Το διήγημα της Πέμπτης: «Οι ρομαντικοί» του Ναζίμ Χικμέτ

Ω! πόσο όμορφα αισθάνεσαι να νιώθεις πως υπάρχει μια απέραντη χώρα στον κόσμο όπου κανείς δε σε ρωτάει ούτε ποια είναι η θρησκεία σου ούτε ποια η υπηκοότητά σου. Σε ρωτάνε μονάχα… «Μήπως έζησες εκμεταλλευόμενος τους άλλους;…Μήπως δούλεψες ποτέ στην καπιταλιστική αστυνομία;» Αν απαντήσεις: «Όχι»…γίνεσαι πολίτης αυτής της απέραντης χώρας σα να είχες γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Οι ρομαντικοί» του Ναζίμ Χικμέτ

Ο μεγάλος Τούρκος ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας Ναζίμ Χικμέτ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 15 του Γενάρη 1902.

Τούρκος στην καταγωγή, μα παγκόσμιος για το ποιητικό του έργο και για την αγωνιστική στάση που ακολούθησε στη ζωή του, τόσο άρρηκτα και τα δυο συνυφασμένα με την πάλη ενάντια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Ο Ναζίμ Χικμέτ ήταν κομμουνιστής. Πλήρωσε τους αγώνες, τα οράματα και τις κομμουνιστικές ιδέες του με μακρόχρονο εγκλεισμό στις απάνθρωπες φυλακές της Τουρκίας, με αφαίρεση της ιθαγένειάς του, από το δικτατορικό αλλά και από το «δημοκρατικά» σκοταδιστικό καθεστώς της χώρας του, με τον πρόωρο θάνατό του εξόριστος στην ΕΣΣΔ.

Τα πρώτα του ποιήματα τα έγραψε σε ηλικία 17 ετών.

Το 1923 οργανώνεται στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας.

Μεταξύ 1925 και 1929 το τουρκικό κράτος καταστέλλει άγρια κάθε δραστηριότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το 1926 ο Ναζίμ Χικμέτ δραπετεύει στη Σοβιετική Ένωση. Συνεχίζει να γράφει ποιήματα και γνωρίζεται με τον Μαγιακόφσκι και τον Μέγιερχολντ. Το 1928 δίνεται γενική αμνηστία στην Τουρκία και ο Χικμέτ επιστρέφει και βρίσκεται υπό καθεστώς παρακολούθησης.

Μπαινοβγαίνει στις φυλακές με διάφορες κατηγορίες, περνώντας συνολικά πέντε χρόνια πίσω από τα κάγκελα.

Μεταξύ 1929 και 1936 δημοσιεύει 9 βιβλία, 5 συλλογές και 4 μεγάλα ποιήματα, εισάγει τον ελεύθερο στίχο και επαναστατικοποιεί την τούρκικη ποίηση.

Το Γενάρη του 1938 ο Ναζίμ Χικμέτ συλλαμβάνεται με την κατηγορία ότι προέτρεπε τις τούρκικες ένοπλες δυνάμεις σε εξέγερση. Καταδικάζεται σε 28 χρόνια φυλακή. Μέσα στη φυλακή συνεχίζει να γράφει ποιήματα. Τα περισσότερα τα στέλνει σε γράμματα στην οικογένειά του ή στους φίλους του.

Το 1950 βραβεύεται με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης. Την ίδια χρονιά πραγματοποιεί μια 18ήμερη απεργία πείνας παρ’ ότι ήδη είχε υποστεί μια καρδιακή προσβολή. Την ίδια χρονιά η καταστολή κατά των κομμουνιστών συνεχίζεται, ωστόσο δίνεται μια γενική αμνηστία και με αυτήν ο Χικμέτ βγαίνει από τη φυλακή, μετά από 12 χρόνια.

Το σοβιετικό κράτος του παραχωρεί ένα σπίτι σε συνοικία συγγραφέων έξω από τη Μόσχα. Το τουρκικό κράτος απαγορεύει στη γυναίκα του και το παιδί του να τον επισκεφθούν. Το 1952 παθαίνει δεύτερη καρδιακή προσβολή.

Το 1959 το τουρκικό κράτος αφαιρεί την υπηκοότητα από τον Ναζίμ Χικμέτ, ο οποίος αποχτά πολωνική υπηκοότητα.

Η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά στη Μόσχα, στις 3 του Ιούνη 1963.

Ναζίμ Χικμέτ

«Οι ρομαντικοί (Όμορφη που ’ναι η ζωή!…)» είναι το μοναδικό του μυθιστόρημα που ολοκληρώθηκε λίγο πριν το θάνατό του. Ακολουθούν αποσπάσματα από την έκδοση του Θεμέλιου (1976).

Οι ρομαντικοί
του Ναζίμ Χικμέτ
(Μετάφραση: Κώστας Κοτζιάς)

(…)Έχω καλεσμένους. Ήρθανε απ’ τις πιο απόμακρες στιγμές της ζωής μου. Ο Αχμέτ χαμογέλασε: «Πόσο έχω ζήσει για να μπορώ να πω: τις πιο απόμακρες στιγμές της ζωής μου;» αναρωτήθηκε. «Ακόμα δεν έζησα ούτε ένα ψίχουλο χρόνου». Σήμερα, ακόμα δε συλλογίστηκε ότι μπορούσε να πεθάνει σκοτωμένος από μια σφαίρα του πιστολιού τού Ισμαήλ, από τις σφαίρες μου, το δικό μου πιστόλι, που εκείνος όμως θα τραβήξει τη σκανδάλη… Αννούσκα, γλυκιά μου, τι κάνεις άραγε τούτη τη στιγμή; Τι κάνεις άραγε τούτη τη στιγμή που εγώ σε ρωτάω: «Τι κάνεις, γλυκιά μου;». Ξαφνικά, ξανακούω το θόρυβο του μοτέρ παφ-παφ-παφ! Τον είχα ξεχάσει τόση ώρα. Όταν ακούς συνέχεια τον ίδιο θόρυβο, παύεις να τον ακούς ή μάλλον τον ξεχνάς. Χάρηκα που τον άκουσα πάλι, όπως χαίρεται κανείς όταν συναντήσει έναν παλιό γνωστό του. Τον ακούω κάμποση ώρα. Ύστερα, πάλι τον ξεχνάω.

Τα κίτρινα μάτια τού Κερίμ, τα μαύρα πυκνά φρύδια του κι ύστερα ο ίδιος ο Κερίμ…

Βρισκόμαστε στην Ισταμπούλ στη γέφυρα τού Γαλατά. Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος. Θα βρέξει. Έχουμε έρθει απ’ τη Μόσχα. Πουλάμε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «Σφυρί και Δρεπάνι». Λογαριάζαμε να την πουλήσουμε σε χωριστά σημεία, εγώ στη γέφυρα κι ο Κερίμ στου Κασίμπασα κοντά στις δεξαμενές των ναυπηγείων. Όταν όμως φτάσαμε στη γέφυρα, εγώ για να πουλήσω την εφημερίδα κι ο Κερίμ να πάρει, το βαποράκι για του Κασίμπασα, του ζήτησα να μείνει μαζί μου.

– Γιατί; Φοβάσαι;

– Να φοβηθώ; Τι να φοβηθώ; Όχι. Μα έχω την εντύπωση πως μου είναι αδύνατο να φωνάξω: Μόλις κυκλοφόρησε… εδώ το «Σφυρί και Δρεπάνι!»

– Ντρέπεσαι;

– Ναι, λιγάκι… Δεν έχω ξαναπουλήσει ποτέ μου τίποτα… στο δρόμο…

– Σάμπως εγώ; Θαρρείς πως στην οικογένειά μου εμείς είμαστε μικροπωλητές απ’ τα παππούδικά μου;

– Μη θυμώνεις… Να, δεν ξέρω πώς να φωνάξω, αν η φωνή μου θ’ ακουστεί…

– Φίλε μου είσαι αριστοκράτης, είσαι γιός πασά…

Ο Κερίμ τράβηξε ένα φύλλο απ’ το δέμα, το ανεμίζει, φωνάζει:

– Εδώ το «Σφυρί και Δρεπάνι». Τελευταία νέα!

Ο κόσμος που περνάει ούτε γυρίζει να μας δει. Αρχίζει να ψιχαλίζει.

– Εδώ το «Σφυρί και Δρεπάνι». Μόλις κυκλοφόρησε!

Βγάζω κι εγώ ένα φύλλο απ’ το δέμα. Ο Κερίμ χώνει την εφημερίδα που κρατάει στα μούτρα των περαστικών που βιάζονται να γλιτώσουν τη βροχή.

– «Σφυρί και Δρεπάνι»! «Σφυρί και Δρεπάνι»!

Ο κόσμος δε δείχνει κανένα ενδιαφέρον. Εκτός από μερικούς που κοιτάζουν με περιέργεια το ντύσιμο τού Κερίμ που δεν μοιάζει με εφημεριδοπώλη. Ίσως γι’ αυτό και δεν τον βρίζουνε. «Όχι φχαριστώ…» τού λένε και απομακρύνονται.

– Τής μάνας τους το πρ…! Τι διάβολο, μόνο καθήκια περνάνε από τούτη τη γέφυρα; Ούτε ένα φύλλο να μην πουλήσουμε; Θα δεις όμως, στου Κασίμπασα θα πουλιέται σαν ψωμάκι…

Ξαφνικά το μάτι μου πέφτει στον υπότιτλο της εφημερίδας. «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε». Αρχίζω να σκούζω σα να με σφάζουνε, αφού κι ο ίδιος τα χάνω με το σκούξιμό μου:

– Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε! Προλετάριοι όλων των χωρών… Το Σφυρί και το Δρεπάνι!…

– Σκούζω σα να φωνάζω βοήθεια – Ενωθείτε! Το Σφυρί και το Δρεπάνι.

– Για δώσε μου μία… Να δούμε πώς θα ενωθούνε αυτοί οι προλετάριοι…

Λίγο ακόμα και θ’ αγκάλιαζα απ’ τη χαρά μου αυτόν τον μεσόκοπο ευπαρουσίαστο κύριο που μού ζήτησε ν’ αγοράσει εφημερίδα. Του απλώνω ένα φύλλο. «Να, πάρε παιδί μου». Τότε μόνο πρόσεξα πως μου έδινε λεφτά. Χαμογελάει.

– Όταν ήμουνα νέος, στο Παρίσι, θυμάμαι τούς σοσιαλιστές που πουλούσανε έτσι, μόνοι τους, την εφημερίδα τους, μού λέει.

Εκείνη τη μέρα, στη γέφυρα τού Γαλατά, πούλησα σαρανταπέντε φύλλα «Σφυρί και Δρεπάνι». Στου Κασίμπασα, ο Κερίμ, πούλησε διακόσια εικοσιπέντε…

 

Προχωράμε αργά αργά προς την Κόκκινη Πλατεία. Ολόγυρά μας το πλήθος με σημαίες, λάβαρα, προσωπογραφίες, τραγούδια. Η ομάδα μας τραγουδάει τούρκικα το «Εμβατήριο της Πρωτομαγιάς». Πρωτομαγιά, Πρωτομαγιά!… Να, κι η Αννούσκα που έρχεται μαζί μας. Της έχουμε μάθει το εμβατήριο, το τραγουδάει κι εκείνη τούρκικα. Της κρατάω το χέρι. «Φοβάσαι μην την χάσεις;» μού κάνει ο Κερίμ. «Δεν ξέρω, μα πάντα τρέμω μην τη χάσω ξαφνικά, τρέμω μήπως ξαφνικά μεταβληθεί σε σύννεφο…» – «Μιλάς σοβαρά ή αστειεύεσαι;» – «Σοβαρά!»

– «Νόμιζα πως μόνο στα μυθιστορήματα οι άνθρωποι σκέφτονται τέτοια πράματα…». Τώρα προχωράμε πιο σιγά, σταματήσαμε.. Πίσω μας έρχονται οι Καυκάσιοι. Αμέσως σχηματίζουν ένα ημικύκλιο, ένας βγαίνει στη μέση κι αρχίζει να χορεύει. Είναι ένα παλικάρι απ’ το Νταγκεστάν, το πιο όμορφο παλικάρι τού πανεπιστήμιου. Χορεύει. Η Αννούσκα αφήνει το χέρι μου και προχωράει λίγο να τον δει. Την ακολουθώ. Στην αρχή, το παλικάρι υποκρίνεται με μιμικές κινήσεις μια μουσουλμανική προσευχή. Ξαφνικά η μελωδία αλλάζει. Ο χορευτής πηδάει, τραβάει το μαχαίρι του κι αρχίζει να στριφογυρίζει σα σβούρα. Είναι σβέλτος σαν αστραπή. Εγώ όμως μπούχτισα πιά να βλέπω συνέχεια αυτό το χορό τους. Εκτιμάω πάρα πολύ όλους τους Καυκάσιους, και τού Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας και της Γεωργίας και τού Νταγκεστάν, μα δεν αφήνουν ευκαιρία που να μη χορέψουνε αυτό το χορό, με προσευχή ή χωρίς προσευχή στην αρχή ή με μικρές παραλλαγές.

(…) Ξεκινήσαμε πάλι. Στους πλαϊνούς δρόμους περιμένουν ολόκληρες φάλαγγες. «Να οι αρτοποιοί μας», φωνάζει ο Κερίμ. Σ’ ένα δρόμο αριστερά αντικρίζω τα παλικάρια μας της Μαύρης Θάλασσας με τις μαύρες κολλητές βράκες και τις κόκκινες σημαίες, άλλες με μισοφέγγαρα κι άλλες χωρίς. Τα πρωτομαγιάτικα συνθήματά τους είναι γραμμένα στα τούρκικα. Οι Λαζοί φουρνάρηδες έχουν ιδρύσει στη Μόσχα κάμποσα αρτέλ, δηλαδή συντεχνίες. Οι Κινέζοι πάλι ασχολούνται με το πλύσιμο και το σιδέρωμα των ρούχων. Οι Κινέζοι κι οι Τούρκοι διατηρούνε την εθνικότητά τους, παίρνουνε όμως μέρος στις εκλογές των Σοβιέτ. Μπορούνε επίσης να είναι υποψήφιοι, να μπούνε στα συνδικάτα ή να γίνουν μέλη τού μπολσεβίκικου κόμματος. Εγώ, παραδείγματος χάρη, είμαι υπήκοος Τούρκος μα αν έβαζα υποψηφιότητα και με ψηφίζανε θα μπορούσα να γίνω και πρόεδρος τού Ανώτατου Σοβιέτ. Ω! πόσο όμορφα αισθάνεσαι να νιώθεις πως υπάρχει μια απέραντη χώρα στον κόσμο όπου κανείς δε σε ρωτάει ούτε ποια είναι η θρησκεία σου ούτε ποια η υπηκοότητά σου. Σε ρωτάνε μονάχα… «Μήπως έζησες εκμεταλλευόμενος τους άλλους; Μήπως ήσουνα παπάς ή χότζας; Μήπως δούλεψες ποτέ στην καπιταλιστική αστυνομία;» Αν απαντήσεις: «Όχι», υπηκοότητα και τα ρέστα δεν ενδιαφέρουν κανένα, γίνεσαι πολίτης αυτής της απέραντης χώρας σα να είχες γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί. Τι θαύμα που είναι, Αννούσκα, τι θαύμα! Φτάνεις σε μια ξένη χώρα. Δεν ξέρεις ούτε τη γλώσσα ούτε τα έθιμα ούτε τίποτα κι όμως δεν αισθάνεσαι ξένος… Τι θλιβερό που θάναι, αλήθεια, να νιώθεις ξένος κάπου!… Εγώ ευτυχώς δεν τόνιωσα, μα στο γιαλί του παππού μου είχαμε έναν κηπουρό Αλβανό που ζούσε χρόνια στην Ισταμπούλ. Όλο έλεγε και ξανάλεγε: «Όμορφος είναι ο τόπος σας, ο θεός να τον έχει πάντα καλά, μα για μένα εδώ είναι ξενιτιά και τρέμω μην τύχει και πεθάνω χωρίς να ξαναδώ τον τόπο μου».

Ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβος. Μπροστά μας ανακατωθήκανε οι γραμμές. Στο σημείο ακριβώς που βρίσκονται οι Γιαπωνέζοι. Βουή, φωνές, γιαπωνέζικα. Πριν προλάβουμε να καταλάβουμε τι τρέχει, οι Γιαπωνέζοι ξαναμπήκανε στη γραμμή. Διακρίνουμε μερικούς αστυνομικούς που κουβαλάνε κάποιον μαζί τους. Οι Γιαπωνέζοι αναγνωρίσανε ένα μούτρο της μυστικής αστυνομίας της πατρίδας τους που τούς φωτογράφιζε κρυφά. Οι περσότεροι έχουν έρθει παράνομα στη Μόσχα. Γι’ αυτό ορμήσανε απάνω σ’ εκείνο το μούτρο. Πρώτα πρώτα του κάνανε κομματάκια τη φωτογραφική μηχανή του. Μού φαίνεται πως τον συγυρίσανε καλά και τον ίδιον. Όταν τον άφησαν απ’ τα χέρια τους ίσως τα μούτρα του να είχαν γίνει… Ρωτήσαμε τον Πετροσιάν και μας είπε πως απλώς του τις βρέξανε λίγο, μα το είπε μ’ ένα περίεργο χαμόγελο στα μάτια. Συνεχίστηκε η παρέλαση προς την Κόκκινη Πλατεία. Δίπλα μας προχωρούσανε επίσης εργάτες κι εργάτριες της Μόσχας, υπάλληλοι με τα παιδιά τους στους ώμους, με σημαίες, λάβαρα, συνθήματα. Αυτοί το 1917 μετατρέψανε τη λευκή Μόσχα των τσάρων στην κόκκινη Μόσχα του σήμερα. Κρατάω το χέρι της Αννούσκας.(…)

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: