«Σε θέλαμε μαζί μας Βλαδίμηρε/ τώρα που αλλάζουν οι καιροί…»*
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, ο ποιητής που οραματίστηκε και περιέγραψε όσο λίγοι το φωτεινό μέλλον της ανθρωπότητας

«(…)Δύσκολος, κακοτράχαλος, θα λέγαμε ακόμα, ποιητής. Με δικά του αυτοσχέδια υλικά κι εργαλεία έφτιαχνε έναν κόσμο που βρισκόταν σε ασυμβίβαστη αντιπαράθεση με όλη την άλλη ποίηση, όπως άλλωστε και με τις κοινωνίες, τις κοινωνικές συμβάσεις που υπήρξαν πριν από κείνον κι εξακολουθούσαν να υπάρχουν γύρω του, γι’ αυτό και μ’ όλη του την ψυχή τις πολέμησε. Αν δεχτούμε και για την ποίηση πως υπάρχουν εκείνοι που τη διαχειρίζονται κι οι άλλοι που ξεριζώνουν και ξαναφυτεύουν, ο Μαγιακόφσκι, μπορούμε να πούμε, ότι είναι από τις πιο ακέραιες μορφές ριζοσπάστη ποιητή στην τέχνη και στη ζωή. Δεν ήταν μόνο ζήτημα μιας αισθητικής επιδίωξης ή ακόμα και πολιτικής, τέτοια ήταν η φύση του ανθρώπου, ο τρόπος του, ριζωμένος στην αίσθηση της ζωής (…)» υπογραμμίζει ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος (το μελετητικό έργο του για τη Ρωσική Λογοτεχνία έχει χαρακτηριστεί υποδειγματικό) στο βιβλίο του «Ο Μαγιακόφσκι – Τα εύκολα και τα δύσκολα» (εκδ. Γκοβόστη, 2011).
Ο ενθουσιασμός του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων από το 1908) για την επανάσταση του 1917 θα εκφραστεί από την αρχή: «Αυτή είναι η δική μου επανάσταση. Πήγα στο Σμόλνι. Δούλεψα. Έκανα κάθε είδους δουλειά».
Το 1919 εργάζεται στα Παράθυρα του Τηλεγραφικού Πρακτορείου Ρωσίας (ΡΟΣΤΑ) εκλαϊκεύοντας με καλλιτεχνικό τρόπο τους σκοπούς της επανάστασης. Βρίσκεται στην ακμή της δημιουργίας του. Η ποίηση («150.000.000», «Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν» κ.ά.), το θέατρο («Μυστήριο Μπουφ», «Ο κοριός» που ανέβηκε από τον Μέγερχολντ σε μουσική Σοστακόβιτς), η σάτιρά του, αγγίζουν τον επαναστατημένο λαό, που τοποθετεί τον Μαγιακόφσκι στο υψηλότερο βάθρο της συνείδησής του. Ανάμεσα στα ποιήματα αυτής της περιόδου είναι η «Ωδή στην Επανάσταση» και το «Αριστερό Εμβατήριο».
«(…)Ο Μαγιακόφσκι υπήρξε ένας από τους πρώτους απεσταλμένους όχι μόνο της νέας σοβιετικής λογοτεχνίας, αλλά και της νέας σοβιετικής κοινωνίας στον έξω κόσμο. Από το 1922 ως το 1929, εννιά φορές πέρασε τα σύνορα της χώρας του. Ταξίδεψε στη Γαλλία, στην Πολωνία, στη Γερμανία, στην Τσεχοσλοβακία, στην Ισπανία, στην Κούβα, στο Μεξικό, στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ταξιδεύοντας στην καπιταλιστική Δύση ο Μαγιακόφσκι παρατηρούσε τα πάντα με μια δίψα ξεχωριστή. Έβλεπε τις ξένες χώρες με προσοχή και με νηφαλιότητα, δίχως προκατάληψη. Έβλεπε τα περίσσια αγαθά σε ορισμένες απ’ αυτές τις χώρες κι έφερνε στη σκέψη του τη δική του χώρα που μόλις είχε λυτρωθεί από τη μάστιγα του λιμού της περιόδου του εμφύλιου και της καπιταλιστικής περικύκλωσης. Διαπίστωνε την τεχνολογική πρόοδο και την σύγκρινε με την καθυστέρηση της σοβιετικής χώρας που δεν είχε ακόμα καθαρίσει τις στάχτες και τα ερείπια της πολεμικής δοκιμασίας.
Ιδιαίτερα την Αμερική ο ποιητής την είδε με τα μάτια του ρεαλιστή. Στις πολυάριθμες συναντήσεις και τις ανοιχτές συζητήσεις του με το αμερικανικό κοινό, στις συνεντεύξεις του στον τύπο, ο Μαγιακόφσκι δεν ένιωθε καμιά δυσκολία να εκφράσει απερίφραστα την εκτίμησή του για το τεχνολογικό επίπεδο της χώρας αυτής. Μα η τεχνολογική πρόοδος δεν ήταν ικανή να θαμπώσει τον ποιητή, ώστε να μη μπορέσει να ανακαλύψει και την άλλη, την κάπως αθέατη πλευρά: τη χτυπητή καθυστέρηση των κοινωνικών σχέσεων στη χώρα του δολαρίου. (…)Ο ποιητής θα διαπιστώσει ότι το θεμέλιο του καπιταλισμού σε μια από τις μητροπόλεις του, όπως είναι η Αμερική, είναι στεριωμένο απάνω στο αίμα, στον ιδρώτα και στο ψέμα.(…)» σημειώνεται μεταξύ άλλων στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου “Πώς ανακάλυψα την Αμερική – Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι” (εκδ. Σύγχρονη Εποχή), σε μετάφραση Νίκου Παπανδρέου.
Ο Μαγιακόφσκι καταγράφεται στη συνείδηση των ανθρώπων ως ο ποιητής που οραματίστηκε και περιέγραψε όσο λίγοι το φωτεινό μέλλον της ανθρωπότητας. Σίγουρα, το αστραποβόλο έργο του Μαγιακόφσκι είναι μια από τις πρόνοιες που φροντίζει να κρατά η Ιστορία για τις μεγάλες στιγμές της. Με τα σπουδαία ανθρώπινα γνωρίσματα της ποίησής του διασφαλίζεται η διαχρονικότητά της, η αθανασία της.
Τίτλος ανάρτησης: Στίχοι από το ποίημα του Αλέκου Πούλου “Τι ήθελα να πω στον Μαγιακόφσκι“