Αναστάσιμο Μνημόσυνο – Γιάννης Ρίτσος

“…όμως το γαίμα των παιδιώνε σας βγαίνει πάνω απ’ το μαύρο
κόκκινο της θυσίας, της αγρύπνιας κόκκινο,
κόκκινο της αυγής και της ελπίδας,
το κόκκινο της λευτεριάς, κόκκινο κατακόκκινο…”

Αναστάσιμο Μνημόσυνο - Γιάννης Ρίτσος

Την Μεγάλη Παρασκευή του 1944, τρία άψυχα σώματα αιωρούνταν κρεμασμένα από στύλους της κεντρικής πλατείας του Αγρινίου (πλατεία Μπέλλου). Νωρίς το πρωί της ίδιας μέρας, οι γερμανοτσολιάδες, Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών καταχτητών, είχαν κρεμάσει τους ήρωες Αβραάμ Αναστασιάδη, Χρήστο Σαλάκο και Παναγιώτη Σούλο, αφήνοντας εκτεθειμένα τα σώματά τους στη θέα των περαστικών της πλατείας, μέσα σε συνεχή βροχή, μέχρι το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου. Τότε τα καθάρματα επέτρεψαν στους συγγενείς τους να αποκαθηλώσουν τα άψυχα κορμιά των παλικαριών. Την μέρα εκείνη, οι Γερμανοί καταχτητές και οι ντόπιοι συνεργάτες τους, εκτέλεσαν στο Αγρίνιο 120 πατριώτες.

Το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ Μεσολογγίου είχε ανατινάξει αμαξοστοιχία των Γερμανών καταχτητών κοντά στο Αγγελόκαστρο, εξουδετέρωσε τη γερμανική συνοδεία του τρένου και αφού πήρε τα όπλα και ό, τι άλλο μπορούσε να μεταφερθεί έβαλε φωτιά και την έκαψε. Οι Γερμανοί φρόντιζαν να εφοδιάζουν τη στρατιά του Ρόμελ στη Β. Αφρική όχι μόνο μέσω της κεντρικής σιδηροδρομικής αρτηρίας Θεσσαλονίκης – Πειραιά αλλά και άλλες βοηθητικές μαζί και τη σιδηροδρομική γραμμή δυτικής Στερεάς. Μετέφεραν στρατό, πολεμοφόδια, καύσιμα από την κεντρική Ευρώπη – Ήπειρο – Πάτρα – Καλαμάτα. Οι συγκοινωνιακοί αυτοί κόμποι αποτελούσαν πρωταρχικούς στόχους και για τον ΕΛΑΣ, που δρούσε κάτω από τις διαταγές του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής.

Σε αντίποινα οι Γερμανοί με τους ταγματασφαλίτες του προδότη ταγματάρχη Γ. Τολιόπουλου, που είχαν την έδρα τους στο Αγρίνιο, έκαναν συλλήψεις και γέμισαν τις φυλακές της πόλης. Ξημερώνοντας Μεγάλη Παρασκευή στις 14 του Απρίλη 1944, οδήγησαν στην κεντρική πλατεία του Αγρίνιου και κρέμασαν τους τρεις αγωνιστές.

Ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος, εμπνευσμένος από την εκτέλεση των 120 πατριωτών θα γράψει το ακόλουθο ποίημα:

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Για τους πεσόντες στην κατοχή Αγρινιώτες
Και
Για όλους τους Ρωμιούς – θύματα του ναζισμού

Τόπος ιερός, εδώ που οι αντίχριστοι ξανασταύρωσαν το Χριστό και την Ελλάδα,
κ’ είταν Παρασκευή Μεγάλη, 14 του Απρίλη,
και κει που η γης ανάβρυζε κρινάκια, παπαρούνες χαμομήλια για το Πάσχα
σκάφτηκαν τάφοι και στους τάφους δε χωρούσαν οι λεβέντες,
και μες στα σπλάχνα δε χωρούσε τόσος πόνος.

Κι’ είταν το Αγρίνι ολάκερο ένας Επιτάφιος μ’ όλα του τα κεριά σβησμένα
Κι αντίς καμπάνες απ’ τον όρθρο ως το σπερνό, ντουφεκιές ακούγονταν,
κ’ οι κρεμασμένοι σάλευαν σαν καβαλάρηδες του ανέμου κ’ έφευγαν πάνω απ’ το χρόνο
και μες στο απόβροχο, τη νύχτα της Ανάστασης, τ’ άστρα που βγήκανε, λάμψη δεν είχαν
κ’ είτανε τ’ άστρα σα βρασμένο στάρι για τα κόλλυβα των σκοτωμένων,
στάρι πιτσιλισμένο μαύρη ζάχαρη, μαύρη σταφίδα, μαύρο ρόϊδι,
και στις αυλές, την άλλη μέρα, αντίς αρνιά να ψήνονται, τραγούδια  ν’ αντηχούνε,
κ’ ήλιοι τα πορτοκάλια, μες απ’ τα πλυμένα φύλλα, να φωτίζουν του χορού τις δίπλες, μουγκός ο θρήνος
και μουγκή η κατάρα πνίγονταν μες στης σκλαβιάς το μαύρο φόβο,

Αϊ, μανάδες Αγρινιώτισσες, τι μαύρο πουν’ το μαύρο χρώμα,
η μαύρη νύχτα και το μαύρο σας σταυροδετό τσεμπέρι,
το κυπαρίσσι της σιωπής στο μαύρο κορφοβούνι
ως και της λεμονίτσας  τ’ άσπρα λουλουδάκια μαύρισαν κ’ εκείνα
ως και το κόκκινο αίμα των παιδιών σας μαυρολογούσε πάνω στα λιθάρια.

Αϊ, μανάδες Αγρινιώτισσες, μαύρος καημός που βόσκησε τα φύλλα της καρδιάς σας,
όμως το γαίμα των παιδιώνε σας βγαίνει πάνω απ’ το μαύρο
κόκκινο της θυσίας, της αγρύπνιας κόκκινο,
κόκκινο της αυγής και της ελπίδας,
το κόκκινο της λευτεριάς, κόκκινο κατακόκκινο.

Βάφει τ’ αυγά της νέας Λαμπρής και του μπαξέ σας τα τριανταφυλλάκια,
βάφει και τα πουκαμισάκια τους τα τρυπημένα από τα βόλια
και τα πουκαμισάκια τους πλατειές σημαίες αγερολάμνουν
κ’ οι νιοι λεβέντες τα κρατούν και παν μπροστά στην ιστορία.
Και  νάτοι  ολόμπροστα, να ο Χρήστος, κι ο Αβραάμ, νάτος κι ο Πάνος,
Νάτος κι ο κάπταν Λίας, να κι ο Πάσχος, 19 χρονώ παλληκαράκι,
νάτοι οι 120 Αγρινιώτες μπρος στην μάντρα της Αγιά Τριάδας,
να κ’ οι 55 εκεί στο σταυροδρόμι που περνάει το τραίνο Αγρίνι-Μεσολόγγι, φορτωμένο μήλα,
να κ’ οι 200 της Πρωτομαγιάς στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής με τις αγριομολόχες,
να το προσφυγολόι της Κοκκινιάς με τα μεγάλα δαφνοκλάδια της Δημοκρατίας
να και το Δίστομο, το Κούρνοβο, και τα Καλάβρυτα με τα κομμένα σπίτια,
νάτος κι ο Γοργοπόταμος- με το γιοφύρι του σαν κόκκινο άλογο ορθωμένο,
να κ’ οι αγωνιστές του 21
και οι άλλοι πριν, κ’ οι άλλοι μετά,
παιδιά μας, τα παιδιά μας με σημαίες μεγάλες.

Μπροστά, μπροστά, κατάμπροστα,
μέσα στο φως που πρόβαλε μεγάλο απ’ τις πληγές τους,
μπροστά, μπροστά, φωνάζοντας:
εκεί που η Λευτεριά ανατέλλει απ’ το αίμα μας, θάνατος δεν υπάρχει.

Λοιπόν μην κλαίτε μάνες Αγρινιώτισσες, θάνατος δεν υπάρχει
μόνο τα χέρια δώστε, αδέλφια μου, να βασιλέψει ειρήνη,
ν’ ανθίσει γέλιο στις ματιές, να λάμψει ο κόσμος όλος,
κι όλος ο κόσμος μια φωνή να τραγουδήσει: Ειρήνη, Ειρήνη, Ειρήνη.

Αθήνα, 4 V 80
Γιάννης Ρίτσος

Στη φωτογραφία το άψυχο σώμα του αγωνιστή Αβραάμ Αναστασιάδη, κρεμασμένο σε στύλο της κεντρικής πλατείας του Αγρινίου.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: