Οι καμπάνες του Ναγκασάκι

Ο Τακάσι Ναγκάι (1908-1951) ήταν καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Ναγκασάκι και βρισκόταν στο νοσοκομείο της πόλης όταν έγινε η έκρηξη της ατομικής βόμβας. Στο βιβλίο του Οι καμπάνες του Ναγκασάκι περιγράφει τον όλεθρο και υψώνει φωνή διαμαρτυρίας κατά του πολέμου.

Οι καμπάνες του Ναγκασάκι

Στις 9 του Αυγούστου 1945, τρεις μέρες μετά τη ρίψη της πρώτης ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, οι Αμερικάνοι διαπράττουν ένα ακόμα φριχτό έγκλημα ρίχνοντας ατομική βόμβα στη γιαπωνέζικη πόλη Ναγκασάκι. 75.000 ήταν οι νεκροί από την έκρηξη και πολλές χιλιάδες ακόμα οι άνθρωποι που πεθαίνουν μέχρι τις μέρες μας από τα επακόλουθα της προσβολής τους από τη ραδιενέργεια.

Ο Τακάσι Ναγκάι (1908-1951) ήταν καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Ναγκασάκι και βρισκόταν στο νοσοκομείο της πόλης όταν έγινε η έκρηξη. Στο βιβλίο του Οι καμπάνες του Ναγκασάκι περιγράφει τον όλεθρο και τις εικόνες φρίκης που ακολούθησαν την έκρηξη της ατομικής βόμβας και υψώνει φωνή διαμαρτυρίας κατά του πολέμου και  της χρησιμοποίησης της ατομικής ενέργειας για πολεμικούς σκοπούς. Ο ίδιος ο Τακάσι Ναγκάι προσβλήθηκε από ραδιενέργεια και πέθανε την Πρωτομαγιά του 1951.

Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο, που συλλέξαμε από την Επιθεώρηση Τέχνης του Ιούνη του 1957, σε μετάφραση Κ.Π.

***

Όταν στις 10 Αυγούστου 1945 πρόβαλε και πάλι ο ήλιος πίσω από το βουνό Κομπίρα, δε φώτισε πια την όμορφη πεδιάδα, που μέσα στην πεδιάδα της κολυμπούσε η άλλοτε ευτυχισμένη πολιτεία, αλλά τον τραγικό πίνακα μιας ερημωμένης  και πυρπολημένης μεγαλούπολης. Εκεί που χτες ακόμη λουλούδιζε η ζωή, απόμειναν κάτι φρικαλέοι λοφίσκοι. Κάτω από γκρεμισμένες καμινάδες, τα εργοστάσια δείχνανε τα ερείπιά τους. Δεν ξεχωρίζανε οι δρόμοι, καθώς ήταν σκεπασμένοι από τους γκρεμισμένους τοίχους. Το μόνο που απόμεινε από την πυκνοκατοικημένη πολιτεία, ήταν άμορφα ντουβάρια και πέτρες. Τα χωράφια είχανε ξυριστεί και τα άλση καίγανε ακόμα. Τα πελώρια δέντρα ήτανε σκορπισμένα εδώ κι εκεί σαν σπιρτόξυλα.

Σιωπή ερημιάς και απελπισίας… Τίποτα δεν κουνιότανε, ούτε σκυλί, ούτε γάτα. Η καθολική εκκλησία που άργησε να πάρει φωτιά, ύψωνε τις κόκκινες φλόγες της στον ουρανό, σα να ήθελε να ολοκληρώσει το δράμα μ’ αυτή την τελική εικόνα.

Την αυγή εγκαταλείψαμε το καταφύγιό μας κι αρχίσαμε τη δουλειά μας ανάμεσα στα ερείπια της Ιατρικής Σχολής.

(…) Φτάσαμε στην αίθουσα διδασκαλίας: σαράντα ως πενήντα σκελετοί στη γραμμή. Ανάμεσά τους θα ’τανε κι ο σκελετός της Κατούτα και της μικρής σουσουράδας. Να τι απόμεινε απ’ αυτούς τους φοιτητές, που ήρθε να τους θερίσει με το δρεπάνι του ο Χάρος, τη στιγμή που με την πέννα στο χέρι ετοιμαζόντανε να κρατήσουν σημειώσεις. Κι είχανε μπει τόσο κεφάτοι στην αίθουσα, εκείνο το πρωί, φορώντας τα τετραγωνικά σκουφάκια τους!…

(…) Τι ήτανε λοιπόν αυτή η βόμβα που προκάλεσε με την έκρηξή της τέτοιαν αφάνταση καταστροφή; Η προϊσταμένη με πλησίασε και μου ’δωσε μιας από κείνες τις προκηρύξεις που είχαν πετάξει τα αεροπλάνα την προηγούμενη νύχτα. Άρχισα να διαβάζω και καταλαβαίνοντας αμέσως φώναξα: Ατομική βόμβα!

(…) – Γιατρέ, δε νομίζετε πως έχω εισπνεύσει γκάζι; Ζαλίζομαι και τρεκλίζω σαν μεθυσμένος…

– Γιατρέ, είναι φυσικό τέτοιο κώμα ύστερα από την έκρηξη; Είμαι πολύ άρρωστος, δεν μπορώ να σηκωθώ.

– Γιατρέ, θάφτηκα ζωντανός, μα δεν έχω καμιά πληγή. Κι όμως σήμερα, έχω την εντύπωση πως δε θ’ αργήσω να πεθάνω…

Έτσι μου μιλούσαν τα θύματα που ’χαν καταφύγει στη σκιά μισογκρεμισμένων τοίχων ή είχαν χωθεί στις γωνιές ερειπωμένων κτιρίων, χωρίς να μπορούν να κινηθούν από τη θέση τους. Ένοιωθα κι εγώ ανάλογα συμπτώματα, κάτι ζαλάδες, ατονία σ’ όλο το σώμα, πονοκέφαλο, ναυτία, εμετούς, τρεμούλες, αδυναμία…

Είχα δοκιμάσει όλα τούτα τα συμπτώματα όταν έκανα πειράματα με ράδιο και ειδικά όταν έμενα εκτεθειμένος πολλή ώρα στις ακτίνες Γ. Η αρρώστια λοιπόν δεν είχε καμιά σχέση με το γκάζι, ούτε με το κύμα του αέρα που ξαπόλυσε η έκρηξη. Ήτανε προϊόν των ακτίνων Χ, που διαπερνούσαν όχι μονάχα το ξύλο, αλλά και το μπετόν.

(…) Όταν πέφτει το σούρουπο κι έρχεται η νύχτα, τυλίγομαι στην κουβέρτα μου με τη μικρή Καγιάνο στην αγκαλιά μου.

– Είναι μεγάλο το άτομο; Ρωτάει ο γιος μου, ο Μακάτο, που πηγαίνει στην τέταρτη τάξη τώρα.

– Α, όχι, πολύ μικρό. Έχει διάμετρο ένα εκατοντάκις εκατομμυριοστό του εκατοστομέτρου.

Συνεχίζει τις ερωτήσεις του. Του εξηγώ υπομονετικά τη σύνθεση του πυρήνα, τα νετρόνια και τα άλλα.

Με ρωτάει:

– Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το άτομο σε τίποτ’ άλλο, εκτός από το να κάνουμε μπόμπες;

– Και βέβαια μπορούμε μικρούλη μου. Υπάρχουν χίλιοι τρόποι. Αν καταφέρουμε η έκρηξή του να γίνεται σιγά σιγά, ομαλά, με την ενέργειά του θα κινιούνται καράβια, τραίνα, αεροπλάνα… χωρίς κάρβουνο, χωρίς βενζίνα, χωρίς ηλεκτρισμό. Οι βαριές μηχανές θα είναι άχρηστες πια και οι άνθρωποι θα ζουν ευτυχισμένοι.

– Ώστε όλα θα κινιούνται κάποτε με το άτομο…

– Ναι… Εσύ και η Γαγιάνο θα ζήσετε την ατομική εποχή.

– Η ατομική εποχή… ψιθύρισε ο Μακάτο και αποκοιμήθηκε.

Κάτω από το αυτί μου ένας γρύλλος τραγουδούσε… Η ατομική εποχή θα ’ναι τάχα ευτυχισμένη ή δυστυχισμένη; Αυτό το δίκοπο μαχαίρι που ήτανε κρυμμένο στο άπειρο, τώρα ο άνθρωπος το βρήκε. Τι θα το κάνει; Αν το χρησιμοποιήσει καλά, η ανθρωπότητα θα προοδέψει με γιγάντια βήματα. Αν το χρησιμοποιήσει κακά, θα καταστρέψει τον κόσμο. Η τύχη του εξαρτιέται από τη θέληση του ανθρώπου. Αυτός ο ίδιος κρατάει τη μοίρα του στα χέρια του.

(…) Η νύχτα είναι μεγάλη, μα ο ύπνος είναι σύντομος. Το τελευταίο όνειρο φεύγει κυνηγημένο από τις αχτίνες της αυγής, που μπαίνει από τις χαραμάδες.

Οι καμπάνες χτυπάνε. Μια καινούργια μέρα γεννιέται… Ο Μακάτο και η Καγιάνο πηδάνε από το κρεβάτι και γονατίζουνε πλάι μου να πούνε την προσευχή τους, Οι κρυστάλλινες νότες αντηχούν μέσα στο δροσερό πρωινό αεράκι και στέλνουν το ειρηνικό τους μήνυμα στα πέρατα του κόσμου.

Ο  Ουρανός δε θα επιτρέψει άλλον πόλεμο: με την ατομική βόμβα θα σημάνει την καταστροφή του κόσμου. Ξεκινάμε από τα φτωχά μας σπίτια που χτίστηκαν τώρα στην πλαγιά του Ουρακάμι, στο Ναγκασάκι, και κάνουμε σ’ όλους τους λαούς της γης αυτή την έκκληση: Μισείτε τον πόλεμο: Ας συνεργαστούμε, ας δουλέψουμε όλοι μαζί, με πνεύμα αγάπης και παγκ΄σμιας αδελφοσύνης. Γονατιστοί, μέσα στις στάχτες της ατομικής ερήμου, ευχόμαστε το Ουρακάμι αυτό να ’ναι το τελευταίο θύμα της βόμβας.

Οι καμπάνες του Ναγκασάκι χτυπάνε και συνοδεύουνε τα λόγια των αγγέλων, που τελειώνουνε την προσευχή τους μ’ ένα ανάλαφρο χαμόγελο αισιοδοξίας…

Σημείωση: Στη φωτογραφία ο Τακάσι Ναγκάι. «Πίσω» του το Ναγκασάκι, εικόνες από την κόλαση…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: