Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Στον άγνωστο ηθοποιό τ’ αφιερώνω…» του Μίμη Φωτοπουλου

“Είμαστ’ όλοι πολύ μικροί. Δίχως φίρμα.
Μπουλούκια μάς λένε. Άγνωστοι θεατρίνοι.
Ένας Μίμης, η Κατινίτσα, κάποια Ίρμα
κι άλλοι πολλοί ακόμα θλιμένοι αρλεκίνοι…”

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Στον άγνωστο ηθοποιό τ’ αφιερώνω…» του Μίμη Φωτοπουλου

«Η Ελλάδα ήταν πάντοτε πνευματική αποικία. Και δυστυχώς εξακολουθεί να είναι… Το θέατρο ήταν και είναι μια παγκόσμια θρησκεία που αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους της Γης. Κι εμείς τούτη τη θρησκεία την κάναμε “οίκον εμπορίου και οίκον απωλείας”. Στον τόπο μας ποτέ η τέχνη δεν έγινε κτήμα του λαού. Αυτό δε συνέφερε την άρχουσα τάξη», έλεγε σε κάποια συνέντευξή του ο μεγάλος μας ηθοποιός Μίμης Φωτόπουλος.

Αυτή την Κυριακή η στήλη θα… παραβεί το πρωτόκολλο και μάλιστα διπλά. Φιλοξενεί δυο ποιήματα αντί για ένα, ενώ στον τίτλο της ανάρτησης δεν βρίσκεται ο τίτλος κάποιου ποιήματος όπως συμβαίνει κάθε Κυριακή… Ο λόγος στον οποίο αυτό οφείλεται προκύπτει από την ίδια τη σχέση του Μίμη Φωτοπουλου με την τέχνη της υποκριτικής και την ποίηση. Ο αξέχαστος ηθοποιός υπήρξε πολυδιάστατη καλλιτεχνική προσωπικότητα.

Ο Μίμης Φωτόπουλος είναι περισσότερο γνωστός για το ξεχωριστό υποκριτικό του ταλέντο, στο θέατρο όπου πρωταγωνίστησε και από τις ασπρόμαυρες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου («Κάλπικη Λίρα», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Ο Πατούχας», «Το σωφεράκι» κ.ά.) μέσα από τις οποίες συνεχίζει να χαρίζει το γέλιο και να συγκινεί, όμως οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες και δεξιότητες «ξεδιπλώθηκαν» στη λογοτεχνία, αλλά και στην τεχνική του κολάζ, όπου με τη χρήση ψηφίδων από γραμματόσημα φιλοτέχνησε μεγάλο αριθμό  ζωγραφικών έργων. Όπως σημειώνει ο ίδιος στο βιβλίο του «Το ποτάμι της ζωής μου»: «Δεν γράφω για να με πούνε λογοτέχνη. Γράφω γιατί μόνο η δημιουργία μου γεμίζει τη ζωή μου. Εγώ αντί να πηγαίνω στα καζίνα και στις κοσμικές συγκεντρώσεις, προτιμώ να γράφω και να ζωγραφίζω».

Γεννήθηκε στις 20 του Απρίλη 1913, στη Ζάτουνα Αρκαδίας, και έφυγε από τη ζωή στις 29 του Οκτώβρη 1986. Έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς έμεινε νωρίς ορφανός από πατέρα. Ξεκίνησε σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά σύντομα τον κέρδισε η υποκριτική.

Αποφοιτώντας από τη δραματική σχολή εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θεατρικό σανίδι το 1932, στην παράσταση «Λοκαντιέρα», με τον θίασο Κουνελάκη. Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν μέχρι τον πόλεμο βρίσκουν τον Μίμη Φωτόπουλο να περιοδεύει ανά την Ελλάδα με θιάσους μπουλουκιών, ενώ το 1939 παίζει στο «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ με τον πρωτοεμφανιζόμενο θίασο του Κάρολου Κουν.

Στη διάρκεια της Κατοχής ο Μίμης Φωτόπουλος δραστηριοποιείται στο ΕΑΜ Λογοτεχνών. Η Συμφωνία της Βάρκιζας τον βρίσκει πίσω από τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου Ελ Ντάμπα, στην έρημο της Αιγύπτου, μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες κομμουνιστές και αντιφασίστες, που βρίσκονται όμηροι στα χέρια των Άγγλων. Στα τέλη Μάρτη του 1945, παίρνει το δρόμο του γυρισμού και θα μεταφέρει την εμπειρία του αυτή στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Όμηρος των Εγγλέζων – Ελ Ντάμπα».

Μίμης Φωτόπουλος: «Όμηρος των Εγγλέζων – Ελ Ντάμπα».

Έγραψε συνολικά 10 βιβλία. Πέντε ποιητικές συλλογές: «Μπουλούκια» (1940), «Ημιτόνια» (1960), «Σκληρά τριολέτα» (1961), «Ο θάνατος των ημερών» (1976), «Μπαλάντες του έρωτα και του θανάτου» (1984). Τρία αυτοβιογραφικά: «25 χρόνια θέατρο» (1958), «Το ποτάμι της ζωής μου» (1965), «Ελ Ντάμπα – Όμηρος των Εγγλέζων» (1965) και τα θεατρικά έργα: «Ένα κορίτσι στο παράθυρο» (1966) και «Πελοπίδας ο καλός πολίτης» (1976) – (μπορείτε να δείτε εδώ την παράσταση).

Υπήρξε μέλος του ΔΣ του ΣΕΗ, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ελευθέρου Θεάτρου και πρόεδρος του ΔΣ Άρματος Θέσπιδος.

Το 1960 ξανακυκλοφόρησαν σε ένα τομίδιο με τίτλο «HMITONIA – ΜΠΟΥΛΟΥΚΙΑ» οι δυο ομότιτλες ποιητικές συλλογές του.

Αντί άλλης εισαγωγής στη συλλογή «Μπουλούκια», ο Μίμης Φωτόπουλος παραθέτει ένα χαρακτηριστικό τετράστιχο από το ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων»:

«Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγικήν απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί…»

Από τη συλλογή αντιγράφουμε το ομότιτλο ποίημα:

ΜΠΟΥΛΟΥΚΙΑ

Είμαστ’ όλοι πολύ μικροί. Δίχως φίρμα.
Μπουλούκια μάς λένε. Άγνωστοι θεατρίνοι.
Ένας Μίμης, η Κατινίτσα, κάποια Ίρμα
κι άλλοι πολλοί ακόμα θλιμένοι αρλεκίνοι.

Αποχαιρετήσαμε κάθε χαρά μας
κοινή. Και τραβήξαμ’ έν’ άγνωστο δρόμο.
Μα με τον καιρό πνίξαμε τα όνειρά μας
κι ένα βαρύ σταυρό επήραμε στον ώμο.

Τώρα η θλίψη μάς συντροφεύει, κι η πείνα
πάντα. Στα χείλη ποτέ πια δε θ’ ανθίσει
χαρά. Τα προχτές μια μικρή μπαλαρίνα
– ένα ρόδο χλωμό – τη θέρισ’ η φθίση.

Ποιος ξέρει αλήθεια, καθενός ο πατέρας,
πόσα όνειρα ωραία, για το γιο είχε πλέξει!
Να γινόταν της επιστήμης αστέρας!
Μ’ αυτός στο ζάρι τη ζωή του έχει παίξει.

Και σεις πέρα κει, στις μακρινές επαρχίες
που τα «μπουλούκια» σάς διώχνουνε την πλήξη,
αν μαθαίνατε τις θλιβερές μας ιστορίες,
ο πόνος, την καταφρόνια θα ’χε πνίξει…

Ο αξέχαστος Μίμης Φωτόπουλος (Πηγή φωτογραφίας: fb @fotopoulosmimis)

Η αφιέρωση: «Στον άγνωστο ποιητή τ’ αφιερώνω…» και λίγα επεξηγηματικά λόγια του Μίμη Φωτόπουλου για την πορεία της συλλογής, που είχε πρωτοκυκλοφορήσει 20 χρόνια νωρίτερα, προηγούνται των ποιημάτων:

«Τα ΜΠΟΥΛΟΥΚΙΑ τυπωθήκανε το 1940 και κυκλοφόρησαν μιαν ιστορική ημερομηνία: στις 28 Οκτωβρίου. Η σπάνια αυτή τύχη τους στάθηκε και η αφορμή να περάσουν απαρατήρητα – καταποντισμένα μέσα στη δίνη του πολέμου που ματοκύλησε την ανθρωπότητα. Από μια σύμπτωση δόθηκε το 1942 σ’ έναν κρατικό διαγωνισμό όπου πήρε και έπαινο. Ίσως από τότε να άρχισε η «καριέρα» του, που το γνώρισε στο πλατύτερο κοινό και εξάντλησε και το τελευταίο του αντίτυπο. Γι’ αυτούς που το αγάπησαν, το ανατυπώνω και πάλι»…

Από την ίδια συλλογή και το ποίημα που ακολουθεί:

ΘΑ ΠΟΥΝΕ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΜΟΥ

Θα πούνε οι «μπουλουξήδες»
για τους στίχους μου
πως έχουνε στο βάθος λίγη αλήθεια.
Μα οι «μεγάλοι υποκριτές»
θα βρούνε παραμύθια,
τα ποιήματά μου, άτεχνα.
Και κάτι δεσποινάρια
«Δραματικών σχολών»,
που δεν επήγανε ποτέ
τουρνέ στην επαρχία,
με ειρωνεία
για μένα θα μιλήσουνε.

Οι «μαιτρ» των στίχων
αν καταδεχτούνε
και τα δούνε
θα φρίξουνε
και στο καλάθι των αχρήστων
θα τα ρίξουνε.
Η αγαπημένη μου θα ενθουσιαστεί
γιατί αγαπάει έναν ποιητή,
μα ίσως και να ’ναι κατά βάθος λυπημένη
γιατί σ’ εκείνην αφιερωμένοι
δεν είν’ οι στίχοι μου.
Κι η μάνα μου,
αν κάποτε το μάθει
πως στίχους έχω γράψει
θα κουνήσει το κεφάλι
με συμπόνια,
γιατί αφήνω έτσι τα χρόνια
να μου φεύγουν κυνηγώντας χίμαιρες.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: