«Να μάθει κι ο δικός μας κόσμος, και η αντίδραση, πως το Κόμμα δεν πέθανε»

– Αν εμείς εδώ σηκώσουμε τα χέρια και το Κόμμα όξω πάψει να παλαίβει, τότε στον αιώνα τον άπαντα Επανάσταση δε γίνεται. Κίνημα χωρίς αισιοδοξία δε μπορεί να υπάρχει, αλλά και να πιστεύουμε πως ο Μεταξάς θα πέσει σε λίγες μέρες, μήνες το πολύ!…Αν προσέξατε, το μεγαλύτερο ποσοστό των δηλώσεων ανθρώπων αναλογεί στους υπεραισιόδοξους…

Σαν σήμερα, στις 2 του Απρίλη 1994, σταμάτησε να χτυπά η καρδιά του κομμουνιστή δάσκαλου, λογοτέχνη, μαχητή – Πολιτικού Επίτροπου του ΔΣΕ, Κώστα Πουρναρά (Μπόση).

Ο Κώστας Πουρναράς (Μπόσης) γεννήθηκε το 1908 στη Χώσεψη (Κυψέλη) Άρτας. Αποφοίτησε από το Διδασκαλείο Ιωαννίνων και υπηρέτησε ως δάσκαλος στη Μακεδονία και στην Ανέζα Άρτας.

Υπήρξε μέλος του ΚΚΕ από το 1930 και γραμματέας της κομματικής οργάνωσης Άρτας πριν τη δικτατορία του Μεταξά. Με την κήρυξη της φασιστικής Μεταξικής δικτατορίας βγαίνει στην παρανομία. Συλλαμβάνεται και  καταδικάζεται ως «επικίνδυνος για την δημόσια τάξη». Στέλνεται στις φυλακές της Κέρκυρας και από εκεί εκτοπίζεται στον Αη Στράτη. Εκεί θα τον βρει εξόριστο μαζί με άλλους αγωνιστές η Γερμανική Κατοχή, αφού η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε να τους απελευθερώσει και να πολεμήσουν για τη λευτεριά, όπως κατ’ επανάληψη απαιτούσαν οι εξόριστοι.

«Να μάθει κι ο δικός μας κόσμος, και η αντίδραση, πως το Κόμμα δεν πέθανε»

Κώστας Πουρναράς (Μπόσης) – (1908-1994)

Το χειμώνα του 1941-42 θα ζήσει με τους συντρόφους του την  τρομακτική εμπειρία της μάχης της πείνας, από την οποία θα χάσουν τελικά τη ζωή τους 33 εξόριστοι. Αργότερα, με το αγωνιστικό – λογοτεχνικό ψευδώνυμο Κώστας Μπόσης θα γράψει το μνημειώδες έργο του «Αη Στράτης, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941», που εκδόθηκε για πρώτη φορά από την ΚΕ του ΚΚΕ το 1947.

Στις 17 Ιούνη του 1943, μαζί με όσους επέζησαν από την πείνα συμμετέχει στη μεγάλη απόδραση από τον Αη Στράτη και καταφεύγει στη Χαλκιδική, όπου θα ενταχτεί στον ΕΛΑΣ. Παράλληλα αρθρογραφεί στον αντιστασιακό τύπο ως Κώστας Μπόσης.

Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας δεν είναι λίγες οι φορές που πιάστηκε, βασανίστηκε, φυλακίστηκε και εξορίστηκε για τη δράση του. Το 1947 καταφέρνει δραπετεύοντας από τόπο εξορίας να βγει στο βουνό και εντάσσεται στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ). Πολιτικός Επίτροπος της 107ης Ταξιαρχίας, στέλεχος του τομέα διαφώτισης των ανταρτών, και αρθρογράφος στα έντυπα του ΔΣΕ, τραυματίζεται βαριά στο κεφάλι με αποτέλεσμα να χάσει την όραση από το ένα του μάτι.

«Να μάθει κι ο δικός μας κόσμος, και η αντίδραση, πως το Κόμμα δεν πέθανε»

Ο Κώστας Πουρναράς (Μπόσης) στο Δημοκρατικό Στρατό και δύο εξώφυλλα από βιβλία του

Με την λήξη του εμφυλίου πολέμου βρίσκεται πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη της ΕΣΣΔ. Από εκεί μεταβαίνει στη Μόσχα όπου κάνει ανώτατες σπουδές και από εκεί στη  Ρουμανία όπου εργάζεται στο εκδοτικό του ΚΚΕ, στον Λογοτεχνικό Κύκλο (επιτροπή λογοτεχνών που γνωμοδοτούσαν για τα υπό έκδοση βιβλία) και στον ραδιοφωνικό σταθμό, ενώ συμμετέχει στην μεταφραστική ομάδα που ασχολείται με την μετάφραση κλασικών έργων των Μαρξ, Λένιν κλπ. Ο ίδιος μεταφράζει και βιβλία άλλων συγγραφέων, ενώ  αρθρογραφεί τακτικά σε διάφορα έντυπα των πολιτικών προσφύγων.

Σεμνός και ακέραιος χαρακτήρας, με υψηλό ήθος, ο Κώστας Πουρναράς πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στο λαϊκό μας κίνημα και έμεινε μέχρι το τέλος πιστός και αταλάντευτος στα μεγάλα πανανθρώπινα ιδανικά του κομμουνισμού.

Πέθανε στο Σιμπίου της Ρουμανίας στις 2 Απρίλη του 1994. Η τέφρα του μεταφέρθηκε και τάφηκε, όπως ο ίδιος επιθυμούσε, στον τόπο που γεννήθηκε, στην Κυψέλη Άρτας.

Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο:

1)«Αη Στράτης, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941» (Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1947. Επανεκδόθηκε από τις Ιστορικές Εκδόσεις,  Αθήνα 1977 και μετά από πρωτοβουλία και οικονομική συμμετοχή  συχωριανών και φίλων του, Αθήνα 1994)

2)«Εμείς θα νικήσουμε» (Εκδοτικό «Νέα Ελλάδα», 1953)

3)«Δύσκολες μέρες» (Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1956)

4) «Αναμνήσεις» (έκδοση φίλων του, Αθήνα 1978)

5)«Ο Θωμάς ο Καρατζάς» (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978)

6)«Ο Κραβαρίτης» (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983)

7)«…και το τραίνο τραβούσε για τα ξεχερσώματα» (Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1962 ― Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1998 και β΄έκδοση το 2013)

Το διήγημα που ακολουθεί περιλαμβάνεται στη συλλογή “Αναμνήσεις” (1978). Στην αντιγραφή διατηρήθηκε η ορθογραφία της έκδοσης.

«Να μάθει κι ο δικός μας κόσμος, και η αντίδραση, πως το Κόμμα δεν πέθανε»

Εξόριστοι στο καράβι για τον Αη Στράτη

Αποκοιμήθηκε

Στο κρατητήριο, άρχισε την ιστορία του ο Μπαλαούρας, βρήκα μόνον ένα, λιγνόν – φαλακρό, που διάβαζε εφημερίδα. Σε λίγο μάς έφεραν κι έναν τρίτο. Καλημέρισε, άφησε το μπογαλάκι του κοντά στο παράθυρο κι έκατσε.

– Ακούτε το γράφει ο Α…είπε ο πρώτος κι ανάφερε έναν άλλο συγγραφέα, ειδικό στα στρατιωτικά.

– Και ποιος είναι αυτός; ρώτησε απλά ο νεοφερμένος.

– Αυτόν το ξέρουν και οι κότες, απάντησε ο φαλακρός, ρίχνοντάς του ένα βλέμα συμπονετικό.

– Τότε εγώ είμαι ακόμα κοτόπουλο, χαμογέλασε ήρεμα ο άλλος.

– Ζαβιτσάνος Γεράσιμος, Μπαλαούρας Νικόλαος και Βαρνάς Ζαχαρίας, φώναξε ο δεσμοφύλακας, κοιτάζοντας μια κατάσταση, τα πράγματά σας κι όξω.

Στο καράβι η συνοδεία είχε την καλωσύνη να μας λύσει. Ο Βαρνάς ήταν κοτόπουλο ακόμα, εγώ γιανάκι στο κίνημα κι ο Ζαβιτσάνος άνοιξε συζήτηση με τους επιβάτες. Εμείς καθήσαμε στο κατάστρωμα και κουβεντιάζαμε.

– Από οικονομικά; με ρώτησε κάποια στιγμή.

– Οι δικοί μου χρεώθηκαν κι εγώ, σαν μπήκα στον κρατικό μηχανισμό κι ήρθε η ώρα να ξοφλήσω κανένα γραμμάτιο, βγήκα κλέφτης στ’ Άγραφα. Θα είναι ντροπή και υπαινιγμό να τους κάνω…

– Εγώ είμαι εργάτης της βαρειάς βιομηχανίας, το βαρύ πυροβολικό της Επανάστασης, όπως λέμε, όμως το επάγγελμά μου στο νησί δεν αξίζει πεντάρα. Εσύ έχεις κι αυτό το αλκολίκι, το τσιγάρο…

Στην αποβάθρα μάς περίμεναν όλοι σχεδόν οι εξόριστοι. Εμένα δε με χαιρέτησε κανένας, το Ζαβιτσάνο ένας, ίσως δυό, το Βαρνά τον γνώριζαν πολλοί. Ένας ψηλός – μουστακαλής, σπρώχνοντας τους άλλους δεξιά – αριστερά, τον ζύγωσε και του έσφιξε το χέρι δυνατά.

– Ζαχαρία! από πού; τι γίνεται η Πάτρα; ο αδερφός σου;

– Απ’ την Αίγινα. Την Πάτρα έχω καιρό να τη δω. Ο αδερφός μου κάθεται ήσυχα σπίτι του.

– Ένας τέτιος επαναστάτης!

Μας ειδοποίησαν να πάμε στην Αστυνομία.

– Απ’ την Πάτρα είσαι; τον ρώτησα στο δρόμο. Σε πέρασα για κεφαλωνίτη.

– Εκεί δούλεψα παλιότερα. Το ΄32 σε μια συγκέντρωση, μ έβαλαν απ το Εργατικό Κέντρο να μιλήσω για τη συνδικαλιστική ενότητα. Αυτός, ο Γιάνης ο Πετρόπουλος, ήταν ηγέτης της ρεφορμιστικής παράταξης. Αγανάχτησε από όσα έλεγα και, πλησιάζοντας σιγά – σιγά, μ έφτυσε στο πρόσωπο. Ο αδερφός μου παρακολουθούσε απ το διπλανό γραφείο και, σαν τον είδε να βγαίνει στο διάδρομο, τον κάλεσε μέσα και του έδωσε δυό χαστούκια. Τούτος – είδες; είναι γορύλας – δεν έμεινε πίσω. Μπορεί να του έδωσε και περισσότερα, όμως άδικο είχε ο αδερφός μου. Πάνω απ όλα έμπαινε η ενότητα.

Δέκα μέρες αργότερα το Γραφείο της Ομάδας με βάση τις πληροφορίες των νεοφερμένων και ωρισμένες  αστικές εφημερίδες, που έφταναν πότε – πότε στο νησί έκανε πολιτική ενημέρωση. Μίλησε κι ο Ζαβιτσάνος. Στο διάλειμα είδα τον προϊστάμενο να κουβεντιάζει με το Ζαχαρία κι άκουσα τη λέξη «οπωσδήποτε!». Σαν άρχισε ξανά τη συζήτηση, πρώτος σηκώθηκε ο Βαρνάς, βγάζοντας ένα χαρτάκι απ την τσέπη.

-…ο σ. Ζαβιτσάνος ισχυρίζεται, πως «το Γραφείο ξέκοψε απ το κίνημα, δε διαθέτει στοιχεία και έτσι με την επισκόπηση καλιεργεί τη σύγχυση, την απογοήτευση. Εγώ τους είπα: Λίγες είναι οι μέρες του Μεταξά. Αυτοί δεν τα πήραν καθόλου υπόψη…» Δίπλωσε το χαρτί και πρόστεσε: Η άποψη αυτή δεν είναι σωστή. Το Κόμμα ξέρει και το Γραφείο ξέρει…

– Εξάπαντος κι εσύ! τον κορόιδεψε ο Ζαβιτσάνος.

– Φυσικά κι εγώ.

– Πότε;

Ο διάλογος βάσταξε κάμποσα δευτερόλεπτα κι άναψε την περιέργεια του κόσμου, που ξέσπασε σε γέλια, επιδοκιμασίες και αποδοκιμασίες, σαν άκουσε τον ομιλητή να λέει ήσυχα – ήσυχα: Ο Μεταξάς θα πέσει, όταν θα τον ρίξει ο λαός.

– Για να γίνει η επανάσταση, συνέχισε ο Ζαχαρίας, πρέπει να κινηθούν εκατοντάδες χιλιάδες, ίσως και εκατομμύρια άνθρωποι. Αν δε θέλει ο λαός, το Θεό πατέρα να έχεις. Επανάσταση δεν κάνεις. Χρειάζεται και καθοδήγηση γερή. Πόσους οπαδούς είχαμε πριν απ τη Διχτατορία; Στο μεταξύ το Κόμμα, το κίνημα χτυπήθηκε άσχημα. Ποιος λοιπόν θα ρίξει το Μεταξά;

– Τότε τι καθόμαστε εδώ;

– Αν εμείς εδώ σηκώσουμε τα χέρια και το Κόμμα όξω πάψει να παλαίβει, τότε στον αιώνα τον άπαντα Επανάσταση δε γίνεται. Κίνημα χωρίς αισιοδοξία δε μπορεί να υπάρχει, αλλά και να πιστεύουμε πως ο Μεταξάς θα πέσει σε λίγες μέρες, μήνες το πολύ!…Αν προσέξατε, το μεγαλύτερο ποσοστό των δηλώσεων ανθρώπων αναλογεί στους υπεραισιόδοξους. Έρχονται στο νησί για μια ωρισμένη χρονική περίοδο κι, όταν αυτή εξαντλείται, δένουν τα μπαγκάζια τους. Οι εξόριστοι δεν είναι παιδάκια να τα μεγαλώσεις με παραμύθια. Πρέπει να ξέρουν, πού βρισκόμαστε, τι δυσκολίες μάς περιμένουν, να είναι προσανατολισμένοι…

Δεν ήμουν σύμφωνος μαζί του. «Γιατί δεν αφήνει τον κόσμο, έλεγα μέσα μου, να πιστεύει, ό,τι θέλει! Με τον καιρό προσαρμόζεται». Και με ξαφνιάσαν οι επεφημίες. Και πάλι δεν παράδωσα τα όπλα. Τις απόδωσα στις ρητορικές ικανότητες του Ζαχαρία. Αργότερα κατάλαβα. Οι εξόριστοι αντιδρούσαν σε  μια άσχημη παράδοση, που τη χρησιμοποιούσαν τα Γραφεία και την έθρεφτε συνέχεια η παρανομία. Δεν το χωρούσε η ψυχή μας, πως θα ζούσαμε όλα μας τα χρόνια κατατρεγμένοι. Οι νεοφερμένοι παρουσίαζαν την κατάσταση όξω ρόδινη. Ο καιρός κυλούσε κι έγινε κοινόχρηστη η φράση: «Η εσωτερική κατάσταση καλή, η εξωτερική το ίδιο κι ο φουκαράς ο Σαμαντάς χρόνια και χρόνια φυλακή!»

«Να μάθει κι ο δικός μας κόσμος, και η αντίδραση, πως το Κόμμα δεν πέθανε»

Εξόριστοι στον Αη Στράτη – Χαρακτικό του Γιώργου Φαρσακίδη

Ο καπετάν – Γιούργιας μπάλωσε κι έβαψε την τράτα του κι ήθελε να τη δοκιμάσει. Βγαίνοντας απ τη Λέσχη, είδαμε το δικό μας υπεύθυνο να τσακώνεται με κάποιους.

– Πάμε εμείς; με τράβηξε απ το μπράτσο ο Ζαχαρίας. Τώρα δεν έχει ψάρια και δε βρίσκει πλήρωμα και, προτού τ απαντήσω «αφού δεν ξέρω», φώναξε από μακριά: Ντίνο! Βάλε και μας τους δυό!

– Θέλουμε και για κουπί. Ξέρετε;

Κάτι μουρμούρισε μέσα απ τα δόντια του και τράβηξε ίσα στη βάρκα. Βοήθησε να φορτώσουν την τράτα κι έκατσε στο πρώτο κουπί δεξιά, λέγοντας σε μένα: «Πιάσε το άλλο στις πλάτες μου!»

Έβαζα όλες μου τις δυνάμεις και πίστευα, πως, αν έκαναν όλοι έτσι, θα πετούσε η βάρκα στον αέρα. Στα 50 μέτρα άκουσα τον καπετάνιο, που κρατούσε το τιμόνι: «Το δεύτερο κουπί απ τα δεξιά δεν τραβάει καλά!»

– Μη μας παραπαίρνεις, Καπετάνιο! μουρμούρισε ο Ζαχαρίας. Ατζαμήδες είμαστε. Θα συνηθίσουμε.

Όπως κατάλαβα αργότερα, ο Ζαχαρίας τραβούσε υπέροχο κουπί. Θα νόμιζες, πως δε βάνονταν καθόλου, σα να έκανε βόλτες στην πλατεία, σα να ανάσαινε φυσιολογικά, ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Ρίξαμε την τράτα, κατεβήκαμε, πιάσαμε κρόκο κι ο διάβολος το πήγε να είναι ο σάκος γεμάτος ψάρια. Πήρε ο ιδιοχτήτης τα μισά, το ¼ η ομάδα και τα υπόλοιπα τα μοιράστηκε το πλήρωμα. Κρατήσαμε μια οκά και τ άλλα τα πούλησε ο Ζαχαρίας.

– Βάσταξα τρεις δραχμές να αγοράσουμε λάδι, μου είπε. Τα ρέστα πάρτα εσύ. Θα είσαι ο ταμίας. Πρέπει να παλαίψουμε την εξορία. Ψάρια δε θα έχει κάθε μέρα…

Κι από τότε γίναμε και μείναμε ως το τέλος φίλοι. Και η εξορία διαβαίνει. Δεν είχαμε και παράλογες απαιτήσεις. Έκοψα το τσιγάρο απ το καράβι ακόμα. Πηγαίναμε στην τράτα, ψαρεύαμε με το καλάμι, μαζεύαμε χόρτα, κάναμε χαμοδουλειές…Κι, όταν οικονομούσαμε κανένα δίφραγκο να βάλουμε μια κουταλιά λάδι στο φαΐ ή να αγοράσουμε ένα κομμάτι ψωμί παραπανήσιο, είμαστε οι πρώτοι του χωριού. Και, σα δεν είχαμε δουλιά, ξαπλώναμε στην αμμουδιά ή σε κανένα κάβο απόμερο και κουβεντιάζαμε. Κάμποσα από κείνα της εξορίας τα έσβησε ο χρόνος, άλλα τα καταχώνιασε βαθιά στο υποσυνείδητο, άλλα τα άλαξε η κοινωνική πορεία. Κι ωστόσο στις απότομες στροφές, όταν κάποια νοσταλγία μού γεμίζει την ψυχή, η μνήμη μού φέρνει πίσω ολοκάθαρο το νησί της εξορίας και νιώθω δίπλα μου το Ζαχαρία. Ήταν μια μέρα κρύα. Αφήσαμε τα καλάμια καταγίς και μαζευτήκαμε στα βράχια ν απαγγιάσουμε. Και, σα να ήταν αφορμή τα πετρόψαρα, που δεν τσιμπούσαν, σα να απαντούσε στο δικό του εξωτερικό διάλογο, είπε: «Πρέπει να γεμίσουμε το σακί μας υπομονή. Δεν αποκλείεται να δουλεύουμε για τις ερχόμενες γενιές…». Κάποιο ήσυχο απόβραδο. Το σκοτάδι απλώνει σιγά πάνω στη γη. Το κυματάκι φλυαρεί με τα βότσαλα. Το κίνημα χτυπήθηκε στην Ισπανία. Ο φασισμός προχωράει στην Ευρώπη. Είμαστε ξαπλωμένοι στα ζεστά χαλίκια. Μια διάχυτη θλίψη σα να γεμίζει τον αγέρα. Κι είπε ο Ζαχαρίας: «Ο αγώνας για το καλό του κόσμου είναι σκληρός και δύσκολος, όμως δεν υπάρχει και ευγενικότερο πράμα πάνω στη γη. Κλείνει όλες τις αρετές τ ανθρώπου…». Ο Ζαραγιάνης έκανε δήλωση κι ήρθε να τον αποχαιρετίσει. Εγώ θα τον σκυλόβριζα, όμως αυτός του είπε: «Ήρθες στην εξορία γιατί η ζωή όξω ήταν δύσκολη και σ ανάγκασε να παλαίψεις. Τώρα είναι χειρότερη. Δεν έκανες καλά αλλά, αν έχεις κάτι περίσιο – ρούχο, παπούτσι άστο δω, στους συντρόφους, και κοίταξε, μην περάσεις απ την άλλη πάντα. Ίσως ανταμώσουμε ξανά στο χαράκωμα του αγώνα…» Κι άλλες φορές, πολλές φορές , άλλα τέτια, πολλά τέτια.

Από τότε πέρασε μια ολόκληρη ζωή. Οι περισσότεροι σύντροφοι της εξορίας σήμερα δε ζουν κι, όσοι ζουν, είναι γέροι κι, όπως συμβαίνει στους απόμαχους, όλο και συχνότερα σκαλίζουν τα περασμένα. Έτσι κι εγώ και σε κάθε κοσκίνισμα βρίσκω και μια καινούργια αρετή στην ψυχή του φίλου μου. Στο νησί πήγα μέλος του Κόμματος, μα, αν έγινα κομμουνιστής – στο βαθμό που έγινα – το χρωστάω σ αυτόν…

 

Αργότερα ο συνεταιρισμός μας σχεδόν διαλύθηκε. Ο Ζαχαρίας ανάλαβε τη διαφώτιση της Ομάδας κι είχε πολλή δουλιά.

Ξεψυχάει και το δεύτερο καλοκαίρι στην εξορία. Βράδυ γλυκό. Οι χωρικοί κουβαλούν τη σοδιά τους απ τα χωράφια. Η θάλασα λάδι, τα γρι – γρι αράδιασαν τις βάρκες από κάβο σε κάβο κι ετοιμάζουνται να ρίξουν τα δίχτυα. Πάνω από μια ώρα περίμενα το φίλο μου στην αμουδιά και δεν ήρθε. Αργά πήρα το δρόμο για το σπίτι με την καρδιά κάπως βαριά. Το πρωΐ πολύ νωρίς μάς φώναξαν στη Λέσχη.

– Σύντροφοι! μας ανακοίνωσε ο Γραμματέας. Ειδοποίησε η Αστυνομία, πως μερικοί σύντροφοι – αυτοί κι αυτοί – χτες δεν έδωσαν «παρών».

– Αυτό είναι έγκλημα! πετάχτηκε ο Ζαβιτσάνος. Το Γραφείο δραπετεύει ανθρώπους άχρηστους, σαν τον Βαρνά…και τα σπασμένα θα τα πληρώσουμε εμείς.

– Αυτό, Ζαβιτσάνο, είναι προβοκάτσια, τον έκοψε ο Γραμματέας. Ο Βαρνάς έλεγε προχτές, πως στις Φωκόπετρες κατά τα χαράματα έχει πολλά χταπόδια. Δεν αποκλείεται να πήραν καμιά βάρκα και τους έπιασε η φουρτούνα στ ανοιχτά. Να ψάξουμε παντού.

Ο Ζαβιτσάνος την ίδια μέρα έκανε δήλωση. Φεύγοντας, είπε: «Χίλια χρόνια να καθόμουν εξορία, αλλά δε θέλω να φέρνω πολιτικές ευθύνες για τις τυχοδιωκτικές ενέργειες του Γραφείου».

Με σημάδια τους αστερισμούς έβαλαν πλώρη βόριο – δυτικά – κατά κει είχαν εντολή και γιάφκα – και η φουρτούνα τους πήγε αλλού γι αλλού. Δυό μερόνυχτα πάλαιψαν με το χάρο. Οι άλλοι πότε – πότε άλαζαν βάρδια να ξεκουράζονται λιγάκι. Ο Ζαχαρίας ούτε ένα λεφτό! Όσο είχε μπουνάτσα, τραβούσε κουπί, ύστερα έπιασε το τιμόνι. Για προσανατολισμό τώρα δεν μπορούσε να γίνει λόγος. Παιδεύονταν να κρατάει τη βάρκα στον ίδιο άξονα με το ρέμα, μην τους πάρει το κύμα απ την πάντα και τους αναποδογυρίσει. Κατά το σούρουπο της δεύτερης μέρας φάνηκε στο βάθος ξέρα κι ύστερα απ τα μεσάνυχτα άραξαν σ ένα κόρφο αμουδερό.

– Και τώρα; Ψιθύρισε κάποιος σιγά.

Ο Ζαχαρίας έσταζε νερό απ το κεφάλι ως τα πόδια κι έτρεμε.

– Εγώ δεν μπορώ να περπατήσω ούτε ένα βήμα. Έχω πυρετό. Προχωράτε γιαλό – γιαλό και κρύφτε τη βάρκα. Αν πέσαμε σε ερημονήσι, θα μας χρειαστεί. Αν βγήκαμε στην Ηπειρωτική Ελλάδα και μπορείτε, ελάτε να με πάρετε. Διαφορετικά, ώρα καλή σας!

Απ τα πρώτα κιόλας χωριά τούς πήραν του κυνήγου τα «παληκάρια» της Ε.Ο.Ν. Σκόρπισαν κατά δω και κατά κει. Γλύτωσε ο Ζαχαρίας κι ένας ακόμη. Οι υπόλοιποι πιάστηκαν.

 

Ήρθε ο πόλεμος, η Εθνική Αντίσταση, η λευτεριά. Θυμούμουν πάντοτε το φίλο μου κι έλεγα «άμα σταθεροποιηθεί κάπως η κατάσταση, θα πάω να τον ανταμώσω, αν ζει». Τον Νοέμβρη μ έστειλαν στην Αθήνα για κάποια δουλιά, όμως, πού να τον βρω; Είχα διαβάσει, πως ο Γιάνης ο Πετρόπουλος δούλευε στα Συνδικάτα. Τον πέτυχα στο Εργατικό Κέντρο.

– Στην κατοχή κάποτε βλεπόμαστε. Τώρα έχω καιρό να τον δω. Δεν περνάς απ την Κεντρική Επιτροπή;

Παρά λίγο να μην τον γνωρίσω. Αδύνατος. Τα μαλιά του ψαρά. Τα μάτια του βαθουλωμένα. Το χρώμα του προσώπου σκούρο – χωματένιο. Χαμογέλασε με κάποια δόση πίκρας.

– Με πειράζει, Νίκο, η καρδιά και τα πλεμόνια. Κάποτε και πλευρίτιδα. Πήρα πούντα τότε με την απόδραση. Με βρήκαν και οικογενειακά βάσανα.

Είχε παντρευτεί λίγο πριν τη Διχτατορία με μια συντρόφισα του αγώνα. Έκαναν κι ένα παιδί και πέθανε, όταν αυτός βρίσκονταν φυλακή. Μετά την απόδραση, ώσπου να συνδεθεί με την οργάνωση, στη γυναίκα του βρήκε αποκούμπι. Εκείνη, για να ξεχάσει τον πόνο του πρώτου παιδιού, επέμενε. Το δεύτερο έγινε τριώ χρονώ. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ γύρισε η μάνα αργά από κάποια κομματική δουλιά και το βρήκε να κοντανασαίνει σαν το καντήλι, όταν δεν έχει λάδι. Και για ειρωνία της τύχης, κείνο το βράδυ και το επόμενο ο Ζαχαρίας την περίμενε σ ένα σκοτεινό σοκάκι να της δώσει λίγο αλεύρι. Από τότε έσπασαν τα νεύρα της. Οι σύντροφοι τού σύστησαν να τη βάλουν σε κανένα νοσοκομείο, όμως αυτός αγαπούσε τη γυναίκα του και δεν ήθελε να το πιστέψει, πως είχε κάτι σοβαρό. Νόμιζε, πως με τη Λευτεριά και την Ειρήνη θα γίνονταν κι αυτή καλά.

Η συζήτηση τού σκάλισε την πληγή. Έσκυψε, ανακάτεψε τα χαρτιά του τραπεζιού και πρόστεσε.

– Αν ήξερα, το μόνο που μπορούσα να κάνω, ήταν να μην παντρευτώ. Αλλά, ας αφήσουμε τα ατομικά. Έμαθα, πως ήσουν στο αντάρτικο και σε ζήλευα. Ήθελα να έβγαινα κι εγώ, ν άκουγα τα φαράγγια να αχολογούν απ τα τραγούδια του αγώνα, να έβλεπα τον ηρωισμό του Έθνους… αλλά κι εμείς εδώ δεν καθήσαμε με σταυρωμένα χέρια…

Η εποχή ήταν γεμάτη ανησυχία.

– Τι θα γίνει;

Έσκυψε πάλι το κεφάλι. Έπαιξε λίγο, χτυπώντας αλαφρά τα δάκτυλα στο μάρμαρο. Σήκωσε ξανά το κεφάλι αργά.

– Αυτοί πάνε για την εξουσία. Θα χρησιμοποιήσουν και τα πιο απίστευτα μέσα, για να μας συντρίψουν. Η καθοδήγηση ούτε ν ακούσει θέλει για σύγκρουση. Επιμένει στην ειρηνική – δημοκρατική εξέλιξη. Ο κόσμος είναι ανάστατος. Καταλαβαίνει, πως του παίρνουν τη Λευτεριά μέσα απ τα χέρια. Κυκλοφορεί φαρδιά – πλατειά το σύνθημα: Οι λαοί, όταν είναι να διαλέξουν τις αλυσίδες ή τα όπλα, προτιμούν τα όπλα. Κι είναι αδύνατον να τα αντιπαλαίψεις. Κι είναι ζήτημα, αν πρέπει να το αντιπαλαίψεις. Και σωστή να είναι η πολιτική μας, ο λαός δεν την εγκρίνει. Και δεν είμαστε έτοιμοι για δυναμική αναμέτρηση. Ήρθαμε σε αντίθεση με τον εαυτό μας…

Χωρίσαμε από τότε δεν ανταμώσαμε άλλη φορά. Ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά, ο εμφύλιος πόλεμος, η ήτα…Ο Ζαχαριάδης δουλεύει ξανά στην παρανομία. Η αντίδραση ξεφρένιασε. Η τρομοκρατία χειρότερη απ την ιταλο – γερμανική. Ούτε στέγη, ούτε ψωμί και οι άνθρωποι λίγοι, πολύ λίγοι. Τότε πέθανε και η γυναίκα του. Στην κηδεία της δεν πήγε. Θα τον έπιαναν. Κρυμένος πίσω απ τα παντζούρια ενός παραθυριού, την είδε για τελευταία φορά στο δρόμο να τραβάει για το νεκροταφείο. Τη συνόδευαν τρεις γριούλες… Ένιωσε πόνο δυνατό. Αν την έβαζε σε κανένα ψυχιατρείο, μπορούσε να ζήσει κάμποσα χρόνια ακόμα. Και τούτη η σκέψη τού έφερε μεγαλύτερο πόνο. Μια τέτια ζωή!…Και λίγο αργότερα ακολούθησε άλλο χτύπημα το ίδιο οδυνηρό. Διαλύθηκαν οι κομματικές οργανώσεις κι έμεινε χωρίς πολιτική δουλιά, χωρίς οικονομική ενίσχυση. Τώρα δεν τον χρειάζονταν. Και νωρίτερα πολλοί τον έλεγαν δογματιστή – αδιάλακτο. Τι να έκανε;! Βγήκε από την παρανομία κι εγκαταστάθηκε σε μια αδελφή του, που ζούσε με μια μικρή σύνταξη του αντρός της. Παρεκάλεσε μερικούς συντρόφους να τον βοηθήσουν. Κι από κείνη την περίοδο έβλεπες κάθε πρωί ένα γεροντάκι να σπρώχνει στο σταυροδρόμι, κοντά στο σχολιό, ένα παγκάκι και να πουλάει, ανάλογα με την εποχή, κάστανα ψημένα, φιστίκια, αστραγάλια…λεμονάδες, παγωτά, σοκολάτες…Τα όνειρα περιορίστηκαν στα μικροπράγματα, στα παιδάκια, στους διαβάτες. Δεν πεινάει. Έχει στέγη και ησυχία…Αλλά, τα βράδια, όταν μένει μοναχός και ξαπλώνει στο στρώμα, νιώθει την ψυχή του άδεια. Η στενοχώρια δε μοιάζει με τις παλιότερες, δεν έχει απότομους παροξυσμούς, δεν προκαλεί οδυνηρό σπαραγμό, όπως έγινε με το θάνατο των δικών του. Είναι σιγανή – καθημερινή – απέραντη. Σα να κάθεται σε μια πέτρα και να βλέπει τα ερείπια του παλατιού, που το έχτιζε ψηλά – πανόριο τόσα και τόσα χρόνια με κόπο και αγάπη. Σα να πέθανε κάτι το ίδιο ακριβό σαν τη γυναίκα του, σαν τα παιδιά του…

Η Αστυνομία τον ξέρει, μα δεν τον πειράζει, σα να του λέει: Ξόφλησες! Μόνο κανένας αστυφύλακας «πολύ πατριώτης», περνώντας από κει με μια κλωτσιά τού χαλάει πότε – πότε το κατάστημα.

Από κει τον μάζεψε η χούντα. Το στρατόπεδο τον έμπασε πάλι στα νερά του. Βρήκε ξανά τους συντρόφους. Αλλά και δω αναποδιά. Τον κράτησαν μερικούς μήνες κι ύστερα τον απόλησαν. Έφτασε στο σπίτι στις 11 τη νύχτα. Η αδερφή του είχε πεθάνει. Οι κληρονόμοι – μια εγγονιά με τον άντρα της – παρά λίγο να μην τον δεχτούν καθόλου. Για πρώτη φορά το χαμόγελο του Ζαχαρία ήταν μονάχα πίκρα. Ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό, κι, όπως έκανε να τον καταπιεί, το καρύδι, που είχε μεγαλώσει, κουνήθηκε πάνω – κάτω δυό φορές.

– Μην κατεβάζετε τα μούτρα. Μόνο μια – δυό βραδιές, ώσπου να βρω πουθενά αλλού καμιά τρύπα.

Στις εφημερίδες είχε διαβάσει τα ονόματα κι ήξερε, ποιοι δεν είχαν πιαστεί. Πολύ πρωΐ πήρε τα δρομάκια. Μπήκε σ ένα εργαστήρι.

– Πελοπίδα! πρέπει ν αρχίσουμε απ το Α. Να φτιάξουμε μια επιτροπή. Να βγάλουμε μια προκηρυξούλα. Να μάθει κι ο δικός μας κόσμος, και η αντίδραση, πως το Κόμμα δεν πέθανε. Να βιαστούμε, δε νιώθω καλά.

– Εγώ δεν πρόκειται να ανακατευτώ και σε παρακαλώ να μην περάσεις άλλη φορά από δω.

– Να με φέρεις σ επαφή με το γαμπρό σου. Μ άφησαν να μην πεθάνω στο στρατόπεδο, όμως δεν αποκλείεται να με παρακολουθούν. Δεν μπορώ να πάω στο σπίτι του. Κάνε μου τη χάρη σα φίλος, σα σύντροφος κι έπειτα μην ανακατεύεσαι.

Δυό βδομάδες αργότερα. Ύστερα απ το ραντεβού βγήκε στο δρόμο. Νιώθει χαρά απλή – απαλή, σα να ήταν μια πολύ παλιά εποχή, όταν έβαζαν τα θεμέλια της ΟΚΝΕ. Φυσικά. Υπάρχουν διαφορές. Τότε ήταν νέος και παληκάρι. Τώρα γέρος και δεν μπορεί να περπατήσει τού πιάνεται η ανάσα. Τότε έχτιζαν σε γερή βάση. Τώρα τα ρεύματα διαβρώνουν το έδαφος. Ωστόσο κάτι θα γίνει, κάτι έγινε κιόλας…Το βράδυ δεν είχε πού να κοιμηθεί, ούτε φαΐ. Πρέπει κάπου να σταθεί, να σκεφτεί…Πέρασε το Σύνταγμα, την οδό Συγγρού, μπήκε στο Ζάπειο. Τρέμουν τα πόδια, νιώθει ζαλάδες. Κάθεται στον πάγκο. Απλώνει το μπράτσο στο στήριγμα, ακουμπάει το πρόσωπο απάνω και στις 3 και 2’ , όπως διεπίστωσε ο ιατροδικαστής, αποκοιμήθηκε.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: