Κορονοϊός στα ελληνικά ΑΕΙ: Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος

Δεν χρειαζόταν όμως να μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι, για να ανακαλύψουμε ξανά ότι η διδασκαλία βρίσκεται στην καρδιά της πανεπιστημιακής ζωής. Αυτό αιφνιδιάζει μόνο εκείνους που στο παρελθόν την έχουν απαξιώσει.

Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο παρακολουθούμε μια παγκόσμια επιδημία να εξελίσσεται σε ανέλπιστο ελληνικό success story, μεταξύ άλλων και στον τομέα της Εκπαίδευσης. Υπουργός και μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας παρουσιάζουν μια σχεδόν μαγική εικόνα «ομαλότητας» στον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονται τα μαθήματα εξ αποστάσεως.

Δεν χρειαζόταν όμως να μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι, για να ανακαλύψουμε ξανά ότι η διδασκαλία βρίσκεται στην καρδιά της πανεπιστημιακής ζωής. Αυτό αιφνιδιάζει μόνο εκείνους που στο παρελθόν την έχουν απαξιώσει. Κατά καιρούς έχουμε γίνει μάρτυρες καταγγελιών για «άντρα ανομίας», «αιώνιους φοιτητές» και «καθηγητές που χρηματίζονται». Τέτοια σχόλια αναγορεύουν την εξαίρεση σε κανόνα και αποπροσανατολίζουν από τα πραγματικά προβλήματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Είναι αλήθεια, πάντως, ότι οι προκλήσεις της εξ αποστάσεως διδασκαλίας κινητοποίησαν ένα δυναμικό που στενάζει καθημερινά στο εχθρικό περιβάλλον με τα κακοσυντηρημένα κτίρια και την απρόβλεπτη γραφειοκρατία. Το αίσθημα της ατομικής ευθύνης των διδασκόντων (το φιλότιμο, για τους πιο παραδοσιακούς) εκφράστηκε μέσα από το πείσμα για αναζήτηση λύσεων όσο αυξάνονταν τα προβλήματα, καθώς και με την καλώς νοούμενη κοινωνική πίεση να μην υστερήσει κανείς στην ανάκτηση της βίαια διαρρηγμένης επαφής.

Η προσπάθεια αυτή βρήκε πρόσφορο έδαφος στις φοιτήτριες και στους φοιτητές. Τα ακροατήρια των τηλεδιαλέξεων είναι σαφώς αυξημένα, συγκριτικά με τα αμφιθέατρα, και η συμμετοχή πιο ενεργή. Ορισμένες πρόχειρες ερμηνείες εστιάζουν στον περιορισμό των «ανταγωνιστικών» δραστηριοτήτων ελεύθερου χρόνου και στην εξοικείωση της νέας γενιάς με τα ψηφιακά μέσα. Ας μην υποτιμούμε, ωστόσο, τους λιγότερο προφανείς λόγους. Οι εργαζόμενοι φοιτητές -τους οποίους η ΕΛΣΤΑΤ εκτιμά σε περίπου 20% του συνόλου των φοιτητών- άδραξαν την ευκαιρία να ασχοληθούν ξανά με τις σπουδές τους, από όπου τους απομακρύνει η έλλειψη ουσιαστικής φοιτητικής μέριμνας. Κι ακόμα, οι διαδικτυακές πλατφόρμες διευκολύνουν την προσβασιμότητα ορισμένων φοιτητών με αναπηρίες, ο φυσικός αποκλεισμός των οποίων δεν είναι βεβαίως αναπόφευκτος, αλλά θλιβερά και διαχρονικά επιβεβλημένος από συγκεκριμένες πολιτικές.

Ο κορονοϊός ανέδειξε προϋπάρχουσες καταστάσεις

Όπως συμβαίνει σε κάθε κρίση, ο κορονοϊός δεν μεταμόρφωσε τα ελληνικά ΑΕΙ, παρά μάλλον ανέδειξε προϋπάρχουσες καταστάσεις. Πέρα από την ανταπόκριση του ανθρώπινου δυναμικού, χαρακτηριστική είναι η ανεπάρκεια σε υποδομές. Θα περίμενε κανείς ότι τα Πανεπιστήμια βρίσκονται στην αιχμή των νέων τεχνολογιών και «παίζουν στα δάχτυλα» τις εφαρμογές της Πληροφορικής για διδασκαλία και έρευνα. Αντί για αυτό, οι διδάσκοντες παλεύουν να αντεπεξέλθουν σε τηλεδιαλέξεις με εκατοντάδες φοιτητές, χρησιμοποιώντας τις περιορισμένων δυνατοτήτων δωρεάν εκδόσεις λογισμικού. Εν πολλοίς, η υποστήριξη του υπουργείου περιορίστηκε στην ελεημοσύνη γιγάντων της Πληροφορικής, όπως η «Microsoft» και η «Google», που διαθέτουν τις βασικές εκδόσεις εργαλείων χωρίς χρέωση στην περίοδο του lockdown, προσδοκώντας σε μελλοντικά κέρδη από την ευρεία προώθηση των προϊόντων τους. Όσο για τις ιδιόκτητες υποδομές των ΑΕΙ, αυτές έχουν πέσει θύμα της πιο δημοφιλούς πρακτικής της εποχής των μνημονίων και, παλαιότερα, της λιτότητας: Της περικοπής δαπανών. Ήταν τότε που τα Πανεπιστήμια, μαζί με τα νοσοκομεία και άλλα «βαρίδια» του δημόσιου τομέα, θεωρήθηκαν σπάταλα και δαπανηρά, με αποτέλεσμα να απολέσουν 40% και πλέον της χρηματοδότησής τους.

Συχνά η έλλειψη πόρων είναι το άλλοθι που συγκαλύπτει την απουσία πολιτικής βούλησης. Κάπως έτσι καταλήξαμε να γινόμαστε μάρτυρες ευτελιστικών καταστάσεων, όπως οι πρυτάνεις και οι κοσμήτορες να ζητούν από τους διδάσκοντες «να καταθέσουν τις ιδέες τους» για την τηλεκπαίδευση, αντί να τους δώσουν αποτελεσματικά εργαλεία για να την υλοποιήσουν. Ορισμένοι διδάσκοντες πληρώνουν ακόμα και από την (όχι τόσο βαθιά) τσέπη τους για να εξασφαλίσουν άδειες χρήσης λογισμικού που καλύπτει τις ανάγκες τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις συνέβη να μην αξιοποιούμε τα εργαλεία που έχουμε επειδή δεν γνωρίζαμε καν ότι ήταν διαθέσιμα! Χιλιάδες εργατοώρες αναλώθηκαν από εξουθενωμένους συναδέλφους που προσπαθούσαν εναγωνίως να εντοπίσουν φτηνές λύσεις στο διαδίκτυο, επειδή το Πανεπιστήμιο δεν τους παρείχε τις υποδομές που θα έπρεπε να διαθέτουν ήδη πριν ξεσπάσει η πανδημία. Μετά από όλα αυτά, είναι απογοητευτικό όσο και εξοργιστικό να βλέπουμε τα ανώτερα κλιμάκια της ιεραρχίας να οικειοποιούνται τον καρπό της ατομικής ευθύνης της μεγάλης μερίδας των διδασκόντων και των διοικητικών υπαλλήλων για να αναπληρώσουν το υστέρημα της δικής τους θεσμικής ευθύνης…

Δεν έχουν όλες και όλοι την ίδια προσβασιμότητα

Όμως, αυτό που κάθε κρίση ξέρει να κάνει καλύτερα από οτιδήποτε άλλο είναι η διεύρυνση των ανισοτήτων. Το ψηφιακό χάσμα διαιωνίζει τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες, τις οποίες αντανακλά. Η, ομολογουμένως, εκτεταμένη διείσδυση του διαδικτύου στην Ελλάδα φαίνεται να συγκαλύπτει το γεγονός ότι, απλώς, δεν έχουν όλες και όλοι την ίδια προσβασιμότητα. Καθώς η αναλογία ψηφιακών συσκευών ανά μέλος οικογένειας αναδεικνύεται σε νέο δείκτη εκπαιδευτικής ετοιμότητας, προϋπάρχουσες συστημικές αντιθέσεις όπως πλούτος – φτώχεια, αστικά κέντρα – επαρχία, χαμηλό – υψηλό εκπαιδευτικό οικογενειακό επίπεδο οδηγούν στον αποκλεισμό ανεξακρίβωτου αριθμού φοιτητών. Η «επιτυχής» μεταφορά των μαθημάτων στο διαδίκτυο κρίνεται με όρους εκλογικής πλειοψηφίας, αφήνοντας έξω υπολογίσιμες μειονότητες που δεν είναι σε θέση να ακολουθήσουν. Το χειρότερο ωστόσο είναι η νομιμοποίηση αυτής της ανισότητας στις συνειδήσεις μας ως περίπου φυσικής κατάστασης, για την οποία δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι.

Σημαντικά διλήμματα για την επόμενη μέρα

Δεν θα ήταν άστοχο να συμπεράνουμε ότι τα όποια θετικά καταγράφονται στα ΑΕΙ εν μέσω της πανδημίας, εφορμούνται μάλλον από προσωπικές πρωτοβουλίες, ενώ οι αρνητικές επιπτώσεις εντοπίζονται κυρίως σε συστημικούς παράγοντες. Ο συνδυασμός αυτός θέτει σημαντικά διλήμματα για την επόμενη μέρα. Ποια από τα παραπάνω θα επικρατήσουν όταν επιστρέψουμε στην «κανονικότητα»; Θα εφαρμόσουμε τις νέες τεχνολογίες για να απομακρύνουμε τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας από τον φυσικό τους χώρο, που είναι τα αμφιθέατρα και τα εργαστήρια, ή για να ενισχύσουμε τους δεσμούς και τη συνεργασία μεταξύ τους; Θα δεχτούμε τη συνεχιζόμενη απομείωση της χρηματοδότησης με νέες μορφές (π.χ. ηλεκτρονικά συγγράμματα) ή θα δυναμώσουμε τις υποδομές εκεί όπου πραγματικά υπάρχουν ανάγκες; Θα προωθήσουμε τη χρησιμοθηρική έρευνα με άλλοθι τις άμεσες αγοραίες εφαρμογές ή θα καλλιεργήσουμε ισορροπημένα τα διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα; Θα νομιμοποιήσουμε την αδιαφάνεια και τον αυταρχισμό των διοικητικών ελίτ ή θα διεκδικήσουμε συμπεριληπτικές και αληθινά δημοκρατικές πρακτικές λειτουργίας;

Αν κάτι μπορεί να μας διδάξει η πανδημία Covid-19, είναι η αδυναμία της διαχείρισης βασικών δημόσιων αγαθών με όρους ιδιωτικών συμφερόντων. Η σημασία ενός ανθρωποκεντρικού συστήματος Πρόνοιας και η ανάγκη για επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό και ρωμαλέες υποδομές προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος έχουν γίνει σήμερα ευρύτερα αποδεκτές. Το δημόσιο πανεπιστήμιο οφείλει να υπηρετήσει αυτό το όραμα, όχι με φτιασίδωμα και συγκάλυψη των κληρονομημένων αδυναμιών του, αλλά με θαρραλέες τομές και βάθεμα του αληθινού κοινωνικού χαρακτήρα του.

Βασίλης Παυλόπουλος
Αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: