«Μην κλαίτε μάνες Αγρινιώτισσες, θάνατος δεν υπάρχει…» – Αναστάσιμο Μνημόσυνο του Γιάννη Ρίτσου

“…Βάφει τ’ αυγά της νέας Λαμπρής και του μπαξέ σας τα τριανταφυλλάκια,
βάφει και τα πουκαμισάκια τους τα τρυπημένα από τα βόλια
και τα πουκαμισάκια τους πλατειές σημαίες αγερολάμνουν
κ’ οι νιοι λεβέντες τα κρατούν και παν μπροστά στην ιστορία.
Και  νάτοι  ολόμπροστα, να ο Χρήστος, κι ο Αβραάμ, νάτος κι ο Πάνος…”

«Μην κλαίτε μάνες Αγρινιώτισσες, θάνατος δεν υπάρχει…» - Το Αναστάσιμο Μνημόσυνο του Γιάννη Ρίτσου

Την Μεγάλη Παρασκευή του 1944, όσοι περνούσαν από την κεντρική πλατεία του Αγρινίου (πλατεία Μπέλλου) αντίκριζαν τρία άψυχα σώματα να αιωρούνται κρεμασμένα* από στύλους της πλατείας. Νωρίς το πρωί της ίδιας μέρας, οι γερμανοτσολιάδες, Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών καταχτητών, είχαν κρεμάσει τους ήρωες Αβραάμ Αναστασιάδη, Χρήστο Σαλάκο και Παναγιώτη Σούλο, αφήνοντας εκτεθειμένα τα σώματά τους στη θέα των περαστικών της πλατείας, μέσα σε συνεχή βροχή, μέχρι το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου. Τότε τα καθάρματα επέτρεψαν στους συγγενείς τους να αποκαθηλώσουν τα άψυχα κορμιά των παλικαριών. Την  μέρα εκείνη, οι Γερμανοί καταχτητές και οι ντόπιοι συνεργάτες τους, εκτέλεσαν στο Αγρίνιο 120 πατριώτες (περισότερα δείτε εδώ).

Στη φωτογραφία το άψυχο σώμα του αγωνιστή Αβραάμ Αναστασιάδη, κρεμασμένο σε στύλο της κεντρικής πλατείας του Αγρινίου.

Ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος εμπνευσμένος από την εκτέλεση των 120 πατριωτών έγραψε το ακόλουθο ποίημα:

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Για τους πεσόντες στην κατοχή Αγρινιώτες
Και
Για όλους τους Ρωμιούς – θύματα του ναζισμού

Τόπος ιερός, εδώ που οι αντίχριστοι ξανασταύρωσαν το Χριστό και την Ελλάδα,
κ’ είταν Παρασκευή Μεγάλη, 14 του Απρίλη,
και κει που η γης ανάβρυζε κρινάκια, παπαρούνες χαμομήλια για το Πάσχα
σκάφτηκαν τάφοι και στους τάφους δε χωρούσαν οι λεβέντες,
και μες στα σπλάχνα δε χωρούσε τόσος πόνος.

Κι’ είταν το Αγρίνι ολάκερο ένας Επιτάφιος μ’ όλα του τα κεριά σβησμένα
Κι αντίς καμπάνες απ’ τον όρθρο ως το σπερνό, ντουφεκιές ακούγονταν,
κ’ οι κρεμασμένοι σάλευαν σαν καβαλάρηδες του ανέμου κ’ έφευγαν πάνω απ’ το χρόνο
και μες στο απόβροχο, τη νύχτα της Ανάστασης, τ’ άστρα που βγήκανε, λάμψη δεν είχαν
κ’ είτανε τ’ άστρα σα βρασμένο στάρι για τα κόλλυβα των σκοτωμένων,
στάρι πιτσιλισμένο μαύρη ζάχαρη, μαύρη σταφίδα, μαύρο ρόϊδι,
και στις αυλές, την άλλη μέρα, αντίς αρνιά να ψήνονται, τραγούδια  ν’ αντηχούνε,
κ’ ήλιοι τα πορτοκάλια, μες απ’ τα πλυμένα φύλλα, να φωτίζουν του χορού τις δίπλες, μουγκός ο θρήνος
και μουγκή η κατάρα πνίγονταν μες στης σκλαβιάς το μαύρο φόβο,

‘Αϊ, μανάδες Αγρινιώτισσες, τι μαύρο πουν’ το μαύρο χρώμα,
η μαύρη νύχτα και το μαύρο σας σταυροδετό τσεμπέρι,
το κυπαρίσσι της σιωπής στο μαύρο κορφοβούνι
ως και της λεμονίτσας  τ’ άσπρα λουλουδάκια μαύρισαν κ’ εκείνα
ως και το κόκκινο αίμα των παιδιών σας μαυρολογούσε πάνω στα λιθάρια.

‘Αϊ, μανάδες Αγρινιώτισσες, μαύρος καημός που βόσκησε τα φύλλα της καρδιάς σας,
όμως το γαίμα των παιδιώνε σας βγαίνει πάνω απ’ το μαύρο
κόκκινο της θυσίας, της αγρύπνιας κόκκινο,
κόκκινο της αυγής και της ελπίδας,
το κόκκινο της λευτεριάς, κόκκινο κατακόκκινο.

Βάφει τ’ αυγά της νέας Λαμπρής και του μπαξέ σας τα τριανταφυλλάκια,
βάφει και τα πουκαμισάκια τους τα τρυπημένα από τα βόλια
και τα πουκαμισάκια τους πλατειές σημαίες αγερολάμνουν
κ’ οι νιοι λεβέντες τα κρατούν και παν μπροστά στην ιστορία.
Και  νάτοι  ολόμπροστα, να ο Χρήστος, κι ο Αβραάμ, νάτος κι ο Πάνος,
Νάτος κι ο κάπταν Λίας, να κι ο Πάσχος, 19 χρονώ παλληκαράκι,
νάτοι οι 120 Αγρινιώτες μπρος στην μάντρα της Αγιά Τριάδας,
να κ’ οι 55 εκεί στο σταυροδρόμι που περνάει το τραίνο Αγρίνι-Μεσολόγγι, φορτωμένο μήλα,
να κ’ οι 200 της Πρωτομαγιάς στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής με τις αγριομολόχες,
να το προσφυγολόι της Κοκκινιάς με τα μεγάλα δαφνοκλάδια της Δημοκρατίας
να και το Δίστομο, το Κούρνοβο, και τα Καλάβρυτα με τα κομμένα σπίτια,
νάτος κι ο Γοργοπόταμος- με το γιοφύρι του σαν κόκκινο άλογο ορθωμένο,
να κ’ οι αγωνιστές του 21
και οι άλλοι πριν, κ’ οι άλλοι μετά,
παιδιά μας, τα παιδιά μας με σημαίες μεγάλες.

Μπροστά, μπροστά, κατάμπροστα,
μέσα στο φως που πρόβαλε μεγάλο απ’ τις πληγές τους,
μπροστά, μπροστά, φωνάζοντας:
εκεί που η Λευτεριά ανατέλλει απ’ το αίμα μας, θάνατος δεν υπάρχει.

Λοιπόν μην κλαίτε μάνες Αγρινιώτισσες, θάνατος δεν υπάρχει
μόνο τα χέρια δώστε, αδέλφια μου, να βασιλέψει ειρήνη,
ν’ ανθίσει γέλιο στις ματιές, να λάμψει ο κόσμος όλος,
κι όλος ο κόσμος μια φωνή να τραγουδήσει: Ειρήνη, Ειρήνη, Ειρήνη.

Αθήνα, 4 V 80
Γιάννης Ρίτσος

Δείτε ακόμα:

Μεγάλη Παρασκευή 1944: Μια ξεχασμένη θηριωδία των Ναζί

«Θα μ’ εκδικηθεί ο λαός του Αγρινίου. Ζήτω το ΕΑΜ!» – Η σφαγή των 120 πατριωτών στο Αγρίνιο την Μεγάλη Παρασκευή του 1944

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: