Στρατόπεδο Χαϊδαρίου: Σύμβολο αντίστασης, αγώνα και θυσίας

Στις 5 του Σεπτέμβρη 1943, άρχισε να λειτουργεί το κολαστήρι στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.

Στρατόπεδο Χαϊδαρίου: Σύμβολο αντίστασης, αγώνα και θυσίας

Στις 5 του Σεπτέμβρη 1943, άρχισε να λειτουργεί το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.

Οι καταχτητές δεν δημιούργησαν το Χαϊδάρι απλά για να κλείνουν σ’ αυτό τους επικίνδυνους αγωνιστές που μάχονταν για τη λευτεριά, να τους βασανίζουν, και να επιλέγουν ποιους θα στήσουν μπροστά στα εκτελεστικά τους αποσπάσματα, στον τοίχο της Καισαριανής. Το ήθελαν φόβητρο, με σκοπό να τρομοκρατήσουν το λαό και να τον λυγίσουν.

Ήταν, όπως γράφει ο κομμουνιστής λογοτέχνης Θέμος Κορνάρος, κρατούμενος ο ίδιος στο Χαϊδάρι, στη συγκλονιστική αφήγηση του,  μια λυσσασμένη μάχη για το ποιος θα κερδίσει την ψυχή του κατάδικου, την ψυχή του λαού. Από το μνημειώδες έργο του Στρατόπεδο του Χαϊδαριού μεταφέρουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα.

***

“Τίποτα δεν σου κάνει την εντύπωση πως εδώ μέσα υπάρχει τόση αγωνία. Ξεχνιέσαι μπρος στην ημερότητα του τοπίου. Η Αθήνα απλώνεται απέραντη μπρος στα μάτια σου, κι είναι σαν να στράφηκε ξεπίτηδες, ολόσωμη, προς το μέρος του Χαίδαριού, για να μπορεί ο κατάδικος να ξεχωρίζει κάθε γειτονιά και δρόμο. Πολλοί σου δείχνουνε το σπίτι τους. Τα παραθύρια τους! Κι όμως ποτέ δεν βρεθήκανε πιο μακριά απ’ την Αθήνα μας…

– Να περπατάς όσο πιο γρήγορα μπορείς, μόλις βγεις από το θάλαμο.

Αυτό ήτανε το πρώτο μάθημα για τη συμπεριφορά μου στο Χαίδάρι. (…)

Ρίχνω μια ματιά στην περιοχή του Στρατοπέδου. Γύρω-γύρω τοίχος, δυο μέτρα ύψος. Κάθε διακόσια μέτρα σκοπιά, με Ιταλούς απάνω και πολυβόλα στραμμένα προς την αυλή. Στρατώνες καινούργιοι, άνετοι, τρίπατοι. Παραθύρια μεγάλα, πολλά, προς όλες τις μεριές. Αυλή ευρύχωρη. Κάθε χτίριο έχει το νούμερό του. Αριστερά μου, βλέπω το «τρία». Μπροστά, το «τέσσερα» και το «εικοσιένα». Λίγο πιο μπρος, το «είκοσι», φρεσκοασβεστωμένο, με διακοσμητικό κήπο μπροστά. Είναι το Διοικητήριο. Στο βάθος, κλείνει τον κύκλο η οικοδομή «δεκαπέντε», που ξεχωρίζει με τα μικροσκοπικά σιδερόφραχτα παραθυράκια και το μουχλιασμένο εξωτερικό. Ξεπροβαίρνει από το βάθος το χτίριο αυτό, σαν φοβέρα. Είναι η απομόνωση. Ο τόπος των βασανιστηρίων. Μνήμα! Και σαν δαίμονας -φρουρός της κόλασης αυτής-στέκει, στην πόρτα που χάσκει, ένας κοντοστρούμπουλος άνθρωπος, με μελανά ξεπλυμένα μάτια.

Ο κατάδικος ποτέ δεν μεταχειρίζεται τη λέξη «απομόνωση». Αυτή δεν λέει τίποτα. Όταν θα πει «δεκαπέντε», όλοι ενδιαφέρονται να μάθουνε τι συμβαίνει. Γιατί είπε «δεκαπέντε»; Τι γυρεύει στη μέση το «δεκαπέντε»; Αξεχώριστος από την κατάσταση που εκφράζει το νούμερο αυτό, είναι ο Αντρέας. Έτσι τον λένε τον αρχιβασανιστή της απομόνωσης.

Τρία νούμερα δεν θα σβήσουνε ποτέ από τη μνήμη των ανθρώπων που πέρασαν από τούτο τον τόπο: Το «δεκαπέντε», το νούμερο του μπλοκ που έμενε, και το «είκοσι ένα».

Στο «είκοσι ένα» στεγάζονται όλες οι ειδικές υπηρεσίες, τα συνεργεία, όπως τα συνηθίσαμε. Από το κουρείο ως το ρολογάδικο. Από τον σιδερά ως τον ράφτη. Όλα τα επαγγέλματα, όλες οι τέχνες, όλες οι πιο απίθανες ειδικότητες για την εξυπηρέτηση της φρουράς των Ες-Ες. Ακόμη, εκεί εργάζεται κι ένας έξυπνος Ρωμιός, που λέει για τον Όμηρο πως στα 1821 κιντύνεψε πολλές φορές στις μάχες της Στερεάς! Αυτός, λοιπόν, έχει δουλειά να συγγράφει την ιστορία της Ακρόπολης για τον Διοικητή. Έχει, σαν να λέμε, αναλάβει υπεύθυνα την αρχαιολογική μόρφωση του αρχηγού των Ες-Ες στο Χαϊδάρι. Τον έχει, φαίνεται, σε μεγάλη εχτίμηση ο Διοικητής -χωρίς ν’ αποκλείεται ο βούρδουλας— γιατί τον επισκέπτεται συχνά. Ήτανε, λέει, οδηγός αρχαιοτήτων. Καθηγητής! Βιάζεται να προσθέσει, για να μην τύχει και ξεπέσει στα μάτια μας σαν σκέτος οδηγός.

Για ν’ αποφύγει ο κακομοίρης τις αγγαρείες και το πάρε-δώσε με το βούρδουλα των Ες-Ες, αποφάσισε να γίνει συγγραφέας.

Μα του «είκοσι ένα» μπλοκ η αξία δεν είναι στο πως στεγάζει τις τέχνες, τα επαγγέλματα, και τα … γράμματα, αλλά για κάποιον άλλο λόγο. Μπροστά-μπροστά, έχει ένα μακρόστενο διαμέρισμα που, όταν η πόρτα του είν’ ανοιχτή, σου κάνει την εντύπωση πλούσιου παλιατζίδικου. Βλέπεις κρεμασμένα στη σειρά παλτά, βαλίτσες, ομπρέλες, καμπαρντίνες. δίχτυα με κρεμμύδια, τσάντες μαθητικές, τσάντες μ’ εργατικά σύνεργα, ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σου. Και σ’ ένα ιδιαίτερο χώρισμα κρέμονται χιλιάδες μικρά σακουλάκια με ονόματα πάνω.

Είναι το σπίτι των αναμνήσεων και των ελπίδων. Ποτέ σπίτι δεν αγαπήθηκε τόσο πολύ.

Οι κατάδικοι, μόλις έρθουνε, πριν να διαμοιραστούνε στα διάφορα μπλοκ κι επικοινωνήσουνε με τους προηγούμενους, περνούν από έρευνα. Στο Στρατόπεδο θα μπούνε μόνο με τα ρούχα που φορούνε. Ό,τι κρατούνε στα χέρια τους, ό.τι υπάρχει στις τσέπες, ως και τα μαύρα τους γυαλιά, τις βέρες και τα ρολόγια τους, πρέπει να τα παραδώσουν.

Συμβαίνει να πιάστηκαν άνθρωποι την ώρα που ψώνιζαν στην αγορά, με το δίχτυ γεμάτο κρεμμύδια, ή μαθητές με τα βιβλία και το κουλούρι στο χέρι. Κι αυτά παραδίνονται. Θα τα παραλάβεις όταν θα φύγεις.

Κάθε που θα φωνάξουν ονόματα για διάφορες δουλειές. ή για οποιαδήποτε αφορμή, κανένας δεν ξέρει πού πηγαίνουν. Αν όμως τους πάνε στο «είκοσι ένα», μπροστά στο παλιατζίδικο, θα πει απόλυση. Παραλαβή των πραγμάτων τους αυτό θα πει. Στη χειρότερη περίπτωση θα είναι αποστολή για τη Γερμανία ή μετάθεση σ’ άλλες φυλακές. Μα ποτέ θάνατος.

Όξω απ’ το κύριο χτιριακό συγκρότημα, προς τ’ ανατολικά. υψώνεται μια άλλη όμοια στρατώνα. Χωρίζεται από μας με συρματοπλέγματα. Εκεί απαγορεύεται να πλησιάσουμε. Το πολύ 600-700 μέτρα μας χωρίζουν. Ξεχωρίζομε τις σιλουέτες των κατάδικων γυναικών, μα είν’ αδύνατο να γνωρίσουμε πρόσωπα. Μόνο από το ντύσιμο, το χρωματισμό του ρούχου ή την πορπατησιά, μπορείς να ξεδιακρίνεις τη γυναίκα ή τη Μάνα σου. Ξεχωρίζεις επίσης πως υπάρχουνε παιδιά μωρά που βυζαίνουν ακόμα, ή πιο μεγάλα, ως έξι χρονώ. Οι μεγαλύτερες ηλικίες μπαίνουνε στην κατηγορία των αντρών και μένουν κοντά μας, εκτεθειμένες στους ίδιους κινδύνους, στις ίδιες στερήσεις, στους ίδιους κατατρεγμούς. Σε μιαν ομαδική εκτέλεση, δεν λογαριάζεται ηλικία. Ψυχές μετριούνται. Κι επειδή έχουνε κι αυτά μια ψυχούλα, μπαίνουνε σαν και τους μεγάλους στην κλήρωση, στο τυχερό παιχνίδι του Χάρου.

Από την πρώτη μέρα της παραμονής σου στο Στρατόπεδο, μαθαίνεις πως οι κατάδικοι χωρίζονται σε μερικές κατηγορίες. Υπάρχουνε οι απομονωμένοι στα κελλιά. Και κείνοι που μένουνε πολλοί μαζί στον ίδιο θάλαμο. Όλοι αυτοί στην απομόνωση του «δεκαπέντε», που θα μιλήσουμε γι’ αυτήν αλλού.

Υπάρχει και μια μισοαπομόνωση, στο τέσσερα μπλοκ. Εκεί μέσα μένουν κάπου 200 κρατούμενοι. Έπειτα το «ελεύθερο» Στρατόπεδο με τις πολλές χιλιάδες.

Μισοαπομόνωση θα πει μικρότερη αυλή, όχι αγγαρείες. και καθόλου επικοινωνία με τους πολλούς.

Ο μεγάλος αριθμός για τις εκτελέσεις πέφτει πάντα στο «ελεύθερο» στρατόπεδο.

Εδώ, πρέπει να ξεκαθαριστεί πως βρίσκονται άνθρωποι σε αυστηρότατη απομόνωση, χωρίς καμιά κατηγορία, καμιάν υπόθεση. Και στο «ελεύθερο» Στρατόπεδο άλλοι, που τους βρήκανε ολάκερες αποθήκες πυρομαχικά. Η σύγχυση αυτή είναι μελετημένη. Για να μην μπορούμε να συλλάβομε το πνεύμα της δουλειάς των Ες-Ες.

Μ’ αυτόν τον τρόπο θέλουνε να δημιουργήσουνε μυστήρια, σκοτεινά αινίγματα, ψυχολογικά τεχνάσματα, για να κρατούνε σε διαρκή ανησυχία την ψυχή του κατάδικου. Κι αυτό τους ενδιαφέρει πάρα πολύ.

Το Χαϊδάρι δεν είναι ένα οποιοδήποτε Στρατόπεδο που μαζεύουνε τις ρεζέρβες τους οι Γερμανοί, για να έχουνε πρόχειρα τα κεφάλια που θα χρειαστούνε για τ’ αντίποινα. Ο κόσμος αυτό πιστεύει. Αλλά η ίδρυση του Χαϊδαριού έχει έναν πιο σοβαρό σκοπό.

Ιδρύθηκε το Σεπτέμβρη του 1943. Σ’ εποχή που οι Γερμανοί πιστεύανε ολόψυχα στη νίκη. Στην υποταγή όλης της Ευρώπης. Το πιο σοβαρό εμπόδιο που ορθώθηκε στο δρόμο τους, ήτανε η αντίσταση του Ελληνικού Λαού. Κατά μέτωπο επίθεση δεν έδωσε τίποτα. Το ισχυρότατο αυτό φρούριο τους ανησυχούσε, γιατί βρισκότανε στο πιο νευραλγικό σημείο της Ηπείρου. Έπρεπε να λείψει με κάθε τρόπο. Σ’ αυτό το σημείο ήρθαν να βγάλουν τους Γερμανούς από τη δύσκολη θέση τους οι «εγκληματίες πολέμου». Οι σκοτεινοί άνθρωποι της «Ειδικής Ασφάλειας». Κι ακόμη, μια δεύτερη κατηγορία «Ελλήνων»: Αυτοί που τρομοκρατημένοι κηρύχνανε «αποχή» και «συνεννόηση» με τον καταχτητή. Όχι αντίσταση! Όχι αντάρτες κι απεργίες και σαμποτάζ. Αυτά τα γράψανε κιόλας στις εφημερίδες και σε… παράνομα φυλλάδια οι διανοούμενοι της θλιβερής αυτής παράταξης. Τα πρώτα ελεεινά θύματα του καταχτητή και της «Ειδικής Ασφάλειας».

Οι Γερμανοί μόνοι τους ποτέ δεν θα μπορούσανε να συλλάβουν και να εκτελέσουν ένα σχέδιο υπονομευτικό, που απαιτούσε φαντασία και τεράστιες ψυχολογικές ικανότητες.

Η υποταγή της Ελληνικής ψυχής, η δουλοποίηση του Λαού μας, το σβήσιμο της προσωπικότητας του Έλληνα. Αυτό είναι το σχέδιο που απαιτούσε την ίδρυση του Χαϊδαριού. Της Σχολής του Χαϊδαριού, που είχε μοναδικό σκοπό την κατασκευή δούλων, ηττοπαθών και προδοτών. Εργαστήριο, δηλαδή, παρασκευής ειδικών μικροβίων για τη μετάδοση της πανούκλας του πανικού στον Ελληνικό Λαό.

Πρώτοι διδάξαντες ήτανε ελάχιστοι θλιβεροί μόρτες της ελληνικής διανόησης και η πλειονότητα της αναστατωμένης ελληνικής αριστοκρατίας.

Μόνο με την υπονομευτική ταχτική θα γονάτιζαν το Λαό. Το σχέδιο ήταν άριστο στη σύλληψη. Ακόμη πιο μελετημένο στην εχτέλεση: Πρώτα-πρώτα, δεν έπρεπε να γίνει γνωστός ο σκοπός. Η διαμονή στο Χαϊδάρι έπρεπε να έχει το αβέβαιο, το αόριστο, το διαρκώς επικίντυνο. Να γίνει ο μπαμπούλας, φόβητρο, συνώνυμο με το Χάρο, και να παραδοθεί έτσι στη φαντασία του ευαίσθητου Λαού μας, που με τη δύναμη και τη γονιμότητά της το συμπλήρωνε, το τελειοποιούσε, και αυτόματα η δύναμη αυτή έμπαινε στην υπηρεσία του εχθρού.

Το Χαϊδάρι ιδρύθηκε περισσότερο για τους έξω και λιγότερο για τους ίδιους τους κρατούμενους.

Ως εδώ τα πράματα πήγαιναν καλά για τον εχθρό. Από το Χαϊδάρι δεν μπορούσες να επηρεάσεις τα γεγονότα και τη μοίρα σου. Καμιά ελπίδα. Επηρέαζες όμως με τα μαρτύριά σου, με το θάνατό σου, με το σκοτεινό μυστήριο, τη φαντασία του κόσμου.

Η λειτουργία της Σχολής, ο εσωτερικός κανονισμός όπως θα λέγαμε, ήταν η πείρα του Μεσαίωνα εφαρμοσμένη στον ύψιστο βαθμό της υπερβολής.

Τα ανακριτικά γραφεία της Μέρλιν -η έδρα των Ες-Ες- ήταν η πραγματική είσοδος του Χαϊδαριού. Θα νόμιζε κανένας πως τα βασανιστήρια κι οι κατατρεγμοί στην οδό Μέρλιν γίνονταν κυρίως για να σ’ αποσπάσουν μυστικά. Όχι πάντα. Τις περισσότερες φορές ήτανε προπαρασκευή για τον κύριο, τον πλατύτερο σκοπό της Σχολής: Την τρομοκράτηση και υποδούλωση της Λαϊκής ψυχης.

Στο Χαϊδάρι σε περίμενε μια καινούργια τρομοκρατία. Μια συνεχής ψυχολογική επίθεση, μελετημένη σ’ όλες τις λεπτομέρειες. Είχε σκοπό να σου παραλύσει κάθε δύναμη, κάθε αντοχή. Να σου σβήσει τη θέληση. να μην αφήσει απείραχτη καμιά ψυχική λειτουργία. Όχι. βέβαια, για να σε σκοτώσουν έπειτα! Κάθε άλλο. Ήσουνα πολύτιμος πια. Μικρόβιο έτοιμο για να μεταφέρεις στον κόσμο τη φριχτή σου αρρώστεια. Σε απολούσανε!…

Αλλά εδώ ακριβώς ξέσπασε μια λυσσασμένη αντεπίθεση εναντίον του εχθρού. Την επιχείρηση την διεύθυνε το επιτελείο του Στρατοπέδου. Οι 260 του θαλάμου «ένα», με επικεφαλής τον Ναπολέοντα. Σκοπός της μάχης: Ποιος θα κερδίσει την ψυχή του κατάδικου. Την ψυχή του Λαού.

Σύνθημα του επιτελείου μας: Αμείωτη θέληση, ακέραιη την προσωπικότητα, ατσάλωμα της αντοχής του κατάδικου!

Κάθε μέτρο της Διοίκησης εναντίον μας, χτυπούσε σ’ ένα ισχυρότατο αντίμετρο. Κάθε σκοτεινή ενέργεια, κάθε ύπουλη κι υπονομευτική δράση της, εκφυλιζότανε κι αχρηστεύονταν από μιαν επιστημονική, σοφή, τέλεια οργανωμένη αντίδραση.

Χρειαζόταν μια τέτοια εξήγηση, αρχή- αρχή, για να μην ξαφνιαστούμε βλέποντας την ψυχή του κατάδικου φρούριο, και τον κατάδικο να μένει με ακέραιες τις αγωνιστικές του ικανότητες.

Κατόρθωμα πρωτοφανέρωτο στην ιστορία των φυλακών, των στρατοπέδων και των καταχτημένων χωρών.

Αυτή την ατμόσφαιρα μυρίζεσαι μπαίνοντας στο Χαϊδάρι. Οι αγωνιστικές σου ιδιότητες θεριεύουνε. Κάθε στιγμή είσαι έτοιμος. Αισθάνεσαι πως παίρνεις μέρος στη μεγαλύτερη μάχη της ιστορίας του κόσμου. Της ιστορίας της ζωής, γιατί εδώ θ’ αντιμετωπίσεις και το θάνατο, όχι σαν δούλος του, αλλά σαν περιφρονητής αντίπαλός του.”

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: