Ο άγνωστος ποιητής Κ. Κοφινιώτης

Σ’ ένα από τα παζάρια που πουλάνε «παλιά» βιβλία με το κιλό, ανακάλυψα καταπλακωμένο ένα φτηνό στην όψη και το μέγεθος βιβλίο. Αυτό που μ’ έκανε να το τραβήξω απ’ το σωρό, ήταν ο τίτλος του «Εξόριστοι» και ακριβώς από κάτω ένα σχέδιο που απεικόνιζε δυο αλυσοδεμένες γροθιές, από τις οποίες κρεμόταν ένα κομμάτι αλυσίδας.

Ο άγνωστος ποιητής Κ. Κοφινιώτης

Πριν μερικά χρόνια, σ’ ένα από τα παζάρια που πουλάνε «παλιά» βιβλία με το κιλό, ανακάλυψα καταπλακωμένο ένα φτηνό στην όψη και το μέγεθος βιβλίο. Αυτό που μ’ έκανε να το τραβήξω απ’ το σωρό, πριν ακόμα δω το όνομα του συγγραφέα, ήταν ο τίτλος του, «Εξόριστοι», και ακριβώς από κάτω ένα σχέδιο που απεικόνιζε δυο σταυρωμένες αλυσοδεμένες γροθιές, από τις οποίες κρεμόταν ένα κομμάτι αλυσίδας.

Μόλις το πήρα στα χέρια μου διέκρινα και το όνομα του συγγραφέα: Κ. Κοφινιώτη (γενική). Το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό ήταν ένα παλιό (1949) πονεμένο τραγούδι του σπουδαίου αλλά παραγνωρισμένου λαϊκού τραγουδιστή και συνθέτη Σταύρου Τζουανάκου: «Ένας διαβάτης είμαι κι εγώ, χωρίς να ξέρω για που τραβώ, χωρίς ελπίδα μες στην καρδιά, ψάχνω για να βρω παρηγοριά». Τους στίχους αυτού του τραγουδιού έχει γράψει ο Κώστας Κοφινιώτης, στιχουργός πολλών πασίγνωστων μεγάλων επιτυχιών, κυρίως του ελαφρού αλλά και του λαϊκού τραγουδιού.

Μετακινώντας το εξώφυλλο, το βλέμμα μου έπεσε πάνω στην με μαύρο μελάνι και καλλιγραφικά γράμματα ιδιόχειρη αφιέρωση: «Στην εκλεκτή καλητέχνηδα του ελληνικού θεάτρου Δάφνη Σκούρα. Κ. Κοφινιώτης». Ο Κ. Κοφινιώτης αφιέρωνε στην γνωστή ηθοποιό την δεύτερη έκδοση της δεύτερης ποιητικής συλλογής του, που αποτελείται από 25 ποιήματα. Όπως γράφεται στο βιβλίο, η πρώτη ποιητική συλλογή του Κ. Κοφινιώτη κυκλοφόρησε το 1933 και είχε τίτλο «Επί γης ειρήνη!», ενώ ετοιμάζονταν να εκδοθούν οι συλλογές «Η γη κοκκινίζει», «Δευτέρα παρουσία» και «Ο δρόμος προς τη ζωή!».

Ξεκίνησα λοιπόν τότε μια πρώτη μικρή διαδικτυακή έρευνα. Τα όχι πολλά ευρήματα – όμως όλα – οδηγούσαν στον πολύ γνωστό στιχουργό Κώστα Κοφινιώτη, χωρίς ούτε ένα από αυτά να αναφέρεται σε ποιητικό έργο. Ο Κώστας Κοφινιώτης γεννήθηκε το 1915 και πέθανε σαν σήμερα από θερμοπληξία, στον μεγάλο καύσωνα της Αθήνας, στις 22 του Ιούλη 1987. Πολυγραφότατος (έχει γράψει 2.300 τραγούδια, περισσότερα από κάθε άλλον), ανάμεσά τους πολλές – ανθεκτικές στο χρόνο –  επιτυχίες (μια αναζήτηση στο YouTube θα σας εκπλήξει), κυρίως του ελαφρού, αλλά και του λαϊκού τραγουδιού. Εκτός από στιχουργός, για να επιβιώσει ασχολήθηκε για ένα διάστημα με την οργάνωση συνοικιακών καλλιστείων. Πώς ένας τόσο πετυχημένος και πολυγραφότατος στιχουργός ήταν παράλληλα και τόσο φτωχός; Εξηγείται, αν ανατρέξουμε στην εποχή του, όπου οι συνθήκες στο χώρο του τραγουδιού (σχετικά με την κατοχύρωση των πνευματικών δικαιωμάτων κλπ) ήταν πολύ διαφορετικές. Άλλωστε δεν ήταν ο μόνος γνωστός στιχουργός που πέθανε στην ψάθα, ξεχασμένος και πικραμένος από την άρνηση του Υπουργείου Πολιτισμού να του εγκρίνει μια τιμητική σύνταξη, όπως έκανε με τόσους άλλους…

Ο άγνωστος ποιητής Κ. Κοφινιώτης

Ο άγνωστος ποιητής Κ. Κοφινιώτης – Το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής «Εξόριστοι»

Όμως ας επανέλθουμε στον ποιητή και το βιβλίο του. Τον ίδιο τίτλο, «Εξόριστοι», έχει το πρώτο ποίημα της συλλογής. Πρόκειται για μεταφορά – όπως διαπιστώνεις από τους πρώτους κιόλας στίχους – αφού δεν αναφέρεται σε κάποιους εκτοπισμένους αγωνιστές, αλλά στους ανθρώπους που νιώθουν «εξόριστοι» μέσα στην κοινωνία που κινούνται και αναπνέουν.

«Περνούν οι μεγιστάνες, περνούν όλοι.
Μα εξόριστοι εμείς και μες στην Πόλη
απ’ τη ζωή, απ’ την αλήθεια, απ’ το φως.

Εξόριστοι απ’ τον ίδιον εαυτό μας,
το ρίχνουμε οι κουτοί στο ριζικό μας
και μας κρατάει σκλάβους ο καιρός.»

Όλα τα ποιήματα της συλλογής διαπερνιούνται από συναισθήματα αποστροφής και αηδίας για τις κοινωνικές ανισότητες και την ατμόσφαιρα της εποχής που γράφτηκαν. Και σ’ αυτό το σημείο είναι πρέπον ν’ αναφερθούμε  σε μερικά στοιχεία που θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε βαθύτερα το στίγμα του ποιητή, και την εποχή όπου ζούσε και εκφραζόταν.

«Το τύπωμα τέλειωσε στις είκοσι δύο του Φλεβάρη του 1936 στα τυπογραφεία Σεργιάδη, για λογαριασμό της εταιρείας διαφημίσεων, εκδόσεων και εμπορίου “Κήρυξ”», μας ενημερώνει ο κολοφώνας του βιβλίου. Πρόκειται δηλαδή για μερικούς μήνες πριν την εγκαθίδρυση της στυγνής δικτατορίας του φασίστα Μεταξά (4 του Αυγούστου 1936). Τα χρόνια που προηγήθηκαν της μεταξικής δικτατορίας, περίσσευαν τα οξυμένα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, που βάρυναν τη ζωή των εργαζομένων και του φτωχού λαού, τα στρατιωτικά κινήματα, ενώ το αναπτυγμένο εργατικό κίνημα συγκρούονταν με την εξουσία, θρηνώντας συχνά πυκνά νεκρούς. Ήταν μια εποχή, όπου, με εργαλείο το βενιζελικής επινόησης και εφαρμογής «Ιδιώνυμο» (από το 1929), η κρατική καταστολή φυλάκιζε κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές και έστελνε καραβιές εξόριστων στα ξερονήσια. Μια εποχή όπου η απειλή του φασισμού και του πολέμου απλωνόταν σα θηλιά πάνω από τη χώρα μας.

Αναφερόμαστε γενικά σ’ εκείνη την περίοδο, διότι, παρά το γεγονός ότι στο περιεχόμενο των ποιημάτων «φωτογραφίζονται» οι συνθήκες, δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς γράφτηκαν, ούτε πότε τυπώθηκαν για πρώτη φορά, τα ποιήματα της συλλογής. Ειδικά η κυκλοφορία της β’ έκδοσης μπορεί να συνέβη ένα, ή δύο χρόνια ή και περισσότερα μετά την κυκλοφορία της πρώτης. Αν υποθέσουμε ότι οι «Εξόριστοι» ήταν η δεύτερη συλλογή του γνωστού στιχουργού Κώστα Κοφινιώτη, όταν τυπώθηκε η δεύτερη έκδοση, το 1936, ο ίδιος ήταν 21 χρόνων, άρα τα χρονικά περιθώρια προς τα πίσω, στενεύουν.

Πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση της συλλογής, επιβάλλεται να αναφερθούμε  στη Δάφνη Σκούρα, στην οποία ο ποιητής αφιερώνει το αντίτυπο αυτό του βιβλίου. Η πρωταγωνίστρια με τη μεγάλη προσφορά στο θέατρο και τους κοινωνικούς αγώνες, σύντροφος στη ζωή και τον αγώνα, του αξέχαστου δικηγόρου, συγγραφέα, αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Ευάγγελου Μαχαίρα, γεννήθηκε το 1925. Παρά το ότι ζυμώθηκε με τη θεατρική τέχνη από τα παιδικά της χρόνια (στα 13 γράφτηκε στη θεατρική σχολή της Κοτοπούλη), το 1936 ήταν μόλις 11 χρόνων, άρα η αφιέρωση του Κ. Κοφινιώτη έγινε χρόνια αργότερα από την κυκλοφορία της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου.

Ο άγνωστος ποιητής Κ. Κοφινιώτης

Η Δάφνη Σκούρα το 1948

Οι συνθήκες που περιγράψαμε πιο πάνω, αφήνουν γερά τ’ αποτυπώματά τους στα ποιήματα της συλλογής του Κ. Κοφινιώτη. Οι στίχοι του δεν διακρίνονται για την τεχνική, μα για την αμεσότητα με την οποία αποκαλύπτουν και καταγγέλλουν την εκμετάλλευση, την κοινωνική αδικία, αλλά και θέματα ταμπού για την εποχή, όπως η πορνεία, οι αμβλώσεις, τα αφροδίσια νοσήματα.

Να πως ξεκινά το ποίημα «Σαλόνι αφροδίσιων νοσημάτων»:

«Θόρυβοι… γέλια από πολύφωτο σαλόνι.
Η σύγχρονη ποζάρει Κοινωνία
στιγματισμένη με τη σάπια επιδημία
της σάρκας, που τον έρωτα σκοτώνει.»

Πιο κάτω, στο ίδιο ποίημα, ο ποιητής περιγράφει την κατάληξη μια νεαρής γυναίκας, που βρέθηκε εσωτερική μετανάστρια στη μεγαλούπολη:

«Θυμάται ’κει πώς κάτω στο χωριό της
ζούσε μ’ ελπίδες στο νοικοκυριό της.
Κι ο πόλεμος της πήρε τον πατέρα,
τον αδερφό… κι αρρώστησ’ η μητέρα
κι ύστερα μόνη πια… ξενοδουλέφτρα
πότε τ’ αφέντη η ερωμένη, πότε κλέφτρα
κι άστεγη, κι απροστάτευτη στη πόλη
τη γλένταγαν με τη σειρά τους όλοι!»

Στο ποίημα «Έκτρωση…» ένα ζευγάρι στέκεται μπροστά στο νεκρό έμβρυο με τον άντρα να μονολογεί. Οι στίχοι του Κ. Κοφινιώτη, ξεπερνάνε τα όρια του κυνισμού, γίνονται σκληροί σαν τις κοινωνικές συνθήκες. Ο άντρας απευθύνεται στη σύντροφό του με σαρκασμό:

«Ναι, κοίταξέ το… Κοίταξέ το… Μα τι κλαις;
Εμείς του δώσαμε ζωή και θάνατο και λήθη.
Αγκάλιασέ με… Της αγάπης μας το παραμύθι
έχει εικόνες κι άλλες πιο σκληρές!»

Η ανεργία απασχολεί τον Κ. Κοφινιώτη σε περισσότερα από ένα ποιήματα. Στο «Διαγωνισμός δακτυλογράφων» γράφει:

«Έδινες χτες διαγωνισμό μ’ άλλα κορίτσια
για 6 θέσεις στον Οργανισμό Λιμένος.
Εχτές τ’ απόγευμα, για 6 θέσεις
82 κορίτσια είχανε φέρει.
Πόσο αλήθεια η ανθρωπότης υποφέρει!»

Η περιγραφή επεκτείνεται στην απογοήτευση και την παραίτηση των νέων που δεν βρίσκουν δουλειά. Από το ποίημα «Το καραβάνι των ανέργων» γράφει:

«Αιτήσεις σε γραφεία, σ’ Υπουργεία,
πόσες φορές δεν έχουν υποβάλλει.
Κι όμως παντού η άρνηση προβάλλει
και φθείρετ’ η ζωή τους στην αργία!..»

Ο ποιητής δεν συμβιβάζεται με την απογοήτευση και την παραίτηση. Εκφράζεται για μια ακόμα φορά με σαρκασμό. Από το ίδιο:

«Τρελοί!  Που δεν μπορούν να εννοήσουν
τη τραγική τους θέση και σιωπούνε.
Ελπίζουν στο Θεό και καρτερούνε
τη «Βασιλεία των Ουρανών» για να κερδίσουν!»

Ακόμα και στην πιο βαθιά παρακμή, κάποιοι από τους πρωταγωνιστές των στίχων του Κ. Κοφινιώτη, χωρίς να φαίνεται ότι συνειδητοποιούν ποιες είναι οι αιτίες που τους έσπρωξαν και ποιοι  τους θέλουν στο περιθώριο, εκφράζουν το μίσος τους  γι’ αυτούς. Στο ποίημα «Πόρνη», μια γυναίκα περιγράφει τη ζωή της, καταλήγοντας:

«…κάθε λογής στιγματισμένοι
κ’ οι πουλημένοι κ’ οι λεροί
το’ χουνε καύχημα μεγάλο
είναι θρησκεία τους αυτή
να σπρώχνουνε τη δυστυχία
στην αγωνία τη φριχτή.
«Πόρνη» με λένε, δεν το κρύβω.
Οίχτο δεν θέλω, δεν γυρεύω…
ούτε την ευτυχία πια ζηλεύω.
Μέσα μου σίφουνας σαλεύει
το μίσος για την αδικία»

Οι οξυμένες κοινωνικές ανισότητες εκφράζονται έντονα και στους στίχους του ποιήματος «Η κυρία ακούει ραδιόφωνο». Από τη μια η «κυρία» της άρχουσας τάξης που ζει στην χλιδή (και έχει το προνόμιο να κατέχει ραδιόφωνο), ενώ ο φτωχός λαός δεν έχει ψωμί. Και όχι μόνο. Αναφορά γίνεται και στη μονομέρεια των μέσων ενημέρωσης, που διαχρονικά στο σύστημα της εκμετάλλευσης εξυπηρετούν τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης:

«Η Κυρία, ακούει ραδιόφωνο
στο αρωματισμένο της σαλόνι…
Τ’ αμπαζούρ με σκέρτσο χαμηλώνει
και τις στιγμές μ’ αρώματα σκοτώνει.
Κι έξω μακριά στα πεζοδρόμια
άρρωστες μάνες ξεψυχάνε.
Τα ραδιόφωνα δεν μεταδίνουνε
απ’ όλους τους σταθμούς: Πεινάνε…»

Ανάλογη αναφορά γίνεται στο ποίημα «Τι ν’ αγοράσω;», με τη διαφορά ότι εδώ ο λόγος του ποιητή ξεφεύγει απ’ την καταγγελία και προχωρά ένα βήμα μπροστά, στη συνειδητοποίηση:

«Κι άλλοι κηφήνες σε παλάτια ζούνε
γι’ αυτούς σα να γεννήθηκε το φως.
Τον έρωτα όπως θένε τον γλεντούνε.
Έμποροι του πολέμου – της σαρκός!
Γίγαντες φαίνουνται κι ας είναι νάνοι.
Που των καιρών ανέδειξεν η πλάνη!»

Απέναντι στην περιφρόνηση και το μίσος που εκφράζει για τα μέλη της κυρίαρχης τάξης, στο ποίημα «Το κορίτσι του εργοστασίου» ο Κ. Κοφινιώτης εκφράζεται με θαυμασμό και, τολμούμε να πούμε, με περηφάνεια για την εργατιά:

«Με τους εργάτες πλάι ανοίγεις διάπλατα
το δρόμο της ζωής ενώ δουλεύης.
Στα μουγκρητά της μηχανής γελάς κι αιστάνεσαι
τον άξονα της μοίρας να σαλεύης.

(…) Το χρήμα του αφέντη δεν σε τράβηξεν,
ούτε σε τρόμαξεν το πέταμα στους δρόμους.
Σκληρή σα πέτρα. Με το χέρι σου έσβησες
της άρρωστης ζωής τους Νόμους.»

Όπως σημειώσαμε πιο πάνω, την εποχή που γράφτηκαν τα ποιήματα οι φυλακές και τα ξερονήσια «φιλοξενούσαν» πολλούς «επικίνδυνους» κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές.  Στο ποίημα «Η μάνα του αγωνιστή», το μίσος που αισθάνεται ο ποιητής για την αδικία φαίνεται να είναι καθαρά ταξικό:

«Παιδί μου κι αν σ’ αρπάξανε τα κάγκελα της φυλακής
κι αισθάνομαι τα πόδια μου να τρέμουνε λιγάκι
σηκώνομαι σα σίφουνας απ’ το μεθύσι της οργής
κι ορμώ στο πλήθος των αστών αρπαχτικό κοράκι.»

Στο ποίημα «Ο πόλεμος έρχεται», ο ποιητής νιώθει και επισημαίνει την απειλή του πολέμου. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια απ’ την μικρασιατική καταστροφή, την οποία μάλλον βίωσε πολύ μικρός. Ο ίδιος με την οικογένειά του ήρθαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία:

«Ακόμα ως χτες σερνόμασταν ερείπια
απ’ του πολέμου την καταστροφή.
Και πριν ειρήνη νοιώσουμε, μας σπρώχνουνε
σε μιαν κανούριαν άδικη σφαγή.

Αέρας εξέγερσης και ανατροπής του συστήματος της εκμετάλλευσης πνέει στους στίχους του ποιήματος «Άνεργος ποιητής»:

«Παράσιτος δεν είμ’ εγώ! Τη ρίμα και αν κυνηγώ
τα μπράτσα μου χαλύβδινα τη γην αυτή κινούνε.
Φέρνω τη φλόγα του θυμού – στα κάτεργα κάθε καημού
κ’ οι σκλάβοι από το λήθαργο μ’ άγριαν ορμή ξυπνούνε»

Ενώ γίνεται πιο ευδιάκριτη μια άγουρη, όμως ταξική συνείδηση, που φαίνεται να ψάχνει τα «πατήματά» της. Από το ίδιο:

«Πάνω μου φέγγει ο ουρανός. Κι εγώ ένας σκλάβος πιο τρανός
λιμάρω τα τραγούδια μου τους σκλάβους να ξυπνήσω.
Δείχνω το δρόμο της ζωής – στ’ οδόφραγμα αγωνιστής
κι είμ’ έτοιμος της γης αυτής τη μήτρα να ξεσκίσω.»

Με στίχους που αποπνέουν αισιοδοξία για την «επιστροφή» των «εξόριστων» σε μια ζωή ειρηνική, σε μια πανανθρώπινη κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, κλείνει η συλλογή. Οι στίχοι από το ποίημα «Επάνοδος»:

«Χαράζει μια ροδόγελη αυγή στην Οικουμένη.
Σαν άνθρωποι αναπνέουμε το δίκιο της ζωής.
Γυρίζομε στον τόπο μας, στις ομορφιές της γης,
απ’ τη βαρειά εξορία μας και την κουτή «ειμαρμένη».
Και να ο δρόμος φάνηκε της Λευτεριάς: Πλατύς…»

Ο άγνωστος ποιητής Κ. Κοφινιώτης

Ο Κώστας Κοφινιώτης

Συνοψίζοντας, ένα ερώτημα προβάλει: Ποιητής και στιχουργός είναι το ίδιο πρόσωπο; Η απάντηση είναι ναι, και ενισχύεται από τα παρακάτω:

Ο στιχουργός Κώστας Κοφινιώτης ήταν πολυγραφότατος. Ο Κώστας Μυλωνάς, συνθέτης, και συγγραφέας της «Ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού», σημειώνει ότι ξεκίνησε να ασχολείται με τον στίχο από τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Τον χαρακτηρίζει «αστείρευτη πηγή», αναφερόμενος στην τεράστια ευκολία με την οποία έγραφε, χωρίς ωστόσο να παραλείψει να αναφερθεί στην ανισότητα που διέκρινε το σύνολο της δουλειάς του. Δίπλα σε τραγούδια «υπόδειγμα στιχουργικής τέχνης και ποιότητας» υπάρχουν άλλα «πρόχειρα, αφελή και κατασκευασμένα», κάτι που ο ιστορικός το αποδίδει στην προσπάθεια του  στιχουργού ν’ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της αγοράς. Δυο μήνες πριν πεθάνει ο Κοφινιώτης, ο Κ. Μυλωνάς τον επισκέφτηκε στο σπίτι όπου ζούσε. Ανοίγοντας μια πόρτα, αντίκρυσε με έκπληξη «ένα δωμάτιο γυμνό από οποιαδήποτε άλλη επίπλωση, αλλά γεμάτο από χαρτιά γραμμένα, σε ύψος που έφτανε μέχρι το γόνατο».

Ο στιχουργός – ποιητής Λευτέρης Παπαδόπουλος, σε τηλεοπτική εκπομπή όπου επιμελείται και παρουσιάζει αφιέρωμα στον Κώστα Κοφινιώτη (δεκαετία του ’80), λέει ότι εκτός από στιχουργός ήταν επίσης «διηγηματογράφος και ποιητής με πολλές συλλογές».

Σε δεύτερη έρευνά μας, και αφού μεσολάβησε μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρώτη, ανακαλύψαμε μια ποιητική συλλογή του στιχουργού Κώστα Κοφινιώτη. Εδώ, δεν χώραγε καμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για τον ίδιο τον στιχουργό, αφού στο βιβλίο υπήρχε η φωτογραφία του. Για την ακρίβεια, δεν είχαμε πρόσβαση σε ολόκληρη τη συλλογή, αλλά στο εξώφυλλο, τη σελίδα με τη φωτογραφία και ένα ποίημα. Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας προσεκτικά το ποίημα, θεωρούμε ευδιάκριτη την ομοιότητα στον τρόπο γραφής με τα ποιήματα της συλλογής «Εξόριστοι».

Μιλάμε, λοιπόν, για έναν σημαντικό και γνωστό στιχουργό, τον Κώστα Κοφινιώτη, ποιητή των «Εξόριστων» και άλλων συλλογών, που το ποιητικό του έργο παραμένει άγνωστο. Αυτό το έργο, με την όποια αξία και βαρύτητα, πρέπει να ανακαλυφτεί και να καταγραφεί.

 

*Η κεντρική φωτογραφία, από το βιβλίο του Σπ. Λιναρδάτου “Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούσου” (εκδ. Θεμέλιο, 1963).

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: