκό χαρακτήρα των θέσεών του, όπως έκανε με το περίφημο σύνθημα ότι θα «σκίσει τα μνημόνια», δηλαδή σύνθημα ασυμβίβαστο με τις προγραμματικές θέσεις, τη στρατηγική του. Το ίδιο αφορούσε και το σύνθημα «Ο άνθρωπος πάνω από τα κέρδη».

Σήμερα, έχοντας πάρει το βάπτισμα της αστικής διακυβέρνησης, εμφανίζεται «συνετός» και «ώριμος», έχει μπει στον δρόμο του διαγκωνισμού με τη ΝΔ ποιος είναι ο αποτελεσματικότερος διαχειριστής και χειριστής της λαϊκής συνείδησης.

Ιδιαίτερα να προβληματιστούν εκείνοι και εκείνες που δυσαρεστήθηκαν γιατί το ΚΚΕ αρνήθηκε να δηλώσει ανοχή στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ή γιατί το 2015 δεν στήριξε το δήθεν ΟΧΙ του ΣΥΡΙΖΑ στο δημοψήφισμα, που έγινε βέβαια την άλλη μέρα ένα πελώριο ΝΑΙ. Να μετρήσουν πώς θα ήταν σήμερα τα πράγματα αν τότε πέφταμε στην παγίδα, αν υποκλινόμασταν στη μεγάλη πίεση που δεχθήκαμε.

Ο ΣΥΡΙΖΑ τον Μάη του 2012 κάλεσε το ΚΚΕ να συζητήσει ένα πρόγραμμα 5 σημείων για τον σχηματισμό κυβέρνησης, λες και μια κυβέρνηση ασχολείται μόνο με πέντε ζητήματα, αφήνοντας απέξω τη συνολική πολιτική που διαχειρίζεται η κάθε κυβέρνηση. Η πρότασή του απέβλεπε κυρίως να χρησιμοποιήσει την άρνηση του ΚΚΕ ώστε στη νέα εκλογική μάχη να αποσπάσει ένα μέρος των ψηφοφόρων του, ελπίζοντας ίσως ότι αυτήν τη φορά θα μπορούσε πιο εύκολα να ξεμπερδέψει με το ΚΚΕ, αφού δεν έγινε δυνατό το ’89 – ’91.

Η άρνηση από το ΚΚΕ ακόμα και συνάντησης με τον ΣΥΡΙΖΑ ή διαπραγμάτευσης μαζί του προέκυπτε όχι μόνο γιατί θεωρούσαμε ότι ήταν ένα κόμμα αφερέγγυο, ή γιατί επιδιώκαμε συνεργασία για περισσότερα ζητήματα. Πατούσε στη θεμελιακή θέση της θεωρίας μας, δοκιμασμένη από την πείρα του 20ού αιώνα και μετά, ότι καμία κυβέρνηση, όποια σύνθεση και πρόσημο να έχει, ακόμα και με τη συμμετοχή του ΚΚ, δεν μπορεί να δώσει διέξοδο στα εργατικά – λαϊκά προβλήματα, γιατί δεν μπορεί να καταργήσει τους νόμους και τις τάσεις, τις αντιθέσεις και αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας, ενσωματωμένης και στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ, στη στρατηγική συμφωνία με τις ΗΠΑ.

Στην ουσία, τέτοιες κυβερνήσεις, νομιμοποιημένες με τη λαϊκή ψήφο, αποτέλεσαν και αποτελούν παράγοντες ενίσχυσης και ανασυγκρότησης του καπιταλιστικού συστήματος, αναστήλωσης όταν αυτό βιώνει ιδιαίτερες δυσκολίες.

Το ΚΚΕ μελέτησε συστηματικά την πείρα της συμμετοχής σε κυβερνήσεις ισχυρών ΚΚ, όπως του Γαλλικού και του Ιταλικού ΚΚ, που όχι μόνο δεν οδήγησαν σε βελτίωση της ζωής των λαών αλλά δεν άνοιξαν ούτε δρόμο ούτε χαραμάδα. Αντίθετα, με τη συμμετοχή τους στις κυβερνήσεις οδήγησαν στον αφοπλισμό του εργατικού – λαϊκού κινήματος, στην απώλεια της ικανότητάς του να ασκεί αποτελεσματική πίεση για την απόσπαση κάποιων παραχωρήσεων. Μελετήθηκε η πείρα της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, ακόμα χωρών της Λατινικής Αμερικής, όπως η Βενεζουέλα, της Νότιας Αφρικής, της Κύπρου κ.ά.

Το 2012 δεν επέδρασαν μόνο οι αντικειμενικοί παράγοντες στην απώλεια της εκλογικής δύναμης του Κόμματος ως συνέπεια της άρνησης, αλλά και ορισμένα δικά μας υποκειμενικού χαρακτήρα προβλήματα. Το ΚΚΕ ήταν ιδεολογικά και πολιτικά προετοιμασμένο να αντιμετωπίσει τις πιέσεις ή τις παγίδες για συμμετοχή σε κυβέρνηση ή στήριξή της, πράγμα που φάνηκε από την πρώτη στιγμή στη σθεναρή στάση του απέναντι σε πιέσεις που ασκούσαν ακόμα και ψηφοφόροι μας, λαϊκές μάζες, άνθρωποι που συμπαθούσαν το Κόμμα.

Ωστόσο, από την πρώτη στιγμή φάνηκε ότι ένα σημαντικό μέρος φίλων, οπαδών αιφνιδιάστηκε από την άρνηση συμμετοχής. Πολλοί φίλοι και οπαδοί βρέθηκαν απροετοίμαστοι, χωρίς ουσιαστική ενημέρωση γύρω από τα «μεταβατικά προγράμματα» και τις «μεταβατικές κυβερνήσεις».

Μέσα στο Κόμμα είχε προηγηθεί συλλογική συζήτηση για την εκτίμηση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (18ο Συνέδριο 2009), για την Ιστορία του Κόμματος (Πανελλαδική Συνδιάσκεψη 2011 που αποφάσισε την έκδοση του Δοκιμίου της περιόδου 1949 – 1968), είχαν επίσης ξεκινήσει η προετοιμασία και η επεξεργασία των θέσεων για το Προγραμματικό 19ο Συνέδριο. Ολα αυτά συνοδεύονταν από σχετική αρθρογραφία, αναφορές σε ομιλίες και συσκέψεις, όμως δεν είχε γίνει πλατιά ιδεολογικοπολιτική δουλειά στον κύκλο επιρροής, σε λαϊκές μάζες που επικοινωνούσαμε μέσα στους αγώνες.

Για μια ακόμα φορά επιβεβαιώθηκε ότι οι συνδικαλιστικοί αγώνες δεν αρκούν, δεν μπορούν να καλλιεργήσουν αντικαπιταλιστική συνείδηση, συνείδηση ανατροπής για την εργατική εξουσία, αν ευρύτερες εργατικές, λαϊκές μάζες δεν έλθουν σε επαφή και με την ιδεολογία, το Πρόγραμμα, τη στρατηγική του ΚΚΕ.

Σήμερα, το Κόμμα μας, από πολύ καλύτερες θέσεις, με νέα ωριμότητα σε σύγκριση ιδιαίτερα με το 2012, μπαίνει δυναμικά στην εκλογική αναμέτρηση. Εχει ήδη διεξαγάγει τα τελευταία χρόνια μια πλατιά πολιτική εξόρμηση συζήτησης και διαλόγου με το ακροατήριο πάνω στη δική του πρόταση και τις θέσεις του για τα οξυμένα γενικά και κλαδικά τοπικά προβλήματα. Εχει μελετήσει και επεξεργαστεί τις θέσεις του και τα αιτήματα πάλης για το μεγαλύτερο μέρος των προβλημάτων της εργατικής τάξης, των φτωχών αυτοαπασχολούμενων, των βιοπαλαιστών αγροτών, της νεολαίας, των παιδιών, των γυναικών.

Ιδιαίτερης σημασίας είναι οι μελέτες του, οι θέσεις και οι προτάσεις του στον λαό για τα κεντρικά ζητήματα στρατηγικής της αστικής τάξης και των αστικών κομμάτων, που υπερασπίζονται τις επιλογές του κεφαλαίου οι οποίες υπηρετούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης, την «πράσινη ανάπτυξη», τον ψηφιακό μετασχηματισμό, τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την αστική γεωστρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδας.

Το ΚΚΕ έχει αναδειχθεί σε πρωτοπορία οργάνωσης, καθοδήγησης στην ανάπτυξη μεγάλων έως και εμβληματικών αγωνιστικών κινητοποιήσεων, ενώ έχει διευρύνει γενικά την επαφή, την επικοινωνία και τη συζήτηση με λαϊκές μάζες και αγωνιστές που αναγνωρίζουν τον ρόλο του στο λαϊκό κίνημα, ενδιαφέρονται τι λέει το ΚΚΕ ακόμα και αν δεν είναι όλοι έτοιμοι να συμφωνήσουν μαζί μας.

Σε σύγκριση με το 2012 – 2015, πολύ περισσότεροι σήμερα ξέρουν ότι το ΚΚΕ διαθέτει πρόταση λαϊκής εξουσίας – διακυβέρνησης, πρόταση ανατροπής της δικτατορίας του κεφαλαίου. Παλεύουμε παντού και σε όλα τα μέτωπα πάλης με βάση τις σύγχρονες ανάγκες του λαού που αντιστοιχούν στον 21ο αιώνα. Οταν υποστηρίζουμε ότι η ενσωμάτωση και υποταγή στο καπιταλιστικό σύστημα μόνο αδιέξοδα και κινδύνους επιφυλάσσει, δεν σημαίνει ότι γυρνάμε την πλάτη σε κάθε βήμα βελτίωσης της ζωής του λαού. Αντίθετα, αποτελούμε εγγύηση γιατί προσδίδουμε ουσία στη θέση μας ότι «Ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό, στον δρόμο της ανατροπής».

Παλεύουμε για να αποκτήσει εμπιστοσύνη στη δύναμή του, να ασκεί ουσιαστική πίεση, να αποσπά κάποιες παραχωρήσεις. Στον καθημερινό ιδεολογικό, πολιτικό και μαζικό οργανωμένο αγώνα συγκεντρώνεται πείρα, δημιουργούνται προϋποθέσεις και προοπτική της εργατικής, λαϊκής νίκης. Η κάλπη πρέπει να δείξει όχι μόνο ποια κυβέρνηση θα αναδειχθεί, αυτό είναι μόνιμο στοιχείο στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, αλλά και σε ποια ετοιμότητα βρίσκεται η λαϊκή πρωτοπορία, με δείκτη τη δύναμη του ΚΚΕ.

Σημείωση

1. Για λόγους χώρου δεν γίνεται αναφορά – σχολιασμός στη μεγάλη διασπορά ψήφων τόσο από τη ΝΔ όσο και από το ΠΑΣΟΚ σε νέα κόμματα που εμφανίστηκαν και που έπαιξαν ρόλο αναχώματος στον λαϊκό ριζοσπαστισμό, με ιδιαίτερο πρόβλημα την είσοδο στη Βουλή της ναζιστικής εγκληματικής Χρυσής Αυγής

Αλέκα Παπαρήγα
(Η Αλέκα Παπαρήγα είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ)

 

Το άρθρο αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη Σάββατο 18 Φλεβάρη 2023 – Κυριακή 19 Φλεβάρη 2023

Φωτογραφία: Aris Oikonomou / SOOC

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: