Ιουστινιανός Α’ – Οπισθοδρομική μεγαλοφυΐα

Νοσταλγός της αρχαιότητας, αφιέρωσε τη ζωή τη στην αναβίωση της παλιάς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, σε μια προσπάθεια καταδικασμένη και στον πυρήνα της αντιδραστική.

Ο Ιουστινιανός Α’ μπορεί να μην πάτησε ποτέ το πόδι του στη Ραβένα της Ιταλίας, κι έτσι πιθανότατα δεν είδε ποτέ το περίφημο ψηφιδωτό που κατασκευάστηκε προς τιμήν του ίδιου και της Θεοδώρας στον ναό του Αγίου Βιταλίου στην πόλη. Πιθανότατα όμως θα ενέκρινε την μεγαλόπρεπη κι επιβλητική παρουσίασή του, ως αδιαμφισβήτητου άρχοντα του imperium, που με τόσο κόπο (κυρίως των υπηκόων του) κατόρθωσε βραχύβια να ανασυστήσει. Νοσταλγός της αρχαιότητας, αφιέρωσε τη ζωή τη στην αναβίωση της παλιάς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, σε μια προσπάθεια καταδικασμένη και στον πυρήνα της αντιδραστική, καθώς το ζήτημα δεν ήταν απλώς η αποκατάσταση της συνοριακής της έκτασης, αλλά οι ριζικά διαφορετικές  συνθήκες μιας κοινωνίας που είχε πάρει πλέον, τόσο στο ανατολικό, όσο και στο –κι επίσημα διαλυθέν από το 476 – δυτικό τμήμα της πάλαι ποτέ κραταιάς αυτοκρατορίας, αποφασιστικά το δρόμο από την ύστερη αρχαιότητα στο Μεσαίωνα.

Γεννήθηκε το 483 σε αγροτική οικογένεια στο Ταυρήσιο, κοντά στα σημερινά Σκόπια της ΠΓΔΜ, σε μια περίοδο πριν τις σλαβικές εγκαταστάσεις του όψιμου 6ου και 7ου αι. Ήταν ανηψιός του μετέπειτα αυτοκράτορα Ιουστίνου Α’, ο οποίος φρόντισε για την εξέλιξή του. Έλαβε επιμελημένη μόρφωση στα λατινικά, που ήταν η μητρική του, αλλά και τα ελληνικά, τα οποία λέγεται ότι δεν κατέκτησε ποτέ πλήρως. Με την άνοδο του θείου του στον αυτοκρατορικό θρόνο το 518 εξελίσσεται σε δεξί του χέρι και αναδείχθηκε σύντομα σε καίσαρα και συμβασιλέα ως το 527, αξιοποιώντας όχι μόνο τις προσωπικές του ικανότητες, αλλά και τα πλούσια χρηματικά αποθέματα που είχε αφήσει ο προηγούμενος αυτοκράτορας Αναστάσιος Α’. Λίγα χρόνια πριν είχε παντρευτεί την πρώην εταίρα του ιπποδρόμου Θεοδώρα, πείθοντας το θείο του να περάσει νόμο που καταργούσε τη διάταξη απαγόρευσης συγκλητικών με γυναίκες ταπεινής καταγωγής. Η Θεοδώρα αποδείχτηκε πολύτιμο στήριγμα του Ιουστινιανού σε κρίσιμες καμπές της διακυβέρνησής του, παρότι σε αντίθεση με τον αυστηρά ορθόδοξο σύζυγό της είχε μονοφυσιτικές συμπάθειες.

Μετά το θάνατο του Ιουστίνου το 527 γίνεται μοναδικός κυβερνήτης της αυτοκρατορίας, έχοντας σειρά εσωτερικών κι εξωτερικών προκλήσεων ν’αντιμετωπίσει. Κορυφαίο γεγονός της πρώτης περιόδου της βασιλείας του είναι η καταστολή της «Στάσης του Νίκα» το 532, δηλαδή της εξέγερσης των Δήμων των Βένετων και των Πρασίνων στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Ο Ιουστινιανός σκέφτηκε να δραπετεύσει από την πρωτεύουσα, με τη Θεοδώρα να τον συγκρατεί την τελευταία στιγμή. Η αιματηρή καταστολή των εξεγερμένων από τους στρατηγούς Βελισάριο, Ναρσή και Μούνδο, με 30.000 θύματα, σήμανε την απαρχή της περιθωριοποίησης των δήμων ως πολιτειακών παραγόντων της αυτοκρατορίας, αλλά και τη γενικότερη κατάπνιξη των όποιων υπολειμμάτων θεσμικής λαϊκής έκφρασης στο βυζαντινό πολίτευμα.

Την ίδια χρονιά ο Ιουστινιανός κατόρθωσε να σταθεροποιήσει την κατάσταση και στο βασικό εξωτερικό μέτωπο, εκείνο εναντίον των Περσών, υπογράφοντας τη λεγόμενη «Απέραντο ειρήνη» με το βασιλιά Χοσρόη. Η συνθήκη δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή για τους Βυζαντινούς, επέτρεψε ωστόσο την απόσπαση στρατιωτικών δυνάμεων για να ξεκινήσει το μεγαλεπήβολο όνειρο ζωής του αυτοκράτορα, η «reconquista»  (επανακτάκτηση) των παλιών ρωμαϊκών εδαφών στη Δύση. Ως το 540 η προέλαση των Βυζαντινών ήταν θεαματική, με τη Βόρεια Αφρική αρχικά και την Σικελία και την Ιταλία να εντάσσονται, τυπικά τουλάχιστον εκ νέου στη ρωμαϊκή σφαίρα επιρροής (μια και οι Βυζαντινοί πρακτικά δεν σταμάτησαν ποτέ να θεωρούν εαυτούς Ρωμαίους). Την ίδια περίοδο ο Ιουστινιανός εδραίωσε την υστεροφημία του μέσω του φιλόδοξου οικοδομικού του προγράμματος, μέρος του οποίου υπήρξε και η οικοδόμηση της Αγίας Σοφίας από τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο το 537, κυρίως όμως χάρη στο σπουδαίο νομοθετικό του έργο, που αποτελεί και την πιο ουσιαστική παρακαταθήκη του στην ιστορία.

Η Ιουστινιάνεια νομοθεσία, που έγινε με την καθοριστική συμβολή του Τριβωνιανού και του Καππαδόκη, αποτελούμενη από τον Ιουστινιάνειο Κώδικα, τον Πανδέκτη, τις Εισηγήσεις και τις Νεαρές (οι μόνοι νόμοι που εκδόθηκαν στα ελληνικά, αντί των λατινικών, για να γίνονται κατανοητοί από την κατά βάση ελληνόφωνη πλειονότητα των κατοίκων), αποτέλεσε τη βάση της μετέπειτα βυζαντινής νομοθεσίας, επηρεάζοντας αργότερα τόσο το δίκαιο των εκχριστιανισμένων σλαβικών λαών, αλλά και το δίκαιο της δύσης, από τον 11ο αιώνα κι εξής. Η νομοθεσία δεν αποτελούσε απλώς κωδικοποίηση της ως τότε ρωμαϊκής νομοθεσίας, με απάλειψη παρωχημένων διατάξεων, αλλά και εμπλουτισμό της βάσει των κύριων ιδεολογικών συνισταμένων της εποχής, τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική ιδέα, το χριστιανισμό και τις επιδράσεις της αρχαιοελληνικής παιδείας.

Η τελευταία πάντως, πνέοντας ήδη τα λοίσθια λόγω της σύνδεσής της με την εθνική θρησκεία, δέχτηκε ένα σημαντικό πλήγμα με το κλείσιμο της Φιλοσοφικής Σχολής των Αθηνών το 529, μέτρο το οποίο εντασσόταν σε ένα γενικότερο κύμα διώξεων κατά των τελευταίων παγανιστικών θυλάκων στην αυτοκρατορία.

Τα επόμενα χρόνια ωστόσο σημαδεύονται από την πρακτική απώλεια της Ιταλίας, που μετατρέπεται σε κρανίου τόπου λόγω του πολέμου, του λιμού και των ενδημικών ασθενειών, στις οποίες ήρθε να προστεθεί η λεγόμενη «πανώλη του Ιουστινιανού» το 542, που εξαπλώθηκε κι εκτός αυτοκρατορικών συνόρων, αποδεκατίζοντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Επιπλέον, η αυτοκρατορία είχε να αντιμετωπίσει νέες εισβολές εχθρικών φύλων στα βόρεια σύνορά της, αλλά και την επανάκαμψη των Περσών στα ανατολικά. Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του ήταν φαινομενικά επιτυχημένα, καθώς υπό την ηγεσία του ικανού στρατηγού Ναρσή, ανακτήθηκε η Ιταλία με την ολοκληρωτική ήττα των Οστρογότθων, ενώ πρόσκαιρα έπεσε σε βυζαντινά χέρια και η νότια Ιβηρική, που ελεγχόταν από Βησιγότθους. Οι επιτυχίες αυτές ήταν απολύτως επιφανειακές και προσωρινές, κάτι που αποδείχτηκε ιδιαίτερα στην ιταλική περίπτωση περίτρανα με την εύκολη επικράτηση των Λογγοβάρδων το 568, τρία μόλις χρόνια μετά το θάνατο του Ιουστινιανού σαν σήμερα το 565.

Ο Ιουστινιανός έφυγε αφήνοντας πίσω του άδεια ταμεία, έντονο θρησκευτικό διχασμό λόγω της κατασταλτικής του πολιτικής έναντι των μονοφυσιτών της Ανατολής και καθημαγμένες πολλές περιοχές, έρμαια στις εισβολές νέων εχθρών από το βορρά κι ακόμα πιο ευεπίφορες στον εξαγροτισμό και την αποαστικοποίηση που προανήγγειλε την οριστική μετάβαση στο Μεσαίωνα. Η ιδέα μιας πολιτικά και δογματικά ενιαίας αυτοκρατορίας δεν εγκατέλειψε ποτέ τους διαδόχους του Ιουστινιανού, ποτέ όμως δεν επανέλαβαν στον ίδιο βαθμό το εγχείρημά του. Η επιχείρηση ανακοπής του ιστορικού ρου τελικά είχε τα ακριβώς αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτέλεσματα βραχυπρόθεσμα και μεσομπρόθεσμα, ενισχύοντας τις φυγόκεντρες τάσεις, που με τη σειρά τους καθόρισαν πάντως τη διαμόρωση της τυπικά “βυζαντινής” φυσιογνωμίας της αυτοκρατορίας στους αιώνες που ακολούθησαν.

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: