Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του παλαιστινιακού ζητήματος (Μέρος 1ο)

Στο πλαίσιο της δικαιολόγησης των ενεργειών του κράτους του Ισραήλ και της συμμαχίας του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους και ευρύτερα του ευρωΝΑΤΟικού μπλοκ μαζί του, πολλοί αστοί πολιτικοί, δημοσιολόγοι, διεθνολόγοι κ.λπ. επιχείρησαν να παρουσιάσουν τη σημερινή εξέλιξη στο παλαιστινιακό ζήτημα αποκομμένη από τις ιστορικές του ρίζες και συσκοτίζοντας τις πραγματικές αιτίες της.

Τα όσα εξελίσσονται το τελευταίο διάστημα στη Μέση Ανατολή έφεραν το παλαιστινιακό ζήτημα στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Ακολούθως, στο πλαίσιο της δικαιολόγησης των ενεργειών του κράτους του Ισραήλ και της συμμαχίας του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους και ευρύτερα του ευρωΝΑΤΟικού μπλοκ μαζί του, πολλοί αστοί πολιτικοί, δημοσιολόγοι, διεθνολόγοι κ.λπ. επιχείρησαν να παρουσιάσουν τη σημερινή εξέλιξη στο παλαιστινιακό ζήτημα αποκομμένη από τις ιστορικές του ρίζες και συσκοτίζοντας τις πραγματικές αιτίες της.

Το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ εγκαινιάζει σήμερα μια σειρά άρθρων, που επιχειρούν να καταδείξουν την ουσία του Παλαιστινιακού, το οποίο ήταν και παραμένει το αποτέλεσμα των ανταγωνισμών των αντίπαλων αστικών τάξεων και των διαρκών επεμβάσεων ισχυρών καπιταλιστικών κρατών στην κρίσιμη γεωπολιτικά και οικονομικά περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, με μεγάλο βάθος χρόνου και προεκτάσεις, που οδήγησαν και συνεχίζουν να οδηγούν στο αιματοκύλισμα του Παλαιστινιακού λαού – και όχι μόνο.

Οι απαρχές του αραβικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος

Η ανάπτυξη αστικού εθνικού – εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στους αραβικούς πληθυσμούς (διαμόρφωση ορισμένης συλλογικής – «εθνικής» συνείδησης, διεκδίκηση κράτους, κ.ο.κ.) υπήρξε κοινωνικοϊστορικά μια πιο αργή και αδύναμη διαδικασία, εξαιτίας βασικά της μικρότερης ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής – επομένως και της αστικής τάξης – στις εν λόγω περιοχές.

Ωστόσο, στις αρχές του 20ού αιώνα μια σειρά από παράγοντες λειτούργησαν ευνοϊκά ως προς αυτό. Ανάμεσά τους:

α) Η αυξανόμενη διείσδυση ξένων κεφαλαίων και η ορισμένη – έστω κατά τόπους – ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων σε όλη τη Μέση Ανατολή.

β) Η αυξανόμενη οικονομική και γεωστρατηγική σημασία της περιοχής (λόγω και της διώρυγας του Σουέζ).

γ) Η συνδεόμενη με τα παραπάνω όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών για τους δρόμους του εμπορίου και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές.

δ) Η διαφαινόμενη αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (στην οποία οι αραβικοί λαοί ήταν υποτελείς) και

ε) οι πολύμορφες πιέσεις και καταπιέσεις της οθωμανικής εξουσίας επί των Αράβων, που την περίοδο της ανόδου του τουρκικού αστικού εθνικισμού, συμπεριέλαβαν και μια πολύμορφη προσπάθεια αναγκαστικής αφομοίωσης – «τουρκοποίησης» των γηγενών πληθυσμών (ενισχύοντας σχετικές αντιδράσεις και ζυμώσεις μεταξύ των τελευταίων).

Απότοκος των παραπάνω υπήρξε π.χ. η συγκρότηση οργανώσεων όπως ο Σύνδεσμος των Νεο-Αράβων («al-Fatat») το 1908 (με διακηρυγμένο σκοπό «την αφύπνιση (…) του Αραβικού έθνους από την καθυστέρησή του (…) σε σχέση με τα άλλα έθνη, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά»1), η σύγκλιση του Αραβικού Συνεδρίου στο Παρίσι το 1913 (που στη δοσμένη φάση πρόβαλλε ως κύριο αίτημα τη μεγαλύτερη αυτονομία εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), κ.ά.

Βεβαίως, ούτε η αραβική εθνική αφύπνιση υπήρξε μια καθολική διαδικασία ούτε η διεκδίκηση ενιαίου αραβικού κράτους αποτελούσε ένα καθολικό αίτημα στις γραμμές του αραβικού κόσμου, ο οποίος περιελάμβανε ένα πολύμορφο σύνολο φυλών και θρησκευτικών δογμάτων. Ο πολυκερματισμός του αραβικού κόσμου ενισχυόταν επίσης από τα συμφέροντα τοπικών – περιφερειακών παραγόντων (πολιτικών, οικονομικών, θρησκευτικών), αλλά και από τις σχέσεις ορισμένων επιμέρους τοπικών αστικών τάξεων με ξένα καπιταλιστικά κράτη (όπως π.χ. των Μαρωνιτών χριστιανών του Λιβάνου με την Γαλλία, κ.ο.κ.).

Η πάλη για ανεξαρτησία στη μέγγενη των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και συγκρούσεων

Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην περιοχή κατά τα πρώτα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού Πολέμου λειτούργησαν ευνοϊκά για τον προσανατολισμό των Αράβων προς την ένοπλη διεκδίκηση δικού τους κράτους. Ο λιμός, που έπληξε ιδιαίτερα τα φτωχά λαϊκά στρώματα, σε συνδυασμό με την όξυνση της καταστολής (συλλήψεις, εκτοπίσεις, εκτελέσεις) όλων όσοι κρίνονταν επικίνδυνοι για την οθωμανική κυριαρχία, όξυνε την αντίθεση των αραβικών πληθυσμών με την οθωμανική νεοτουρκική διοίκηση της επαρχίας της Συρίας (που τότε περιελάμβανε επίσης – με σύγχρονους όρους – τον Λίβανο, το Ισραήλ, την Παλαιστίνη και τμήμα της Ιορδανίας).2 Η βαναυσότητα του Τούρκου κυβερνήτη της περιοχής Τζεμάλ Πασά ήταν τέτοια, που οι Αραβες του προσέδωσαν το προσωνύμιο «ο σφαγέας».

Ακολούθως, ενώ τον Οκτώβρη του 1914 οι προσπάθειες των Βρετανών για εμπλοκή των Αράβων στον πόλεμο με το πλευρό της Αντάντ έμειναν άκαρπες, έναν χρόνο αργότερα τα πράγματα είχαν αλλάξει εντελώς.

Πράγματι, τον Ιούλη του 1915 οι Αραβες (διά του Σαρίφη της Μέκκας Χουσεΐν Ιμπν Αλί) επαναπροσέγγισαν τους Βρετανούς (διά του Βρετανού ύπατου αρμοστή της Αιγύπτου Χένρι ΜακΜάχον) συμφωνώντας στην ένοπλη εξέγερση των πρώτων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έναντι της δέσμευσης των δεύτερων για συγκρότηση ανεξάρτητου αραβικού κράτους με το πέρας του πολέμου. Τα σύνορα που διεκδικούνταν περιελάμβαναν το σύνολο της Μέσης Ανατολής καθώς και της Αραβικής Χερσονήσου. Η αραβική πλευρά διεκδικούσε επίσης την κατάργηση όλων των υπαρχόντων προνομίων ξένων κρατών επί των αραβικών εδαφών, αναγνωρίζοντας ωστόσο ένα «πλεονέκτημα» στη Βρετανία αναφορικά με τις όποιες μελλοντικές οικονομικές συμφωνίες.3

Αρχικά, ο Χ. ΜακΜάχον περιορίστηκε σε μια γενική και αόριστη τοποθέτηση περί «επιθυμίας» της βρετανικής κυβέρνησης «για την ανεξαρτησία της Αραβίας και των κατοίκων της», αποφεύγοντας ωστόσο μια οποιαδήποτε συγκεκριμένη δέσμευση «αναφορικά με τα όρια» του νέου αραβικού κράτους, εφόσον – δήθεν – «ήταν πρόωρο να συζητιόνται τέτοιες λεπτομέρειες μέσα στη φωτιά του πολέμου».

Μπρος στην επιμονή του Χ. Ιμπν Αλί για μια πιο ξεκάθαρη δέσμευση ως προς τα παραπάνω, ο Χ. ΜακΜάχον απάντησε πως η βρετανική κυβέρνηση «ήταν έτοιμη να αναγνωρίσει και να υποστηρίξει την ανεξαρτησία των Αράβων σε όλες τις περιοχές» που διεκδικούσαν, πλην των βιλαετίων του Χαλεπιού (Συρία) και της Βηρυτού (Λίβανος – Παλαιστίνη) για τα οποία επιφυλασσόταν να επανέλθει έχοντας διαβουλευτεί με τη Γαλλία («καθώς είχε συμφέροντα και στα δύο») και του βιλαετίου της Βαγδάτης (στο οποίο σημαντικά συμφέροντα είχε η ίδια η Βρετανία).

Ο Χ. Ιμπν Αλί συμφώνησε για την παραχώρηση της διοίκησης του βιλαετίου της Βαγδάτης στη Βρετανία για ένα διάστημα (έναντι ορισμένης ετήσιας αποζημίωσης στο νέο αραβικό κράτος). Οσον αφορά τα βιλαέτια του Χαλεπιού και της Βηρυτού ωστόσο προειδοποίησε πως «θα ήταν αδύνατο» για τους Αραβες «να επιτρέψουν την απόδοση στη Γαλλία, ή οποιαδήποτε άλλη Δύναμη, ενός εύρους εδαφών στις εν λόγω περιοχές». «Μείνετε ήσυχοι», διαβεβαίωνε από τη μεριά του ο Χ. ΜακΜάχον, «πως η Μεγάλη Βρετανία δεν έχει καμιά πρόθεση να καταλήξει σε κάποια ειρήνη όπου η ελευθερία των Αραβικών λαών (…) δεν θα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση».4

Λίγους μόλις μήνες μετά τις σχετικές «διαβεβαιώσεις», Βρετανία και Γαλλία θα καταμέριζαν αναμεταξύ τους τις αραβικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Συμφωνία Σάικς-Πικό, 16.5.1916), ορίζοντας επ’ αυτών εδαφικές προσαρτήσεις και ακόμη ευρύτερες σφαίρες επιρροής (για τη μεν πρώτη στην περιοχή της Μεσοποταμίας, για τη δε δεύτερη σε Συρία και Κιλικία).

Μη γνωρίζοντας το τι συνομολογούνταν μυστικά σε βάρος τους κατά τα αλλεπάλληλα παζάρια και «κόψε-ράψε» μεταξύ των δυνάμεων της Αντάντ αναφορικά με τη μελλοντική λεία του πολέμου, οι Αραβες ξεσηκώθηκαν, δίνοντας τη μία μάχη μετά την άλλη απέναντι σε έναν σαφώς καλύτερα εξοπλισμένο αντίπαλο. Αποκορύφωμα της αραβικής εξέγερσης υπήρξε η απελευθέρωση της Δαμασκού στις 1.10.1918. Εως το τέλος του πολέμου, ωστόσο, όλες οι οθωμανικές τουρκικές φρουρές στην περιοχή αντικαταστάθηκαν από βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις.

Στο μεταξύ, είχε μεσολαβήσει η νικηφόρα Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Η νεαρή σοβιετική εξουσία αποκάλυψε στον κόσμο το περιεχόμενο των μυστικών συμφωνιών μεταξύ των ιμπεριαλιστών, προκαλώντας αγανάκτηση και αναβρασμό στους αραβικούς λαούς. Η βρετανική κυβέρνηση, από τη μεριά της, έσπευσε να τους καθησυχάσει για τις «καλές προθέσεις» των Συμμάχων, «επιβεβαιώνοντας» τη «δέσμευσή» τους ως προς τα συμφωνηθέντα (Γενάρης 1918).

Εξι μήνες αργότερα, η ίδια, σε διακοίνωσή της προς τους ηγέτες των Αράβων, θα επαναλάμβανε τα περί «πλήρους και κυρίαρχης ανεξαρτησίας» των λαών της περιοχής, διαβεβαιώνοντάς τους πως η τύχη των αραβικών εδαφών (που τότε βρίσκονταν πλέον υπό την κατοχή των δυνάμεων της Αντάντ) θα οριζόταν «επί της αρχής της συναίνεσης» των πληθυσμών τους.5

Στο ίδιο πνεύμα, η κοινή γαλλοβρετανική διακοίνωση που εκδόθηκε αμέσως μετά την ανακωχή του Μούδρου (7.11.1918) διατράνωνε πως «στόχος» των δύο δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, δεν ήταν άλλος παρά «η πλήρης και αδιαμφισβήτητη απελευθέρωση των λαών που για τόσο καιρό καταπιέζονταν από τους Τούρκους και η συγκρότηση εθνικών κυβερνήσεων (…) εδραζομένων στην πρωτοβουλία και την ελεύθερη βούληση των γηγενών πληθυσμών.»6

Βεβαίως, τίποτε από όλα αυτά δεν αντιστοιχούσε στις πραγματικές προθέσεις των ιμπεριαλιστών. Το γεγονός ήρθε να επιβεβαιωθεί με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο λίγο αργότερα και ενώ το Συνέδριο «Ειρήνης» του Παρισιού βρισκόταν σε εξέλιξη.

Τέλη Ιούνη του 1919 οι εκπρόσωποι μιας σειράς οργανώσεων και κομμάτων της Συρίας, του Λιβάνου, της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας συνήλθαν σε Συνέδριο απαιτώντας:

α) Την πλήρη ανεξαρτησία τους σε ενιαίο κράτος («δεν επιθυμηθούμε το διαμελισμό της Συρίας και το διαχωρισμό της Παλαιστίνης (…) ζητούμε η ενότητα της χώρας να διατηρηθεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες») και

β) τη μη ίδρυση εβραϊκού κράτους μέσω του μαζικού εποικισμού της Παλαιστίνης κατά τις επιδιώξεις Σιωνιστών και Βρετανών (βλ. στη συνέχεια). «Οι [ήδη υπάρχοντες] Εβραίοι συμπατριώτες μας» διευκρινιζόταν, «θα συνεχίσουν να έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με εμάς», ωστόσο, «οι αξιώσεις [σ.σ. των Σιωνιστών] αποτελούν για εμάς μεγάλη απειλή αναφορικά με την εθνική, πολιτική και οικονομική μας ζωή».7

Η διαφαινόμενη άρνηση των Βρετανών και Γάλλων ιμπεριαλιστών να σεβαστούν τις επιθυμίες των ντόπιων λαών και να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους για εκχώρηση ανεξαρτησίας, οδήγησε το 1920-1921 σε ένοπλο ξεσηκωμό σε Συρία και Ιράκ κατά των συμμαχικών στρατευμάτων κατοχής. Οι εξεγέρσεις αυτές κατεστάλησαν ανηλεώς. Οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν κατά των εξεγερμένων ακόμη και χημικά όπλα (αέριο μουστάρδας), ενώ οι τρομοκρατικές αεροπορικές επιδρομές κατά αμάχων άφησαν πίσω τους χιλιάδες θύματα.

Οι Συνθήκες των Σεβρών (1920) και εν συνεχεία της Λοζάνης (1923) «επισημοποίησαν» τη νομή της περιοχής μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας. Τα αραβικά εδάφη διαμελίστηκαν τεχνητά, με βασικό κριτήριο τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών και όχι τη σύνθεση ή τις επιθυμίες των γηγενών πληθυσμών τους, κληροδοτώντας επιπλέον προβλήματα στα ανεξάρτητα κράτη που θα δημιουργούνταν εν τέλει, έπειτα από σκληρούς αγώνες και αλλεπάλληλες εξεγέρσεις.

Το αστικό εθνικιστικό ρεύμα του Σιωνισμού

Στα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίστηκε στους κόλπους των αστών Εβραίων, στις παροικίες και στην Παλαιστίνη, το ρεύμα του Σιωνισμού, με θεμελιώδη σκοπό τη συγκρότηση έθνους – κράτους στην Παλαιστίνη.

Το ρεύμα του Σιωνισμού, απότοκο του εβραϊκού διαφωτισμού και επηρεασμένο από τη γενικότερη άνοδο του αστικού εθνικισμού στην Ευρώπη, ήρθε σε ρήξη με την παραδοσιακή άρχουσα τάξη των ραβίνων, έπαψε να αντιμετωπίζει τις διάσπαρτες ανά τον κόσμο εβραϊκές κοινότητες ως θρησκευτικές – πολιτισμικές, προτάσσοντας την άποψη ενός ενιαίου (και αναλλοίωτου βιολογικά – ιστορικά) έθνους απευθείας προερχομένου από τους Εβραίους – Ισραηλίτες της Βίβλου.

Προς ενίσχυση της υπό διαμόρφωση αυτής ενιαίας εθνικής ταυτότητας, οι Σιωνιστές άρχισαν – μεταξύ άλλων – να αντικαθιστούν τα έως τότε ευρέως ομιλούμενα γερμανοεβραϊκά (Γίντις), τα ισπανοεβραϊκά (Λαντίνο), κ.ο.κ. με μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή της βιβλικής εβραϊκής γλώσσας (που σήμερα αποτελεί και την επίσημη γλώσσα του κράτους του Ισραήλ).

Το ρεύμα του Σιωνισμού, κατά τις πρώτες δεκαετίες της ύπαρξής του, δεν ήταν πλειοψηφικό ανάμεσα στις εβραϊκές κοινότητες, γιατί βεβαίως αρχικά δεν ήταν πλειοψηφικό ούτε στις γραμμές της ίδιας της εβραϊκής αστικής τάξης. Ως ρεύμα, στα πρώτα του βήματα είχε περισσότερη απήχηση στα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπου το εβραϊκό κεφάλαιο δεχόταν τότε ασφυκτικές πιέσεις και επιθέσεις (διευρυνόμενες στα εβραϊκά λαϊκά στρώματα με τη μορφή πογκρόμ). Είναι χαρακτηριστικό πως στο Α’ Σιωνιστικό Συνέδριο (1897) οι μισοί αντιπρόσωποι και πλέον προέρχονταν από την Ανατολική Ευρώπη.

Σε αντίθεση, μεγάλα τμήματα της εβραϊκής αστικής τάξης παγκοσμίως έβλεπαν με αδιαφορία ή και εχθρότητα το ρεύμα του Σιωνισμού, καθώς δεν είχαν τίποτε να κερδίσουν από τη συγκρότηση ενός χωριστού (και σχετικά μικρού / με μικρή εσωτερική καπιταλιστική αγορά) έθνους – κράτους. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία π.χ. «η πλειοψηφία των εύρωστων Σεφαρδιτών Εβραίων (σ.σ. που κατοικούσαν κυρίως στη Θεσσαλονίκη) παρέμειναν αντίθετοι προς τον Σιωνισμό, φοβούμενοι πως θα ήταν επιζήμιος στη σχέση τους με την κυβέρνηση και θα έθετε σε κίνδυνο τα οικονομικά τους συμφέροντα».8

Για τον Εβραίο υπουργό της βρετανικής κυβέρνησης Ε. Μοντάγκου, η ανακήρυξη της Παλαιστίνης σε εθνική εστία των Εβραίων ήταν εξαιρετικά προβληματική, εφόσον θα είχε ως συνέπεια «κάθε χώρα να θελήσει αυτόματα να ξεφορτωθεί τους Εβραίους πολίτες της. (…) Οταν οι Εβραίοι αποκτήσουν μια εθνική εστία, σίγουρα η πίεση να στερηθούμε τα δικαιώματα της βρετανικής υπηκοότητας θα αυξηθεί κατακόρυφα. Η Παλαιστίνη θα γίνει ένα παγκόσμιο γκέτο. Γιατί να δώσουν οι Ρώσοι ίσα δικαιώματα στους Εβραίους; Η εθνική τους εστία είναι η Παλαιστίνη».9

«Αποτελούν οι Εβραίοι ιδιαίτερο έθνος;», θα τονίσει ο Γαλλοεβραίος Αλ. Νακέ, απευθυνόμενος στον Σιωνιστή Μπ. Λαζάρ. «Οχι. (…) Η έννοια έθνος προϋποθέτει ορισμένους όρους που στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχουν (…) να έχει έδαφος πάνω στο οποίο ν’ αναπτύσσεται (…) να έχει κοινή γλώσσα. (…) Εγώ (…) αν και γεννήθηκα Εβραίος (…) δεν αναγνωρίζω την εβραϊκή εθνότητα (..) δεν έχω άλλη εθνικότητα εκτός από τη γαλλική».10

Το επαναστατικό σοσιαλιστικό (μετέπειτα κομμουνιστικό) κίνημα στάθηκε σθεναρά απέναντι στο αστικό εθνικιστικό ρεύμα του Σιωνισμού, που σταδιακά άρχισε να διεισδύει και στις γραμμές των Εβραίων εργατών, δηλητηριάζοντας τη συνείδησή τους. Ο Β. Ι. Λένιν έκανε λόγο για «ιδέες που συσκοτίζουν την ταξική συνείδηση» των Εβραίων εργατών και που έρχονται σε «αντίθεση προς τα συμφέροντα του εβραϊκού προλεταριάτου, δημιουργώντας άμεσα και έμμεσα στις γραμμές του (…) νοοτροπία “γκέτο”».

Ταυτόχρονα, ο Β. Ι. Λένιν κατέδειξε την «αδιαμφισβήτητη σύνδεση του αντισημιτισμού με τα συμφέροντα των αστικών ακριβώς στρωμάτων του πληθυσμού και όχι των εργατικών».11

«Στη Θεσσαλονίκη, η ύπαρξη της (σ.σ. σοσιαλιστικής – πολυεθνικής αλλά κυρίως εβραϊκής – οργάνωσης της) Φεντερασιόν (…) αποτέλεσε εμπόδιο για τον Σιωνισμό αναφορικά με τις μάζες (σ.σ. των Εβραίων εργατών)».12 Χαρακτηριστική υπήρξε η πολεμική του Α. Μπεναρόγια (ηγετικό στέλεχος της Φεντερασιόν και από τα ιδρυτικά μέλη του ΣΕΚΕ) έναντι του Σιωνισμού: «Ούτε ένας Εβραίος στις δυνάμεις της αντίδρασης. Να το σύνθημα που πρέπει να ριχτεί ενάντια στη σωβινιστική ατμόσφαιρα που επιβάλλουν οι Σιωνιστές».13

Οπως χαρακτηριστική υπήρξε επίσης η μετέπειτα πορεία του Α. Μπεναρόγια – και χιλιάδων άλλων εργατών, σοσιαλιστών και μη, Εβραίων – που οι καταπιεστικές, αντισημιτικές πολιτικές των καπιταλιστικών κρατών τους τους ώθησαν προς την αστική – εθνικιστική ιδεολογία του Σιωνισμού.

Η εξέλιξη των επιδιώξεων του Σιωνισμού

Στις 29-31 Αυγούστου 1897 πραγματοποιήθηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας το Α’ Σιωνιστικό Συνέδριο (ιδρυτικό του παγκόσμιου Σιωνιστικού Οργανισμού – ΣΟ).

Το «Πρόγραμμα της Βασιλείας», που υιοθετήθηκε στο συνέδριο, έθεσε ως κύριο και πρωταρχικό στόχο του ΣΟ «τη δημιουργία εθνικής εστίας στη Γη του Ισραήλ (σ.σ. Παλαιστίνη) για τον εβραϊκό λαό». Προς επίτευξη αυτού του σκοπού προέβλεπε μεταξύ άλλων την «προώθηση με τα απαραίτητα μέσα του εποικισμού της (…) από Εβραίους αγρότες, τεχνίτες και βιοτέχνες», την «ενδυνάμωση και καλλιέργεια του εβραϊκού εθνικού αισθήματος και εθνικής συνείδησης», καθώς και την «απόσπαση της συναίνεσης (ξένων) κυβερνήσεων, όπου χρειάζεται, προς επίτευξη των στόχων του Σιωνισμού».14

Για την οικονομική στήριξη των στόχων του ΣΟ ιδρύθηκαν η Εβραϊκή Αποικιακή Τράπεζα (1899) και το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο (1901), ενώ βασικοί χρηματοδότες του υπήρξαν ισχυροί τραπεζίτες της εποχής, όπως ο Γερμανοεβραίος Μ. ντε Χιρς, ο Αγγλοεβραίος Μ. Μοντεφιόρε, ο Γαλλοεβραίος Ε. Ρόθτσιλντ κ.ά.

Εως το 1921 το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο είχε αγοράσει 100 τ. χλμ. γης στην Παλαιστίνη, ενώ η εβραϊκή μειονότητα είχε σχεδόν διπλασιαστεί σε 83.790 άτομα φτάνοντας το 12,9% του συνολικού πληθυσμού (συγκριτικά οι Αραβες αριθμούσαν τότε 486.177 – 74,9%, δίχως να συνυπολογίζονται οι νομάδες, ενώ οι Χριστιανοί 71.464 – 11%).15

Το βασικό σύνθημα των Σιωνιστών «Μια γη χωρίς λαό για έναν λαό χωρίς γη» ήταν χαρακτηριστικό των προθέσεών τους για την Παλαιστίνη. Γιατί, βεβαίως, η Παλαιστίνη δεν ήταν «μια γη χωρίς λαό», αλλά μια γη με έναν αυτόχθονα πληθυσμό, που τότε αποτελούσε τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της.

Οπως έγραψε ο πρώτος πρόεδρος του Σιωνιστικού Οργανισμού Τ. Χερστλ στο ημερολόγιό του ήδη από το 1895: «Θα επιχειρήσουμε να εκδιώξουμε τον φτωχό (σ.σ. αραβικό) πληθυσμό πέρα από τα σύνορα χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί – η διαδικασία των απαλλοτριώσεων και απομάκρυνσης των φτωχών πρέπει να γίνει διακριτικά και προσεκτικά».16

Ο Ρωσοεβραίος Σιωνιστής Α. Χά’αμ, που επισκέφτηκε την Παλαιστίνη κατά τα πρώτα χρόνια του εβραϊκού εποικισμού, υπήρξε ιδιαίτερα επικριτικός αναφορικά με τη στάση των εποίκων έναντι των ντόπιων πληθυσμών: «Τι κάνουν τα αδέρφια μας στην Παλαιστίνη; (…) Συμπεριφέρονται στους Αραβες με εχθρότητα και σκληρότητα, τους στερούν τα δικαιώματά τους, τους προσβάλλουν χωρίς λόγο και καυχιόνται κιόλας για τα έργα τους, και κανείς ανάμεσά μας δεν αντιτίθεται σε αυτή την αξιοκαταφρόνητη αλλά και επικίνδυνη τάση».17

Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού Πολέμου, οι Σιωνιστές προσανατολίστηκαν προς τη βρετανική αστική τάξη, εκτιμώντας – σωστά – πως, λόγω των συμφερόντων της στην ευρύτερη περιοχή, η Παλαιστίνη θα περιερχόταν στη δική της σφαίρα επιρροής. Βασικό επιχείρημα των Σιωνιστών ήταν πως μια ισχυρή εβραϊκή παρουσία εκεί «θα δημιουργούσε έναν εξαιρετικά αποτελεσματικό φρουρό της Διώρυγας του Σουέζ».18

Απότοκος των ζυμώσεων και επαφών των Σιωνιστών με παράγοντες της βρετανικής κυβέρνησης καθ’ όλο το επόμενο διάστημα υπήρξε η Διακήρυξη του Μπαλφούρ (2.11.1917). Σε αυτήν ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Α. Τζ. Μπαλφούρ διεμήνυε στον εκπρόσωπο του ΣΟ λόρδο Ρόθτσιλντ τη θέση της κυβέρνησής του «υπέρ της ίδρυσης στην Παλαιστίνη μιας εθνικής εστίας για τον Εβραϊκό λαό», διαβεβαιώνοντας πως «θα καταβάλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να διευκολύνει την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού, όντας πλήρως κατανοητό πως τίποτε δεν θα υλοποιηθεί σε βάρος των πολιτικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων των υπαρχουσών μη εβραϊκών κοινοτήτων στην Παλαιστίνη ή των δικαιωμάτων και του πολιτικού καθεστώτος των Εβραίων σε οποιαδήποτε άλλη χώρα».19

Οπως κατηγορηματικά αναφέρει Εκθεση του ΟΗΕ για «την απαρχή και εξέλιξη του Παλαιστινιακού Προβλήματος»: «Ο καθοριστικός ρόλος της Διακήρυξης του Μπαλφούρ κυριολεκτικά σε κάθε φάση του Παλαιστινιακού ζητήματος δεν μπορεί να υπερτονιστεί. (…) Παραβλέποντας τα εγγενή δικαιώματα και τις επιθυμίες του Παλαιστινιακού λαού, η Βρετανική Κυβέρνηση έδωσε στους Σιωνιστές ηγέτες χωριστές διαβεβαιώσεις αναφορικά με την ίδρυση “εθνικής εστίας για τον Εβραϊκό λαό στην Παλαιστίνη”, φυτεύοντας έτσι τους σπόρους μιας παρατεινόμενης διαμάχης» στην περιοχή.20

Τα προβλήματα και οι κίνδυνοι από τους σχεδιασμούς και τις επιδιώξεις Σιωνιστών και Βρετανών επισημάνθηκαν όμως σύντομα και στους κόλπους τους.

Ο τότε στρατιωτικός διοικητής της Παλαιστίνης συνταγματάρχης Ρ. Στορς («πεπεισμένος Σιωνιστής ο ίδιος») θα αναφέρει: «Η Παλαιστίνη, έως τα σήμερα μια μουσουλμανική χώρα, έπεσε στα χέρια μιας Χριστιανικής Δύναμης, η οποία παραμονές της κατάκτησής της ανακοίνωσε πως ένα μεγάλο μέρος των εδαφών της θα παραδοθεί για εποικιστικούς σκοπούς». Ολο αυτό, κατά τον ίδιο, «στερείται αίσθησης της δραματικής πραγματικότητας».21

Ο Τζ. Κόρζον (που αντικατέστησε τον Μπαλφούρ ως υπουργός Εξωτερικών) ανέφερε σχετικά με τις θέσεις που πρόβαλε ο ΣΟ διά του εκπροσώπου του, Δρ. Γουάιζμαν, στο Συνέδριο Ειρήνης του Παρισιού (1919): «Είμαι αρκετά σίγουρος πως (…) αυτό που οραματίζεται είναι ένα Εβραϊκό κράτος (…), έναν υποδεέστερο Αραβικό πληθυσμό κ.λπ., εξουσιαζόμενο από Εβραίους, τους Εβραίους με κατοχή της πλειοψηφίας των εδαφών και τον έλεγχο της Διοίκησης. (…) (Και όλα αυτά) πίσω από τη βιτρίνα και υπό την προστασία των Βρετανών».22

Η διεθνής Επιτροπή που συστάθηκε υπό τους Αμερικανούς Κινγκ και Κρέιν για την περαιτέρω εξέταση του ζητήματος επίσης γνωμοδότησε αρνητικά, τονίζοντας μεταξύ άλλων πως «ο μη Εβραϊκός πληθυσμός της Παλαιστίνης – σχεδόν τα 9/10 του συνόλου – είναι εμφατικά εναντίον του όλου Σιωνιστικού προγράμματος. (…) Κανείς εκ των Βρετανών αξιωματικών που συμβουλεύτηκε η Επιτροπή δεν πιστεύει πως το Σιωνιστικό πρόγραμμα μπορεί να υλοποιηθεί παρά με την ισχύ των όπλων».23

Οπως όμως υπογράμμισε ο Α. Τζ. Μπαλφούρ απαντώντας στον Τζ. Κόρζον: «Οι τέσσερεις Μεγάλες Δυνάμεις στηρίζουν τον Σιωνισμό. Και ο Σιωνισμός, σωστός ή λάθος, καλός ή κακός, είναι ριζωμένος σε αρχέγονες παραδόσεις, παρούσες ανάγκες και μελλοντικές ελπίδες, με πολύ μεγαλύτερη σημασία από ό,τι οι επιθυμίες και οι προκαταλήψεις των 700.000 Αράβων που τώρα κατοικούν σε αυτή την αρχαία γη (…). Οποιο και αν είναι το μέλλον της Παλαιστίνης, σήμερα δεν είναι ένα “ανεξάρτητο κράτος”, ούτε βρίσκεται ακόμη καθ’ οδόν για να γίνει τέτοιο».24

Τελικά, η Κοινωνία των Εθνών, μέσω του καμουφλαρισμένου αποικιακού συστήματος των «Εντολών», παρέδωσε τη διοίκηση της Παλαιστίνης στη Βρετανία. Σύμφωνα με τη σχετική απόφαση (22.7.1922) η εντολοδόχος Βρετανία καθίστατο «υπεύθυνη για τη δημιουργία των πολιτικών, διοικητικών και κοινωνικών συνθηκών που απαιτούνταν προκειμένου να διασφαλιστεί η δημιουργία μιας Εβραϊκής εθνικής εστίας». Η Εντολή προέβλεπε επίσης την ύπαρξη ειδικού αντιπροσωπευτικού σώματος για τους Εβραίους στην Παλαιστίνη, που θα λειτουργούσε συμβουλευτικά, σε συνεργασία με τη Βρετανική Διοίκηση. Ανάλογη πρόβλεψη για την εκπροσώπηση των Αράβων δεν υπήρξε.25

Με την έναρξη της βρετανικής κατοχής, η πορεία του παλαιστινιακού ζητήματος θα εισερχόταν πια σε μια νέα, ακόμα πιο δραματική φάση.

Παραπομπές:

1. Eliezer Tauber, The formation of modern Iraq and Syria, εκδ. Routledge, London, 2013, σελ. 91.

2. Abigail Jacobson, «Negotiating Ottomanism in times of war», στο International Journal of Middle East Studies, τ.40, 2008, σελ. 69-88.

3. Correspondence between Sir Henry MacMahon and the Sherif Hussein of Mecca, July 1915-March 1916, εκδ. H. M. Stationary Office, London, 1939, σελ. 3-4.

4. Ο.π., σελ. 8-13.

5. Jacob Hurewitz, Diplomacy in the Near and Middle East, τ.2, εκδ. D. Van Nostrand Co, Toronto, 1956, σελ. 29-30.

6. Report of a Committee set up to consider certain correspondence between Sir Henry McMahon and the Sharif of Mecca, εκδ. H.M. Stationary Office, London, 1939, σελ. 42-43.

7. Anis Sayegh, Palestine and Arab nationalism, εκδ. PLO Research Center, Beirut, 1970, σελ.28.

8. Esther Benbassa, «Zionism in the Ottoman Empire», στο Studies in Zionism, τ. 11, αρ. 2, 1990, σελ. 131

9. Sir Edwin Montagu Memorandum, August 1917, στο Cabinet 24/24 (Public Record Office)

10. B. I. Λένιν, Απαντα, τόμ. 8, σελ. 73.

11. B. I. Λένιν, Απαντα, τόμ. 7, σελ. 119 και τόμ. 8, σελ. 74.

12. Esther Benbassa, «Zionism in the Ottoman Empire», στο Studies in Zionism, τ. 11, αρ. 2, 1990, σελ.133

13. ΚΜΕ, «Η Σοσιαλιστική Οργάνωση Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης», 1909-1918, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1989, σελ. 87.

14. https://www.jewishvirtuallibrary.org/first-zionist-congress-and-basel-program-1897

15. www.jnf.org/our-history, Survey of Palestine, τόμ. 1, 1946, σελ. 141 και Supplement to Survey of Palestine, 1947, σελ. 10.

16. Michael Prior, Zionism and the State of Israel, εκδ. Psychology Press, New York, 1999, σελ. 191-192.

17. Hans Kohn, «Ahad Ha’am: Nationalist with a difference», στο Gary Smith (επ.) Zionism: The dream and the reality, εκδ. Harper & Row, New York, σελ. 31-32.

18. Chaim Weizmann, Trial and Error, εκδ. Harper, New York, 1949, σελ. 178.

19. Στο United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1917-1947 (Part I), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-i-1917-1947/ (από δω και πέρα ΟΗΕ).

20. OHE, .ό.π.

21. OHE, .ό.π.

22. OHE, .ό.π.

23. OHE, .ό.π.

24. OHE, .ό.π.

25. OHE, .ό.π.

Αναστάσης Γκίκας
(Συνεχίζεται)
Ριζοσπάστης
Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

2 Trackbacks

Κάντε ένα σχόλιο: