Νικόλας Άσιμος: «Το δίκιο μας εμπρός να βγάλουμε στους δρόμους»

«Όταν πήγαινα σε επαρχιακές πόλεις εκείνοι που με στηρίξανε κατά καιρούς ήτανε οι Κνίτες και ας φαίνεται παράλογο για ορισμένους εδώ ξέμπαρκους αναρχικούς»

Πολλοί τον έλεγαν αλλόκοτο και παλαβό, κυρίως αυτοί που δεν είχαν πρόθεση να κατανοήσουν τον τρόπο ζωής του και τη στάση του απέναντι στα πράγματα. Για άλλους ήταν απλώς ιδιόρρυθμος ή ένα «δύσκολο παιδί», ενώ για εκείνους που τον αγάπησαν ήταν ο «Άγιος των Εξαρχείων».

Ρομαντικός και ασυμβίβαστος, του άρεσε να στήνει αυτοσχέδιες παραστάσεις στους δρόμους της Αθήνας. Τα αδιάκριτα βλέμματα του κόσμου δεν τον ενοχλούσαν, ίσως επειδή τον διακατείχε μια απονήρευτη και ανιδιοτελή αγνότητα στον τρόπο που συγχρωτιζόταν με τους άλλους.

«Όταν πήγαινα σε επαρχιακές πόλεις εκείνοι που με στηρίξανε κατά καιρούς ήτανε οι Κνίτες και ας φαίνεται παράλογο για ορισμένους εδώ ξέμπαρκους αναρχικούς», είχε πει σε συνέντευξή του στον Οδυσσέα Ιωάννου (περιοδικό «Μουσική» – τεύχος 114, Μάιος 1987). Έντονα πολιτικοποιημένο άτομο, που όμως δεν του άρεσαν οι ταμπέλες και δεν ήθελε να τον αποκαλούν ούτε αριστερό, ούτε αναρχικό, ούτε κομμουνιστή.

Σκάλιζε από μικρός τις λέξεις, φτιάχνοντας στιχάκια που μιλούσαν για αλλιώτικους κόσμους, καμωμένους όχι απλώς από έρωτα και αλληλεγγύη, αλλά κυρίως από τη δική του αλήθεια, μια αλήθεια πολλές φορές ακατανόητη ακόμα και στους πιο δικούς του ανθρώπους. Αργότερα, ηχογραφούσε μόνος του κασέτες, που τις διακινούσε ο ίδιος κυρίως στα Εξάρχεια και στο Πολυτεχνείο.

Δεν ήταν ευεπίφορος στις γνώμες των άλλων. Πορευόταν με μια σιγουριά, που πήγαζε από ένα βαθύτερο πάθος για τη ζωή, από μια ειλικρίνεια και εντιμότητα που είχε να κάνει με την ίδια την ιδιοσυγκρασία και την κουλτούρα του σαν άνθρωπος.

Το 1981 ξεκινά η κατάβασή του στη διερεύνηση των ψυχικών του ορίων, με τη νοσηλεία του για πρώτη φορά σε ψυχιατρείο. Για έξι χρόνια θα μπαινοβγαίνει αρκετά συχνά, μοιάζοντας να έχει ανοίξει επικίνδυνες παρτίδες με μια αχανή άβυσσο, έτοιμη να τον κατασπαράξει. Όταν το 1987 κατηγορείται για βιασμό – μια καταγγελία που δεν αποδείχτηκε ποτέ, αφού η δίκη δεν πρόλαβε να γίνει – ο ψυχισμός του δέχτηκε το τελειωτικό χτύπημα. Ήταν πλέον σαφές πως οι μέρες του ήταν μετρημένες.

Ίσως δεν υπήρχε άλλος τρόπος να νικήσει τα σκοτάδια του – τους «δαίμονές» του έλεγαν όσοι τον γνώριζαν – παρά μόνο η αυτοκτονία. Ίσως, στην τελική, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να κουνήσει το δάχτυλο σε μια κοινωνία που προσποιείται χρόνια τώρα πως είναι προοδευτική, αλλά στην πραγματικότητα ψάχνει συνεχώς τρόπους να καταχωνιάσει κάθε ίχνος πρωτοπόρας ιδέας και διαφορετικότητας.

Ο Νικόλας Άσιμος ήταν μια σπάνια, μια μοναδική περίπτωση καλλιτέχνη, που ανεξάρτητα από τις αντιφάσεις του ή τις όποιες επιφυλάξεις μπορεί να έχουμε προς το πρόσωπό του, ανεξάρτητα αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε μαζί του, δεν γίνεται να τον προσπεράσουμε και φυσικά να παραβλέψουμε πως αμφισβήτησε με τον τρόπο που ένιωθε και κατανοούσε τα γρανάζια μιας απονεκρωμένης κοινωνίας, άθυρμα στα χέρια της αστικής τάξης και των μηχανισμών εξουσίας της.

Κάποιοι νομίζουν πως τον Νικόλα τον χτύπησαν με «όλμους και κανόνια», χαλώντας του τα «πιο όμορφά του χρόνια». Στην πραγματικότητα, όμως, δεν θα μπορούσαν τίποτα να «χαλάσουν», γιατί ο Νικόλας πάλευε για «μια ζωή πιο λεύτερη, πιο νέα», για μια ζωή που οι επικριτές του δεν μπορούσαν και δεν μπορούν να συλλάβουν ούτε στο μικρό τους δαχτυλάκι.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: