Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο λαθρομετανάστης» του Γιώργου Χ. Χουρμουζιάδη

Έτσι έφτασε στην Ελλάδα. Στη Χαλκιδική. Ξυπόλυτος, χωρίς σώβρακο και με την καφετιά φανέλα ετοιμοθάνατη. Και τότε ήτανε που βρήκε δουλειά σε ένα ελαιοτριβείο. Φαΐ, ύπνο και ένα χιλιάρικο μεροκάματο. δουλειά 12 ώρες. Οι Έλληνες εργάτες για τη μισή δουλειά ζητούσαν 15 χιλιάδες…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο λαθρομετανάστης» του Γιώργου Χ. Χουρμουζιάδη

Ο Γιώργος Χουρμουζιάδης, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 26 του Νοέμβρη 1932 και έφυγε από τη ζωή στις 16 του Οκτώβρη 2013.

Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Διακρίθηκε για το πλούσιο επαγγελματικό, ακαδημαϊκό και επιστημονικό του έργο, ιδιαίτερα στους κλάδους της ιστορίας, της αρχαιολογίας και της μουσειολογίας. Δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση τα χρόνια 1961-1964 και το 1965 ορίστηκε Έφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας. Το 1973 έγινε Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, ενώ την περίοδο 1976-1978, ως υπότροφος της Alexander v. Humbolt στη Χαϊδελβέργη, μετεκπαιδεύτηκε στην Ευρωπαϊκή Ιστορία.

Το 1981 εκλέχθηκε καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κοσμήτορας το 1983. Το 1985 έγινε αντιπρύτανης στο ΑΠΘ. Ασχολήθηκε με την έρευνα της Νεολιθικής Περιόδου κάνοντας ανασκαφές σε προϊστορικούς οικισμούς της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, επίσης ασχολήθηκε συστηματικά με τη Μουσειολογία και οργάνωσε ειδικά φροντιστήρια στο ΑΠΘ. Υπήρξε πρωτοπόρος στη διάδοση και στην Ελλάδα των θεωρητικών “κινημάτων” της Αρχαιολογίας, που αναπτύχθηκαν στην Αμερική και στην Ευρώπη και εξέδωσε και διηύθυνε γι’ αυτό τον σκοπό τα περιοδικά “Ανθρωπολογικά” (1978-1982), “Γόρδων” (1991-1995) και “Ανάσκαμμα” (2008-2013).

Συνέγραψε 5 βιβλία και ανέπτυξε πλούσια αρθρογραφία, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε μέλος πολλών Ευρωπαϊκών Αρχαιολογικών Ινστιτούτων. Από το 1992 ο Γ. Χουρμουζιάδης διηύθυνε τις ανασκαφές στον προϊστορικό λιμναίο οικισμό του Δισπηλιού Καστοριάς και υπήρξε, επίσης, επιστημονικός υπεύθυνος για το πρόγραμμα LIFE, για την οργάνωση στην περιοχή της λίμνης Καστοριάς του πρώτου Οικομουσείου, με βάση τα αποτελέσματα των ανασκαφών στο Δισπηλιό».

Υπήρξε μέλος του ΚΚΕ (εκλέχθηκε μέλος της ΚΕ και δυο φορές βουλευτής της Α’ Θεσσαλονίκης) ως το τέλος της ζωής του.

Έγραψε ο ίδιος: “Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη και θα ήθελα να πεθάνω στην Κεντρική Ασία, ακριβώς πάνω στο Δρόμο του Μεταξιού. Άρχισα να γράφω από οκτώ χρονώ. Στην αρχή έγραφα κρυφά, προσευχές και βωμολοχίες. Ύστερα εκθέσεις ιδεών, ποιήματα. Αποπειράθηκα να γράψω κι ένα μυθιστόρημα: “Το κορίτσι με τα γκρίζα μαλλιά”. Από τότε δε σταμάτησα να γράφω παντού και τα πάντα. Διηγήματα, θεατρικά μονόπρακτα, σενάρια, αρχαιολογικά άρθρα, βιβλιοκρισίες, διαλέξεις, δοκίμια, ευθυμογραφήματα, συστατικές επιστολές, εγκυκλοπαιδικά λήμματα, ανακοινώσεις για επιστημονικά συνέδρια, πολιτικές προκηρύξεις και πολιτικά άρθρα, επιφυλλίδες σε εφημερίδες, στίχους για λαϊκά τραγούδια, χαιρετισμούς για πολιτικές συγκεντρώσεις, ακόμα και για ένα γάμο στο Ασχαμπάτ, όπου με είχανε καλέσει, όταν επισκέφτηκα το Τουρκμενιστάν. Έγραψα εισηγητικές εκθέσεις για διδακτορικές διατριβές και εκλογές καθηγητών, κείμενα διαφημίσεων, “αγορεύσεις” για τη βουλή, κατ’ αρχήν και κατ’ άρθρον. Έγραψα και δυο επικήδειους, έναν για τον Κίτσο Μακρή και έναν για τον Μανόλη Ανδρόνικο! Και σε έναν τοίχο, όταν ήμουνα πρόσκοπος, έγραψα με μεγάλα κόκκινα γράμματα “Σ’ αγαπώ”. Κι όσο περνάει ο καιρός γράφω ασταμάτητα, γιατί εκείνο που θέλω να γράψω δεν το έγραψα ακόμα! Κι όταν πια δεν έχω τι άλλο να γράψω θα πάρω το Δρόμο του Μεταξιού!”

Το διήγημα «Ο λαθρομετανάστης» του Γιώργου Χουρμουζιάδη δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (19/9/2004).

-Η φωτογραφία, από την ταινία “Απ’ το χιόνι” (1993), του Σωτήρη Γκορίτσα.

Ο λαθρομετανάστης
του Γιώργου Χ. Χουρμουζιάδη

Πιο πάνω από τα Τίρανα, ίσα με 20 χιλιόμετρα, βορειοανατολικά, βρίσκεται η Κρούγια, όπου γεννήθηκε ο εθνικός ήρωας της Αλβανίας, ο Σκεντέρ Μπέης. Οι αρμόδιες υπηρεσίες φρόντισαν να συντηρήσουν τα λείψανα του κάστρου της πόλης και να χτίσουνε και έναν πύργο-μουσείο, αφιερωμένο στον Σκεντέρ, που το οργάνωσαν με πολύ ενδιαφέρουσες μουσειολογικές προτάσεις. Κατάφεραν, δηλαδή, να το στήσουν με χωρίς σχεδόν ούτε ένα πρωτότυπο αντικείμενο. Μόνο με αντίγραφα. Άθλος. Οι ίδιες οι υπηρεσίες οργάνωσαν την παλιά, παραδοσιακή αγορά της μικρής πόλης, όπου μπορεί κανείς να βρει και να αγοράσει του κόσμου τα πράγματα. Από παραδοσιακές ξυλόγλυπτες σαρμανίτσες μέχρι δίσκους γραμμοφώνου των 78 στροφών, με τραγούδια της Ζάρα Λεάντερ και άριες του Καρούσο και του Τίνο Ρόσι.

Εκεί σ’ αυτήν την αγορά κατάφερε να πάρει άδεια και ο Φράνο, για να στήσει το δικό του μικρομάγαζο και να πουλάει παλιές γκραβούρες, τσεβρέδες και κεντημένες ποδιές που τις κεντούσε η μάνα του, μέρα-νύχτα, υπομονετικά με σχέδια που ξεσήκωνε ο Φράνο πατιτούρα από παλιά περιοδικά. Βέβαια, το μικρομάγαζο του Φράνο δεν άφηνε και πολλά. Μόνο τα μεροκάματα της μάνας του να λογάριαζε, τα έξοδα που χρειαζότανε για τη λειτουργία και τη συντήρηση του μαγαζιού, φώτα, νερά, τα έβγαζε πέρα τσίμα τσίμα και όχι πάντοτε. Βάλε και κάτι τα κεραμίδια που τρέχανε, οι πόρτες που είχανε σκουριάσει και θέλανε επιδιόρθωση, στο τέλος της βδομάδας το ταμείο στέναζε. Ιδιαίτερα το χειμώνα που τα τουριστικά πούλμαν σταματούσαν τις επισκέψεις τους για την πόλη του Σκεντέρ ήταν ζήτημα να πουλάει έναν τσεβρέ το μήνα σε κανέναν ξενέρωτο τουρίστα που έφτανε μέχρι την Κρούγια, με τα πόδια ή το φρεσκοαγορασμένο αυτοκίνητό του, σε πέντε χρόνια και άτοκα.

Και τότε ήτανε που ο Φράνο περνούσε ώρες ολόκληρες στο καφενείο του Νταμιάν. Μπαίνοντας στην παλιά αγορά αριστερά. Πριν από τον πόλεμο το μαγαζί του Νταμιάν ήτανε κουρείο. Σώζονταν ακόμα δυο μεγάλοι καθρέφτες, μια βαθιά πολυθρόνα ντυμένη με κόκκινο βελούδο και τα μπροστινά της πόδια από σκούρο ξύλο καρυδιάς που κατέληγαν σε λεοντοκεφαλές. Και στο βορινό τοίχο, μουλιασμένο από μόνιμη υγρασία, μια έγχρωμη λιθογραφία με τον κουρέα της Σεβίλης. Ο Φράνο καθόταν κοντά στο παράθυρο, για να βλέπει από κει το δικό του το μαγαζί, μήπως και εμφανιστεί πελάτης. Το αγαπημένο του ποτό ήτανε σαλέπι, με μπόλικη ζάχαρη και κανέλα και προπαντός καυτό. Ο,τι έπρεπε για το βαρύ χειμώνα της Κρούγιας.

Θα ήτανε Δεκέμβρης. Τα χιόνια είχανε κατεβεί μέχρι τα Τίρανα. Η Κρούγια κάτασπρη. Τα πιο πολλά μαγαζιά της παλιάς αγοράς κλειστά. Ο Φράνο έπινε με βαθιές ρουφηξιές το καυτό του σαλέπι, όταν ήρθε ο ταχυδρόμος και του έφερε το γράμμα.

– Μπρε, μπρε, μπρε ο Ρωμαίος. Νιαμιάν, γράμμα από το Ρωμαίο.

Συμμαθητές και οι τρεις τους, Νταμιάν, Φράνο και Ρωμαίος. Ο Νταμιάν παντρεύτηκε μόλις τελείωσε το γυμνάσιο και άνοιξε το καφενείο στην Κρούγια. Ο Φράνο έμεινε κι αυτός στην Κρούγια, με τη μάνα του που του κένταγε τους τσεβρέδες για το μαγαζί. «Souvenirs from Albania. Popular arts», έγραφε μια μεγάλη ταμπέλα, άσπρη με πράσινα γράμματα.

Ο Νταμιάν σκούπισε τα χέρια του στην άσπρη ποδιά του και πήγε να καθίσει κοντά στον Φράνο που άρχισε να διαβάζει το γράμμα του Ρωμαίου. Ο τρίτος της παρέας. Ούτε παντρεύτηκε αυτός ούτε μάνα είχε να του κεντάει τσεβρέδες. Μόνος του, ορφανός, είχε ξεμείνει στην Κρούγια. Ώσπου ένα πρωί έβαλε σε μια νάιλον σακούλα ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, ένα κόκκινο σώβρακο και μια μάλλινη καφετιά φανέλα και έφυγε. Ταλαιπωρήθηκε ένα μήνα. Τα αθλητικά παπούτσια τρύπησαν κι αυτά, τρύπησε και το κόκκινο σώβρακο. Και η καφετιά φανέλα ήταν ζήτημα να κρατήσει κανέναν μήνα ακόμα. Έτσι έφτασε στην Ελλάδα. Στη Χαλκιδική. Ξυπόλυτος, χωρίς σώβρακο και με την καφετιά φανέλα ετοιμοθάνατη. Και τότε ήτανε που βρήκε δουλιά σε ένα ελαιοτριβείο. Φαΐ, ύπνο και ένα χιλιάρικο μεροκάματο. Δουλιά 12 ώρες. Οι Έλληνες εργάτες για τη μισή δουλιά ζητούσαν 15 χιλιάδες. Ευτυχώς που το αφεντικό τού έδωσε ένα ζευγάρι παλιές αρβύλες από το στρατό, και η γυναίκα που έπλενε και καθάριζε το μαγαζί τού έδωσε ένα παλιό, τριμμένο πουλόβερ του γιου της, που είχε φύγει για στρατιώτης. Είχε κεντημένο και ένα κροκοδειλάκι το πουλόβερ, Λακόστ. Το φόρεσε ο Ρωμαίος.

Αγαπητέ μου φίλε Φράνο, άρχιζε το γράμμα του Ρωμαίου. Σήμερα κλείνω ακριβώς δυο χρόνια από τότε που έφυγα από την Κρούγια. Στην αρχή όλα ήτανε δύσκολα. Φτώχεια, αναπαραδιά, βρωμιά. Ίσα που τα κατάφερνα να ζω. Απελπίστηκα. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να γυρίσω πίσω. Σιγά σιγά τα πράματα έστρωσαν. Βρήκα δουλιά κι άρχισα να βάζω λεφτά στην μπάντα. Άρχισα να σκέφτομαι ξανά εκείνο το εστιατόριο που σου έλεγα. Στο Ντιρές. Δίπλα στη θάλασσα, με τις κίτρινες ομπρέλες. Κάθε Κυριακή κατεβαίνω στη Θεσσαλονίκη για τις πουτάνες. Βρήκα ένα σπίτι με τρεις Πολωνέζες και μια Βουλγάρα. Καλά κορίτσια. Πονόψυχα. Καμιά φορά δε μου παίρνουν και λεφτά. Πίνουμε τσίπουρο και ακούμε τραγούδια με τον Νταλάρα. Μια φορά που χιόνισε και κλείσανε οι δρόμοι για τη Χαλκιδική, με κοιμίσανε στο σπίτι τους. Πέρασα μια βραδιά όνειρο. Από αύριο σκέφτομαι να κοιτάξω για άδεια παραμονής στην Ελλάδα. Κάτι παιδιά από το Ελμπασάν έχουνε βγάλει άδεια και δουλεύουνε μια χαρά στα Ολυμπιακά έργα. Οι εργολάβοι τούς εκμεταλλεύονται βέβαια, μα το μεροκάματο πέφτει κανονικά. Φίλε Φράνο, εγώ λέω να ‘ρθεις κι εσύ εδώ. Ως πότε η μάνα σου θα ζει για να σου κεντάει τσεβρέδες; Ύστερα πάλι τα μαγαζιά στην Κρούγια γίνανε πολλά. Τι είναι ο κάβουρας τι είναι το ζουμί του, που λένε εδώ στην Ελλάδα. Έλα Φράνο. Εγώ θα μιλήσω στο αφεντικό μου για μια δουλιά, να βολευτείς κι εσύ. Σιγά σιγά και υπομονή. Πού ξέρεις, μπορεί να μεγαλώσεις κι εσύ την επιχείρησή σου. Ν’ ανοίξεις υποκατάστημα και στα Τίρανα, με μεγάλη ταμπέλα: «Είδη καπνιστού και δώρα». Να βάλεις και μια φωτεινή επιγραφή, με κόκκινα γράμματα, που να αναβοσβήνει. Ο καπιταλισμός όλα τα έχει. Και τα κορίτσια, να πούμε, αν δεν έπεφτε το σύστημα, δε θα ‘ρχονταν εδώ. Θα τη βγάζαμε στεγνή. Μη γελάς!

Εδώ τελείωνε το γράμμα. Ο Φράνο και ο Νταμιάν έμειναν σιωπηλοί. Γέμισαν τα ποτηράκια με καυτό σαλέπι και κοίταζαν προς την πόρτα. Λες και περίμεναν ν’ ανοίξει ξαφνικά και να μπει ο Ρωμαίος με καινούριο, άσπρο πουκάμισο, κόκκινο μπουφάν και τις Πολωνέζες να τον ακολουθούν χαμογελαστές.. Κατά τις 2 σηκώθηκε ο Φράνο, είπε «άντε γεια, και γράψ’ τα», με βαριά φωνή, και έφυγε. Σκέφτηκε να πάει για το μαγαζί του. Στα μισά του δρόμου όμως το μετάνιωσε. Προτίμησε να πάει στο σπίτι του. Εξάλλου, το κρύο μεγάλωνε, γουργούριζε και η κοιλιά του. Η μάνα του θα μαγείρευε γιοφκάδες, θα έριχνε από πάνω και τσιγαρίδες με μπούκουβο.

Κι όταν απόφαγε, άναψε τσιγάρο, έβαλε και μια οδοντογλυφίδα στα κίτρινα δόντια του ανάμεσα και κάθισε δίπλα στη μάνα του, που κεντούσε τον τελευταίο τσεβρέ, με κόκκινη, πράσινη και χρυσαφένια κλωστή, κοντά στο παράθυρο. Το σχέδιό του το είχε ξεσηκώσει μια παλιά του συμμαθήτρια, που δούλευε στο αρχαιολογικό μουσείο, από ένα αγγείο που είχανε βρει στις ανασκαφές οι αρχαιολόγοι στο Μαλίκ. Πριν να τελειώσει το ένα τσιγάρο, άναψε το άλλο, το άλλο, κι ύστερα κι άλλο.

Πήρε το σταχτοδοχείο να το αδειάσει. Όταν γύρισε στο δωμάτιο δεν κάθισε στην καρέκλα. Στάθηκε όρθιος μπροστά στο παράθυρο. Από κει φαινότανε το κάστρο και μακριά οι χιονισμένες κορυφές του Ντάιτι. Στο μυαλό του έρχονταν και ξανάρχονταν οι περιγραφές του Ρωμαίου. Τα κορίτσια, το βράδυ που χιόνισε και τον κράτησαν να κοιμηθεί. Το υποκατάστημα στα Τίρανα, με την επιγραφή να αναβοσβήνει. Και πού ξέρεις, μπορεί και ένα στην Κορυτσά και αργότερα στην Καστοριά. Οι τουρίστες θα έλεγαν, πάμε στου Αλβανού για τσεβρέδες. Θα παντρευόταν μια Ελληνίδα. Θα έκανε παιδιά, ίσαμε δέκα και στο τέλος πλούσιος πια, θα ανέβαινε στην Κρούγια, θα πήγαινε στον τάφο της μάνας του, θα πήγαινε και στου Νταμιάν για καυτό σαλέπι. Και πολύ ύστερα θα πέθαινε.

– Μάνα θα φύγω

Η μάνα του χωρίς να αφήσει το κέντημά της ρώτησε:

– Για πού;

– Για την Ελλάδα

Κι έφυγε. Το άλλο πρωί κιόλας. Πήρε το πρώτο λεωφορείο. Σε ένα άσπρο μεγάλο σάκο έριξε τα απαραίτητα. Σώβρακα, μάλλινες φανέλες, ένα ζευγάρι στρατιωτικές αρβύλες του μακαρίτη του πατέρα του και κάνα-δυο κιλά γιοφκάδες. Να τις πουλήσεις, του είπε η μάνα του και να αγοράσεις ένα βυσσινί πουκάμισο. Πού να ξέρει η φουκαριάρα πόσο έκανε ένα πουκάμισο στην Ελλάδα. Γι’ αυτά, βλέπεις, ο Ρωμαίος δεν τους έγραψε τίποτε. Ούτε για την ακρίβεια, ούτε για τους χωροφύλακες, που με το παραμικρό στήνανε παγανιές στις πλατείες και κυνηγούσανε τους Αλβανούς, ό,τι κι αν συνέβαινε. Άσε και τα μαχαιρώματα από τους δικούς τους και οι κλεψιές και τα τέτοια. Γι’ αυτά τσιμουδιά. Το βράδυ κοιμήθηκε στα Τίρανα σ’ ενός φίλου του το σπίτι. Του Ιλίρ, που δούλευε σχεδιαστής στις ανασκαφές των Αμερικανών. Οκτακόσια δολάρια το μήνα. Και στο τέλος υπήρχε περίπτωση να του δώσουνε άδεια να πάει στην Αμερική, σ’ όποια πολιτεία ήθελε. Αυτός ήθελε να πάει στο Οχάιο. Κοντά στις μεγάλες λίμνες. Να βρει μια θεία του που είχε φύγει από μικρή, με το μεγάλο της τον αδερφό. Εκεί μεγάλωσε, σπούδασε και μαμή. Εκεί παντρεύτηκε. Το καλοκαίρι, τους έστελνε φωτογραφίες από τις διακοπές τους στο Νιαγάρα. Να φοράνε κάτι κίτρινες νιτσεράδες και να περνάνε κάτω από τα νερά του καταρράκτη.

Το άλλο πρωί μαζί με τρεις άλλους από τα Τίρανα και έναν από την Αυλώνα ξεκίνησαν για τα σύνορα. Ούτε διαβατήρια είχανε ούτε τίποτε. Θα περνούσαν από ένα μονοπάτι που ήξερε ο Αυλωνίτης. Από κει θα κατηφόριζαν για το Νεστόριο, Άργος Ορεστικό και παίρνοντας τον Αλιάκμονα από τα αριστερά θα έβγαιναν Βόιο, Γρεβενά, Δεσκάτη, Σαραντάπορο. Λιβάδι, Αγιο Δημήτριο, Κατερίνη, Θεσσαλονίκη. Και ύστερα ο παράδεισος. Τα κορίτσια από την Πολωνία. Τα πουλόβερ με το κεντημένο κροκοδειλάκι. Τα μεροκάματα. Η φωτεινή επιγραφή που θα αναβόσβηνε. Το εστιατόριο του Ρωμαίου στο Ντιρές, με τις κίτρινες ομπρέλες δίπλα στη θάλασσα. Και τις Κυριακές ν’ ανεβαίνει στην Κρούγια, να κάθεται στου Νταμιάν, να διηγείται πίνοντας καυτό σαλέπι. Και η μάνα του να του μαγειρεύει γιοφκάδες, με τσιγαρίδες και μπούκουβο.

Τότε ακριβώς ακούστηκε το «Αλτ» του συνοριοφύλακα. Τι θα πει «Αλτ». Αυτοί κατηφόριζαν για τον παράδεισο. Κανένας δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Ο Αυλωνίτης είχε τη γυναίκα του άρρωστη, χρόνια τώρα. Χρειαζότανε φάρμακα, φουστάνια, σουτιέν καινούρια, κόκκινες κιλότες να τις φοράει, όταν θα γίνει καλά και να του χορεύει καρσιλαμά με τα τραγούδια του Νταλάρα. Οι άλλοι οι δύο είχανε αδέρφια στη Χαλκιδική. Τους περίμεναν, για να τους βολέψουν κι αυτούς. Να μαζέψουν λεφτά. Ν’ αγοράσουν καινούρια ρούχα. Ο ένας ήθελε ν’ ανοίξει παγωτατζίδικο στην πλατεία, ο δεύτερος κατάστημα γυναικείων εσωρούχων και ο τρίτος τίποτε. Έτσι, ήθελε ν’ αλλάξει τη ζωή του. Κι ο Φράνο ήθελε με κάθε θυσία να στήσει μια μέρα τη μεγάλη επιγραφή, που θα αναβόσβηνε και θα έγραφε «Gifts, Post carts, Marlboro, Albanian Popular Arts». Τι «Αλτ» λοιπόν; Ποιος είχε το δικαίωμα να τους σταματήσει; Εδωσαν μια και άρχισαν να κατηφορίζουν κουτρουβαλώντας.

Ξανακούστηκε τότε πιο άγρια η φωνή «Αλτ». Και ύστερα ο πυροβολισμός. Ένας καυτός πόνος τρύπησε το δεξί αυτί του Φράνο. Καυτός, όπως το σαλέπι που έπινε στου Νταμιάν. Ύστερα τίποτε. Ο Φράνο ξαπλώθηκε κάτω από μια καστανιά με τα χέρια ανοιχτά σαν σκοτωμένο πουλί. Έτσι που έπεφτε ο άσπρος σάκος του σκάλωσε σε ένα κλαδί της καστανιάς. Σκίστηκε κι από μέσα πετάχτηκαν στην κατηφόρα οι στρατιωτικές αρβύλες του μακαρίτη του πατέρα του κι από πίσω οι γιοφκάδες της μάνας του, που θα τις πουλούσε ο Φράνο για ν’ αγοράσει ένα καινούριο βυσσινί πουκάμισο. Τώρα πια δεν το χρειαζότανε. Τα μάτια του είχανε χαθεί ανάμεσα στα κλαδιά της καστανιάς κι έμειναν να κοιτάνε απορημένα την παλιά αγορά της Κρούγιας! Αυτός ήτανε πάνω σε ένα άσπρο άλογο που κάλπαζε πάνω-κάτω. Μια στεκότανε μπρος στο καφενείο του Νταμιάν και μια κάτω από το παράθυρο της μάνας του. Κι από πίσω από το άλογο έτρεχε ολόγυμνο το ένα κορίτσι από το σπίτι που του έγραφε ο Ρωμαίος στο γράμμα του. Η Πολωνέζα.

Το άλογο σταμάτησε κι αυτός ξεπέζεψε βιαστικά. Έβγαλε το βυσσινί πουκάμισο που φορούσε κι έτρεξε στο γυμνό κορίτσι. Να το σκεπάσει ήθελε, για να μην κρυώνει μέσα στη χιονισμένη την Κρούγια. Μα δεν έβλεπε τίποτα. Όλα είχαν γίνει ένα μαύρο σύννεφο. Ακόμα και το άλογο ήτανε τώρα μαύρο. Και τα γυμνά στήθια του κοριτσιού μαύρα κι αυτά. Το άλλο πρωί ήρθανε πέντ’- έξι συνοριοφύλακες. Τον έπιασαν από τα χέρια και τα πόδια. Τον κούνησαν πέρα-δώθε. Εϊ οπ. Και τον πέταξαν στην καρότσα του αγροτικού. Ο άσπρος σάκος είχε μείνει κρεμασμένος στα κλαδιά της καστανιάς. Τώρα ήταν άδειος. Οι αρβύλες, τα σώβρακα, οι μάλλινες οι φανέλες και οι γιοφκάδες είχανε κυλήσει στην κατηφόρα.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: