Το διήγημα της Πέμπτης: «Το παραμύθι της σκάλας» του Χρίστο Σμύρνενσκι

Αφιερώνεται σ’ όλους εκείνους που θα πουν: «Αυτό δεν αφορά εμένα»

Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της βουλγαρικής λογοτεχνίας κατά τον 20ο αιώνα, ο ποιητής και συγγραφέας Χρίστο Ντιμιτρόφ Ιζμιρλίεφ, περισσότερο γνωστός ως Χρίστο Σμύρνενσκι, γεννήθηκε στο Κιλκίς, στις 17 του Σεπτέμβρη 1898 και έφυγε από τη ζωή νεότατος, χτυπημένος από τη φυματίωση, στις 18 του Ιούνη 1923. Όπως σημειώνει ο Άρης Δικταίος στην περίφημη «Ανθολογία Βουλγαρικής Ποιήσεώς» του (εκδ. Δωδώνη, 1971) υπήρξε «ο κατ’ εξοχήν προλεταριακός ποιητής».

Ως μαθητής της Στρατιωτικής Σχολής ο Χρίστο Σμύρνενσκι πήρε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στην Βουλγαρία κατά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ανάμεσα στον επαναστατημένο στρατό του μετώπου και στα φιλομοναρχικά κυβερνητικά στρατεύματα, που με όλες τους τις δυνάμεις ρίχτηκαν στην καταστολή του αντιπολεμικού δημοκρατικού κινήματος. Την περίοδο εκείνη καταγράφεται «η αποφασιστική στροφή του προς τον σοσιαλισμό και η γρήγορη εξέλιξη των ιδεολογικών και πολιτικών αντιλήψεών του» η οποία «δεν υπήρξε αποτέλεσμα εξωτερικής επίδρασης, παρά αποκύημα έντονα βιωμένης προσωπικής πείρας».

Όπως επισημαίνει ο Άρης Δικταίος: «Τον καλύτερο Σμύρνενσκι – πέθανε άλλωστε πολύ νέος (…) δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί και ποιητικά όσο το πρόλαβε ιδεολογικά  – θα τον βρούμε χωρίς άλλο στις σάτιρές του, που κατά κανόνα πετυχαίνουν τον στόχο τους και τον ιδεολογικό και τον ποιητικό».

Παρά τον πρόωρο θάνατό του, ο πολυγραφότατος Χρίστο Σμύρνενσκι άφησε πίσω του πλούσιο και αξιόλογο έργο.

Το διήγημα «Το παραμύθι της σκάλας» εμπεριέχεται στην Επιθεώρηση Τέχνης (τ. 11-12/1957), μεταφρασμένο από τον Κώστα Κουλουφάκο.

–Εικόνα: Χαρακτικό της Βάσως Κατράκη

Το παραμύθι της σκάλας
του Χρίστο Σμύρνενσκι

(Μετάφραση: Κώστας Κουλουφάκος)

*Αφιερώνεται σ’ όλους εκείνους που θα πουν: «Αυτό δεν αφορά εμένα»

– Ποιος είσαι συ; ρώτησε ο διάβολος.

– Είμαι πληβείος απ’ τη γέννα μου κι όλοι οι δυστυχισμένοι αδέρφια μου είναι. Τι άσκημη που είναι η γη, πόσο βασανισμένοι οι άνθρωποι!

Έτσι μιλούσε ένας νέος με φλογισμένο μέτωπο και με τις γροθιές σφιγμένες. Στεκότανε με το κορμί στητό μπροστά σε μια σκάλα. Μια σκάλα μεγάλη από κάτασπρο μάρμαρο με ρόδινες φλέβες. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο μακριά, εκεί όπου σαν τα θολά κύματα ενός φουσκωμένου ποταμιού βογκούσαν τα γκρίζα πλήθη της δυστυχίας. Ταράζονταν, κόχλαζαν ξαφνικά, ένα δάσος από μαύρα ξεραμένα χέρια υψωνόταν στον ουρανό, ένας κεραυνός από αγανάχτηση κι οργισμένες κραυγές ξέσκιζε τον αγέρα κι έπειτα ο αντίλαλος όλων αυτών έσβηνε αργά-αργά και πένθιμα σα μακρινό κανονίδι. Τα πλήθη μεγάλωναν, ζύγωναν μέσα σε σύννεφα κίτρινης σκόνης. Και πάνω σ’ αυτό το φόντο με τη σταχτιά ομοιομορφία άρχισαν να ξεχωρίζουν όλο και πιο καθαρά τα κορμιά.

Να, προχωρούσε μπροστά ένας γέρος σκυφτός ως τη γη σαν να γύρευε τη χαμένη νιότη του… Απ’ το κουρελιασμένο ρούχο του κρατιόταν ένα ξυπόλητο κοριτσάκι, που κοίταζε τη μεγάλη σκάλα με τα αθώα γαλάζια μάτια του. Την κοίταζε και χαμογελούσε. Πίσω τους έρχονταν κουρελοντυμένα πλήθη, σκυθρωπά κι αχαμνά, πετσί και κόκκαλο. Τραγουδούσαν όλοι μαζί ένα αργό μοιριολόι. Κάποιος σφύριζε και το σφύριγμά του έμοιαζε σαν στρίγγλισμα. Ένας άλλος είχε τα χέρια χωμένα στις τσέπες, γέλασε δυνατά με τη βραχνή φωνή του κι ή λάμψη της τρέλας άστραφτε μες στα μάτια του.

– Είμαι πληβείος απ’ τη γέννα μου κι όλοι οι δυστυχισμένοι είναι αδέρφια μου! Η γης είναι άσκημη κι οι άνθρωποι βασανισμένοι. Ε, σεις εκεί πάνω!….

Έτσι μιλούσε ένας νέος με φλογισμένο μέτωπο και με τις γροθιές σφιγμένες απειλητικά.

– Τους μισείς εκείνους εκεί πάνω; ρώτησε ο διάβολος κι έσκυψε ύπουλα κατά το μέρος τού νέου.

– Εκείνοι οι βασιλιάδες και ηγεμόνες θα μάθουν τι θα πει δικιά μου εκδίκηση! Θα πάρω ανελέητο γδικιωμό για τ’ αδέρφια μου. Για τ’ αδέρφια μου που το πρόσωπό τους έχει το χρώμα της άμμου και που το παράπονό τους είναι πιο κακοσήμαδο απ’ τις χιονοθύελλες τού Δεκέμβρη. Κοίτα τη γυμνή σάρκα τους που ματώνει. Άκου τα βογγητά τους. Θα πάρω γδικιωμό γι’ αυτούς! Άσε με να περάσω.

Ο διάβολος χαμογέλασε.

– Εγώ είμαι εδώ για να φυλάω αυτούς κει πάνω και δεν θα τούς προδώσω δίχως ανταλλάγματα.

– Δεν έχω χρυσάφι. Δεν έχω τίποτα που να μπορεί να σε πλανέψει… Είμαι ένα θεόφτωχο παιδί… Πρόθυμα όμως θα θυσίαζα το κεφάλι μου!

Ο διάβολος χαμογέλασε πάλι.

– Δε γυρεύω πολλά. Δεν έχεις παρά να μου δώσεις την ακοή σου.

– Την ακοή μου; Με μεγάλη μου χαρά… Ας μην ακούω πιά. Ας…

– Δε πάψεις ν’ ακούς, τον καθησύχασε ο διάβολος και παραμέρισε απ’ το δρόμο του.  «Ορίστε, πήγαινε!»

Ο νέος ρίχτηκε κατά μπρος κι ανέβηκε μονομιάς τρία σκαλοπάτια. Αλλά τον έπιασε πάλι το μαλλιαρό χέρι τού διαβόλου.

– Στάσου! Ακούς τώρα το βόγγο των αδερφιών σου κάτω;

Ο νέος σταμάτησε και στύλωσε τ’ αυτί.

– Περίεργο πράμα! Πώς γίνεται κι άρχισαν ξαφνικά να τραγουδάν εύθυμα τραγούδια; Και τι σημαίνει αυτό το ξέγνοιαστο γέλιο;…

Ρίχτηκε πάλι κατά μπρος αλλά ο διάβολος τον συγκράτησε.

– Για ν’ ανέβεις άλλα τρία σκαλιά πρέπει να μού δώσεις την όρασή σου.

Ο νέος έκανε μιαν απελπισμένη χειρονομία.

– Μα τότε δεν θα μπορώ να βλέπω ούτε τ’ αδέρφια μου, ούτε εκείνους που πηγαίνω να εκδικηθώ!

– Δεν θα πάψεις να βλέπεις, θα σου δώσω μια καλύτερη όραση. Έτσι ο νέος ανέβηκε άλλα τρία σκαλιά και κοίταξε χαμηλά. Ο διάβολος τού λέει:

– Κοίτα πώς ματώνουν οι γυμνές σάρκες τους.

– Κύριε ελέησον! Τι παράξενο πράμα! Πώς μπόρεσαν τόσο γρήγορα να ντυθούν έτσι καλά; Οι σάρκες τους δεν ματώνουν. Είναι σκεπασμένες με κατακόκκινα τριαντάφυλλα!…

Για κάθε τρία σκαλιά που ανέβαινε ο νέος, ο διάβολος έπαιρνε τη μικρή ξαγορά του. Κι ο νέος προχωρούσε διαρκώς. Ήταν έτοιμος να τα δώσει όλα αρκεί να έφτανε εκεί πάνω για να μπορέσει να εκδικηθεί τούς απαίσιους βασιλιάδες και ηγεμόνες.

– Είμαι πληβείος από τη γέννα μου κι όλοι οι δυστυχισμένοι…

– Νεαρέ μου, σου μένει τώρα ένα μονάχα σκαλοπάτι. Μόνο ένα σκαλοπάτι ακόμα και θα μπορέσεις να εκδικηθείς. Αλλά γι’ αυτό το σκαλοπάτι παίρνω πάντα τα διπλά. Δώσε μου την καρδιά σου και τη μνήμη σου!

Ο νέος άνοιξε τα χέρια του απελπισμένος.

– Την καρδιά μου! Όχι, είναι πολύ άσπλαχνο.

– Δεν είμαι τόσο άσπλαχνος, θα σού σώσω σ’ αντάλλαγμα μια καρδιά χρυσή και μια καινούργια μνήμη. Αν αρνηθείς, δεν θα μπορέσεις ποτέ να φτάσεις αυτό το σκαλοπάτι και δεν θα μπορέσεις ποτέ να πάρεις γδικιωμό για τα αδέρφια σου. Τ’ αδέρφια σου που το πρόσωπό τους έχει το χρώμα της άμμου και που το παράπονό τους είναι πιο κακοσήμαδο απ’ τις χιονοθύελλες τού Δεκέμβρη.

Ο νέος κοίταξε τα πράσινα μάτια του διαβόλου που ήταν γεμάτα ειρωνεία.

– Μα θα είμαι ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος. Εσύ μου παίρνεις ό,τι ανθρώπινο έχω!

– Το αντίθετο. Θα είσαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος απ’ όλους τους ανθρώπους. Λοιπόν, είσαι σύμφωνος; Μονάχα την καρδιά σου και τη μνήμη σου.

Το πρόσωπο τού νέου σκοτείνιασε. Έγινε σκεφτικό και σταγόνες ιδρώτα έλαμψαν πάνω στο συνοφρυωμένο μέτωπό του. Έσφιξε οργισμένα τις γροθιές του κι άφησε να βγει η φωνή μέσα απ’ τα σφιγμένα δόντια του:

– Ας είναι! Πάρτες!

Και με τα μαλλιά του ν’ ανεμίζουν στον αγέρα, μανιασμένος σαν καλοκαιριάτικη καταιγίδα, διάβηκε το τελευταίο σκαλί. Είχε φτάσει πιά στην κορφή. Ξάφνου, το πρόσωπό του ξαστέρωσε. Μια μαλακή και γλυκιά λάμψη φώτισε τα μάτια του. Οι γροθιές του ξεσφίχτηκαν. Έριξε μια ματιά στους ηγεμόνες που γλεντοκοπούσαν κι έπειτα κοίταξε κάτω, όπου το σκυθρωπό και κουρελοντυμένο πλήθος ούρλιαζε και καταριόταν. Όμως μήτε ένας μυς δεν σάλεψε κάτω απ’ το δέρμα του. Το πρόσωπό του έμεινε γαλήνιο, χαρούμενο, ικανοποιημένο. Έβλεπε κάτω τα πλήθη να είναι ντυμένα με πλούσια φορέματα και τα βογκητά τους είχαν μεταβληθεί σ’ εύθυμα τραγούδια.

– Ποιος είσαι σύ; τον ρώτησε η βραχνή και δολερή φωνή τού διαβόλου.

– Είμαι ηγεμόνας απ’ τη γέννα μου κι αδέρφια μου είναι οι θεοί. Τι όμορφη που είναι η γη και πόσο ευτυχισμένοι οι άνθρωποι!

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: