Δημήτρης Χατζής, Μάνα

«- Μια μάνα κουβάλησε τον Κώστα μου εδώ. Της χρωστάω να κουβαλήσω το λαβωμένο της παιδί απόψε…»

Δημήτρης Χατζής, Μάνα

Ο Δημήτρης (Τάκης) Χατζής (δημοσιογράφος, συγγραφέας, καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στα Πανεπιστήμια της Βουδαπέστης και της Γενεύης και επιμελητής μεταφράσεων και εκδόσεων νεοελληνικών κειμένων) γεννήθηκε στα Γιάννενα, στις 13 του Νοέμβρη 1913.

Πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα με ποιήματα. Το 1932 εντάχθηκε στο ΚΚΕ. Το 1936 εξορίστηκε στη Φολέγανδρο. Λίγους μήνες αργότερα αφέθηκε ελεύθερος. Στην Κατοχή δημοσιογραφούσε στον παράνομο Ριζοσπάστη και ήταν μέλος της ομάδας του παράνομου σωζόμενου τυπογραφείου της ΚΕ του ΕΑΜ, στην Καλλιθέα, δημοσιογράφος και διορθωτής των εφημερίδων Ελεύθερη Ελλάδα, Απελευθερωτής και άλλων εντύπων που έβγαζε το τυπογραφείο. Αργότερα δούλεψε στο τυπογραφείο του Βουνού. Το 1947 επιστρατεύτηκε στα Γιάννενα. Το Μάρτη του 1948 κατέφυγε στο ΔΣΕ, στου οποίου τα έντυπα δημοσίευε διηγήματα και ανταποκρίσεις. Από το 1949 έζησε σε διάφορες σοσιαλιστικές χώρες. Επαναπατρίστηκε το 1974. Έφυγε από τη ζωή στις 20 του Ιούλη 1981.

Το διήγημα Μάνα από το  «Βιβλιογραφικό Μελέτημα Δημήτρη Χατζή (1930-1989)» του Νίκου Γουλανδρή (εκδ. Γνώση), περιλαμβανόταν στο Αναγνωστικό για την τέταρτη τάξη του Δημοτικού σχολείου, της Ελληνικής επιτροπής Βοήθεια στο παιδί, (Εκδοτικό Νέα Ελλάδα, Βουκουρέστι, 1950) και υπάρχει επίσης στη συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Χατζή, Τραγούδι της Αυγής, (Νέες Ουγγρικές Εκδόσεις, Βουδαπέστη 1955).

ΜΑΝΑ

Ο ήλιος έγερνε όταν βγήκε από μέσα. Τα μάτια της ήταν τώρα στεγνά, σ’ όλο το μαραμένο της πρόσωπο ήταν η γαλήνη. Τράβηξε κατ’ ευθείαν  στο δέντρο που είχε ακουμπήσει το φορείο της.

Οι γυναίκες του συνεργείου τραυματιοφορέων που καθόντουσαν ξαπλωμένες να ξαποστάσουν, σηκώθηκαν όλες, αναμερίσανε και της έκαναν τόπο. Και κείνη πέρασε ανάμεσά τους με το κορμί της στητό και το κεφάλι ψηλά.

Ένοιωσε πως όλα τα μάτια την κοίταγαν κι η γαλήνη της μέσα έσπασε. Σα να ντράπηκε, σα να φοβήθηκε τον ίδιο τον εαυτό της, μη ξιπάστηκε τίποτα, έτσι που πέρασε ανάμεσά τους;

– Ώρα είναι, ξανάπε η Αλεξάνδρα. Τώρα τόλεγε στ’ αλήθεια για τον εαυτό της μονάχα. Είχε νοιώσει μια στιγμή τα πόδια της να λυγίζουνε, τη δύναμή της να χάνεται.

Ένας δρόμος το πρωΐ με το φορείο από το σταθμό στο νοσοκομείο. Κι άλλος ένας από κει πάλι πίσω στο σταθμό. Κι από κει πριν καθήσει να ξανασάνει, πάλι πίσω στο νοσοκομείο γραμμή, μόλις της τόπανε για τον Κώστα. Τρεις φορές μέσα σε μια μέρα, δεν ήταν λίγο για τα χρόνια της.

Την Τρίτη φορά είχε βρέξει πολύ. Έτρεχε και παραμιλούσε και κουνούσε τα χέρια της.

– Τον βρίσκω, δεν τον βρίσκω; Κι έτρεχε σ’ όλο το δρόμο κι η μαύρη της μπόλια ανεμιζόταν πίσω, τα μάτια της καίγανε.

Δεκάξη μήνες είχε να τον ιδεί. Και της είπανε τάχα και την αλήθεια;

Έφτασε λαχανιασμένη, πνιγμένη στον ιδρώτα.

– Είναι σπάσιμο γιε μου;

– Όχι μωρέ μάνα, μικρά πράματα…Τίποτα.

Καθότανε στην άκρη του κρεβατιού κι άκουγε τη φωνή του, την ίδια τη φωνή του, ζωντανή. Κι έβλεπε τα μάτια που της χαμογέλαγαν ανοιχτά, ζωντανά.

– Τι κλαις, ωρέ μάνα;

– Κι εσύ, τι κλαις ωρέ Κώστα;

– Να εγώ έτσι κλαίω που σε ξαναβλέπω…Τίποτα δεν είναι το τραύμα.

– Γι’ αυτό κλαίω κι εγώ…Και που σε λεν και σε μολογούνε για παληκάρι…

– Κι εγώ μωρέ μάνα, γι’ αυτό με πήραν τα δάκρυα που δουλεύεις με το φορείο.

Σκύβει το κεφάλι της και δεν αποκρίνεται τίποτα. Σωπαίνουν κι οι δυό τους.

– Πονείς ωρέ Κώστα;

– Αποσταίνεις μάνα με το φορείο;

Πάλι σωπαίνει. Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού και τον κοιτάζει μέσα στα βαμβάκια και τις γάζες. Ας είναι. Τα μάτια της γιομίζουνε και χορταίνουν την ομορφιά της νιότης του, που δεν έσβησε.

Σαν έγυρε ο ήλιος σηκώθηκε:

– Άιντε τώρα να φύγω.

– Ναι μάνα, να πας, είπε και πάλι γιομίσανε τα μάτια του δάκρυα. Θα πάτε μακρυά;

– Ως το Κάντσικο πάμε…Καλό ξημέρωμα.

– Ώρα καλή μάνα.

Σαν έφτασε στην πόρτα στάθηκε και γύρισε το κεφάλι της.

– Και θέλεις τίποτα να σου φέρω;

– Κανένα μήλο ωρέ μάνα.

Θυμήθηκε τη μηλιά στην αυλή του σπιτιού τους στο Ζάλοβο. Βγήκε όξω κι όλο συλλογιζόταν. Τη μηλιά ή το φορείο; Και τα δυό δεν βαστούσαν τα πόδια της, ένοιωθε τα κόκαλά της που πόναγαν.

– Δεν κάθεσαι απόψε; της είπαν οι άλλες γυναίκες.

Η Αλεξάνδρα Πούλιου, Ηρακλήνα που τη λέγανε στο χωριό, 41 χρονώ, τραυματιοφορέας του Δημοκρατικού Στρατού, στήλωσε το τσακισμένο κορμί της και τις κοίταξε.

– Μια μάνα κουβάλησε τον Κώστα μου εδώ. Της χρωστάω να κουβαλήσω το λαβωμένο της παιδί απόψε.

Ούτε κούραση πια, ούτε δάκρυ κανένα δεν ήταν στα μάτια της. Η γαλήνη κι η γλυκάδα της μάνας απλώθηκε πάλι στο πρόσωπό της. Ήταν έτοιμη για τον τέταρτο δρόμο της.

– Άιστε μας γυναίκες…

 

                                                              Δημήτρης Χατζής (ΘΗΤΕΙΑ ΙΙ)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: