Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος (Μέρος 3ο)

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος | Το Κομμουνιστικό Κόμμα Παλαιστίνης την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου | Η κατάσταση στην Παλαιστίνη μετά τη λήξη του πολέμου | Η παραπομπή του Παλαιστινιακού ζητήματος στον ΟΗΕ | Οι Εβραίοι και οι Αραβες κομμουνιστές απέναντι στα γεγονότα της περιόδου 1945 – 1947

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος

Την άνοιξη του 1939, η βρετανική κυβέρνηση, ζυγίζοντας τη γεωστρατηγική σημασία της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής στην αυγή της νέας γενικευμένης ιμπεριαλιστικής πολεμικής σύγκρουσης (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος), επιδίωξε πολιτική κατευνασμού των αραβικών πληθυσμών. Ακολούθως, με την έκδοση σχετικής Λευκής Βίβλου τον Μάη, ήρε τις προηγούμενες δεσμεύσεις της για τη δημιουργία εβραϊκού κράτους και επέβαλε περιορισμούς στις μελλοντικές μεταναστευτικές ροές Εβραίων στην Παλαιστίνη καθώς και στην περαιτέρω αγορά γης από τους εποίκους. Επιπλέον ανακοινώθηκε πως, έπειτα από μια δεκαετή «μεταβατική περίοδο» (κατά την οποία η Βρετανία «θα διατηρούσε τη διακυβέρνηση της χώρας») η Παλαιστίνη θα αποκτούσε την ανεξαρτησία της ως ένα ενιαίο κράτος, όπου «Αραβες και Εβραίοι θα μοιράζονταν τη διακυβέρνηση κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να διασφαλίζονται τα βασικά δικαιώματα και των δύο κοινοτήτων».1

Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός ανησυχούσε – δικαίως – πως ο αντίπαλός του γερμανικός θα αξιοποιούσε τις αρνητικές διαθέσεις των Αράβων έναντι της πολιτικής της Βρετανίας στη Μέση Ανατολή, στοχεύοντας στην υπονόμευση των συμφερόντων της στην περιοχή (ιδιαίτερα όσον αφορά τις μεταφορές διά της διώρυγας του Σουέζ αλλά και την πρόσβαση στα πετρέλαια του Ιράκ).

Τον Οκτώβρη του 1939, λίγες δηλαδή βδομάδες μετά την έναρξη της γερμανικής επίθεσης κατά της Πολωνίας, οι Βρετανοί επιχείρησαν επίσης να προσεγγίσουν τον (φυγά τότε στο Ιράκ) επικεφαλής της Αραβικής Ανώτατης Επιτροπής Μεγάλο Μουφτή της Ιερουσαλήμ Αμίν αλ-Χουσέινι, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη στήριξη ή έστω την ουδετερότητά του έναντι των συμμάχων. «Ο Μουφτής σκέφτηκε την πρόταση, ωστόσο ήταν διστακτικός στο να στηρίξει τη Βρετανία εφόσον είχε καταστρέψει Παλαιστινιακά χωριά, είχε εκτελέσει και φυλακίσει Παλαιστινίους αγωνιστές και είχε εξορίσει τους ηγέτες τους». Εν τέλει, πάντως, με τη διαμεσολάβηση και του φιλοβρετανού πρωθυπουργού του Ιράκ Ν. αλ-Σαΐντ, δέχτηκε τις βρετανικές προτάσεις του 1939 ως «βάση για τη διευθέτηση του Παλαιστινιακού ζητήματος» και δήλωσε τη «στήριξή του στη βρετανική πολεμική προσπάθεια».2

Τα όσα συζητήθηκαν στις σχετικές διαβουλεύσεις και συμφωνήθηκαν κατ’ αρχήν με τον συνταγματάρχη Σ. Νιούκομπ (του βρετανικού υπουργείου Πληροφοριών), μεταφέρθηκαν κατόπιν στον νέο Βρετανό πρωθυπουργό Ου. Τσόρτσιλ, ο οποίος όμως τα απέρριψε. Την ίδια ακριβώς περίοδο (τον Αύγουστο του 1940) ο απεσταλμένος του Αμίν αλ-Χουσέινι, Ου. Κ. Χαντάντ, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τη ναζιστική Γερμανία με κύριο αίτημα την «αναγνώριση της ανεξαρτησίας και της ενότητας των Αράβων». Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν ήταν εφικτό καθώς ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τα συμφέροντα των συμμάχων της Γερμανίας στην περιοχή: Του μεν νεότευκτου καθεστώτος του Βισύ στη Γαλλία επί της Συρίας και του Λιβάνου, της δε Ιταλίας σε ό,τι της «αναλογούσε» ως μερίδιο επί των αραβικών εδαφών στη νέα ιμπεριαλιστική νομή του κόσμου. Ο Χαντάντ «διαμαρτυρήθηκε πως οι Αραβες δεν θα αποδέχονταν ποτέ μια ιταλική ηγεμονία» και επέστρεψε στο Ιράκ. Οι επαφές συνεχίστηκαν, δίχως όμως κάποιο καταληκτικό αποτέλεσμα.3

Την 1η του Απρίλη 1941, η φιλοβρετανική κυβέρνηση του Ν. αλ-Σαΐντ στο Ιράκ ανατράπηκε από στρατιωτικό κίνημα Αράβων εθνικιστών. Οπως αναφέρει ο Ph. Mattar, επρόκειτο για «μια γνήσια απόπειρα για την επίτευξη της αραβικής ανεξαρτησίας σε μια συγκυρία που φαινόταν ευνοϊκή».4 Οι δυνάμεις του Αξονα στήριξαν τους κινηματίες (αν και η πρακτική συνδρομή τους υπήρξε ελάχιστη λόγω και των αναγκών της επικείμενης επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα» εναντίον της ΕΣΣΔ). Σε κάθε περίπτωση, οι Βρετανοί, με στρατιωτική τους επέμβαση, ανέκτησαν γρήγορα και πάλι τον έλεγχο του Ιράκ. Ο Αμίν αλ-Χουσέινι κατέφυγε στη Γερμανία και συνεργάστηκε με τους ναζί στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν τον μουσουλμανικό κόσμο με το μέρος τους (με ορισμένα αποτελέσματα στην κατεχόμενη Ευρώπη, όχι όμως και στη Μέση Ανατολή). Μετά τον πόλεμο ο Αμίν αλ-Χουσέινι διέφυγε στη Γαλλία, όπου παρά τις πιέσεις των Βρετανών κ.ά. για την έκδοσή του, παρέμεινε σε κατ’ οίκον περιορισμό (με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους) με αντάλλαγμα τη συνδρομή του στην άμβλυνση των αντι-γαλλικών διαθέσεων στις γαλλοκρατούμενες αραβικές χώρες.

Τα παραπάνω έχουν αξιοποιηθεί διαχρονικά από τους διάφορους απολογητές των εγκλημάτων κατά του Παλαιστινιακού λαού στην προσπάθειά τους να «στοιχειοθετήσουν» μια δήθεν «ιδεολογική συγγένεια» μεταξύ Ισλάμ / Αράβων και ναζισμού-φασισμού, να «μειώσουν» το δίκαιο του αγώνα των Παλαιστινίων και να «ηθικοποιήσουν» τη βία εναντίον τους.

Το δίκαιο του αγώνα του Παλαιστινιακού λαού, όμως, ούτε αξιολογείται ούτε εξαρτάται από τις επιλογές της ηγεσίας του. Το δίκαιο του Παλαιστινιακού λαού εδράζεται στο ότι αγωνίζεται για την εθνική του απελευθέρωση.

Βεβαίως, όπως σε κάθε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, τα μέσα, οι συμμαχίες του, κ.ο.κ., καθορίζονται από το ποια τάξη ηγείται σε αυτόν: Εν προκειμένω, μια συμμαχία αστών και μεγαλογαιοκτημόνων (από τους οποίους προέρχονταν κοινωνικά και οι θρησκευτικοί ηγέτες), με τη στήριξη και μικροαστικών στρωμάτων.

Ο προσανατολισμός μιας μερίδας της αραβικής άρχουσας τάξης για συμμαχία με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό ως η πιο ενδεδειγμένη επιλογή για την επίτευξη των σκοπών της στη δοσμένη συγκυρία των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και συγκρούσεων ήταν αντικειμενικά ξένος προς τα πραγματικά – ταξικά – συμφέροντα (και τις προσδοκίες) της λαϊκής πλειοψηφίας. Οπως ήταν ξένος και πριν δύο δεκαετίες, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η ίδια άρχουσα τάξη προσέγγισε -για τον ίδιο σκοπό- τον βρετανικό ιμπεριαλισμό.

Οσον αφορά τις εξελίξεις στην ίδια την Παλαιστίνη την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: Οι βρετανικές αποφάσεις για περιορισμό των εβραϊκών μεταναστευτικών ροών και την παραχώρηση ανεξαρτησίας σε βάθος δεκαετίας, κατάφεραν – έστω και προσωρινά – να αμβλύνουν τις αντιδράσεις μεταξύ των δοκιμαζόμενων από τις τρίχρονες συγκρούσεις αραβικών πληθυσμών.

Διαμετρικά αντίθετες υπήρξαν οι αντιδράσεις μεταξύ των Εβραίων εποίκων, που προχώρησαν σε διαδηλώσεις, απεργίες, δολιοφθορές αλλά και βίαιες επιθέσεις κατά Βρετανών αξιωματούχων και Αράβων αμάχων. Παράλληλα, υπήρξε προσπάθεια συνέχισης των μεταναστευτικών ροών έστω και παράνομα.5 Η αγωνία των Εβραίων της Παλαιστίνης για τους ομογενείς τους, που αναζητούσαν απελπισμένα καταφύγιο από τις ναζιστικές θηριωδίες στην κατεχόμενη Ευρώπη, ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Οπως δικαιολογημένη ήταν επίσης και η αγανάκτησή τους απέναντι στην αναλγησία των βρετανικών αρχών κατά την κρίσιμη εκείνη συγκυρία ζωής και θανάτου για εκείνους. Χιλιάδες υπέφεραν από τις κακουχίες των πολυήμερων ταξιδιών, τις απελάσεις και τους εγκλεισμούς σε στρατόπεδα παράνομων μεταναστών στην Κύπρο κ.ά. βρετανικές κτήσεις της εποχής. Εξίσου δεδομένο όμως πρέπει να θεωρείται το γεγονός ότι οι σιωνιστικές οργανώσεις χρησιμοποίησαν τους φόβους και τους πόθους του εβραϊκού λαού, για να επιταχύνουν την εφαρμογή των σχεδίων τους.

Με το αραβικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα τσακισμένο από την άγρια καταστολή και τη μεγάλη πλειοψηφία της ηγεσίας του φυλακισμένη ή εκτοπισμένη, η εβραϊκή αστική τάξη έγινε ακόμα πιο επιθετική στους στόχους και τα μέσα της. Ενδεικτικά όσο και «προφητικά» θα αποδεικνύονταν τα όσα κατέγραψε τότε στο ημερολόγιό του το ηγετικό στέλεχος του Εβραϊκού Εθνικού Ταμείου Γ. Γιέιτζ: «Πρέπει να είναι καθαρό σε μας ότι δεν υπάρχει χώρος στην Παλαιστίνη για τους δύο λαούς. (…) Η μόνη λύση είναι μια Παλαιστίνη, τουλάχιστον η Δυτική Παλαιστίνη, χωρίς Αραβες. Δεν υπάρχει χώρος για συμβιβασμούς! (…) Η λύση είναι η μετακίνηση των Αράβων από εκεί στις γειτονικές χώρες (…) Ούτε ένα χωριό, ούτε μια φυλή δεν πρέπει να μείνει».6

Στη δοσμένη συγκυρία, το βασικότερο εμπόδιο στην επίτευξη των στόχων του σιωνισμού δεν ήταν άλλο από τη βρετανική κατοχή, στην οποία επικεντρώθηκε και η ένοπλη πάλη του. Η δράση οργανώσεων, όπως η Χαγκανά, η Ιργκούν, η Στερν, κ.ά. κατά βρετανικών στόχων οδήγησε ακόμα και τον Ου. Τσόρτσιλ να δηλώσει την επαύριο της δολοφονίας (από τη Στερν) του Βρετανού υπουργού Εσωτερικών στη Μέση Ανατολή λόρδου Μόιν τον Νοέμβρη του 1944: «Αν τα όνειρά μας για τον σιωνισμό είναι να καταλήγουν στον καπνό των όπλων δολοφόνων και οι προσπάθειές μας για το μέλλον του να παράγουν νέες ομάδες γκάνγκστερ αντάξιων της ναζιστικής Γερμανίας, τότε πολλοί, όπως εγώ, θα πρέπει να ξανασκεφτούμε τη θέση που διατηρήσαμε με τόση συνέπεια για τόσο καιρό στο παρελθόν».7

Να θυμίσουμε πως οι οργανώσεις αυτές, που το 1944 χαρακτηρίζονταν «τρομοκρατικές» (επειδή ακριβώς στρέφονταν πλέον και κατά των Βρετανών), λίγα χρόνια πρωτύτερα υπήρξαν σύμμαχοι των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην καταστολή των εξεγερμένων Αράβων της Παλαιστίνης (1936-1939). Λίγο αργότερα δε, θα συγκροτούσαν τον κορμό του ισραηλινού στρατού (IDF). Γεγονός που, αν μη τι άλλο, καταδεικνύει και το πόσο επιφανειακή – εξωπραγματική είναι μια «δικαιακή» – νομικίστικη λογική στον χαρακτηρισμό τέτοιων οργανώσεων και αντίστοιχων συγκρούσεων.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Παλαιστίνης την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

Την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι δυνατότητες ιδεολογικοπολιτικής δράσης και παρέμβασης του Κομμουνιστικού Κόμματος Παλαιστίνης (ΚΚΠ) διευρύνθηκαν λόγω της μαζικής ένταξης Αράβων στις γραμμές της εργατικής τάξης. Οι ανάγκες της βρετανικής πολεμικής βιομηχανίας έδωσαν για πρώτη φορά στους Αραβες της Παλαιστίνης τη δυνατότητα να εργαστούν σε κλάδους που έως τότε μονοπωλούνταν από το εβραϊκό κεφάλαιο (και στους οποίους ίσχυαν όροι φυλετικού αποκλεισμού).

Το ΚΚΠ ρίχτηκε στη μάχη για τη συνδικαλιστική οργάνωση αυτής της νέας γενιάς εργατών με σημαντικά αποτελέσματα. Νέες εργατικές ενώσεις συγκροτήθηκαν σε πόλεις όπως η Ιερουσαλήμ, η Γιάφα και η Ναζαρέτ, ενώ εξαιρετικά σημαντική υπήρξε η δημιουργία συνδικαλιστικής οργάνωσης στους εργάτες της πολεμικής βιομηχανίας (στο ιδρυτικό της συνέδριο στις 4 Απρίλη 1943 μετείχαν 44 αντιπρόσωποι που εκπροσωπούσαν τους 28.000 από τους 45.000 εργαζομένους στον κλάδο).8

Ωστόσο, το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν κατάφερε να δώσει συνέχεια σε αυτήν τη δυναμική. Στη βάση του προβλήματος βρισκόταν η λαθεμένη στρατηγική του κόμματος (σε συνάρτηση και με τη γενικότερη – λαθεμένη – στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος τότε). Η υιοθέτηση της στρατηγικής του αντιφασιστικού μετώπου και των σταδίων οδήγησε στην άμβλυνση – και εν τέλει την κατάργηση – της πολεμικής του ΚΚΠ έναντι του βρετανικού ιμπεριαλισμού (δεδομένης της συμμετοχής της Βρετανίας στην αντιφασιστική Συμμαχία) καθώς και στην αποσύνδεση του ζητήματος της ανεξαρτησίας (του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα) από την πάλη για κοινωνική απελευθέρωση. Πραγματική λύση όμως υπέρ των λαών της Παλαιστίνης στο εθνικό ζήτημα (με την ελεύθερη και ειρηνική συμβίωση και ανάπτυξη όλων των εθνοτήτων της περιοχής) δεν μπορούσε να επιτευχθεί έξω από την ενότητα των συμφερόντων και της πάλης Αράβων και Εβραίων εργαζομένων σε ταξική βάση, με ενιαίο μέτωπο κατά του βρετανικού ιμπεριαλισμού, σε ένα κράτος εργατικό και όχι αστικό.

Η αποσύνδεση του εθνικού από το ταξικό, η πρόταξη αστικών (έστω και «δημοκρατικών» – «προοδευτικών») στόχων (όπως η «ενιαία, ανεξάρτητη, δημοκρατική Παλαιστίνη») και η αναζήτηση συμμαχιών σε αστικές δυνάμεις (έστω και «δημοκρατικές» – «προοδευτικές») οδηγούσε αναπόφευκτα στη στοίχιση πίσω από τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των αντίπαλων αστικών τάξεων κάθε εθνότητας.

Ολα τα παραπάνω είχαν αντίκτυπο και στην ταξική – διεθνιστική ενότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Στο επίκεντρο της εσωκομματικής διαπάλης, από τη μεριά του εβραϊκού τμήματος του ΚΚΠ, τέθηκε η αδυναμία του κόμματος να εκτιμήσει την εξέλιξη της εβραϊκής κοινότητας στην Παλαιστίνη (τη σημαντική της αύξηση επί του συνόλου του πληθυσμού, τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης στις γραμμές της κ.λπ.) και ο ολοένα στενότερος προσανατολισμός του ΚΚΠ προς την αστική ηγεσία του αραβικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Παράλληλα, αναζητώντας τρόπους παρέμβασης στην εβραϊκή κοινότητα και «πατώντας» στη στρατηγική του ντόπιου και διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος της εποχής, οι Εβραίοι κομμουνιστές πρόταξαν την ανάγκη διαμόρφωσης «κοινού αντιφασιστικού μετώπου» με τμήματα του αστικού ρεύματος του σιωνισμού (τον οποίο διέκριναν πλέον σε «προοδευτικό» και «αντιδραστικό»).

Η αραβική πλειοψηφία στο ΚΚΠ, προτάσσοντας τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα (και αποσυνδέοντάς τον από τον κοινωνικό – ταξικό), εναρμονιζόταν όλο και περισσότερο με τους «εθνικούς» στόχους της αστικής ηγεσίας του. Η προσπάθεια για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή και αποδοχή στο αραβικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα υπ’ αυτούς τους όρους υπονομευόταν (κατά την τότε αντίληψη της αραβικής πλειοψηφίας του ΚΚΠ) από τη συμμετοχή Εβραίων στο κόμμα.

Η ιδεολογικοπολιτική υποχώρηση του ΚΚΠ είχε επιτρέψει στην αντιπαλότητα της αραβικής με την εβραϊκή αστική τάξη να υπεισέλθει στις γραμμές του.

Η κρίσιμη στιγμή ήρθε με την αυτοδιάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς τον Μάη του 1943, η οποία και λειτούργησε καταλυτικά στη διάσπαση του κόμματος σε εθνικές γραμμές (παρότι οι σχέσεις ΚΚΠ – ΚΔ είχαν διακοπεί ήδη από το 1938). Το ΚΚΠ χαιρέτισε την αυτοδιάλυση της ΚΔ και ανακηρύχθηκε σε «εθνικό αραβικό κόμμα», διέγραψε τους «παρεκκλίνοντες προς τον σιωνισμό» και άλλαξε την ονομασία του σε Εθνικό Απελευθερωτικό Σύνδεσμο (ΕΑΣ). Διακηρυγμένος στόχος του κόμματος έγινε η «εθνική απελευθέρωση» (που μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα από «την εθνική ενότητα») και ο σχηματισμός «δημοκρατικής κυβέρνησης που θα εγγυούταν τα δικαιώματα όλων χωρίς διακρίσεις». Ο σοσιαλισμός παραπέμφθηκε στο μέλλον «ως ένα ζήτημα που δεν αφορά το σήμερα αλλά το αύριο».9

Η πλειοψηφία των Εβραίων κομμουνιστών που διαγράφτηκε ή έφυγε από το κόμμα διατήρησε την ονομασία ΚΚΠ για ένα διάστημα, ενώ τον Αύγουστο του 1944 κατήλθε στις εκλογές της εβραϊκής κοινότητας υπό τον τίτλο Λαϊκή Δημοκρατική Λίστα (όπου έλαβε 1,9% και εξέλεξε 3 βουλευτές). Το Εβραϊκό κόμμα τάχθηκε υπέρ ενός ενιαίου «ανεξάρτητου δημοκρατικού κράτους (…) με πλήρη δικαιώματα για την εβραϊκή μειονότητα» και αυξημένη αυτονομία για τις τοπικές κοινότητες. Επίσης, τάχθηκε υπέρ της εγκατάστασης Εβραίων προσφύγων στην Παλαιστίνη αλλά όχι και της πλήρους άρσης των περιορισμών στη μετανάστευση.10

Η κατάσταση στην Παλαιστίνη μετά τη λήξη του πολέμου

Στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η κατάσταση στην Παλαιστίνη ήταν εκρηκτική. Εκθεση της Αγγλοαμερικανικής Διερευνητικής Επιτροπής (που συστάθηκε τον Γενάρη του 1946 για να γνωμοδοτήσει επί του Παλαιστινιακού ζητήματος) ανέφερε σχετικά:

Από τη μία, υπήρχε ένας πλειοψηφικός αραβικός πληθυσμός, που «επιθυμούσε να γίνει κύριος του οίκου του» και «θεωρούσε τη βρετανική κυριαρχία ως παραβίαση του δικαιώματός του στην αυτοδιάθεση, επιβάλλοντάς του», μεταξύ άλλων, «έναν εποικισμό τον οποίο ούτε επιθυμεί ούτε θα ανεχθεί – μια εισβολή των Εβραίων στην Παλαιστίνη».11

Από την άλλη, η εβραϊκή κοινότητα της Παλαιστίνης είχε αναπτύξει έναν ιδιαίτερο εσωτερικό – εσωστρεφή και περιχαρακωμένο – τρόπο οργάνωσης κάθε πτυχής της ζωής της, η οποία γινόταν ολοένα και πιο «στενά πειθαρχημένη» και «στρατιωτικοποιημένη». Πλέον, η εβραϊκή κοινότητα είχε καταστεί υπό την αιγίδα του Εβραϊκού Πρακτορείου ένα «κράτος εν κράτει». Πράγματι, το Εβραϊκό Πρακτορείο, που είχε ιδρυθεί το 1929 ως ο επιχειρησιακός βραχίωνας του Σιωνιστικού Οργανισμού στην Παλαιστίνη και λειτουργούσε έκτοτε ως ο πολιτικός εκπρόσωπος της εβραϊκής κοινότητας έναντι των βρετανικών αρχών, είχε αναπτύξει μια σειρά από παράλληλες δομές και υπηρεσίες, δημιουργώντας «ένα εικονικό μη-εδαφικό εβραϊκό κράτος, με τα δικά του εκτελεστικά και νομοθετικά όργανα, αντίστοιχα από πολλές απόψεις εκείνων της Βρετανικής Διοίκησης». Δίπλα σε αυτά, είχε επίσης συγκροτηθεί ένα δίκτυο «ισχυρών παράνομων ενόπλων δυνάμεων», που συνολικά υπολογίζονταν σε 61.200 – 67.300 μαχητές.12

Η Αγγλοαμερικανική Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εκχώρηση ανεξαρτησίας στην Παλαιστίνη, είτε ενιαία είτε με τη δημιουργία δύο κρατών, ήταν πρόωρη δεδομένης της εχθρότητας μεταξύ Αράβων και Εβραίων, που κινδύνευε να μετεξελιχθεί σε ανοιχτό πόλεμο και απειλή για την παγκόσμια ειρήνη. Αντ’ αυτού, πρότεινε την υπαγωγή της Παλαιστίνης στην κηδεμονία του ΟΗΕ, ωσότου εξασφαλιζόντουσαν οι προϋποθέσεις ειρηνικής συμβίωσης των δύο πληθυσμών σε ένα ενιαίο κράτος.

Βεβαίως, κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτό, ούτε από τους Αραβες (που – κατά το βρετανικό χρονοδιάγραμμα του 1939 – βρίσκονταν μια ανάσα από την επίτευξη της ανεξαρτησίας τους), ούτε από τους Εβραίους (στους οποίους οι ναζιστικές θηριωδίες είχαν καταδείξει περισσότερο από ποτέ την ανάγκη συγκρότησης δικού τους κράτους).

Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη (τον Μάη του 1945), το Εβραϊκό Πρακτορείο απαίτησε από την βρετανική κυβέρνηση «να ανακοινώσει άμεσα τη συγκρότηση της Παλαιστίνης ως Εβραϊκό κράτος», εκχωρώντας σε αυτό κάθε εξουσία – αρμοδιότητα σχετικά με τη μετανάστευση και τον εποικισμό, καθώς και επί των πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιοχής.13

Παράλληλα, η ένοπλη δράση των σιωνιστικών ενόπλων οργανώσεων κατά βρετανικών στόχων εντάθηκε ακόμα περισσότερο. «Στις 22 Ιούλη 1946», αναφέρει βρετανική Εκθεση, «η εκστρατεία που διεξήγαν οι [σ.σ. εβραϊκές] τρομοκρατικές οργανώσεις κορυφώθηκε εκ νέου με την ανατίναξη μιας πτέρυγας του ξενοδοχείου Βασιλιάς Δαυίδ στην Ιερουσαλήμ, όπου στεγάζονταν τα γραφεία της Κυβερνητικής Γραμματείας [σ.σ. των βρετανικών αρχών της Παλαιστίνης] και τμήμα της στρατιωτικής διοίκησης», σκοτώνοντας συνολικά 91 ανθρώπους. «Επόμενες τρομοκρατικές ενέργειες», σύμφωνα με την ίδια Εκθεση, «περιελάμβαναν την απαγωγή ενός Βρετανού δικαστή και Βρετανών αξιωματικών, τη διενέργεια δολιοφθορών σε σιδηροδρόμους και πετρελαϊκές εγκαταστάσεις στη Χάιφα καθώς και την ανατίναξη ενός Συλλόγου Βρετανών Αξιωματικών στην Ιερουσαλήμ με πολλά θύματα». Ολα τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα την επιβολή στρατιωτικού νόμου σε μια σειρά περιοχές.14

Τα αραβικά κράτη, από τη μεριά τους, «αντιλαμβανόμενα με γενικότερο τρόπο τις υποθέσεις και τα συμφέροντά τους», συγκρότησαν τον Αραβικό Σύνδεσμο (22 Μάρτη 1945), με διακηρυγμένο σκοπό τη στενότερη συνεργασία και συντονισμό τους σε μια σειρά από θέματα (πολιτικά, οικονομικά, πολιτισμού, κ.ο.κ.), τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας τους, κ.ά. Στο ιδρυτικό Σύμφωνο του Συνδέσμου υπήρχε ειδική αναφορά στην Παλαιστίνη και στην υπόθεση της ανεξαρτησίας της, όπως και πρόβλεψη για συμμετοχή εκπροσώπου της στις εργασίες του.15

Τον Νοέμβρη του 1945, με τη συνδρομή του Αραβικού Συνδέσμου, ανασυστάθηκε επίσης η Παλαιστινιακή Αραβική Ανώτατη Επιτροπή (που πρακτικά είχε πάψει να υφίσταται από το 1937 όταν τέθηκε εκτός νόμου από τους Βρετανούς).

Η παραπομπή του Παλαιστινιακού ζητήματος στον ΟΗΕ

Οι διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στο Λονδίνο από τον Σεπτέμβρη του 1946 έως τον Φλεβάρη του 1947 κατέληξαν – για μια ακόμη φορά – σε αδιέξοδο. Οπως αναφέρει ο ΟΗΕ, «ο Σιωνιστικός Οργανισμός, ενδυναμωμένος από τη νέα μαζική μετανάστευση (προς την Παλαιστίνη), νόμιμη και παράνομη, από την ύπαρξη καλά εξοπλισμένων δυνάμεων (…) και από την ισχυρή διεθνή υποστήριξη, δεν ήταν διατεθειμένος να συμβιβαστεί ως προς τον μακροχρόνιο στόχο του, στην εκπλήρωση του οποίου είχε φτάσει τόσο κοντά (…) Οι Παλαιστίνιοι Αραβες, με την υποστήριξη των άλλων αραβικών λαών, ήταν αποφασισμένοι να περιφρουρήσουν και να διαφυλάξουν τη χώρα τους, καθώς και να αποτρέψουν την περαιτέρω κυριαρχία της από τη συνεχιζόμενη εβραϊκή μετανάστευση. Το αδιέξοδο ήταν πλήρες και η μεγάλης κλίμακας βία προ των πυλών»16.

Μπρος στο αδιέξοδο, η βρετανική κυβέρνηση «ανακάλυψε» ξαφνικά ότι «δεν είχε την εξουσιοδότηση, σύμφωνα με τους όρους της Εντολής, να αποδώσει τη χώρα (σ.σ. την Παλαιστίνη) ούτε στους Αραβες ούτε στους Εβραίους, ούτε να τη μοιράσει μεταξύ τους»! Ετσι, στις 18 Φλεβάρη 1947, ανακοίνωσε ότι θα μετέθετε το πρόβλημα στον ΟΗΕ17. Ο πραγματικός λόγος γι’ αυτήν την εξέλιξη, βεβαίως, ήταν το τεράστιο κόστος της βρετανικής κυριαρχίας στην περιοχή (που απαιτούσε 100.000 στρατό και 30 – 40 εκατομμύρια στερλίνες τον χρόνο), το οποίο η Βρετανία, αν και κερδισμένη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν μπορούσε πλέον να διατηρήσει18.

Η πρώτη ειδική συνεδρίαση του ΟΗΕ για την Παλαιστίνη πραγματοποιήθηκε στις 28 Απρίλη 1947. Κρίσιμη παράμετρος της όλης συζήτησης υπήρξε η σύνδεση ή μη του προβλήματος των Εβραίων προσφύγων στην Ευρώπη με την πορεία (και μορφή) της ανεξαρτησίας της Παλαιστίνης.

«Το ζήτημα της Παλαιστίνης», τόνισε ο αντιπρόσωπος της Συρίας, «είναι στο σύνολό του ανεξάρτητο και χωριστό από το ζήτημα των διωχθέντων ανθρώπων στην Ευρώπη. Οι Αραβες της Παλαιστίνης δεν ευθύνονται για τις διώξεις των Εβραίων στην Ευρώπη. Οι διώξεις αυτές καταδικάζονται απ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο, και οι Αραβες είναι ανάμεσα σε κείνους που συμπάσχουν με τους διωχθέντες Εβραίους. Ωστόσο, η λύση αυτού του προβλήματος δεν μπορεί να είναι στην ευθύνη της Παλαιστίνης, η οποία είναι μια μικροσκοπική χώρα και η οποία έχει δεχθεί ήδη αρκετούς πρόσφυγες και άλλους από το 1920 (…) Η επανεγκατάσταση εκτοπισμένων ατόμων δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί σε μία μη αυτοδιοικούμενη περιοχή, δίχως τη συγκατάθεση του πληθυσμού αυτής της περιοχής (…) Κάθε άλλη αντιπροσωπεία που επιθυμεί να εκφράσει τη συμπαράστασή της, έχει περισσότερο χώρο στη χώρα της απ’ ό,τι η Παλαιστίνη και περισσότερα μέσα για να δεχτεί τους πρόσφυγες και να τους βοηθήσει»19.

Ο εκπρόσωπος του Εβραϊκού Πρακτορείου, από τη μεριά του, υπήρξε κατηγορηματικός: «Γιατί καραβιές ανυπεράσπιστων Εβραίων προσφύγων – άνδρες, γυναίκες και παιδιά που έζησαν όλη την κόλαση της ναζιστικής Ευρώπης – εκδιώχνονται από τις ακτές της εβραϊκής εθνικής εστίας (…); Αν θεωρηθεί δεδομένο ότι ο εβραϊκός λαός βρίσκεται δικαιωματικά στην Παλαιστίνη, τότε όλες οι επιπτώσεις και τα συνεπακόλουθα αυτής της υπόθεσης θα πρέπει να γίνουν αποδεκτά. Το πιο σημαντικό είναι ότι θα πρέπει να επιτραπεί στους Εβραίους να επανεγκατασταθούν στην Παλαιστίνη χωρίς περιορισμούς στον αριθμό, με τη μόνη προϋπόθεση πως δεν θα εκτοπίσουν ή θα χειροτερεύσουν (τη ζωή) του συνόλου των υπαρχόντων κατοίκων που επίσης βρίσκονται εκεί δικαιωματικά»20.

Τελικά, το ζήτημα των προσφύγων έμεινε ανοιχτό (να εξεταστεί κατά περίπτωση), γεγονός που πρακτικά μεταφραζόταν «στην έμμεση σύνδεση του ζητήματος των Εβραίων προσφύγων με εκείνο του μέλλοντος της Παλαιστίνης»21.

Αυτό όμως που προκάλεσε τη μεγαλύτερη αγανάκτηση στους αντιπροσώπους των αραβικών κρατών στον ΟΗΕ ήταν η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς, στην αρχική αυτή φάση των διαβουλεύσεων, στην ανεξαρτησία της Παλαιστίνης. Οι προτάσεις που κατέθεσαν η ΕΣΣΔ και η Πολωνία σχετικά με την ίδρυση «ενός ανεξάρτητου δημοκρατικού κράτους της Παλαιστίνης» απορρίφθηκαν από την πλειοψηφία22.

Για τη σοβιετική αντιπροσωπεία στον ΟΗΕ «η συγκρότηση ενός ενιαίου αραβο-εβραϊκού κράτους με ίσα δικαιώματα για τους Εβραίους και τους Αραβες» υπήρξε «ο καλύτερος τρόπος (…) επίλυσης του Παλαιστινιακού ζητήματος». Ταυτόχρονα, ωστόσο, επισημαινόταν ότι «αν αυτό το σχέδιο αποβεί αδύνατο να πραγματοποιηθεί, δεδομένης της επιδείνωσης των σχέσεων ανάμεσα σε Εβραίους και Αραβες (…) τότε θα πρέπει να λάβουμε υπόψη το δεύτερο σχέδιο (…) που προβλέπει τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης σε δύο ανεξάρτητα αυτόνομα κράτη, ένα εβραϊκό και ένα αραβικό. Και πάλι, μια τέτοια λύση για το Παλαιστινιακό ζήτημα θα ήταν δικαιολογημένη μόνο στην περίπτωση που οι σχέσεις μεταξύ των εβραϊκών και αραβικών πληθυσμών στην Παλαιστίνη αποδεικνύονταν τόσο κακές ώστε θα ήταν αδύνατο να συμφιλιωθούν και να διασφαλιστεί η ειρηνική συμβίωση Αράβων και Εβραίων (…)». Η σοβιετική αντιπροσωπεία δεν παρέλειψε επίσης να στιγματίσει τα «δυτικά ευρωπαϊκά κράτη» και «το γεγονός (…) πως δεν μπόρεσαν να διασφαλίσουν την υπεράσπιση των βασικών δικαιωμάτων του εβραϊκού λαού και να τον προστατέψουν απέναντι στη βία των φασιστών εκτελεστών», κάτι που με τη σειρά του «εξηγούσε τις προσδοκίες των Εβραίων για τη δημιουργία δικού τους κράτους»23.

Στα μέσα Ιούνη 1947 η Ειδική Επιτροπή, που συστάθηκε από τον ΟΗΕ, για να εξετάσει το ζήτημα της Παλαιστίνης, μετέβη στην περιοχή.

Οι τοποθετήσεις του Ντ. Μπεν Γκουριόν (πρόεδρος τότε του Εβραϊκού Πρακτορείου) στην Επιτροπή αντανακλούσαν τις αντιφάσεις ανάμεσα στις επίσημες διακηρύξεις και τις πραγματικές προθέσεις των σιωνιστών στην Παλαιστίνη. Ετσι, ενώ από τη μια ισχυριζόταν ότι «είμαστε ένας μικρός, αδύνατος, ανυπεράσπιστος λαός», την ίδια στιγμή διαβεβαίωνε πως αν ο ΟΗΕ λάμβανε μια απόφαση θετική ως προς τους στόχους του σιωνισμού, προκαλώντας τη βίαιη αντίδραση των Παλαιστίνιων Αράβων, οι Εβραίοι μπορούσαν να «φροντίσουν τον εαυτό τους». Με τον ίδιο τρόπο, την ίδια στιγμή που δήλωνε ότι «ήταν έτοιμοι να συζητήσουν την προοπτική (ίδρυσης) ενός εβραϊκού κράτους σε μια επαρκή περιοχή της Παλαιστίνης», υπογράμμιζε πως «δικαιούμαστε την Παλαιστίνη στο σύνολό της»24.

Η Αραβική Ανώτατη Επιτροπή, από τη μεριά της, αρνήθηκε να συναντηθεί με την Επιτροπή του ΟΗΕ, διαμαρτυρόμενη για την έως τότε στάση του Οργανισμού στο ζήτημα της ανεξαρτησίας της Παλαιστίνης και για τον μη διαχωρισμό του από το προσφυγικό ζήτημα. Η Επιτροπή συναντήθηκε παρ’ όλα αυτά με εκπροσώπους του Αραβικού Συνδέσμου, οι οποίοι και επανέλαβαν τη θέση πως «το μέλλον της Παλαιστίνης δεν μπορεί να αποφασιστεί από άλλους (…) (παρά μόνο) από τον ίδιο τον λαό της». «Ο σιωνισμός», πρόσθεσαν, «δεν έχει νόμιμο δικαίωμα στην Παλαιστίνη. Η υλοποίηση του προγράμματός τους βασίστηκε αποκλειστικά στη στήριξη του καθεστώτος μιας ξένης δύναμης, η οποία λειτούργησε αυθαίρετα και άδικα. Οι δυνάμεις τους ήταν δυνάμεις καταπίεσης». Ιδιαίτερη ανησυχία εκφράστηκε σχετικά με τις επεκτατικές τάσεις του σιωνισμού: Πως αν επιτρεπόταν η απεριόριστη μετανάστευση, το όποιο περιορισμένο σε έκταση εβραϊκό κράτος δεν θα επαρκούσε, μετατρεπόμενο αργά ή γρήγορα σε ένα «προγεφύρωμα κατά του αραβικού κόσμου». Ο αντιπρόσωπος της Αιγύπτου υπήρξε ακόμα πιο κατηγορηματικός ως προς αυτό: «Η κυβέρνηση της Αιγύπτου», δήλωσε στην Επιτροπή, «βλέπει με μεγάλη ανησυχία την ίδρυση εβραϊκών εποικισμών κοντά στα αιγυπτιακά σύνορα. Πρόκειται απλά για μια ένδειξη του πρώτου βήματος προς την εκπλήρωση των εβραϊκών επιδιώξεων για επέκταση στην περιοχή του Σινά, που αναφέρεται ήδη σε διάφορες διακηρύξεις (τους)». «Η αιγυπτιακή κυβέρνηση», τόνισε, «έχει ήδη λάβει μέτρα απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο που πλησιάζει όλο και πιο κοντά στα σύνορά μας»25.

Εν συνεχεία, η Ειδική Επιτροπή του ΟΗΕ μετέβη στην Ευρώπη προκειμένου να εξετάσει «τις εναλλακτικές στην επανεγκατάσταση (των Εβραίων στην Παλαιστίνη), δηλαδή τον επαναπατρισμό ή την ενσωμάτωσή τους σε κοινότητες της Γερμανίας ή της Αυστρίας». Ωστόσο, καθώς ανέφερε σε σχετική της Εκθεση, οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες «αρνούνταν να επαναπατριστούν» λόγω «φόβου απέναντι σε έναν αυξανόμενο αντισημιτισμό». «Ο αντισημιτισμός», σημειωνόταν, ήταν πράγματι «ισχυρός στους ντόπιους πληθυσμούς, ιδιαίτερα έναντι των Εβραίων που ζούσαν σε κέντρα συγκέντρωσης» (περίπου 250.000). Ακολούθως, οι περισσότεροι πρόσφυγες δήλωναν «πως δεν επιθυμούσαν επανεγκατάσταση σε οποιαδήποτε άλλη χώρα πέραν της Παλαιστίνης». Βεβαίως, όπως υπογράμμιζε η Ειδική Επιτροπή, η ευρεία αυτή πεποίθηση ήταν εν μέρει το προϊόν «μιας ευρύτατης προπαγάνδας που είχε διενεργηθεί από ή εκ μέρους του Εβραϊκού Πρακτορείου στα κέντρα προσφύγων». Η προπαγάνδα του Εβραϊκού Πρακτορείου παρότρυνε τους πρόσφυγες να μεταβούν στην Παλαιστίνη, σε «ένα εβραϊκό κράτος για τον εβραϊκό λαό», το οποίο μάλιστα παρουσιαζόταν να εκτείνεται «σε μια περιοχή πολύ μεγαλύτερη από τα σημερινά της γεωγραφικά όρια». Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της Προπαρασκευαστικής Επιτροπής του Διεθνούς Οργανισμού Προσφύγων, παρά την προπαγάνδα, «όσοι βρίσκονταν στα κέντρα κατά κανόνα θα συμφωνούσαν πως, αν τους δινόταν η δυνατότητα, θα πήγαιναν σε άλλα μέρη εκτός της Παλαιστίνης»26.

Η Ειδική Επιτροπή του ΟΗΕ δεν κατάφερε να καταλήξει σε μια ενιαία πρόταση για το ζήτημα της Παλαιστίνης. Η πλειοψηφία των μελών της πρόκρινε ως λύση τη συγκρότηση δύο ανεξάρτητων κρατών (με ενιαία οικονομία) και τη διεθνοποίηση της Ιερουσαλήμ. Το υπό συγκρότηση εβραϊκό κράτος θα είχε οριακή εβραϊκή πλειοψηφία στο σύνολο του πληθυσμού του (498.000 έναντι 497.000), ενώ στο αραβικό κράτος η αραβική πλειοψηφία θα ήταν σχεδόν απόλυτη (725.000 έναντι 10.000). Η μειοψηφία πρόκρινε ως λύση τη συγκρότηση ενός ενιαίου ομόσπονδου κράτους με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Συμφωνία υπήρξε στο κομμάτι που αφορούσε τον τερματισμό – το συντομότερο δυνατό – της βρετανικής κυριαρχίας και την έναρξη μιας μεταβατικής περιόδου προς την ανεξαρτησία υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.

Ο Αραβικός Σύνδεσμος και η Παλαιστινιακή Αραβική Ανώτατη Επιτροπή απέρριψαν τη λύση της διχοτόμησης. «Οι Αραβες της Παλαιστίνης», διαμαρτύρονταν, «δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί το δικαίωμά τους να ζήσουν ελεύθερα και ειρηνικά, και να αναπτύξουν τη χώρα τους σύμφωνα με τις παραδόσεις τους, αμφισβητείται και τίθεται διαρκώς υπό διερεύνηση (…) Οι σιωνιστές ενεργούν μια επιθετική εκστρατεία με σκοπό να εξασφαλίσουν με τη βία μία χώρα που δεν είναι δικιά τους (…) Ο αγώνας των Αράβων της Παλαιστίνης κατά του σιωνισμού δεν έχει τίποτε κοινό με τον αντισημιτισμό. Ο αραβικός κόσμος αποτελούσε μία από τις σπάνιες οάσεις καταφυγής για τους Εβραίους μέχρι που η ατμόσφαιρα της καλής γειτονίας δηλητηριάστηκε από τη διακήρυξη του Μπαλφούρ (σ.σ. τη βρετανική ιμπεριαλιστική πολιτική εποικισμού της Παλαιστίνης) και το επιθετικό πνεύμα που ενέσπειρε στην εβραϊκή κοινότητα»27.

Ο Σιωνιστικός Οργανισμός, από τη μεριά του, ενέκρινε τη λύση της διχοτόμησης, αν και είχε αντιρρήσεις αναφορικά με την έκταση των εδαφών που προέβλεπε για το εβραϊκό κράτος. Οπως επισήμανε ο Χ. Γουάιζμαν (τέως πρόεδρος του ΣΟ και μετέπειτα πρώτος πρόεδρος του κράτους του Ισραήλ), το εβραϊκό κράτος που προέβλεπε ο ΟΗΕ ήταν 8 φορές μικρότερο απ’ ό,τι η εβραϊκή πλευρά οραματιζόταν στο πλαίσιο της βρετανικής Εντολής28.

Στα παραπάνω ήρθε σύντομα να προστεθεί και η ανακοίνωση της Βρετανίας πως δεν προτίθετο να αναλάβει καμιά υποχρέωση αναφορικά με τη μετάβαση της Παλαιστίνης προς την ανεξαρτησία και πως θα αποσυρόταν από την περιοχή την 1η του Αυγούστου 1948. Κατά συνέπεια, η μεταβατική περίοδος που είχε προβλέψει ο ΟΗΕ συρρικνώθηκε από δύο χρόνια σε μόλις δύο μήνες. Τα δύο κράτη θα λάμβαναν την ανεξαρτησία τους την 1η του Οκτώβρη 1948. Αυτό, ωστόσο, δημιουργούσε ένα κενό εξουσίας, το οποίο οι Βρετανοί, αν και αναγνώριζαν, δήλωναν κυνικά πως δεν ήταν πλέον δικό τους πρόβλημα. «Η αναχώρηση (…) των δυνάμεων που αυτή τη στιγμή διασφαλίζουν τον νόμο και την τάξη στην Παλαιστίνη», τόνιζε σε σχετική της δήλωση η βρετανική κυβέρνηση, «θα αφήσει ένα κενό, και υπήρξε το πιο δύσκολο μέρος του έργου της Γενικής Συνέλευσης (του ΟΗΕ) να βρει τα μέσα για να καλύψει αυτό το κενό (…) (Ομως) το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί να επιτρέψει στο στρατό και τη διοίκησή του να χρησιμοποιηθούν για να επιβάλουν αποφάσεις που δεν είναι αποδεκτές από καμιά πλευρά στην Παλαιστίνη»29.

Η πρόωρη απόσυρση των βρετανικών δυνάμεων έδινε ουσιαστικά το πράσινο φως για την επιβολή του ένοπλα ισχυρότερου στην περιοχή. Ταυτόχρονα, εξ αντικειμένου, άνοιγε τον δρόμο για την προώθηση των θέσεων άλλων ιμπεριαλιστικών κρατών στη Μέση Ανατολή – κύρια των ΗΠΑ.

Η πρόταση – σχέδιο δημιουργίας δύο ανεξάρτητων κρατών στην Παλαιστίνη υπερψηφίστηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 29 Νοέμβρη 1947 (Απόφαση 181-II). Υπέρ ψήφισαν 33 κράτη (ανάμεσά τους και η ΕΣΣΔ), κατά 13 (ανάμεσά τους όλα τα αραβικά κράτη, η Τουρκία, αλλά και η Ελλάδα), ενώ 10 απείχαν (ανάμεσά τους και η Βρετανία). Τα αραβικά κράτη ξεκαθάρισαν πως δεν θεωρούσαν την εν λόγω απόφαση δεσμευτική γι’ αυτά, εκτιμώντας ότι ήταν αντίθετη στη Χάρτα του ΟΗΕ. Για την ΕΣΣΔ η λύση των δύο ανεξάρτητων κρατών είχε πια καταστεί «η μόνη λειτουργική» δεδομένου ότι «οι Εβραίοι και οι Αραβες είτε δεν επιθυμούσαν είτε δεν μπορούσαν να ζουν μαζί»30.

Οι Εβραίοι και οι Αραβες κομμουνιστές απέναντι στα γεγονότα της περιόδου 1945 – 1947

Καθ’ όλη την κρίσιμη περίοδο 1945 – 1947 οι Εβραίοι κομμουνιστές συνέχισαν να διακηρύσσουν ότι «θα ζήσουμε μαζί για πάντα» και να καλούν σε ενότητα με τις «προοδευτικές δυνάμεις» των Αράβων. Ωστόσο, πέρα από ορισμένες κοινές απεργιακές δράσεις (με σημαντικότερη τη μεγάλη απεργία των Εβραίων και Αράβων εργατών στα Ταχυδρομεία και τα Τηλεγραφεία τον Απρίλη του 1946, που κράτησε δύο βδομάδες «παραλύοντας κυριολεκτικά τη (βρετανική) διοίκηση»), δεν υπήρξε κάποια άλλη συνεργασία ανάμεσα στους Εβραίους και τους Αραβες κομμουνιστές μέχρι την οργανωτική τους επανένωση στο Κομμουνιστικό Κόμμα του Ισραήλ το 194831.

Οι Αραβες κομμουνιστές, μέσω του Εθνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου (ΕΑΣ), είχαν αρχικά ορισμένα σημαντικά ερείσματα στην αραβική εργατική τάξη (διαθέτοντας την πλειοψηφία στις συνδικαλιστικές οργανώσεις της Ιερουσαλήμ, της Γιάφα, της Γάζας, κ.ά.). Ομως η στρατηγική της «εθνικής ενότητας» δεν επέτρεψε τη μετατροπή αυτών των ερεισμάτων σε ουσιαστική κοινωνική – πολιτική δύναμη με αυτοτελείς ταξικούς σκοπούς. Το ΕΑΣ, αν και αποκλείστηκε από την Ανώτατη Αραβική Επιτροπή (κατηγορούμενο από την τελευταία ως «φιλο-σιωνιστικό» κόμμα), ωστόσο τη στήριξε ως «σύμβολο της εθνικής ενότητας» και έκφραση της επιδιωκόμενης πολιτικής του για τη συγκρότηση ενός «εθνικού μετώπου»32. Οταν τον Σεπτέμβρη του 1947 το ΕΑΣ ήρε τη στήριξή του στην αστική ηγεσία του αραβικού εθνικού κινήματος, κατηγορώντας την πως απέστρεφε την πάλη του Παλαιστινιακού λαού από τον αγώνα κατά του βρετανικού ιμπεριαλισμού μετατρέποντάς την σε «μια φυλετική σύγκρουση μεταξύ Αράβων και Εβραίων», ήταν πια πολύ αργά33.

Πράγματι, όταν η κατάσταση οξύνθηκε και οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν, Αραβες και Εβραίοι κομμουνιστές ούτε είχαν ούτε ήταν σε θέση να δώσουν μια ταξική απάντηση – διέξοδο σε όφελος των συμφερόντων των εργαζομένων της Παλαιστίνης.

Παραπομπές

1. Palestine. Statement of Policy, εκδ. HM Stationary Office, London, 1939, σελ. 3-6, 8-12.

2. Philip Mattar, «Amin Al-Husayni and Iraq’s quest for independence», στο Arab Studies Quarterly, τ.6, αρ. 4, 1984, σελ. 271 και 275

3. Philip Mattar, ό.π. σελ. 277 – 279

4. Philip Mattar, ό.π. σελ. 277 – 279

5. A Survey of Palestine – Prepared in December 1945 and January 1946 for the information of the Anglo-American Committee of Inquiry, τόμ.1, εκδ. Institute of Palestine Studies, Washington, 1991, σελ.54 και United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1917-1947 (Part I), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-i-1917-1947/ (από δω και πέρα ΟΗΕα).

6. Γ. Γιέιτζ, καταχώρηση στο ημερολόγιό του στις 20.12.1940, στο Chaim Simons, A historical survey of proposals to transfer Arabs from Palestine, 1895-1947, διαδικτυακή έκδοση, 2004, σελ. 137.

7. ΟΗΕα, ό.π.

8. M. K. Budeiri, The Palestine Communist Party, PhD, LSE, 1977, σελ. 173.

9. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 195-198 και 256-258.

10. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 202-205.

11. Report of the Anglo-American Committee of Enquiry, εκδ. HM Stationary Office, London, 1946, σελ. 29-30.

12. Ο.π. 26-28, 34, 39-41.

13. ΟΗΕα, ό.π.

14. The Political History of Palestine Under British Administration: Memorandum by His Britannic Majesty’s Government Presented in July 1947 to the United Nations Special Committee on Palestine, εκδ. British Information Services, Jerusalem, 1947, σελ. 31-32.

15. Pact of the League of Arab States, 22.3.1945 (https://avalon.law.yale.edu/20th_century/arableag.asp). Το ιδρυτικό υπέγραφαν οι ηγέτες της Συρίας, της Υπεριορδανίας, του Ιράκ, της Σαουδικής Αραβίας, του Λιβάνου, της Αιγύπτου και της Υεμένης.

16. ΟΗΕα, ό.π.

17. The Political History of Palestine, ό.π., – Supplement, σελ. 10.

18. Κατά τα λεγόμενα του Ου. Τσόρτσιλ στο βρετανικό Κοινοβούλιο στις 18.2.1947, στο https://hansard.parliament.uk/commons/1947-02-18/debates/4f8bc0e9-f2d5-4267-8d07-10707986db6e/PalestineConference(GovernmentPolicy)

19. United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1947-1977 (Part ΙΙ), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-ii-1947-1977/ (από δω και πέρα ΟΗΕβ).

20. ΟΗΕβ, ο.π.

21. ΟΗΕβ, ο.π.

22. ΟΗΕβ, ο.π.

23. ΟΗΕβ, ο.π.

24. ΟΗΕβ, ο.π.

25. ΟΗΕβ, ο.π.

26. ΟΗΕβ, ο.π.

27. ΟΗΕβ, ο.π.

28. ΟΗΕβ, ο.π.

29. ΟΗΕβ, ο.π.

30. ΟΗΕβ, ο.π.

31. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 207-208, 229.

32. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 220, 265-266, 268-269.

33. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 272, 280, 286.

Αναστάσης Γκίκας
Ριζοσπάστης

Το 1ο Μέρος εδώ:

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του παλαιστινιακού ζητήματος (Μέρος 1ο)

Το 2ο μέρος εδώ:

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του παλαιστινιακού ζητήματος (Μέρος 2ο)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: