«Για ποια 70 χρόνια του ΔΣΕ μιλάμε… Εγώ δεν κατέβηκα ποτέ από τα βουνά»

Μιλάμε με την Ελένη Μακρυνιώτη – Τραγγανίδα για τα παιδιά της Διλοχίας, για τα 70 χρόνια του Δ.Σ.Ε. και για τα 100 χρόνια αγώνων του ΚΚΕ. Τα παιδιά της Διλοχίας ήταν όλοι κομμουνιστές. Πήραμε το βάφτισμα της τιμής εκεί… στις κορυφές, εκεί που σκορπούσε ο θάνατος τα νιάτα.

Λίγα βιβλία μού χάρισε ένας καλός μου φίλος και  αγωνιστής της αντίστασης και του ΔΣΕ. Και το όνομά του Γιώργης Μωραΐτης. Ξέρει πως τα ρουφάω. Ξέρει πόσο τα αγαπώ. Και πέφτει το βλέμμα μου στη Μυρτιά του βουνού. Μπα… περίεργος τίτλος. Δεν με προϊδεάζει ο φίλος. Με αφήνει στις επιλογές μου. Και διαβάζω, και το κρατώ σφιχτά. Πού να το αφήσω; Ξενυχτώ… μα ο νους μου τρέχει και στο βιβλίο της μητέρας μου που επιμελήθηκα. Θα την ψάξω, θα τη βρω, θα τη γνωρίσω την Μυρτιά. 

Είμαι παιδί αγωνιστών, ανταρτών του Δ.Σ.Ε. Έζησα τα όνειρά τους στα χρόνια του Σοσιαλισμού. Την Ιστορία την ψάχνω. Είναι η ιστορία των Αγωνιστών, των γονιών μας, της γενιάς τους στα χρόνια της Αντίστασης και του Εμφυλίου. 

Η γνωριμία μου με την Ελένη είναι γρήγορη και συναρπαστική. Κάθε φορά που μιλάμε παίρνω μπόι ψυχής και δύναμης. Η κουβέντα μας είναι ανάγκη ζωής. 

Η Μυρτιά δεν μασάει τα λόγια της. Θυμάται ένα, ένα τα βήματά της, το σπίτι της, το φευγιό της, τα βουνά, τις απότομες πλαγιές, τις ψείρες, την πείνα, την δίψα, το κρύο, λαχτάρες και κούραση μαζί. 

Και όλα στο μυαλό της ζωντανά. Δεν ξεχνάει τους συμμαχητές της, τους συναγωνιστές. Ήταν όλοι νέα παιδιά, λεβέντες, παλικάρια με μπόι γίγαντα, ΗΡΩΕΣ όπως τους αξίζει. 

Παιδί 15 χρονών. Την μεγαλώσανε και λίγο. Με υπογραφές του χωριού την ανεβάσανε στα 17, έτσι, για να βολεύονται εκεί στα δικαστήρια, για να την δικάσουν πιο εύκολα και πιο γρήγορα… για να περάσει και αυτή όπως τόσοι άλλοι Αγωνιστές από τα φίλτρα του θανάτου, από τα στημένα Στρατοδικεία της εποχής. 

Δε φοβότανε. Τα είδε όλα η Ελένη. Πόλεμος, Φυλακές, Αγώνας. Δεκαετίες περάσανε και όλα είναι ζωντανά. Κι εγώ απορώ. Τη ρωτώ με την αφέλειά μου πως τα λέει ακόμα και τώρα τόσο ζωντανά… Και η Μυρτιά, σαν να μην πέρασε μια μέρα:

Για ποια 70 χρόνια του Δ.Σ.Ε. μιλάμε… Και την ακούω να λέει: εγώ δεν κατέβηκα ποτέ από τα βουνά. Νύχτες περπατώ από κορυφή σε κορυφή, από ρεματιά σε ρεματιά παρέα με τα αεροπλάνα πάνω από τα κεφάλια μας. Σαν να παίζαμε το κρυφτούλι. Κι εμείς, παρέα με το θάνατο νύχτα και μέρα μαζί. 

Τούτη την κουβέντα Άννα μου θέλω να την κάνουμε απόψε μαζί. Όχι πως θα πω κάτι καινούργιο. Είναι όλα γραμμένα στα βιβλία μου. Να… λίγη παρέα θα κάνουμε σε κείνα τα παιδιά που χάθηκαν… και έμειναν για πάντα εκεί. Τούτη η κουβέντα κρατάει πολύ. Ένας κόμπος μόνιμα καρφώθηκε στο λαιμό μου. 

Σαν να θέλει να μου πει άκου μόνο,… απόψε η Ελένη μιλάει, απόψε γράφουν τα συναισθήματα, οι αναμνήσεις γεμάτες πόνο, ζωντάνια αλλά και περηφάνια για κείνους που ήταν μαζί, για κείνους που δεν ξαναείδε. 

Είναι στιγμές που ο άνθρωπος δεν βρίσκει τα λόγια να περιγράψει. Ούτε όλες οι γλώσσες του κόσμου μαζί, δεν μπορούν να περιγράψουν  εκείνες τις στιγμές της ψυχής. Ούτε εγώ θα τολμήσω. Τα γράφω όπως τα άκουσα και θα περπατήσουμε χέρι με χέρι με την Μυρτιά του βουνού. Όσο μπορώ νοητά, θα ακολουθώ τα βήματα και τα μονοπάτια της Διλοχίας που έγραψε με το αίμα των συναγωνιστών της Ελένης τούτη τη χρυσή σελίδα της Ιστορίας. 1946-1949. 

«Βγήκα στο βουνό αρχές Αυγούστου του 1947. Είδα πολλά, γνώρισα πολλούς. Αξέχαστη η γνωριμία μου με τον καπετάν Διαμαντή. Αγωνιστής, μα πάνω απ όλα Άνθρωπος. Ακόμη θυμάμαι τα πρώτα ονόματα στο βουνό. Τους θυμάμαι γλυκά. Θυμάμαι και το πρώτο βάφτισμα των μαχών. Ήταν μεσάνυχτα, τρεις με τέσσερις Νοεμβρίου 1947. Πολύ σκληρή μάχη και χάσαμε πολλούς εκεί στην Άμφισσα… Οι πρώτες μέρες περνούν γρήγορα με ασκήσεις, ενημέρωση και μάχες. Γνωρίζω και τους πρώτους Αξιωματικούς: Κρόνος (Αντωνόπουλος Κώστας), Λοκρός (Τσιτσιπής Σωτήρης), Βλαχάβας, Φίτσιος Κώστας, Βαμβακάς Νίκος, Φώτης Καρανίκας, Έκτορας, Γλυκός Μήτσος… 

Στις 31-1-1948 ξεκινήσαμε για την Πάρνηθα, με σκοπό να χτυπήσουμε την ΠΥΛΗ. Εδώ ήταν μία από τις σκληρότερες μάχες. Πολλοί σκοτώθηκαν. Πολλοί τραυματίστηκαν. Ο στρατός πλησίαζε. Μάς πήραν χαμπάρι. Τους φύγαμε μέσα από τα χέρια τους με μπροστάρη τον Κρόνο. Ίσως να έκανε και όνειρα ο στρατός για την πρώτη μεγάλη επιτυχία τους… νικώντας το διαλεκτό κομμάτι του Δ.Σ.Ε. (από βιβλίο σελ. 50). Ξημερώσαμε στον Ελικώνα, δυτικά από το Κρεοκούκη. Κοντεύαμε να ξεμείνουμε από σφαίρες. Το απόγευμα, μάς επισκέπτονται τα αναγνωριστικά αεροπλάνα και αργά τη νύχτα μάχη σκληρή. Στα 20 μέτρα μάς πλησίασαν. Και τώρα τα καταφέραμε. 

Όλο αυτό τον καιρό πηγαίναμε από Πάρνηθα-Γεράνια και από Γεράνια, Ελικώνα και πάλι Πάρνηθα. Τούτες οι μέρες ήταν πολύ σκληρές. Ήμασταν δυο λόχοι με τέσσερις Διμοιρίες. Ο ένας του Έκτορα και ο άλλος του Φίτσιου και ταγματάρχης ο Κρόνος (Κώστας Αντωνόπουλος το πραγματικό του). Εκεί, στο βουνό Κορομήλι χάσαμε τον Κρόνο, τον ταγματάρχη μας. Χάσαμε πολλούς. 

Τώρα είμαστε φτωχότεροι, ρακένδυτοι, διαλυμένοι… Λίγη ξεκούραση και πάλι ανασυγκρότηση του τάγματος. Και πάλι για Παρνασσό τραβάμε. 

Τώρα δεν υπήρχε τίποτα στην κορυφή. Ένας χαμός μόνο. Ρακένδυτοι και χωρίς κέντρο πληροφοριών. Απομονωμένοι. Ο καπετάν Διαμαντής σε άλλη αποστολή. 

Στην Αγόριανη βρήκαμε τον Ερμή (Πριόβολο) στο πόδι του… όπως λέμε… Και το σχέδιό του λέει Πάρνηθα. Κι ο έμπειρος Φίτσιος δεν το βλέπει καλά. Ξέρει πως όλα τα στρατηγικά σημεία ο στρατός τα έπιασε. Δεν έχουμε  κέντρο πληροφοριών, δεν έχουμε καμία επικοινωνία. Είμαστε όμως πολεμιστές, μαχητές, αγωνιστές. Είμαστε έτοιμοι να πάμε. Εδώ αρχίζει και το μαρτύριο της Διλοχίας. Ο Φίτσιος καταλαβαίνει, παλιός αξιωματικός στην κατοχή.

Πριν φύγουμε, ο λοχαγός Φίτσιος μάς είπε: να αγκαλιαστούμε, να φιληθούμε και να συγχωρεθούμε… Μάς φίλησε έναν, έναν. Ξεκινήσαμε νωρίς, νωρίς. Κατεβήκαμε εκεί ανάμεσα Σοβάλα και Αγόριανη, φτάσαμε στην Πάρνηθα δια μέσου Λοκρίδας και Κωπαΐδας. 

Αυτό το ποδαράτο μέρα και νύχτα τελειωμό δεν είχε. Επιτέλους φτάσαμε σε μία ρεματιά με πολύ βλάστηση, στο χωριό Καριά. Ορεινό χωριό. Στρατοπεδεύσαμε εκεί, λίγο πιο έξω. Εμείς πιο κάτω στη ρεματιά και ο λόχος του Έκτορα πιο πάνω. Ξεκούραση με όλα τα βάρη… Ούτε τα παπούτσια μας βγάλαμε, μα ούτε και το γυλιό μας… και τα όπλα σφιχτά στα χέρια μας. Εκεί, μάς πρόλαβαν τα χαράματα. Όπως ακουμπούσα εκεί στον πλάτανο, με το όπλο μαζί, χάζευα εκείνο το πρωινό την φύση με τις ομορφιές της. Δεν είχα καιρό να δω και πολλά πρωινά… ήμουν μόνο 15 χρονών. Τότε κατάλαβα πόσο όμορφο είναι εκείνο το πρωί, να κάθεσαι και να ακούς τα αηδόνια  να τρελαίνονται εκεί μέσα στο ποτάμι με το πέρα δώθε τους… Μάς τραγουδούσαν συναυλίες ολόκληρες. Λες και καταλάβαιναν τον πόλεμο, τον πόνο μας, τον Αγώνα μας. Λες και μας έδιναν το κουράγιο και τη δύναμη να συνεχίσουμε των αγώνα. Λες και μας έλεγαν συνεχίστε… 

Κι έλεγα μέσα μου: έλα Παναγία μου… και μόνο για τούτη τη στιγμή μπορώ να πεθάνω. Και να που όλα έρχονται μαζί, σαν να θέλουν κάτι να μάς πουν, κάτι ακόμη να μάς θυμίσουν. Χάζευα και το γαϊδουράκι που περνούσε σιγά, σιγά στο δρόμο. Ακούω και τον διμοιρίτη να μου ψιθυρίζει προσπάθησε να κοιμηθείς, έχουμε πολύ δρόμο ακόμα… Τα λόγια του δεν έφυγαν ποτέ. Κούρνιασαν στο ΕΙΝΑΙ μου και με ακολουθούν. Δεν χορταίνω τη φύση. Χαζεύω και στέκομαι σε κάθε χορταράκι. Όλα είναι όμορφα. Κοντά μου και η παπαρούνα, σα να θέλει να με χαιρετήσει… Κείνη την ώρα έσκαγε το λουλούδι της , ετοιμαζόταν να ανθήσει. Και σκύβω πάνω της και δεν παίρνω τα μάτια μου από εκεί. 

Θαύμαζα την παπαρούνα, την κοιτούσα και καταλάβαινα… σαν να τη χαιρετούσε το ΕΙΝΑΙ μου. Εκείνη την ώρα έσκυψα ακόμα πιο πολύ. Ήθελα να τη χαϊδέψω, σαν να αισθανόμουν την ανάσα της γης… Τόσο πολύ. 

Και λέω μέσα μου: για δες, και τα πουλιά πετάνε, και τα λουλούδια έτοιμα να ανθήσουν, και η ανάσα της γης έτοιμη να με αγκαλιάσει… 

Πόσες φορές δεν είπα εσείς, τα πουλιά, οι παπαρούνες, τα δέντρα, οι χαράδρες και τα βουνά να μπορούσατε να μας πείτε αυτά που ζήσατε κι αυτά που είδατε… γιατί, εμείς οι Άνθρωποι είδαμε πολλά, είπαμε λίγα και γράψαμε λιγότερα.  

Τότε πηγαίναμε για Βοιωτία και μετά πήραμε το δρόμο μέσα από τον κάμπο της Θήβας. Και από πού δεν περάσαμε. Και μετά φτάσαμε στις Αλυκές, εκεί που  μαζεύουν τα νερά και τα στέλνουν στον Μαραθώνα. Για να φτάσουμε εκεί, κάναμε πορεία πέντε ημερών. Όμως, μάς πήραν χαμπάρι στο πέρασμά μας και μάς περίμεναν. Αφήναμε τις πατημασιές μας… ήταν Μάιος μήνας και τα σπαρτά ψηλά. Περνούσαμε και τα ξαπλώναμε, τα τσαλακώναμε, αν μπορώ να το πω έτσι. 

Ο στρατός ήταν έτοιμος να μας υποδεχτεί… καλά κρυμμένος εκεί στις κορυφές που πηγαίναμε να πιάσουμε… 

Οι λοχαγοί μας έβλεπαν τον κλοιό. Δεν ήμασταν ούτε για μπρος ούτε για πίσω. Έπρεπε να πιάσουμε μετερίζι… Και το κυριότερο, δεν είχαμε ούτε τον οπλισμό γι αυτό που μάς περίμενε… Και είμαι εγώ με τον Φίτσιο, τον Φώτη και τρεις Αρβανίτες απ την περιοχή. 

Και ξαφνικά ακούμε ένα ΑΛΤ… ποιός είσαι ρωτάει ο στρατιώτης και σε ποιανού τάγμα. Αντί να ακούσει τάγμα, άκουσε ριπή.  Και από εκεί άρχισε το μεγάλο πανηγύρι. Εκείνη η μέρα ήταν η Μεγάλη Παρασκευή. Ακούω ακόμα την καμπάνα του χωριού που χτυπά νεκρώσιμα κι εμείς μετράμε κείνη τη νύχτα τους νεκρούς μας. Ακόμη την ακούω κι ας είμαι σήμερα στα 83 μου χρόνια. 

Φτάσαμε στη ρεματιά κι αρχίζει ο χορός του θανάτου με όλα τα κομφόρ… Να είναι ο στρατός κι από πάνω κι από κάτω να μας σημαδεύει, να βάζει λυσσαλέα, αλύπητα, και να μας περιμένουν οι ΜΑΥδες έτοιμοι να μας κόψουν κεφάλια. 

Στον κλοιό του θανάτου βλέπω δεκαριά μαχητές του λόχου του Έκτορα. Αργότερα έμαθα πως αυτοκτόνησαν αλλά δεν παραδόθηκαν. Ο Έκτορας, αυτό το παλικάρι με το μπόι Αγωνιστή, εδώ γλύτωσε. Αργότερα έμαθα σκοτώθηκε στη Γκιώνα. Τούτο το κακό, μάς σημάδεψε πολύ. 

Λίγο αργότερα φτάσαμε στον τόπο της μάχης και διαλυθήκαμε ψυχικά και σωματικά. Ξέραμε πως ήταν μάχη σώμα με σώμα. Εικόνες που χάνουμε τα λόγια μας. Να φανταστείς ότι ο αστυνομικός σκότωσε τον αντάρτη και ο αντάρτης τον αστυνομικό… κι εμείς τους βρήκαμε πεσμένους ο ένας πάνω στον άλλον. Και σκέφτομαι, δεκαριά εμείς, πάνω από είκοσι αυτοί και τα αεροπλάνα το στήριγμά τους. Θέλανε τη δύναμή τους και να μετρηθούν με τους κυνηγημένους, τους ξυπόλυτους, τους γίγαντες του Αγώνα. 

Τέτοιες εικόνες αμέτρητες. Τις κουβαλάω για να θυμάμαι έναν, έναν τα παλικάρια της Διλοχίας που χάθηκαν μαζί με τα νιάτα τους. Εικόνες που δεν τις έσβησα ποτέ. Τις κουβαλάω και πορεύομαι. 

Τις κουβαλάω και παίρνω δύναμη σε τούτο τον αγώνα που δεν σταμάτησε ποτέ. 

Και πώς να ξεχάσω τον Μάρτιο εκεί στην Πύλη… Σταματήσαμε σε μέρος ανοιχτό, χωρίς δέντρα και με πολλούς απότομους βράχους. Εκεί, στα βράχια ακουμπήσαμε. Το πόδι μου ήταν χάλια. Που καιρός για τέτοια. Το τραύμα μου από τη μάχη που δώσαμε όλο και πονούσε. Πριν καθίσουμε εγώ δεν είχα ούτε κουβέρτα, ούτε τίποτα. Τα είχα πετάξει όλα. Και λέω στον διπλανό μου: συναγωνιστή, μπορώ να ξαπλώσω δίπλα σου και να ακουμπήσω λίγο γιατί το πόδι μου είναι πολύ χάλια, πονάω και κρυώνω πολύ. 

Κείνο το βράδυ έκανε πολύ κρύο και το χιόνι μάς σκέπασε μέχρι το πρωί. Μόλις ξημέρωνε. Άκουγα τα αεροπλάνα να έρχονται, να πλησιάζουν όλο και πιο πολύ. Είχε βγει και λίγο ο ήλιος. Αυτά μας ψάχνανε στο δάσος κι εμείς ακουμπήσαμε σε ανοιχτό μέρος. Πάνω απ’ τα κεφάλια μας γυρνούσαν τα αεροπλάνα, το ένα πίσω από το άλλο… έτοιμα να μάς αρπάξουν. Ο συναγωνιστής δίπλα μου σηκώθηκε. Ακούμπησε στο βράχο κι εγώ έκανα να σηκωθώ και τα πόδια μου δεν μαζεύονταν. Το αίμα ξεράθηκε απάνω, το πόδι μουδιασμένο κι εγώ να μην μπορώ να σηκωθώ. Μ’ έπιασε αμόκ. Τρόμος, τρόμος, τρόμος. 

Φώναζα σκοτώστε με, πνίξτε με… να, έτσι, μην με αφήσετε εδώ. Το πίστευα. Οι κραυγές ήταν όλο και πιο δυνατές. Η αμηχανία του συναγωνιστή μεγάλη και η φωνή μου όλο και δυνάμωνε. Κίνδυνος να μάς πάρουν χαμπάρι.  Τα παρακάλια μου και το μη με αφήσετε να με πιάσουν δεν σταματούσαν. Κι εκείνος μέσα στην ταραχή, μέσα στον κίνδυνο της στιγμής και του θανάτου, μού έδινε κουράγιο. 

Με παρακαλούσε ο Φώτης (Φ. Καρανίκας από Θεσσαλία) να μην φωνάζω γιατί θα μας πιάσουν… Και όσο φώναζα σαν να δυνάμωνε και η φωνή μου. Και τότε, μη έχοντας τι άλλο να κάνει, μού βούλωσε το στόμα με το δικό του στόμα. Σαν το φιλί της ζωής…

Οι διαταγές στο βουνό ήταν αυστηρές. Το ήθος και ο σεβασμός πάνω απ’ όλα. Που τέτοια… Κι αυτός ζητούσε μετά όλο συγνώμη, και μού εξηγούσε πως δεν είχε άλλον τρόπο να με σταματήσει. Κείνες οι στιγμές ήταν πολύ κρίσιμες. Τον καταλάβαινα, μα παν’ απ’ όλα τον λυπήθηκα. 

Στιγμές που δεν ξέχασα ποτέ. Έβλεπα τον Φώτη να μάχεται σαν λιοντάρι. Αυτό ήταν. Άρχισε το μακελειό, ο χορός του θανάτου. Ο Χάρος έβαλε δρεπάνια ακόμα και στα πόδια του για να προλαβαίνει».

Έτσι περιγράφει η Ελένη, η Μυρτιά του βουνού στο βιβλίο της. Δύο λέξεις και μία ματωμένη Ιστορία: Θάνατος και Χάρος μαζί με το δρεπάνι. «Ο Φώτης είναι έτοιμος να αυτοκτονήσει. Δεν θα τους δώσει τη χαρά της επιτυχίας… Γυρνάει το κεφάλι και προλαβαίνει… 

Ειιι… αν ζήσεις να θυμάσαι ότι ήταν το πρώτο μου φιλί. 

«Για ποια 70 χρόνια του Δ.Σ.Ε. μιλάμε… Εγώ δεν κατέβηκα ποτέ από τα βουνά»

«Εγώ δεν κατέβηκα ποτέ από τα βουνά…» – Η μαχήτρια του ΔΣΕ Ελένη Μακρυνιώτη – Τραγγανίδα

Φώναξε τόσο δυνατά, σαν να ήθελε να το πάρει ο άνεμος, να το πάει εκεί κάτω στις ρεματιές. Και ήταν εκείνος ο αξέχαστος αντίλαλος που έτρεχε στα μονοπάτια, στις κορυφές των βουνών μας… εκεί που οι αετοί μας, κάνουν τις φωλιές τους και πώς να το πουν; Πώς να περιγράψουν, πως όποιος δεν  έζησε τέτοια γεγονότα, να μην τα ζήσει ΠΟΤΕ. Να φωνάξει. Να φωνάξει πως όλη η ζωή είναι ένα ΦΙΛΙ για να πας στο θάνατο γελώντας και χορεύοντας. Και σαν να γέλασε δυνατά. 

Πρόλαβα , του φώναξα ένα ατέλειωτο μηηη… Κι αυτός γελούσε. Τι να σου πω; Ένα μακάβριο γέλιο που δεν μπορώ να περιγράψω. Δεν είχα τότε περιθώρια να τα σκεφτώ όλα. Μετά, στη φυλακή τα συνταίριασα και τα ‘βαλα με τη σειρά τους. 

Λίγο αργότερα μάς πιάσανε κι εμάς. Μην το ζήσει κανείς. Μας πήγαν στο κρατητήριο στην Αυλώνα. Ήμασταν εγώ ο Λουκάς με κοιλιακό τραύμα (με τα άντερα απ’ έξω) και η Αλεξάνδρα. Δεύτερη μέρα ο Λουκάς δεν άντεξε. Μάς άφησε και με τη δίψα στο στόμα… 

Εμάς μάς περνούσαν από τους σκοτωμένους. Ήθελαν τα στοιχεία τους κι εμείς σηκώναμε τους ώμους, τους μιλούσαμε για τις διώξεις των οικογενειών μας και για τα παθήματά μας. Το βράδυ μάς έβαλαν σένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για το άγνωστο. Μας φορτώσανε σαν τα τσουβάλια. Τον Φίτσιο τον είχανε πάρει πιο νωρίς, τον Λουκά τον πεθαμένο τον είχανε πάρει και κάποια στιγμή στα ξαφνικά και πριν ξεκινήσουμε για το άγνωστο… μας πέταξαν και το κεφάλι του Φίτσιου.  Εκεί, πάνω στο καμιόνι μαζί μας και το κεφάλι του Φίτσιου… Ο φαντάρος που μάς συνόδευε δεν άντεξε. Είδαν πολλά τα μάτια του.

Εμένα μου ήταν γνωστή η εικόνα αυτή. Είδα και το κεφάλι του πατέρα μου κομμένο εκεί… στο χωριό μας… Έτος 1947. Είναι εικόνες που δεν έσβησαν ποτέ. 

Δεν ξέχασα ποτέ ούτε την στιγμή που μάς φωτογραφίζανε μπροστά στη βιβλιοθήκη… Εκεί, στην Πανεπιστημίου. Τότε είχανε σκοτώσει κι έναν υπουργό, τον Λαδά άκουγα, κι εγώ κοίταγα τον κόσμο και χάζευα και μέσα μου έλεγα: Πω, Πω… κοίτα κόσμοοο… Μία χωριατοπούλα ήμουν, 15 χρονών και τα μάτια μου καρφωμένα στο πλήθος είχα… Φτάσαμε κάποια στιγμή στις φυλακές Αβέρωφ. Για μένα η φυλακή ήταν κάτι το θαυμάσιο, το δημιουργικό, το σχολείο μου, το σπίτι μου και το κόμμα μου. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως οι γυναίκες που βρίσκονταν εκεί ήξεραν τόσα πράγματα. Σιγά, σιγά έστρωνε η ψυχούλα μας» λέει η Ελένη. 

«Έπιανα για πρώτη φορά μολύβι και χαρτί. Έβλεπα τα γραμματάκια και με μαγεύανε. Έμαθα να γράφω το Μακρυνιώτη με το ύψιλον… γιατί μέχρι το πανεπιστήμιο της ζωής, σχολή (φυλακές) Αβέρωφ… μόνο το γιώτα κοπανούσα εδώ κι εκεί»… 

Μετράμε δεκαετίες και όλα είναι ζωντανά. Προσπάθησα να στρώσω στο χαρτί κείνες τις στιγμές… μα ξέρω πως έμειναν και πολλά πίσω στο χρόνο. Ότι μπόρεσα να περισώσω. Να, για την Ιστορία.

Σήμερα όμως η κουβέντα μας γίνεται για κείνους που δεν γύρισαν, για κείνους που μάς έμαθαν τον δρόμο του Αγώνα, για κείνους που έφυγαν παιδιά για τα βουνά και πήραν το μπόι των Κομμουνιστών, τον Αγωνιστών. 

Σήμερα μιλάμε για κείνους που μεγάλωσαν στα βουνά, μάς αγκάλιασαν, μάς φίλησαν και μάς χαιρέτισαν πριν την εκτέλεση. 

Μιλάμε για τη Διλοχία, για τα 70 χρόνια του Δ.Σ.Ε. και για τα 100 χρόνια αγώνων του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. 

Τα παιδιά της Διλοχίας ήταν όλοι κομμουνιστές. Πήραμε το βάφτισμα της τιμής εκεί… στις κορυφές, εκεί που σκορπούσε ο θάνατος τα νιάτα.

Γι αυτούς και μόνο αξίζει να πούμε και μια κουβέντα παραπάνω, για να μαθαίνουν οι νεότεροι και να διδάσκονται, για να παλεύουν ενάντια στον πόλεμο, για την ΕΙΡΗΝΗ και μόνο ΕΙΡΗΝΗ, για τον ΑΝΘΡΩΠΟ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6


Notice: Only variables should be passed by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
1 Σχόλιο

Κάντε ένα σχόλιο: