Η επαναστατική ταξική πένα του Γιώργου Κοτζιούλα (δεκαπενταετία 1925-1940)

Σαρανταεφτά χρόνια έζησε ο Γ. Κοτζιούλας από τη γέννησή του το 1909 στην Πλατανούσα της Ηπείρου. Όραμά του: μια κοινωνία δικαιότερη και μια ζωή καλύτερη. Φανερή είναι η επίδραση του σοσιαλισμού σε έργα του.

Η επαναστατική ταξική πένα του Γιώργου Κοτζιούλα (δεκαπενταετία 1925-1940)

Το διήμερο 15-16 Δεκέμβρη του 2018 πραγματοποιήθηκε στον Περισσό, στα πλαίσια του γιορτασμού των 100 χρόνων ζωής και δράσης του ΚΚΕ, το 5ο Επιστημονικό Συνέδριο της ΚΕ του Κόμματος με θέμα: «Η συνάντηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας με το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική ιδεολογία από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και τον Μεσοπόλεμο».

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία στο Συνέδριο του Κώστα Κοτζιούλα, φιλόλογου και επιμελητή του Αρχείου Γ. Κοτζιούλα, για τον πατέρα του, ποιητή, συγγραφέα, κριτικό και μεταφραστή Γιώργο Κοτζιούλα.

Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Κώστα Κοτζιούλα για την παραχώρηση του κειμένου.

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΚΗ ΠΕΝΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ
(ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΙΑ 1925-1940)

Σαρανταεφτά χρόνια έζησε ο Γ. Κοτζιούλας από τη γέννησή του το 1909 στην Πλατανούσα της Ηπείρου. Έγραψε ποιήματα, πεζά, κριτικές και δοκίμια, αναμνήσεις και χρονικά,  γλωσσοφιλολογικά, λαϊκό θέατρο, λαογραφικά κείμενα κ.ά. Έκανε μεταφράσεις από την αρχαία και την ξένη Γραμματεία.

Όραμά του: μια κοινωνία δικαιότερη και μια ζωή καλύτερη.

Φανερή είναι η επίδραση του σοσιαλισμού σε έργα του. Θα σταθώ μόνο σε άμεσες αναφορές του της δεκαπενταετίας 1925-1940.

Το πρώτο σημάδι αναζήτησης του σοσιαλισμού το καταγράφει στο δοκίμιό του «Παλιά μου τέχνη», όπου αναφερόμενος στη φοίτησή του στο Γυμνάσιο της Άρτας το 1925 αναφέρει: «[…] Τέτοια παραδείγματα, τέτοιες καινοτομίες μάς έκαναν εντύπωση, εμένα τουλάχιστο. Τους έβλεπα αυτούς τους ανθρώπους σαν πρωτοπόρους της προόδου, σα φώτα στη σκότεινη επαρχία. Ο Γαλιόπουλος, ο Παπαγεωργίου, ίσως κιόλας απ᾽ την προαίσθηση πως δε θα ζούσανε πολύ, μου φάνταζαν σα χρυσές ελπίδες, σα ζηλευτά παλληκάρια. Δύναμή τους ήταν η ευαισθησία, φέγγος τους η χλωμάδα. Πόσο ήθελα, Θέμου, να τους μοιάσω! Ας γινόμουν κι εγώ μια μέρα φοιτητής, να βγαίνω το καλοκαίρι στα χωριά με γραβάτα. Ας μάθαινα κάποτε τι είναι αυτός ο σοσιαλισμός, που δεν ήξερε κανένας εδώ γύρω να με πληροφορήσει […]».

Το 1926, σε ηλικία δεκαεφτά χρόνων, ο νεαρός Κοτζιούλας γράφει ένα ποίημα, που φανερώνει την πρώιμη ταξική ευαισθησία του:

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΣΚΛΑΒΩΝ (απόσπασμα)

Απ’ τα χαράματα ως το βράδυ
άβουλοι εμείς, δειλό κοπάδι,
θλιμμένοι, αμίλητοι, σκυφτοί
και με τ’ ανάθεμα στο στόμα
το μαύρο σκάβουμε το χώμα
που καρτερεί να μας δεχτεί.

Με τα βαριά σφυριά στο χέρι
το πυρωμένο μεσημέρι,
που σαν καμίνι φλογερό
κρατεί κλεισμένα μας τα μάτια,
ψηλά ανεγείρουμε παλάτια
για τον αφέντη το σκληρό.

[…]

Για το ποίημα αυτό γράφει: «Πριν φύγω για την Αθήνα, είχα πάει λίγες μέρες στα Γιάννινα, μήπως εύρω καμιά γραφική εργασία. Εκεί, γνωρίστηκα με κάποιον Κρητικό Παπαδάκη, υπάλληλο θαρρώ, που μου μίλησε απάνω στο κρασί για κοινωνική ισότητα και τέτοια. Ενθουσιάστηκα κι αυτή τη φορά, ήταν λόγια που έφταναν μέσα στην καρδιά μου. Κάθισα κι έγραψα ένα ποίημα για τους αδικημένους του κόσμου, για το δίκιο της εργατιάς. […]»

Το 1926 ο Κοτζιούλας έρχεται στην Αθήνα για να δουλέψει και να σπουδάσει φιλολογία. Αρθρογραφεί, κάνει μεταφράσεις και γράφει κριτικές σε διάφορα περιοδικά, γνωρίζεται με όλο τον πνευματικό κόσμο της πρωτεύουσας·

Η ειρήνη κι ο σοσιαλισμός είναι μέρος των θεμάτων του. Το 1931 στη μελέτη του «Ο Στρατής Μυριβήλης κ᾽ η πολεμική λογοτεχνία» γράφει:

«[…] Τα θύματα των πολέμων δεν είναι δυνατό να μένουν ικανοποιημένα από τις πολύστηλες περιγραφές των εφημερίδων, τις θλιβερές παρελάσεις των ονοματεπωνύμων, τις στεγνές ανακοινώσεις των στρατηγείων, τα κάθε λογής απομνημονεύματα που συνοδεύουν υποκριτικά με την επίσημή τους εμφάνιση τις εκφορές των λυγισμένων πολεμιστών. Όλα αυτά αποβλέπουν όχι στην εξυπηρέτηση του ανθρωπισμού, αλλά στη διενέργεια προπαγανδισμού για την πρόκληση μιας νέας αιματοχυσίας, με προφάσεις κεκαλυμμένα εγκληματικές κι είναι, γι’ αυτό το λόγο ανεπιθύμητα και βλαβερά. Το πλήθος των δοκιμασμένων των μαχών, αυτό που είχε ριχτεί στην εξόντωση δίχως σκοπό και δίχως όφελος, δεν περιμένει να φωτιστεί από τα εξαγόμενα της αριθμητικής και της στατιστικής, που έρχονται να πιστοποιήσουν ξερά το μέγεθος των δυστυχημάτων, αλλ’ από τη λάμψη μιας φλόγας που ξεπετιέται μεσ’ απ’ την ίδια πύρινη πηγή και που μόνη μπορεί να γράψει στον ουρανό την ιστορία τής κόκκινης εποποιίας». Είναι φανερό πια πως προσανατολίζεται στην κομμουνιστική ιδεολογία.

Την ίδια χρονιά, σε κριτική του για τον Κ. Βάρναλη, γράφει:

«Μονάχα για τον Κώστα Βάρναλη δε μπορούμε να πούμε πως επερίμενε να βγάλει την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη» για ν’ αναγνωριστεί και να επιβληθεί στο μορφωμένο μας κοινό που συνηθίζει να διαβάζει και ξέρει τι διαβάζει. Τα προηγούμενα έργα του και προπάντων οι «Σκλάβοι πολιορκημένοι», τον είχανε ξεχωρίσει μονομιάς από το πλήθος των ποιητών μας, που εκθέτουν τις ίδιες έμμετρες κοινοτυπίες μέσα σε διαφορετικά βιβλία, και τον είχαν αναδείξει σαν το μοναδικό ποιητή της επαναστατικής σοσιαλιστικής ιδεολογίας, που καταχτά μέρα με τη μέρα, και δικαιολογημένα, την ψυχή της καινούργιας μας γενιάς. […]»

Σε «Απάντηση σε έρευνα για την ποίηση» γράφει: «[…] Η ιδέα της πατρίδας, που προκαλούσε ως τα χτες τόσα παραληρήματα αρχαιομανίας κι είχε γίνει αφορμή να γραφτούν οι ανουσιότεροι των στίχων, έπαψε πια να ερεθίζει τη φαντασία των ποιητών. Σημάδι και τούτο των καιρών· γιατί εδώ ίσα-ίσα έχουμε να σημειώσουμε σημαντικό σταθμό, τη μετάβαση από το δημοτισμό στον κομμουνισμό, δηλ. την ολοκλήρωση του πρώτου. […]»

Το Μάρτιο του 1931 δημοσιεύει στους Πρωτοπόρους ποίημά του με τον τίτλο «Σατιρικά». Αφορμή είναι ανακοινώσεις κύκλων της Ακαδημίας Αθηνών σε εφημερίδες με περιεχόμενο όπως: «[…] Ουσία και μορφή δε χωρίζονται, οι δε κομμουνισταί συγγραφείς μας δέον ν’ αποτείνωνται δι’ υλικάς ή ηθικάς ενισχύσεις όχι εις την Ακαδημίαν Αθηνών αλλά εις την Ακαδημίαν της Μόσχας», Πρωία, 18-1-1931.

ΣΑΤΙΡΙΚΑ (απόσπασμα)

Δάσκαλοι, δεσποτάδες, γαλονάδες,
οι Πατρίδες, οι Μητέρες, οι Ελλάδες!
[…]
Τα πάντα η μούσα σύμβολα τα κάνει,
εξόν από σφυρί κι από δρεπάνι.

Από την έγνοια απλήρωτη του εργάτη,
καλύτερα ο λουφές και το ραχάτι.

Μιλούν βιβλιοθήκες κι Υπουργεία
για την πνευματική μας λαιμαργία.
[…]
Θα φέρουν, λέει, τη Μόσχα στην Αθήνα.
Μα ως τότε θα πεθάνουν απ’ την πείνα.

Τι κι αν χυθεί σε νέους πολέμους αίμα,
αφού θα δώσει ένα καινούργιο θέμα;

Βρίζουν ιερά και όσια του Γένους.
Τι περιμένεις από πεινασμένους;

[Τα δίστιχα, παιγνίδια με τις λέξεις.
Α, με τη δυστυχία μπορείς να παίξεις;]

Το 1934 δημοσιεύει στο περιοδικό Νέα Επιθεώρηση δύο ποιήματα, όπου κάνει αναφορά στην κομμουνιστική επανάσταση.

ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΑΠ’ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ (απόσπασμα)

Εδώ όσο είμαι ξαπλωμένος στο βαπόρι
με τον καλό καιρό, την όμορφη λιακάδα,
μπορώ να κάνω στίχους πάλι για μια κόρη
όπως τη θέλω ή και για μέρη που δεν τα ’δα.

Μα εγώ θα γράψω γι’ άλλο, αρέσει δεν αρέσει:
για δυο μικρά και μια γυναίκα φουκαριάρα
που τους εβρήκα, θέμα απείραχτο, στη μέση
του δρόμου να δειπνούν, σιμά σε κάτι κάρα.
[…]
Δώθε απ’ τα μεγάλα που ξεφώνιζαν καράβια,
μες στους χαμάληδες που διάβαιναν δρομαία,
αυτά πεσμένα με τα μούτρα σαν κουτάβια
έτρωγαν πεπονόφλουδες στην προκυμαία.
[…]
Αφού για να τα πάρει στον παραδεισό του
δεν βρίσκουν καταδεχτικό Θεό στα ουράνια,
φύλαξ’ τα εσύ, θροφή του δρόμου, ωσότου
φτάσουν οι Κόκκινοι, να γλίτωνε κι η ορφάνια!

Την ίδια χρονιά (1934), με τη συμπλήρωση 10 χρόνων από το θάνατο του Λένιν, γράφει πολυσέλιδη διάλεξη με τίτλο «Λένιν». Η διάλεξη αρχίζει έτσι: «Ο Βλαδίμηρος Λένιν πέθανε. Ακόμα και στο στρατόπεδο των εχθρών του, μερικοί το αναγνωρίζουν καλόπιστα: στο πρόσωπο του Λένιν ο κόσμος έχασε έναν μεγάλο ηγέτη, έναν σπουδαίο άνθρωπο.» Τότε φαίνεται πως γράφει και το ποίημα:

ΣΤΟ ΛΕΝΙΝ

Λένιν, μονάχο του αντηχεί, βουίζει τ᾽ όνομά σου
πλιότερο απ᾽ όλες της παλιάς Ρωσίας τις καμπάνες.
Γέμισε από το τράνταγμα, γέμισε η πλάση ακέρια
κι ο βρόντος τα σαράβαλα χτυπάει των καθεστώτων,
έτσι π᾽ ακόμα κι ο κουφός ν᾽ ακούσει τον αχό του.
Τρέμει ο αφέντης σύγκορμος, αναγαλλιάζει τώρα
κάθε φτωχός, ανήμπορος και νιώθει τώρα ατσάλι
τα μπράτσα, βλέποντας αργά αργά να ξεκολλιούνται,
να πέφτουν σιδερόδετα χιλιόχρονα αγκωνάρια.

Ο διαλεχτός μιανής φυλής μην ήσουν κι ο Μεσίας
αυτός που γράφουν τα χαρτιά, της μοίρας τα γραμμένα;
Όχι, ήσουν γκάστρι της οργής, κόκκινης ώρας γέννα.
Ζεστή καρδιά σε λεύτερο, σ᾽ αντρίκιο στήθος ήσουν,
που φέρνει των απόκληρων το πλήρωμα του χρόνου.

Κι όπως στυλώθηκες στης γης ολόρθος τα θεμέλια,
το χέρι ή πόδι του χωρίς ακόμα να του αγγίξουν,
ο παντοδύναμος θεός σωριάστη αμέσως χάμου.
Κι οι τσάροι τι ν᾽ απόγιναν, οι τσάροι οι φουκαράδες;
Θέριευε η επανάσταση στα χεροπάλαμά σου
τα σιδερένια και πετάει παντού το μήνυμά σου
Λένιν, βροντάει σαν αστραπή και σαν αστροπελέκι:
κόσμε φτωχέ, κόσμε ραγιά, δικά σου είν᾽ όλα τώρα,
παλάτια, γης και λευτεριά, τα δίκια, τα χαράμια.
Χτύπα εκεινούς που στ᾽ άρπαξαν και πάρτους τα κλεμμένα.

Στείρα ως τα τώρα είταν η γης, η γης η πλούσια, Λένιν,
μα σαν την άδραξες εσύ στην αγκαλιά σου, ανοίγει
μεμιάς η μήτρα η καρπερή κι απ᾽ τον Αρχάγγελο ίσα
με την Οντέσα αρίφνητα χυθήκαν τ᾽ αγαθά της.

Και γκρεμιστής κι οδηγητής, άπραγο Σλάβο πήρες
εσύ κι απ᾽ τον ανέγνωμο, τον άμοιρο χωριάτη
καινούργιο, τρισελεύθερο δημιούργησες εργάτη
Λένιν, εσύ που στύλωσες μια γιγαντένια αγάπη
στην οικουμένη, πέθανες; Όχι, ποτέ! Πεθαίνουν
μονάχα οι άψυχοι. Άλλαξες και γίνηκες βλαστήμια
κι αίμα φλογάτο μέσα μας, η ελπίδα και το φως μας
και πίστη ακόμα γίνηκες, και πίστη, κοσμοπλάστη.

Η σοσιαλιστική ωριμότητα του Κοτζιούλα είναι πλέον φανερή, όπως και στο ποίημα:

ΕΡΓΑΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΝΝΑΣ (απόσπασμα)

Ο στίχος την αξιά την έχει χωριστά:
να μη γυρεύεις απ᾽ τους πλούσιους μερδικό.
Αν τύχαινε να βγεις στο σπίτι τους μπροστά
δεν θα σε κοίταζεν ουδέ το δουλικό.

Μην ξεγελιέσαι με το τίποτες. Αυτοί
που σου μιλούν από συνήθεια με το σεις
κι έχουν ανατροφή όπως φαίνεται λεπτή
λύκ᾽ είναι. Μάθε αν δε το ξέρεις να μισείς.

Όλοι τραβάνε πάθια σήμερα οι φτωχοί·
κι εκείνα πούειδες κι άλλα που δε βάνει ο νους.
Αν σου πονεί στ᾽ αλήθεια, σύντροφε, η ψυχή –
τράβηξε προλετάριος με τους αλλουνούς.

Ζει φιλοξενούμενος σε παραπήγματα προσφύγων, εργάζεται σε τυπογραφεία· κοιμάται στο ύπαιθρο, σε σκαλοπάτια, πάνω σε τραπέζια από ταβέρνες, σε περιστερώνα· για πρώτη φορά στη ζωή του μπήκε σε σπίτι με ηλεκτρικό το 1940! («Μήνες πολλούς επέρασα μέσα σε υγρές παράγκες μαζί με τη φτωχολογιά, μ᾽ αρρώστιες και μ᾽ ανάγκες…»). Βρέθηκε κοντά στους εργάτες, τους πρόσφυγες, στους αγρότες, τους άστεγους αλλά και τους φοιτητές. Με αυτούς ζει και γι᾽ αυτούς γράφει («θέλω να γράψω ένα τραγούδι μ᾽ αντοχή και συλλογίζομαι ολοένα εσάς, φτωχοί…»). Πάει εκεί που δεν παν άλλοι και γράφει γιαυτούς: – «Πήγα με τους απρόκοφτους και παρακατιανούς, μ᾽ εκείνους που δεν έχουνε κάτου απ᾽ τον ήλιο μοίρα. Το χέρι μου άφοβα άπλωσα κι ό,τι μου δώσαν πήρα την ώρα π᾽ ούτε γύριζα να ιδώ τους αλλουνούς. […]». Το 1935 παθαίνει φυματίωση και νοσηλεύεται σε σανατόρια· ζει σε παράγκες φυματικών στην Πάρνηθα και στην Πεντέλη. Γράφει γι᾽ αυτούς τους παρίες της ζωής.

«ΞΑΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΜΟΥ» (απόσπασμα):

«Πρόσωπα του κύκλου μου, δικοί μου ανθρώποι!

Μέσα σε τρεις μέρες που ξαναήρθα στα λημέρια σας, περάσατε όλοι από μπρος μου, δώσατε ο καθένας το «παρών» του. Γελούμενοι και σκυθρωποί, ανοιχτόκαρδοι και προφυλαχτικοί, κακοντυμένοι, μισονηστικοί, όλο βάσανα και πίκρες, εύθυμοι όμως στο βάθος, οντότητες σχηματισμένες, αναλλοίωτα καλούπια, φανερωθήκατε πάλι σ’ εμένα, που μ’ όρισε η μοίρα θιασάρχη σας.

Ήρθατε, νούμερα περίφημα, καθένας με το ρόλο του, να παίξετε στο θέατρό μου, το θέατρο τ’ αληθινό, χωρίς να φορέστε προσωπίδες, χωρίς ν’ αλλάξτε τον τόνο της φωνής σας, επειδή κι έτσι όπως είστε μπορείτε να συγκινήσετε το κοινό. Ο λαός θα σας ακούσει, αυτός θα σας ιδεί, κι όπως είναι διψασμένος για τύπους δικούς του, βγαλμένους απ’ τις περιπέτειές του, η τέχνη σας μπορεί να του αρέσει.

Εγώ, να ξέρετε, είμαι μαζί σας ως το τέλος. Εσάς μονάχα μελετώ κι από σας παίρνω την έμπνευσή μου. Ο αγώνας σας είναι και δικός μου, η τύχη μας κοινή. Ξεκινούμε από τη λάσπη, που είναι ουσία γλιστερή και τραβάει σαν το χταπόδι. Μας θέλει κοντά της να μην ξεκολλήσουμε, σαν τις αμέτρητες γενιές των αδερφιών μας που έχει καταπιεί. Μα εμείς έχουμε το πείσμα βοηθό μας αυτή τη φορά.

Όργανα της μοίρας, ξέρουμε πια τη δύναμή μας.»

Εμπνέεται από τις εργάτριες. Το διήγημα με τον τίτλο «Άργος» του 1937 τελειώνει έτσι:

«Η Νέα Κίος είναι ένας μεγάλος προσφυγικός συνοικισμός, έχει κι εργοστάσια. Μουσκεύουν μέσα στο νερό τα κουκούλια κι ύστερα βγάζουν απ’ αυτά μεταξωτές κλωστές. […] Εκεί μέσα δουλεύουν όλο γυναίκες, οι περισσότερες κοπέλες γύρω από τα δεκαπέντε. Εκμετάλλευση. […]

Εσένα όμως δε θα λησμονήσω ποτέ, κοπέλα που κελαϊδούσες σαν αηδόνι μες στις μηχανές και στη μονοτονία. Έχεις μια κακή μητριά που πότε σου αφήνει λίγο φαΐ, πότε σε διώχνει νηστική. Η θέρμη σου έρχεται μέρα παραμέρα και σε κάνει να χοροπηδάς. […] Τραγουδάς και συντομεύεις τις ώρες. Ανοίγεις το στόμα σου κι αφαιρούνται. […] Φεύγω και σε κρατώ για πάντα στο θυμητικό μου, φτηνό φουστάνι αγορασμένο από το γυρολόγο, πρόσωπο σημαδεμένο από την κακοπέραση, πόνε που γίνηκες τραγούδι για να ξεχνά ο λαός το βάσανό του!»

Το ποίημα με τίτλο «Ελονοσία» καταλήγει έτσι:

«Μόνο άμα αλλάξουμε το απαίσιο καθεστώς, / θα πάψει ν’ αρρωσταίν’ η φτώχεια, να πεινά, / μόνο άμα συντριφτεί ο δυνάστης ο φριχτός, / καθὼς μας τόδειξε κι ο Λένιν ζωντανά».

Το 1939 γράφοντας την εισαγωγή σε συλλογή ποιημάτων του νεκρού φίλου του Γ. Δενδρινού αναφέρει: «Η επιφάνεια της καλλιεργήσιμης γης δεν ελαττώθηκε ούτε κατά ένα πλέθρο, γιατί τότε η τόση δυστυχία; Με λίγη καλή θέληση όλα μπορούσαν να διορθωθούν, η γη μας από τόπος οδυρμών θα γινόταν ένα περιβόλι χλοερό που δε θα το φαρμάκωναν οι ανάσες των απόκληρων. Τότε […] προορισμός του [ποιητή]θα ήταν να συνθέσει ένα θριαμβευτικό τραγούδι της δουλειάς, έναν παιάνα των ομαδικών προσπαθειών, που θα ψαλλόταν μέσα σ’ εύθυμους αλαλαγμούς, ανάμεσα στο ικανοποιημένο πλήθος». Γράφει τότε τον «Ύμνο των όλων», που τελειώνει έτσι: «Απάνω τους κι εμείς! Εμπρός, Αδέλφια, εμπρὸς / στην κόκκινη σημαία την κραταιά αποκάτω, / μ’ ατρόμητο οδηγό το προλεταριάτο!».

Ο Κοτζιούλας περιγράφει και εξιστορεί τα βάσανα και την εκμετάλλευση της εργατιάς.

«Γη της επαγγελίας» (1939):

«Τσιάβο Τράμπα τον έλεγαν κι ήταν από τα μέρη της Παραμυθιάς. Είχε ’ρθει από το χωριό του στα έμπα του καινούργιου χρόνου κι έπιασε δουλειά σ’ έν’ από τα νταμάρια της Πεντέλης.[…]

– Για, ήρθα κι εγώ να δουλέψω καμιά στάλα, τι να κάμω; […]

– Και τώρα πώς τα καταφέρνεις στο νταμάρι;

– Εγώ κι η ψυχή μου το ξέρουμε. Στην αρχή δεν ήθελα να ’ρθω, φοβόμουνα μη δεν τα βγάλω πέρα. […] Ακόμα όμως δε μας πλέρωσαν, ποιος ξέρει πόσα θα με κανονίσουν. Κάνω υπομονή, τι να γένει. Μάρμαρα όμως είν’ αυτά, δεν είναι αστεία. Τα πιάνεις το πρωί και κρουσταλλιάζουνε τα χέρια σου. […] Εγώ κουβαλάω με τα μαγονάκια (έτσι τα είπε) και φορτώνω, αυτήν τη δουλειά κάνω. Κι έχουμ’ έν’ αφεντικό που στέκεται αποπάνου μας αλέστα.»

Το 1940 στο διήγημά του «Όταν σβήνουν τ᾽ άστρα» αναφέρεται στην ταξική ανισότητα: «[…] Αμέτρητες φορές είχα ανεβοκατέβει την επιβλητική αυτή πολυκατοικία με τα μαρμαρένια σκαλοπάτια, με τους θυρωρούς, τα κουδούνια και τις γλάστρες. Ήμουν παρείσαχτος εκεί μέσα, το έβλεπα καλά. Δεν είχα γαλότσες να τις αφήσω στον προθάλαμο, δε φορούσα πανωφόρι για να μου το πάρουν απ’ τις πλάτες οι υπηρέτες. […]»

Στη νουβέλα «Με τον κόμπο στο λαιμό» γράφει για τον παράνομο τύπο:

«[…] Εγώ δεν είμαι τόσο δυνατός. Αλλά θαυμάζω τους δυνατούς όποτε τους συναντήσω. Να, προχτές είχα πάει για δουλειά μου σ’ ένα υπόγειο τυπογραφείο. Εκεί τυπώνεται κι η επαναστατική εφημερίδα, αυτή που διαβάζουμε κι εμείς καμιά φορά. Εκεί μέσα βρήκα κι έναν νέο, ένα ψηλό, όμορφο παιδί, που κάνει τις διορθώσεις του φύλλου. Δεν παίρνει τίποτε, έμαθα, δουλεύει δωρεάν, για την ιδέα. Κάθεται και ξενυχτάει, δηλητηριάζει τους πνεύμονές του, καταστρέφει τα μάτια του, περιφρονεί τις διασκεδάσεις, κι όλα αυτά για την ιδέα. Πού το βρήκε αυτό το σθένος, αυτή την αντοχή; […]»

Το 1940 ο πόλεμος χτυπά την πόρτα. Ο Κοτζιούλας στο δοκίμιο  «Καιρός πολέμου» καταλήγει:

«Ποιος από μας επιζήτησε τον πόλεμο; Και τι φταίμε εμείς αν ένας ξένος ιμπεριαλισμός δε μπορεί να λύσει αλλιώτικα τα εσωτερικά προβλήματά του; […]

Ο τωρινός πόλεμος άλλαξε μορφή, έγινε, όπως βλέπουμε, ολοκληρωτικός. […]

Οι διανοούμενοι, έχω την πεποίθηση πως θα πράξουν το χρέος τους, με τον έναν τρόπο ή τον άλλο. Δεν είν’ αιμοχαρείς, μα πονούν εξίσου με τους άλλους για τις τύχες της φυλής μας. Επιτέλους, εμείς οι νεότεροι προπάντων, είχαμε να ζητήσουμε τόσα άλλα απ’ τη ζωή, ποτέ όμως τη στενότερη γνωριμία μας με τον ιταλικό φασισμό!»

Ο Κοτζιούλας οσμίζεται τον επαναστατικό αέρα του σοσιαλισμού και συντάσσεται με αυτόν έχοντας για όπλο την πένα:

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Που θα πάτε, που θα πάτε! Κομποδιάστε τα κλεμένα,
κρύψτε και τ’ ασημικά σας να τα χαίρεται η σκουριά.
Θάβγουμε κι εμείς παγάνα, θα σας εύρουμε ως τον ένα,
και στην πόλη μέσα αν είστε και στ’ απόμερα χωριά.

Που θα πάτε, που θα πάτε! Κι απ’ τις άγιες πίσω εικόνες
αν τρυπώστε, θα σας βρούμε μ’ όλα τα υποκριτικά
παρακάλια στο θεούλη που αναμπαίζεταν αιώνες
αδικεύοντας το πλήθος οπού τούχατε χαλκά.

Που θα πάτε, που θα πάτε! Ξεσηκώθηκαν οι σκλάβοι,
κι όσοι ζούσαν αφεντάδες με τον ίδρο του αλλουνού
δε γλυτώνουν ούτ’ αν φύγουν με ταχύπλωρο καράβι,
τόσο πλήθυναν τα δάκρυα της φτωχιάς και του ορφανού.

Που θα πάτε, που θα πάτε! Φυλακές και ξερονήσια
κι οι κλωτσιές στα κρατητήρια κι οι χαφιέδες στα γιαπιά
μας διδάξαν να βαρούμε τους δημίους αλύπητα, ίσια
σαν το φίδι που του δίνουν κατακέφαλα χτυπιά.

Που θα πάτε, που θα πάτε! Μόλις βλέπαμε κορδόνια
μας ερχόταν να χωθούμε στα κατάβαθα της γης,
και θαρρούσατε πως θάστε στου λαού τη ράχη αιώνια
μη γρικώντας τα σημάδια της μεγάλης αλλαγής.

Που θα πάτε, που θα πάτε! Να, ξυπνάει ο μιναδόρος
και της θάλασσας ο μούτσος κι ο λιγόλογος σκαφτιάς.
Πες και πες οι απλοί διδάχοι, στα στερνά θα πιάσ’ ο σπόρος
κι είναι πια φουρτούνας βόγγος η φωνή της εργατιάς.

Που θα πάτε, που θα πάτε! Στα σκολειά και στις στρατώνες
κι απ’ τους άμβωνες απάνω Φαρισαίοι χωρίς καρδιά
μας κρατούσαν στο σκοτάδι και με νόμους, με κανόνες
πρόσταζαν τον πεινασμένο «σουτ», «σκασμός» και «τσιμουδιά».

Που θα πάτε, που θα πάτε! Πρόστυχοι καλαμαράδες
με ψυχή ξεπουλημένη γράφανε κατεβατά
που γινόνταν απ’ το κράτος φημερίδες και φυλλάδες
να στραβώνετ’ ο καθένας, να φλομώνεται μ’ αυτά.

Που θα πάτε, που θα πάτε! Παίρνατ’ άνογους χωριάτες
και τους στέλνατε κοπάδι στου πολέμου τη φωτιά,
διασκεδάζοντας οι ίδιοι με κυρίες μυρωδάτες
απ’ αυτές που τόχουν ρίξει στο πιοτό και στα χαρτιά.

Που θα πάτε, που θα πάτε! Δες που σήκωσε κεφάλι
κι όλο δείχνει τη γροθιά του προλετάριος τρομερός.
Δε σας άξιζ’ η εξουσία και γι’ αυτό την παίρνουν άλλοι.
Κατευόδιο, άρχοντές μου! Βλέπετε, άλλαξ’ ο καιρός.

Κατοχή κι η πείνα. Στα τέλη του 1941 ο Κοτζιούλας αναχωρεί για την πατρίδα του. Σε επιστολή του αποκαλύπτει: «Με την ανατολή του ’43 άλλαξε η ζωή μου, όπως και πολλών άλλων εκεί απάνω. Ξεκίνησε το αντάρτικο και με τους πρώτους το ακολούθησα κι εγώ. Το απολυτήριό μου γράφει υπηρεσία δυο ετών, Φλεβάρης του ’43 – Φλεβάρης του ’45, υπηρεσία στον Ε.Λ.Α.Σ. εννοείται. Χρημάτισα καθοδηγητής ομάδων, λαϊκός διαφωτιστής, επιμελητής κλιμακίου, Ε.Δ.Α. Μεραρχίας, θιασάρχης της Λαϊκής Σκηνής.» Εκεί θα δώσει και το δικό του αγώνα μαζί με τους άλλους για τη λευτεριά.

Η καρδιά του έπαψε να χτυπά, από τη φυματίωση και το διαβήτη, τον Αύγουστο του 1956.

Κώστας Κοτζιούλας

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: