Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Ωδή στον Άρη Βελουχιώτη» του Ισίδωρου Καρδερίνη

Ω θρυλικέ αρχικαπετάνιε του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη
Εσύ που πρωταγωνίστησες για να ’ρθει ολόφωτη η λευτεριά   
Θα είσαι ανά τους αιώνες στην καρδιά κάθε Έλληνα πατριώτη
Και θα σε δοξάζει της αυθεντικής Ιστορίας η σπιθοβόλα ματιά.

Ο Ισίδωρος Καρδερίνης γεννήθηκε στο Χαϊδάρι Αττικής το 1967. Είναι μυθιστοριογράφος, ποιητής και αρθρογράφος. Έχει σπουδάσει οικονομικές επιστήμες και έχει πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές στην τουριστική οικονομία. Μέχρι σήμερα έχουν γίνει περισσότερα από τρεις χιλιάδες δημοσιεύματα των άρθρων του σε εφημερίδες, περιοδικά και ιστοσελίδες σε όλο τον κόσμο.

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά και έχουν δημοσιευθεί σε ποιητικές ανθολογίες, λογοτεχνικά περιοδικά και λογοτεχνικές στήλες εφημερίδων. Έχει εκδώσει στην Ελλάδα επτά ποιητικά βιβλία και τρία μυθιστορήματα. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ιταλία και την Ισπανία.

Ισίδωρος Καρδερίνης

Ωδή στον Άρη Βελουχιώτη

Ω ήρωα ατρόμητε της Εθνικής Αντίστασης Άρη Βελουχιώτη
Γεννήθηκες μια μέρα αυγουστιάτικη ηλιολουσμένη στη Λαμία
Κι’ απ’ τα καταπράσινα βουνά χιμούσαν χαρμόσυνοι κρότοι
Και των λουλουδιών σκορπούσε λυρικά μια υμνητική ευωδία.

Αθανάσιος Κλάρας  ήταν τ’ όνομά σου το πραγματικό
Κι οι αετοί φτερούγιζαν περήφανα στον καταγάλανο ουρανό
Και τα δέντρα ανέμιζαν τα ξέπλεκα χρυσοπράσινά τους μαλλιά
Και μια γαρουφαλλιά είχε φυτρώσει στης Λαμίας την καρδιά.    

Προερχόσουν από μια οικογένεια ευκατάστατη και μορφωμένη
Εσύ ήσουν το προτελευταίο απ’ τα τέσσερά της παιδιά
Παιδί πανέξυπνο, ζωηρό κι απείθαρχο με ψυχή φλογισμένη
Και μάτια ευφυή που φεγγοβολούσαν σαν αστέρια λαμπερά.

Οι γονείς σου σ’ έστειλαν έτσι στη Λάρισα πολύ νωρίς
Ως οικότροφος στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή να εισαχθείς
Του φυσικού κόσμου και της γης τα μυστικά για να διδαχθείς
Μα σαν γύρισες δεν ήθελες με τα κτήματά σας ν’ ασχοληθείς.

Προτίμησες υπάλληλος να γίνεις στη Γεωργική Υπηρεσία
Κι η Δράμα ήταν ο πρώτος σταθμός σ’ αυτή σου την πορεία
Μα αρνήθηκες να εξυπηρετήσεις της περιοχής τα κυκλώματα
Και σε μεταθέσανε στα Τρίκαλα κι έφτασες ξημερώματα.

Σύντομα όμως παραιτήθηκες απ’ τη Γεωργική Υπηρεσία
Και πήγες στην Αθήνα και μπήκες στην κομμουνιστική νεολαία
Για να παλέψεις για την εργατιά, για την αγροτιά μ’ ανδρεία
Για ν’ ανθίσει του δίκιου το λουλούδι στης Ελλάδας την αλέα.  

Στον στρατό έγινες δεκανέας Πυροβολικού κι είχες ήπια στάση
Όταν όμως πήραν χαμπάρι την κομμουνιστική σου δράση
Σε καθαίρεσαν και σε πήγαν στ’ απρόσιτα βουνά και στα δάση
Στο κάτεργο Καλπακίου, η ψυχή σου σαν κλαδί για να σπάσει.

Σ’ αυτόν τον πειθαρχικό ουλαμό νυχθημερόν βασανιστήρια
Εργασία απάνθρωπη, κραυγές, βουρδουλιές και κοντακιές
Σ’ αυτόν τον «τάφο των ζωντανών» βαρβαρόηχα εγερτήρια
Τα κορμιά μάτωναν μα αλύγιστες των κομμουνιστών οι ψυχές.

Το καλοκαίρι σε αντίσκηνα που πλημμύριζαν στη βροχή
Τον χειμώνα σε στάβλους μ’ υγρασία κι ατμόσφαιρα παγερή
Οι εξόριστοι φαντάροι έσπαγαν χαλίκι κι άνοιγαν δρόμους
Έκοβαν και κουβαλούσαν ξύλα στους πληγωμένους τους ώμους. 

Φαντάροι στα δέντρα αλυσοδεμένοι και μαστιγωμένοι
Και τριγύρω αγριογούρουνα, αρκούδες, λύκοι και τσακάλια
Βάλτοι με σύννεφα κουνούπια κι ελονοσία παντού σπαρμένη
Και παραπομπή φαντάρων σε δίκες απ’ τα κτηνώδη ρετάλια.

Απολύθηκες μετ’ απ’ αυτά τα σωματικά και ψυχικά μαρτύρια
Κι επανήλθες στην Αθήνα κι αφοσιώθηκες πιστά στο κόμμα
Και βοηθούσες στις αποδράσεις κομμουνιστών πολύ δραστήρια
Και τ’ όνομά σου στων στελεχών και των μελών το στόμα. 

Επέδειξες κομματική πειθαρχία αλλά και μεγάλη παλικαριά
Πάντα μπροστάρης στις συγκεντρώσεις και στις συμπλοκές
Διάβαζες παράλληλα σπουδαία βιβλία μαρξιστικά μ’ αχορταγιά
Κι αναλάμβανες ακαταπόνητα πολλές κομματικές δουλειές.

Αρθρογράφος και συντάκτης στον «Ριζοσπάστη», πένα γερή
Στο εργατικό ρεπορτάζ και προσωπικότητα πληθωρική
Που δεν δίσταζες να φέρεις στο φως την αλήθεια που ενοχλεί
Συγκεντρώνοντας έτσι το μίσος και τη μανιασμένη οργή.

Σε συνέλαβαν επανειλημμένα για τη δράση σου τη μαχητική
Για αντίσταση κατά της αρχής και σε διαδηλώσεις συμμετοχή
Και σε φυλάκισαν σε μπουντρούμια ζοφερά και παγωμένα
Που δεν στάλαζε το ηλιακό φως στα πατώματα τα λερωμένα.

Κατά τη Μεταξική Δικτατορία σε φυλάκισαν στην Αίγινα ξανά
Απ’ όπου απέδρασες μαζί με άλλους μα συνελήφθης γοργά
Εκεί πάλευες να εξυψώσεις τους συντρόφους σου ιδεολογικά
Μετά σε πήγαν στην Κέρκυρα κι εκείθε αποφυλακίστηκες πια.

Με την επίθεση του ιταλικού Φασισμού κατά της Ελλάδας
Βρέθηκες ως λοχίας Πυροβολικού στα κακοτράχαλα βουνά
Και πολέμησες γενναία για να σπιθίσει το φως της λιακάδας
Για να ηττηθούν του Μουσολίνι τα σχέδια τα ιμπεριαλιστικά.   

Κι όταν εκείνο τον Απρίλη εισέβαλλαν στη χώρα οι Γερμανοί
Μετείχες τον Μάη σε σύσκεψη στο δασύλλιο στην Καισαριανή
Για το πώς η Εθνική Αντίσταση αποτελεσματικά θα οργανωθεί
Για το πώς θ’ ανθοβολίσει η ελπίδα στου λαού μας την ψυχή. 

Πήγες στη Ρούμελη και συναντήθηκες με στελέχη κομματικά
Σ’ όλη τη Φθιώτιδα και στην Ευρυτανία σε πόλεις και χωριά
Και το κόμμα πήρε απόφαση να οργανώσει τμήματα μαχητικά
Και να ξεκινήσει άμεσα ο ανταρτοπόλεμος με εσένα μπροστά. 

Έφτιαξες την πρώτη ένοπλη ομάδα του ΕΛΑΣ στη Σπερχειάδα
Που αποτελείτο από δεκαπέντε άντρες κι ελάχιστο οπλισμό
Κι επιλέξατε όλοι ψευδώνυμα κι αστραποβολούσε η κοιλάδα
Κι εσύ επέλεξες αυτό που σε ’κανε πρόσωπο ιστορικό.

Συνέταξες έναν όρκο και σ’ αυτόν ορκιστήκατε οι άνδρες όλοι
Και παρελάσατε στη Δομνίστα υπό του ήλιου το χρυσό βραχιόλι
Κι οι ελληνικές σημαίες κυμάτιζαν και βροντούσε το πιστόλι
Κι οι κάτοικοι χαίρονταν κι οι ψυχές τους ανθισμένο περιβόλι.

Ήσουν αμείλικτος απέναντι στου Έθνους τους προδότες
Στους εκμεταλλευτές που έπιναν το αίμα του λαού με χαρά
Στους συνεργάτες των κατακτητών που πρόδιδαν πατριώτες
Μα και στους αντάρτες που έπεφταν σε παραπτώματα αισχρά.

Του ΕΛΑΣ η παρουσία ρίζωσε γρήγορα στης Ρούμελης τα βουνά
Εσύ κατάφερες να σπάσεις τον φόβο στον κατακτητή σαν γυαλί
Κι η ένοπλη Εθνική Αντίσταση απόκτησε πανίσχυρα φτερά
Και ξεχύθηκε σαν του καταρράκτη την ολόλευκη ορμή.

Εντωμεταξύ  η Ελλάδα είχε βυθιστεί στης Κατοχής το σκοτάδι
Τα χωριά ήταν παραδομένα σε αδιανόητα ολοκαυτώματα
Με φρικιαστικά εγκλήματα σαν εικόνες βγαλμένες απ’ τον Άδη
Με ομαδικές εκτελέσεις αθώων και κατασφαγμένα πτώματα.

Οι πόλεις είχαν βουλιάξει μες στην ανυπόφερτη πείνα
Που θέριζε όπως το δρεπάνι τα κίτρινα στάχυα στους αγρούς
Και πολλοί άνθρωποι σκελετωμένοι ’πεφταν νεκροί κάθε μήνα
Και τους έβαζαν πάνω στα βρώμικα κάρα σαν ψόφιους αμνούς.

Τα παιδιά κάτισχνα και ρακένδυτα με σβησμένη φωνή
Ζητιάνευαν ομαδικά στους δρόμους σαν σπουργίτια πληγωμένα
Ένα κομμάτι ψωμί και δάκρυζε τ’ ουρανού η συμπονετική ψυχή
Κι απ’ του ήλιου την καρδιά σκόρπιζαν άσπρα ρόδα ματωμένα.

Οι δήμιοι βασάνιζαν βίαια τους πατριώτες μες στα κρατητήρια
Κτυπήματα ανελέητα, μαστιγώματα κι επαίσχυντες βρισιές
Τα πολυβόλα κροτάλιζαν δαιμονισμένα στα σκοπευτήρια
Και το αίμα έρεε και το ’πινε η γη και γεννιούνταν νέοι μαχητές.

Η πρώτη συμπλοκή του ΕΛΑΣ με τους Ιταλούς έγινε στη Γκιώνα
Κι ένα μήνα μετά στο Κρίκελλο όπου υπέστησαν πανωλεθρία
Κι εσύ πήρες λάφυρο το μαύρο άτι που ’χες σ’ όλο τον αγώνα
Κι οι Ιταλοί ως αντίποινα σκότωσαν κι έκαψαν σπίτια με μανία.

Στη Βίνιανη με τους Ζέρβα και Γουντχάους σ’ ένα σπίτι πετρένιο
Αποφασίσατε της μίας μεταξύ τριών γεφυρών την ανατίναξη
Με τόλμη, μ’ εγκαρδιότητα και μ’ ενθουσιασμό λουλουδένιο
Τόσο που τα λόγια χρυσολάμπαν σ’ αυτήν την ιστορική σύναξη. 

Συναντήθηκες μια βδομάδα μετά στη Φωκίδα στο Μαυρολιθάρι
Με τον Ζέρβα και τον Μάιερς και συμφωνήσατε οριστικά
Ν’ ανατινάξετε τη γέφυρα του Γοργοπόταμου κι είχε φεγγάρι
Κι έγινε ύστερα κατόπτευση του χώρου από τμήματα ανταρτικά.

Ήταν εικοσιπέντε Νοέμβρη κι η λευτεριά περίμενε καρτερικά
Κι εκεί σε μια μικρή τσοπάνικη καλύβα σε μια γυμνή πλαγιά
Όλο πουρνάρι, ανυπεράσπιστη στου δρόλαπα την ασπλαχνιά
Εσείς, οι Άγγλοι σαμποτέρ κι οι ΕΔΕΣίτες συναντηθήκατε ξανά.

Τότε εσύ ο Άρης με την εξαιρετική στρατηγική σου ικανότητα
Τους ανέπτυξες της επιχείρησης το σχέδιο λεπτομερειακά
«Ήσουν έξοχος!» ξέσπασε ο Ναπολέων Ζέρβας με ζωηρότητα
«Πολύ καλό!» υπερθεμάτισε κι ο Έντι Μάιερς βροντερά.  

Μετά μάζεψες τους αντάρτες σου και τους μίλησες υπό βροχή
Και τους είπες «Όποιος θέλει μπορεί να βγει απ’ τη γραμμή»
«Θα την ανατινάξουμε!» όλοι με μια φωνή, όλοι με μια ψυχή
Και ξεκίνησε η πορεία προς τη δόξα και την άφθαστη τιμή.

Πριν τα μεσάνυχτα δυο ομάδες ανταρτών επιτέθηκαν ξαφνικά
Εναντίον των φρουρών στης γέφυρας τα δυο βάθρα τ’ ακριανά
Κι ύστερα από σύντομη μάχη εξουδετερώθηκε η ιταλική φρουρά
Κι αμέσως Βρετανοί δολιοφθορείς τοποθέτησαν εκρηκτικά.  

Δύο γιγάντιες εκρήξεις κι η γέφυρα καταστράφηκε ολοσχερώς
Κι οι ατσάλινοι στύλοι της έπεσαν στη ρεματιά κι έγινε σωρός
Και χαμογελούσαν τ’ άστρα και του Μπράλου ο όγκος ο ορεινός
Κι έριχνε γαρούφαλλα και ρόδα ο τρισευτυχισμένος ουρανός.

Ήταν το πιο καίριο σ’ όλη την Ευρώπη χτύπημα αντιστασιακό
Έπληξε του Άξονα το γόητρο και δυσχέρανε τον ανεφοδιασμό
Αναπτέρωσε απερίγραπτα των κατεχόμενων λαών το ηθικό
Κι έδωσε κουράγιο μεγάλο στον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό. 

«Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα, το δίκιο και τη λευτεριά»
Τραγουδούσατε με ζωντάνια και περπατούσατε με λεβεντιά
Και σείονταν τα βουνά και λούφαζαν φοβισμένοι οι ξένοι λύκοι
Κι έσπερναν δάφνες τού αγέρα τα χέρια κι αχνόφεγγε η νίκη.

Αδυσώπητη ήταν με τους Γερμανούς τού ΕΛΑΣ η κάθε μάχη
Στη Μυρτιά, μα και σ’ Αράχωβα, Αμφιλοχία, Καρούτες κι αλλού
Αίματα, πτώματα, αποκαΐδια και ξεσχισμένοι γκρίζοι βράχοι
Αλλά και νίκες που δυνάμωναν ολοένα την ελπίδα του λαού. 

Και τον Οκτώβρη που αποχώρησαν οι Γερμανοί απ’ τη Λαμία
Μπήκες θριαμβευτικά στην πόλη και κατέθεσες στεφάνι
Στ’ άγαλμα του Αθανάσιου Διάκου κι είχε χρυσοστόλιστη αιθρία
Κι έβγαλες τον διάσημό σου λόγο για το πως η χώρα θα γιάνει.

Μετά την Κατοχή συνέχισες τη δράση σου μες στη νέα μπόρα
Εναντίον των Βρετανών που είχαν θρονιαστεί πια στη χώρα
Κατά της κυβέρνησης και των συμμοριών που είχαν πάρει φόρα
Και δρούσαν αδίστακτα κι ανεξέλεγκτα στην ύπαιθρο τώρα.   

Κι εκεί στην Άρτα στη Μεσούντα σε μια χαράδρα πολύ βαθιά
Περικυκλωμένος από Εθνοφύλακες και ληστοσυμμορίτες στενά
Αυτοκτόνησες, για να μην συλληφθείς, με μια σφαίρα ηρωικά
Κι ο υπαρχηγός, ο Τζαβέλας, με μια χειροβομβίδα αμέσως μετά. 

Σας έκοψαν μ’ εντολή του Βόιδαρου τα κεφάλια με τον σουγιά
Κι έσταζαν ποτάμι αίμα και τα έβαλαν μέσα σ’ έναν τουρβά
Και τα κρέμασαν στα Τρίκαλα οι κακούργοι σ’ έναν φανοστάτη
Κι ένιωθε καταισχύνη η πλάση και ράγιζε η ψυχή κάθε αντάρτη.

Έτσι επιβεβαιώθηκε δραματικά η προφητική σου φράση
«Καλή αντάμωση στα γουναράδικα» που ’λεγες στους αντάρτες
Προβλέποντας την τροπή που θα πάρει η μετακατοχική φάση
Ότι θα σας κρεμάσουν αφού σας γδάρουν το τομάρι οι γδάρτες.

Ο έφιππος ανδριάντας σου στην πλατεία Λαού στη Λαμία
Με το αγέρωχο παράστημά σου τιμά την πατριωτική σου δράση
Ευθυτενές βλέμμα και στα χέρια σου της Αντίστασης τα ηνία
Με το άλογο μ’ ένα πόδι ανασηκωμένο σε μια τσιμεντένια βάση. 

Ω θρυλικέ αρχικαπετάνιε του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη
Εσύ που πρωταγωνίστησες για να ’ρθει ολόφωτη η λευτεριά
Θα είσαι ανά τους αιώνες στην καρδιά κάθε Έλληνα πατριώτη
Και θα σε δοξάζει της αυθεντικής Ιστορίας η σπιθοβόλα ματιά.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: