Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Η βοδάμαξα» της Ρίτας Μπούμη – Παπά

“Κι ως με τον άνεμο θα πάλευε ο καπνός σου
κ’ η στάχτη σου θα ράντιζε τον κόσμο,
φτερά αητού να κόλλαγαν στις ρόδες σου,
του ρήγα αιθέρα αμάξι να γινόσουν
και σα ν’ αντίκρυσαν από μακριά κόκκινα λάβαρα
ν’ αγρίευαν οι ταύροι σου, να χύνονταν στον κάμπο!”

Η Ρίτα Μπούμη γεννήθηκε το 1906 στη Σύρο και έφυγε από τη ζωή στις 8 του Σεπτέμβρη 1984. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας, όπου σπούδασε παιδαγωγική και ειδικεύτηκε στη μέθοδο Montessori .

Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφράστρια σε περιοδικά όπως η Νέα Εστία, το Νέον Κράτος, η Νέοι ρυθμοί και εφημερίδες όπως η Αλλαγή, η Μάχη, η Αυγή (την περίοδο 1957-1960).

Υπήρξε αρχισυντάκτης του περιοδικού Ιόνιος Ανθολογία (από το 1929), εκδότρια των περιοδικών Εφημερίδα των ποιητών (1956-1958) και Κυκλάδες (1930-1932) και διευθύντρια του Ιδρύματος Περιθάλψεως Παιδιού (1930-1933).

Το 1936 παντρεύτηκε τον ποιητή Νίκο Παππά, με τον οποίο έζησε στα Τρίκαλα ως το 1940, οπότε εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους.

Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1929 με τη δημοσίευση του ποιήματός της Μικρέ μου αλήτη… στη Νέα Εστία, ενώ σε παιδική ηλικία είχε δημοσιεύσει ποιήματα στη Διάπλαση των Παίδων (1919).

Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση αλλά και με την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, τη μετάφραση (έργα των Λ.Λέβτσεφ, Σολόχωφ, Μπέκετ, Μπέττι, Ουγκώ και άλλων).

Τα βραβεία με τα οποία έχει τιμηθεί: Α’  Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών (1935), Α’ βραβείο Εθνικής Αντίστασης (1945), Διεθνές βραβείο Συρακουσών (1949), Βραβείο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1965).

Τιμήθηκε επίσης από το Ρουμανικό κράτος και την Ακαδημία του Βουκουρεστίου.

Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ποιήματά της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ρωσικά, ισπανικά, ουγγρικά, σερβικά, πολωνικά, αλβανικά, πορτογαλικά και άλλες γλώσσες.

Έργα της – Ποιήματα: Τραγούδια στην αγάπη (1930), Οι σφυγμοί της σιγής μου (1935), Αθήνα – Δεκέμβρης 1944 (1945), Καινούργια χλόη (1949), Ο παράνομος λύχνος 1940 – 1945 (1957), Λαμπρό Φθινόπωρο (1961), Ανθοφορία στην έρημο (1962), Χίλια σκοτωμένα κορίτσια (1963),  Δεν υπάρχει άλλη δόξα (Βουκουρέστι – 1964), Φως ιλαρόν (1966),  Η σκληρή Αμαζόνα (1982)  κ. ά.

Έργα της – Πεζογραφία: Όταν πεινούσαμε και πολεμούσαμε – Διηγήματα, 1941 – 1945  (1975), Η Χρυσώ (1984).

Με τον σύζυγό της, Νίκο Παπά,  συνέγραψαν την περίφημη Παγκόσμια Ανθολογία Ποίησης (1952).

Το ποίημα “Η βοδάμαξα” η Ρίτα Μπούμη – Παπά το έγραψε στα Τρίκαλα, γενέτειρα πόλη του συζύγου της και ποιητή Νίκου Παπά και αναφέρεται στη δύσκολη ζωή των κατοίκων του θεσσαλικού κάμπου.

Σαν να μην πέρασαν όμως, από τότε, τηρουμένων των αναλογιών, τα χρόνια.

Το ποίημα, εμπεριέχει και γενικότερες έννοιες – της κοινωνικής αδικίας και του πόθου του ξεσηκωμού, για μια καλύτερη ζωή.

Από την Ποιητική Ανθολογία των εκδόσεων “Μαλλιάρη” (1975).

Η βοδάμαξα

Άρμα της αγιοσύνης
και των παρθενικών γερατιών των γονιών μας,
φερμένη απ’ τη γη Χαναάν
στο κάμπο το θεσσαλικό με τα σιτάρια,
που ‘ναι μεγάλος και βουβός σαν εκκλησιά υπομονής
κάτω απ’ του ήλιου τη φωτιά.

Πηγαίνεις αργά, σα βιβλική χελώνα,
σηκώνοντας τη μοίρα των ανθρώπων της γης,
πιο λυπημένη απ’ το μαγγανοπήγαδο και το σαλιγκάρι·
με ρόδες σκοτεινές, δίχως αχτίνες,
φέτες γριάς βελανιδιάς, πελεκημένες απ’ τον πρόγονο,
κυλάς πάνω στον κάμπο που δεν έχει δρόμους
μα είναι δίσκος τοξωτός μ’ ανατολή και δύση
και το θεό ανάμεσα μεγάλο
για να σκεπάσει τα χωράφια μας.

Ξανθό βουνό απ’ άχερο σηκώνεις το θεριστή το μήνα.
γλυστρώντας σε πελώρια ψάθα, ψαλλιδισμένη
από τις φεγγαροπρόσωπες θερίστρες αδερφές μου·
και πας μονάχη κάτω απ’ το λιοπύρι
γιατί ο αφέντης σου πληγώθηκε από το κάμα
και μες στο θησαυρό του βουλιαγμένος,
πιο κίτρινος απ’ τ’ άχερο,
πιο γυμνός απ’ την πέτρα,
νειρεύεται, μπορεί, μια πετροπέρδικα
να λούζεται σε μια βουνίσια ανάβρα.

Τα μονοκόμματα χοντρά πλευρά σου,
δεμένα με πρωτόγονους αρμούς,
φύλαξαν του Αβραάμ, το μεσημεριάτικο ύπνο
και της Ρεβέκκας το καρδιοχτύπι,
μετρημένο με τα κουδούνια των καμηλιών
στη φλογερή έρημο δίχως πηγάδι.

Τα κραταιά βόδια σου κρατούν απ’ τα κοπάδια των Αχαιών
κ’ είναι σα δυο μνημεία καλοσύνης,
ήρεμα σαν το σούρουπο της πεδιάδας·
στο βάλτο των ματιών τους
βαπτίζεται η ψυχή μας·
παχύς κρουνός είναι η φωνή τους,
οκνά σα ρέει στην κοιλάδα
όπου κοιμάται ανάσκελα η Ειρήνη,
με τα μαλλιά της χυμένα στα χόρτα
και τ’ άσπρα της φρέσκα φορέματα.

Κόκκινη λουρίδα τους φοράμε
στο ρωμαλέο κι άκακο λαιμό,
για να θυμίζει την κλωστή της μοίρας τους,
και χάντρες βάναυσες στα στριφτά κέρατά τους
που οι πεταλούδες δε φοβούνται
κι όπου ο βραδινός άγγελος απ’ την Παλιά Διαθήκη
κρεμάει τον κεφαλόδεσμό του
πριν κοιμηθεί στα μούσκλα της εφτάστομης βρύσης.

Πρωτόπλαστο συγνεφιασμένο αμάξι,
τις μικρές μέρες με τις μεγάλες βροχές
που ώρες δεν έχει και όρια ο απελπισμένος κάμπος,
τυφλά δεμένο σα μια κίτρινη θάλασσα
με της βροχής τα βροντερά γιοφύρια,
χωσμένο ως τα ροζιάρικά σου γόνατα
σ’ ένα χινόπωρο πικρό σαν τη ζωή σου,
βογγώντας να νικήσεις πολεμάς
τη δυναστεία της λάσπης.

Πάντα νικά ο αγώνας των βοδιών σου
και βγαίνει απ’ τα ρουθούνια τους αχνός ρυάκι
και τρίζουν τα κατόχρονά σου κόκκαλα
με μια τρυφεροσύνη
έτσι, σαν αναφυλλητό παιδιού
πούχει από ώρα κλάψει.

Και πας αργά, κουτσαίνοντας
και πληγωμένη από πηλό,
εκεί που σ’ οδηγάει κάθε μέρα
ο Ησαύ με τα πελώρια χέρια·
πολλούς αιώνες το ριζικό του γράφεις με τις ρόδες σου
στη λάσπη, στο χιόνι και στο γρασίδι,
πάντα γελασμένος, δίχως να το ξέρει,
κι αγαπημένος τόσο από τα βόδια του
που σκιάζονται τους ίσκιους.

Σαν άρμα λυδικό, μια μέρα λιόχαρη,
με φλουρόστηθες κοπέλες και ντέφια,
κινάς για κει πούναι πυκνά τα περιστέρια
και πέφτουν ντουφεκιές χαράς γαλάζιας,
για ν’ αδειάσει φλασκιά κρασί ο παππούς
που βαστά τα γκέμια σου με παιδικά χέρια
και να φτερώσει ο νους των αγοριών,
με τ’ άσπρο τους πουκάμισο, τις ραβδωτές τις κάλτσες,
στο τόξο αρχαίου χορού,
που καταρράχτες οι πτυχές πέφτουν απ’ τους γοφούς
και χοντρά ρόδια μες στους κόρφους
κρατιούνται και δε σπάζουνε από ασημένιες πόρπες!

Σ’ είδα τις φιλενάδες στο ποτάμι να οδηγάς,
που τραγουδάν σα να μοιρολογάνε,
για να λουστεί κοντά στις δάφνες τις πυκνές
η αγριόματη κατάξανθη κοπέλα,
που τήνε τάξανε δίχως να τη ρωτήσουν,
και να πλυθεί το κεντημένο βιός
που ‘ταν κρυμμένο με το μόσκο,
ν’ απλώσει η δόξα του πάνω στα χόρτα,
τι τα προικιά θα φορτωθείς την Κυριακή,
βαμμένα με ξύλο σκυθικό και καρυδόφυλλα·
κ’ έτσι, λαμπρή όσο ποτέ,
γεμάτη ασημοκούδουνα και κλαδωτές κουβέρτες,
σαν αργαλιός αρματωμένος απ’ τον Όμηρο,
θα πορευτείς για το χωριό που κρύβουνε τα σύννεφα,
ενώ μια κόρη που δε γέλασε ποτέ της
θα κλαίει μ’ αναφυλλητά γιατί τηνε παντρεύουν.

Αχ, νάταν μια φορά απ’ τις χίλιες σου,
καθώς θα κουβαλούσες ένα πύργο στάχια
στο στρογγυλό τ’ αλώνι του μεσημεριού,
από μιαν οργισμένη κονταριά του θεσσαλού ήλιου
σύγκρομη νάπαιρνε φωτιά η υπομονή σου,
νάλυωνε μες στις φλόγες σου ο καμπίσος πόνος,
απ’ τα πλευρά σου οι αρμοί να λύνανε με κρότο
και της σκλαβιάς σου τα καρφιά να πήδαγαν τ’ αψήλου!

Κι ως με τον άνεμο θα πάλευε ο καπνός σου
κ’ η στάχτη σου θα ράντιζε τον κόσμο,
φτερά αητού να κόλλαγαν στις ρόδες σου,
του ρήγα αιθέρα αμάξι να γινόσουν
και σα ν’ αντίκρυσαν από μακριά κόκκινα λάβαρα
ν’ αγρίευαν οι ταύροι σου, να χύνονταν στον κάμπο!

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: