Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Στους μαραμένους τοίχους των επαρχιακών ξενοδοχείων…» του Μίμη Φωτόπουλου

“…έχω διαβάσει
τα βάσανα και τις χαρές
των περασμένων χρόνων μου.
Στους γκρίζους τοίχους
των μαραμένων ξενοδοχείων
έχω αφήσει
κάτι από τα νιάτα μου…”

Ο αξέχαστος αγαπημένος ηθοποιός Μίμης Φωτόπουλος υπήρξε πολυδιάστατη καλλιτεχνική προσωπικότητα. Είναι περισσότερο γνωστός για το ξεχωριστό υποκριτικό του ταλέντο, στο θέατρο όπου πρωταγωνίστησε και από τις ασπρόμαυρες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου («Κάλπικη Λίρα», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Ο Πατούχας», «Το σωφεράκι» κ.ά.) μέσα από τις οποίες συνεχίζει να χαρίζει το γέλιο και να συγκινεί, όμως οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες και δεξιότητες «ξεδιπλώθηκαν» στη λογοτεχνία, αλλά και στην τεχνική του κολάζ, όπου με τη χρήση ψηφίδων από γραμματόσημα φιλοτέχνησε μεγάλο αριθμό  ζωγραφικών έργων. Όπως σημειώνει ο ίδιος στο βιβλίο του «Το ποτάμι της ζωής μου»: «Δεν γράφω για να με πούνε λογοτέχνη. Γράφω γιατί μόνο η δημιουργία μου γεμίζει τη ζωή μου. Εγώ αντί να πηγαίνω στα καζίνα και στις κοσμικές συγκεντρώσεις, προτιμώ να γράφω και να ζωγραφίζω».

Γεννήθηκε στις 20 του Απρίλη 1913, στη Ζάτουνα Αρκαδίας, και έφυγε από τη ζωή στις 29 του Οκτώβρη 1986. Έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς έμεινε νωρίς ορφανός από πατέρα. Ξεκίνησε σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά σύντομα τον κέρδισε η υποκριτική.

Αποφοιτώντας από τη δραματική σχολή εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θεατρικό σανίδι το 1932, στην παράσταση «Λοκαντιέρα», με τον θίασο Κουνελάκη. Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν μέχρι τον πόλεμο βρίσκουν τον Μίμη Φωτόπουλο να περιοδεύει ανά την Ελλάδα με θιάσους μπουλουκιών, ενώ το 1939 παίζει στο «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ με τον πρωτοεμφανιζόμενο θίασο του Κάρολου Κουν.

Στη διάρκεια της Κατοχής ο Μίμης Φωτόπουλος δραστηριοποιείται στο ΕΑΜ Λογοτεχνών. Η Συμφωνία της Βάρκιζας τον βρίσκει πίσω από τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου Ελ Ντάμπα, στην έρημο της Αιγύπτου, μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες κομμουνιστές και αντιφασίστες, που βρίσκονται όμηροι στα χέρια των Άγγλων. Στα τέλη Μάρτη του 1945, παίρνει το δρόμο του γυρισμού και θα μεταφέρει την εμπειρία του αυτή στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Όμηρος των Εγγλέζων – Ελ Ντάμπα».

Έγραψε συνολικά 10 βιβλία. Πέντε ποιητικές συλλογές: «Μπουλούκια» (1940), «Ημιτόνια» (1960), «Σκληρά τριολέτα» (1961), «Ο θάνατος των ημερών» (1976), «Μπαλάντες του έρωτα και του θανάτου» (1984). Τρία αυτοβιογραφικά: «25 χρόνια θέατρο» (1958), «Το ποτάμι της ζωής μου» (1965), «Ελ Ντάμπα – Όμηρος των Εγγλέζων» (1965) και τα θεατρικά έργα: «Ένα κορίτσι στο παράθυρο» (1966) και «Πελοπίδας ο καλός πολίτης» (1976) – (μπορείτε να δείτε εδώ την παράσταση).

Υπήρξε μέλος του ΔΣ του ΣΕΗ, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ελευθέρου Θεάτρου και πρόεδρος του ΔΣ Άρματος Θέσπιδος.

Το 1960 ξανακυκλοφόρησαν σε ένα τομίδιο με τίτλο «HMITONIA – ΜΠΟΥΛΟΥΚΙΑ» οι δυο ομότιτλες ποιητικές συλλογές του.

Ένα από ποιήματα που εμπεριέχονται στη συλλογή «Ημιτόνια» είναι αυτό που ακολουθεί:

Μες στις θλιμμένες κάμαρες
πάνω στους γκρίζους τοίχους
των μαραμένων
των επαρχιακών ξενοδοχείων
πολλές φορές
έχω απιθώσει τη θλίψη μου.
Τη θλίψη μου την απέραντη
σαν τη γης
την πλατιά
σαν τη θάλασσα
τη γλυκιά
σαν τον ήλιο.
Στους μαραμένους τοίχους
των επαρχιακών ξενοδοχείων
έχω διαβάσει
τα βάσανα και τις χαρές
των περασμένων χρόνων μου.
Στους γκρίζους τοίχους
των μαραμένων ξενοδοχείων
έχω αφήσει
κάτι από τα νιάτα μου.
Κάθε τόσο που ερχόταν η άνοιξη
μούδινε την υπόσχεση πως θάρθεις.
Στο περβόλι τ’ ουρανού
τ’ αστέρια ανθισμένα
για σένα μου μιλούσαν.
Κι ήρθες απλή, γλυκιά
σαν τριανταφυλλένι’ αυγή.
Στην καρδιά μου κρεμάστηκαν
χαρούμενες αχτίδες
ανοιξιάτικου ήλιου,
και γέμισε λες
υάκινθους
και άλικα ρόδα.
Μ’ αυτά στολίζω
το σταρένιο καταρράχτη
των μαλλιών σου.
Ήρθες κι άπλωσες
σαν κλαδιά μυγδαλιάς
τα δυο σου χέρια
και μ’ έβγαλες
στους φλογισμένους από παπαρούνες
κάμπους.
Στ’ άδειο πεντάγραμμο τής καρδιάς μου
τα μικρά σου δάχτυλα
γράψανε
το πιο τρυφερό τραγούδι του κόσμου
Καθώς έπεσ’ η μορφή σου
στις νεκρές λίμνες των ματιών μου
ζωντάνεψε
χιλιάδες νούφαρα
Τα μάτια σου παράξενα
– σα νάκλεψαν τα όνειρα των άστρων –
με κοίταξαν
κι η καρδιά μου γέμισε γιασεμιά.
Με κοίταξαν
και με πήρανε τα σύννεφα της δύσης
– χρυσαφένιες γαλέρες –
και με ταξιδεύουν
στο γαλάζιο ατλαζένιο χάος.
Περπατήσαμε μαζί
και τα χλωμά φώτα των δρόμων
μάς άγγιξαν παράξενα.
Καθώς ανηφορίζαμε,
τα δέντρα σκύψανε
να χαϊδέψουν τα μαλλιά σου.
Θα μπορούσα να περπατάω
αιώνες πλάι σου
και στ’ αποτυπώματα των ποδιών μας
θ’ άνθιζαν υάκινθοι.
Θα μπορούσα να στόλιζα
μ’ άστρα τα μαλλιά σου.
Τώρα
με τη φλόγα που καίει εντός μου
στολίζω το στρώμα
που απλώνεις
τα κρίνα του κορμιού σου.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: