«Οι σταυρωτήδες άξια μου παιδιά κι όποιος ανήμπορος, καθ’ ώρα θα σταυρώνεται, θα πάσκει και θα λησμονεί.…» – Κώστας Βάρναλης

“…Αν μια στιγμή βασίλευε κάτω στη Γης ισότητα,
η βασιλεία Μου θα ’παυε, δε θα ’χα εγώ πού να σταθώ.”

«Οι σταυρωτήδες άξια μου παιδιά κι όποιος ανήμπορος, καθ’ ώρα θα σταυρώνεται, θα πάσκει και θα λησμονεί.…» - Κώστας Βάρναλης

Απόσπασμα από την ποιητική σύνθεση «Σκλάβοι Πολιορκημένοι» του Κώστα Βάρναλη:

Και μίλησε ο Θεός!

Είναι αλήθεια, πως τίποτα δε βλέπαμε. Τόσο ήτανε το φως, που τα μάτια μας πονούσανε από το θάμπος, σα ναν τα ’χε κανείς τρυπήσει με πυρωμένες βελόνες.

Όμως η καρδιά μας τον ένιωθε κοντά και φτερακούσε δυνατά — κι όλο μας το κορμί έτρεμε και κρύωνε σαν την ώρα, που πεθαίναμε. Κι έτσι βαθιά ’ταν η φωνή Του, σα να ’βγαινε από μέσα μας. Κι έτσι πάλι φαινότανε μακρινή, σα να ’ρχότανε από την αρχή των Κόσμων. Κι όλο δυνάμωνε περσότερο, καθώς περνούσε από τη μια ψυχή στην άλλη, όπως ένα ξεφωνητό κάτου από μιαν ατέλειωτη καμάρα.

Και σα γυρνούσε κατ’ εμάς, ήτανε τόσ’ η φόρα της, που μας σκορπούσε μέσα στο χάος, όπως την ψιλήν άμμο της έρημος ένα ξαφνικό μπουρίνι. Και σα γυρνούσε κατά τους Δυνατούς, μαλάκωνε και γλύκαινε σαν τραγούδι σ’ απάνεμον ακροθαλάσσι. Και τότες εμείς μαζευόμαστε και σμίγαμε ξανά, σαν ένας σωρός άχερα, σε μια γωνιά τ’ ουρανού.

Δεν είναι κόσμοι χωριστοί Παράδεισο και Κόλαση,
— έτσι στα μάτια φαίνονται του φόβου και της πεθυμιάς.
Αλλιώς δεν είν’ ο αληθινός κι αλλιώς ο ψεύτικος ντουνιάς.
Ένα βασίλειο Γη, Ουρανός και Δυνατοί κι Αδύνατοι
κι ένας κρατεί, ο αιώνιος, νόμος της Βίας και της Φθοράς.

Στου κάτου κόσμου πλάστηκε τ’ αχνάρ’ η Αιωνιότητα.
Δε σας προσμένει εσάς φωτιά της Γέενας, μαύροι αμαρτωλοί,
και δικιοσύνη εσάς, πικρή των πονεμένωνε φυλή.
Όσ’ είσαστε πάνω στη Γης σκλάβοι τυφλοί και θύματα
κι εδώ θε να ’στε θύματα και σκλάβοι, ως άλλοτε, τυφλοί.

Οι Δυνατοί κρατήσανε ψηλά την άγια φλόγα μου,
που των αλλών ο θάνατος δικιά τους ήτανε ζωή,
και της Φθοράς στεριώνανε στα πέρατα την προσταγή.
Αυτοί μονάχα τίμησαν παράξια την εικόνα Μου
και σβήνανε των ουρανών τη δίψα, όπου ανοιχτή πληγή.

Πάντα στο κλάμα τ’ αλλουνού το γέλιο θα ποτίζεται.
Κι εδώ ’ναι χρεία ο πόνος σας για τη δική τους τη χαρά.
Και θα χιλιάσει, ό,τι ποτέ σάς πόνεσε για μια φορά:
πλάι στο δικό σας τον ιδρώ και την καρδιά την άγονη
να φέγγει ο άνεργος ο νους στου Ωραίου λουσμένος τα νερά.

Κι όταν σε κάποια ώρα καλή σάς έστειλα το Σπλάχνο μου,
να δοκιμάσω θέλησα, σε ποιά θα φτάνατε ηδονή,
σε ποιά σκληράδας κορυφή, — χαρά δική μου αλαργινή.
Οι σταυρωτήδες άξια μου παιδιά κι όποιος ανήμπορος,
καθ’ ώρα θα σταυρώνεται, θα πάσκει και θα λησμονεί.

Της θέλησής Μου οι Δυνατοί καλοί πρωτάρχοι στάθηκαν.
Τη δόξα μου θεμέλιωσαν πάνου στα πέλαα των παθώ,
—δεν έχει ο πόνος τελειωμό, δεν έχ’ η άβυσσο βυθό!—
Αν μια στιγμή βασίλευε κάτω στη Γης ισότητα,
η βασιλεία Μου θα ’παυε, δε θα ’χα εγώ πού να σταθώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: