Η ίδρυση του ΚΚ Αλβανίας

Η Σύσκεψη των κομμουνιστικών ομάδων για την ίδρυση του κόμματος έγινε παράνομα, στα Τίρανα, από τις 8 μέχρι τις 14 του Νοέμβρη 1941. Πήραν μέρος 15 άτομα κι ανάμεσά τους ο Ενβέρ Χότζα, ο Κεμάλ Στάφα, ο Βασίλ Σάντο, ο Πύλιο Περιστέρι και άλλοι.

Με αφορμή την έναρξη, σαν σήμερα, της διαδικασίας για τη συγκρότηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Αλβανίας, αντιγράφουμε το σχετικό κεφάλαιο από τον τόμο “Ιστορία του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας” (εκδ. Πλανήτης).

Η Σύσκεψη των κομμουνιστικών ομάδων για την ίδρυση του κόμματος έγινε παράνομα, στα Τίρανα, από τις 8 μέχρι τις 14 του Νοέμβρη 1941. Πήραν μέρος 15 άτομα κι ανάμεσά τους ο Ενβέρ Χότζα, ο Κεμάλ Στάφα, ο Βασίλ Σάντο, ο Πύλιο Περιστέρι και άλλοι.

Κατ’ αρχήν, το βασικό καθήκον για το οποίο είχε οργανωθεί η Σύσκεψη, λύθηκε από μιας αρχής. Στις 8 του Νοέμβρη πάρθηκε η ιστορική απόφαση για τη συγχώνευση των ομάδων και την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Αλβανίας (ΚΚΑ).

Στη Σύσκεψη παρουσιάστηκαν εκθέσεις για τη δράση κάθε ομάδας, υπογραμμίστηκαν οι επιτυχίες και οι ελλείψεις του κομμουνιστικού κινήματος στην Αλβανία και συζητήθηκαν τα βασικά προβλήματα που έμπαιναν μπροστά στο Κόμμα.

Η πλειοψηφία των αντιπροσώπων εκφράσανε την αποφασιστικότητά τους να τεθεί τέρμα στη διάσπαση και να ιδρυθεί ένα ενιαίο μαρξιστικό – λενινιστικό κόμμα, με γερή οργανωτική και ιδεολογική ενότητα και με μια μαχητική πολιτική γραμμή.

Μόνο ο Αναστάς Λιούλια και ο Σαντίκ Πρέμτε, κυριότεροι αρχηγοί και αντιπρόσωποι της Ομάδας Των Νέων, προσπάθησαν να εμποδίσουν την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού. Δεν τόλμησαν να εκφραστούν ανοιχτά ενάντια στην ένωση των κομμουνιστικών ομάδων, δεδομένου ότι αυτή την ένωση τη ζητούσαν επίμονα από τη βάση, αλλά παρουσίασαν και υποστήριξαν τις πασίγνωστες τροτσικιστικές απόψεις της ομάδας τους και των άλλων προδοτών του μαρξισμού – λενινισμού. Προσπάθησαν ιδιαίτερα να αποδείξουν «την έλλειψη του προλεταριάτου», «τον αντιδραστικό και συντηρητικό χαρακτήρα της αγροτιάς», «την έλλειψη των καταρτισμένων στελεχών», «τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε για τα στελέχη η ανοιχτή προπαγάνδα και διαφώτιση ενάντια στο φασισμό», «τη ματαιότητα του να υπολογίζουν στη βοήθεια και στην υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης»! Μ’ αυτά προσπαθούσαν να δημιουργήσουν την ιδέα πως η ίδρυση ενός ενιαίου κομμουνιστικού κόμματος θα ήταν πράγμα καθαρά τυπικό και ότι αυτό το κόμμα δε θα κατάφερνε ποτέ να γίνει οδηγός του αλβανικού λαού και να καθοδηγήσει τον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση.

Ενάντια σ’ αυτές τις λικβινταριστικές θέσεις αναπτύχθηκε πάλη αρχών, την οποία καθοδήγησε ο Ενβέρ Χότζα, με την υποστήριξη του Κεμάλ Στάφα και των άλλων πιστών στις μαρξιστικές – λενινιστικές θέσεις αντιπροσώπων της Σύσκεψης. Σαν είδαν που νικήθηκαν, ο Ανάστας Λιούλια και ο Σαντίκ Πρέμτε δέχτηκαν για τα μάτια να υποταχτούν στην πλειοψηφία και έδωσαν το λόγο ότι θα εκτελέσουν τις αποφάσεις της Σύσκεψης.

Η Σύσκεψη των Κομμουνιστικών Ομάδων καθόρισε τις ιδεολογικές και οργανωτικές βάσεις του Κόμματος και επεξεργάστηκε τα θεμελιώδη ζητήματα της γενικής γραμμής του για την περίοδο του Αντιφασιστικού Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα.

Η ίδρυση του ΚΚ Αλβανίας

Η ίδρυση του ΚΚ Αλβανίας

Για την καθοδήγηση του Κόμματος εκλέχτηκε επταμελής Κεντρική Επιτροπή (προσωρινή). Ο Ενβέρ Χότζα επιφορτίστηκε ν’ αναλάβει την καθοδήγηση, αν και η Σύσκεψη δεν όρισε γραμματέα.

Σύμφωνα με τον όρο που έγινε από πριν δεχτός, κανένας από τους πρώην κυριότερους αρχηγούς (πρόεδρος ή αντιπρόεδρος) των διαφόρων ομάδων δε μπήκε στην ηγεσία του Κόμματος. Αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα μιας απλής συμφωνίας, αλλά ένα αίτημα της ανάπτυξης του κομμουνιστικού και επαναστατικού κινήματος. Οι αρχηγοί των Ομάδων ζυμωμένοι με το έντονο χωριστικό πνεύμα ομάδας, για πολύ καιρό στάθηκαν μεγάλο εμπόδιο για την ένωση των Αλβανών κομμουνιστών σ’ ένα ενιαίο κόμμα και αποδείχτηκαν ανίκανοι να καθοδηγήσουν τους κομμουνιστές και τις επαναστατικές μάζες.

Οι ιδεολογικές και οργανωτικές βάσεις του Κόμματος

Η Σύσκεψη καταδίκασε τις σοσιαλιστικές δημοκρατικές απόψεις για το κόμμα της εργατικής τάξης, τις οποίες προσπάθησε ιδιαίτερα να διαδώσει στην Αλβανία ο Λαζάρ Φούντο. Κατάγγειλε την ολωσδιόλου τροτσκιστική γραμμή και δράση της Ομάδας του «Ζγιάρρι», που προσπαθούσε να νομιμοποιηθεί σαν «αλβανικό κομμουνιστικό κόμμα» και πήρε την αμετάκλητη απόφαση όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα Αλβανίας οργανωθεί και ισχυροποιηθεί σαν κόμμα νέου τύπου: «Το Κόμμα δε θα γίνει κόμμα παλιού τύπου, κόμμα όμοια με εκείνα της Δεύτερης σοσιαλδημοκρατικής Διεθνούς, όπου βασίλευαν η διάβρωση, η αδράνεια, ο φατριασμός, ο φραξιονισμός και η προδοσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης. Θέλουμε κόμμα…, ικανό να καθοδηγήσει στον αγώνα της την εργατική τάξη ως την τελική νίκη…»1.

Η Σύσκεψη στιγμάτισε ταυτόχρονα όλες τις λαθεμένες και ξένες προς τη μαρξιστική – λενινιστική ιδεολογία απόψεις, που είχαν φωλιάσει στις γραμμές των κομμουνιστικών ομάδων. Καταδικάστηκε ιδιαίτερα, σαν ηττοπαθής και οπορτουνιστική η «θεωρία των στελεχών», που απομάκρυνε τους κομμουνιστές από τις λαϊκές μάζες, τους κρατούσε στην ουρά των μαζών, τους μετάτρεπε σε μια αίρεση που οδηγούσε τελικά στον αφανισμό του κόμματος.

Πρωτοπόρα θεωρία από την οποία θα καθοδηγούνταν το Κόμμα στην επεξεργασία του προγράμματος του και σ’ όλη τη δραστηριότητά του καθιερώθηκε ο μαρξισμός – λενινισμός. Σχετικά μ’ αυτό τέθηκε καθήκον: «Πρέπει να επιμένουμε δραστήρια στο έργο της ιδεολογικής εξύψωσης σε θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο των στελεχών, μελετώντας τη μαρξιστική – λενινιστική θεωρία…»2.

Η προσωρινή Κεντρική Επιτροπή ανέλαβε να ξεκαθαρίσει όλα τα κείμενα των κομμουνιστικών ομάδων από το αντιμαρξιστικό, τροτσκιστικό και αναρχικό υλικό και να οργανώσει την έκδοση στ’ αλβανικά, τη διάδοση και τη μελέτη της «Σύντομης Ιστορίας του Κομμουνιστικού (Μπολσεβίκικου) Κόμματος της ΕΣΣΔ», καθώς και ορισμένων έργων των Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Β. I. Λένιν και I. Β. Στάλιν.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, το Κομμουνιστικό Κόμμα Αλβανίας, έκαμε από μιας αρχής υψηλή εκτίμηση της σημασίας της μαρξιστικής – λενινιστικής θεωρίας και της κομμουνιστικής συνείδησης των μελών του, σαν δύναμη που δίνει ζωή και σφρίγος, που ανοίγει προοπτικές και δείχνει το δρόμο της νίκης στο εργατικό κίνημα, στο απελευθερωτικό κίνημα των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων μαζών.

Η Σύσκεψη αποφάσισε να βάλει μια για πάντα τέρμα στη σάπια οργανωτική κατάσταση των κομμουνιστικών ομάδων, στην έλλειψη πειθαρχίας, στο φραξιονιστικό και ομαδιστικό πνεύμα και να ιδρύσει ένα κόμμα πάνω σε στέρεες μαρξιστικές – λενινιστικές οργανωτικές βάσεις. Η γερή οργάνωση θεωρήθηκε σαν το κύριο μέσο που θα έκανε ακατάβλητο το Κόμμα και θα εξασφάλιζε την εφαρμογή της πολιτικής του γραμμής.

Πρωταρχικό καθήκον που καθορίστηκε ήταν να αναφερθούν στην προσωρινή Κεντρική Επιτροπή όλες οι συνδέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στις ηγεσίες των κομμουνιστικών ομάδων και τα μέλη τους. Από δω και πέρα οι κομμουνιστές ήταν υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν μόνο τους οργανωτικούς κανόνες που καθόρισε η Σύσκεψη και η Κεντρική Επιτροπή με βάση την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, βασική οργανωτική αρχή για ένα μαρξιστικό – λενινιστικό κόμμα.

Δόθηκε η κατεύθυνση ώστε, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και σε αντικατάσταση των παλιών περιορισμένων σε 2 – 3 μέλη πυρήνων να δημιουργηθούν νέοι πυρήνες όπου θα γίνονταν δεχτά τα πρώην μέλη των ομάδων, αφού πρώτα ξεκαθαρίζονταν και έμεναν έξω από τις γραμμές τους όλοι εκείνοι που είχαν δείξει έντονες τάσεις σεχταρισμού, οπορτουνισμού και φατριασμού. Παράλληλα με την οργάνωση των πυρήνων, θα σχηματίζονταν και επαρχιακές επιτροπές του Κόμματος και ανάμεσα σ’ αυτές και τους πυρήνες έπρεπε να τηρηθούν σταθεροί δεσμοί. Η Σύσκεψη ζητούσε από τους πυρήνες να δείξουν όσο γίνεται μεγαλύτερη πρωτοβουλία να διεισδύσουν στις πλατιές μάζες των πόλεων και των χωριών, και στις επιτροπές σύστησε να βοηθούν και να ελέγχουν αδιάλειπτα τη δράση των πυρήνων.

Ταυτόχρονα, για το δυνάμωμα του Κόμματος, κρίθηκε απαραίτητο να πυκνώσουν οι γραμμές του με την εισδοχή νέων μελών αποφασισμένων αγωνιστών, εργατών και αγροτών, εξαλείφοντας, κάθε δειλία και κάθε σεχταρισμό στην εισδοχή τους στο Κόμμα.

Για να ήταν κανείς μέλος του Κόμματος πάρθηκε η γνωστή φόρμουλα του Β. I. Λένιν, την οποία η Σύσκεψη τη διατύπωσε ως εξής: «Μέλος του Κόμματος μπορεί να είναι μόνο αυτός που δέχεται το πρόγραμμά του, παίρνει δραστήρια μέρος σε μια από τις οργανώσεις του (πυρήνες) και πληρώνει την κομματική συνδρομή»3.

Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην ενότητα και την πειθαρχία του Κόμματος. «Χωρίς ατσάλινη πειθαρχία και κομματική ενότητα, το Κόμμα μας, που έχει πολλούς εχθρούς, δε θα μπορούσε να καθοδηγήσει με επιτυχία τον αγώνα»4.

Για να εξασφαλιστεί η σταθερή ενότητα και η ισχυρή πειθαρχία ήταν απαραίτητο οι κομμουνιστές να επαγρυπνούν για να μη επιτρέπουν τη διείσδυση στις γραμμές του Κόμματος αριβιστών, δολοπλόκων και στοιχείων με έντονο μικροαστικό πνεύμα που δεν ανέχονται την πειθαρχία και προλειαίνουν το έδαφος στην αντικομματική δράση. Ταυτόχρονα στις κομματικές οργανώσεις έμπαινε καθήκον να διώξουν χωρίς δισταγμό από τις γραμμές του οποιονδήποτε είχε αντιμαρξιστικές, οπορτουνιστικές και λικβινταριστικές τάσεις. Έγινε ξεκάθαρο ότι ο φατριασμός, ο φραξιονισμός, το χωριστικό πνεύμα ομάδας και η έλλειψη πειθαρχίας δε μπορεί να έχουν θέση στο Κόμμα.

Ένα βασικό ζήτημα που συζητήθηκε στη Σύσκεψη και που του δόθηκε πρωταρχική σημασία, αφορούσε τους δεσμούς του Κόμματος με τις μάζες. Σχετικά μ’ αυτό ζητήθηκε επίμονα να εξαλειφτεί οπωσδήποτε η παλιά αρρώστια των ομάδων.

Η Σύσκεψη σύστησε στους Αλβανούς κομμουνιστές να μη ξεχνούν ποτέ τα λόγια του I. Β. Στάλιν: «Αν δε ξεκόβονται από τη μάνα λαό που τους γέννησε, οι κομμουνιστές θα είναι ακατανίκητοι»5.

Για τη στενή σύνδεσή τους με τις μάζες της πόλης και του χωριού, της νεολαίας και των γυναικών και για να πείσουν τις μάζες αυτές στην ορθότητα της πολιτικής γραμμής του Κόμματος, η Σύσκεψη έδειχνε στους κομμουνιστές τον ακόλουθο δρόμο: να αναπτύσσονταν πλατιά διαφωτιστική δουλειά και πυκνή αγωνιστική πολιτική ζύμωση μ’ όλα τα στρώματα του πληθυσμού- να διεξάγουν όλο και πιο έντονες πολιτικές και μαχητικές ενέργειες- να συνδυάζονταν η πολιτική δια-φωτιστική δουλειά και οι πολιτικές και αγωνιστικές ενέργειες με την οργάνωση των μαζών από το Κόμμα.

Για να εξασφαλίζονταν στέρεοι δεσμοί με τις μάζες, η Σύσκεψη ζητούσε να γίνει στροφή στη δουλειά στις γραμμές της νεολαίας και των γυναικών, να εξαλειφτούν η νωθρότητα ο σεχταρισμός και τ’ άλλα λάθη των ομάδων σχετικά με το θέμα αυτό. Η προσωρινή Κεντρική Επιτροπή ανέλαβε να ιδρύσει όσο το δυνατό γρηγορότερα την Οργάνωση της Κομμουνιστικής Νεολαίας, μέσω της οποίας θα γίνονταν η κινητοποίηση όλης της αλβανικής νεολαίας στον αντιφασιστικό αγώνα. Στο μεταξύ, σχετικά με τις γυναίκες έμπαινε καθήκον ν’ αναπτυχθεί μια προσεχτική δουλειά στις γραμμές τους για να μπουν στο Κόμμα εργαζόμενες γυναίκες και να κινητοποιηθούν οι γυναικείες μάζες στον απελευθερωτικό αγώνα.

Η Σύσκεψη έδωσε επίσης ιδιαίτερη προσοχή στην προάσπιση του Κόμματος από τα χτυπήματα του εχθρού, που θα έκανε παν το δυνατό για να το διαλύσει. Οι Ιταλοί φασίστες καταχτητές και οι Αλβανοί λακέδες τους θα προσπαθούσαν να καταφέρουν ενάντια στο Κομμουνιστικό Κόμμα το κύριο πλήγμα και πιο άγριο απ’ ότι ενάντια στις ομάδες. Στην κατεύθυνση αυτή τους βοηθούσαν και οι τροτσκιστές της Ομάδας του «Ζγιάρρι» και όλοι οι αποστάτες του κομμουνισμού. Γι’ αυτό από τη Σύσκεψη καθορίστηκε καθήκον στα μέλη του Κόμματος να δείξουν τη μεγαλύτερη δυνατή επαγρύπνηση, να διαφυλάσσουν τα μυστικά του Κόμματος, να τηρούν τη πιο αυστηρή μυστικότητα και το Κόμμα να μαθαίνει να δρα στις συνθήκες μιας βαθιάς παρανομίας. Σχετικά μ’ αυτό, καταδικάστηκαν αυστηρά οι αντιλήψεις ορισμένων οπορτουνιστών και προδοτών στις γραμμές των ομάδων που υποστήριζαν ότι μπροστά στα βασανιστήρια οι κομμουνιστές μπορεί και να ομολογήσουν στην αστυνομία και την καραμπινιερία (ιταλική χωροφυλακή), χωρίς αυτό να θεωρηθεί προδοσία. Όλα αυτά χαρακτηρίστηκαν αντιλήψεις ξένες για το κόμμα του προλεταριάτου, που έπρεπε να χτυπηθούν αμείλικτα και να εξαλειφτούν.

Ζητώντας από τους κομμουνιστές να τηρούν αυστηρή μυστικότητα, η Σύσκεψη έκαμε ταυτόχρονα σαφές ότι αυτό έπρεπε να κατανοηθεί σωστά, χωρίς να γίνει αιτία να περιοριστεί η δραστηριότητα με τις μάζες: «Τηρούμε μυστικότητα για να προστατέψουμε τη οργάνωσή μας από τον ταξικό εχθρό και όχι να κρυβόμαστε στα παρασκήνια και να μαζευόμαστε στο καβούκι μας»6.

Η πολιτική γραμμή για τον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα

Η πολιτική γραμμή του Κόμματος υλοποιήθηκε στα πολιτικά καθήκοντα που επεξεργάστηκε η Σύσκεψη των Κομμουνιστικών Ομάδων. Στρατηγικός στόχος του Κόμματος για τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο που περνούσε η χώρα, καθορίστηκε: «Να αγωνιστούμε για την εθνική ανεξαρτησία του αλβανικού λαού και για μια λαϊκό δημοκρατική κυβέρνηση σε μια Αλβανία απαλλαγμένη από το φασισμό»7.

Ο στρατηγικός αυτός στόχος καθορίστηκε με βάση την αντίθεση ανάμεσα στο λαό και τους φασίστες καταχτητές, που ήταν τότε η κύρια ανταγωνιστική αντίθεση στην Αλβανία, η άμεση λύση της οποίας θα παραμέριζε τα εμπόδια που στέκονταν στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη του έθνους. Υπήρχε και η άλλη αντίθεση, που ήταν η αντίθεση ανάμεσα στις λαϊκές μάζες και τις εκμεταλλεύτριες τάξεις, αλλά που είχε περάσει τότε σε δεύτερο πλάνο. Στις συγκεκριμένες όμως συνθήκες εκείνου του καιρού, η τελευταία αυτή αντίθεση, δε μπορούσε να λυθεί ξεχωριστά από την κύρια ανταγωνιστική αντίθεση για το λόγο που οι τσιφλικάδες, οι μπαϊρακτάρηδες και η αντιδραστική αστική τάξη αποτελούσαν στη χώρα το κοινωνικό στήριγμα για τους καταχτητές. Τα συμφέροντα των κύριων εκμεταλλευτριών τάξεων ήταν στενά συνδεμένα με τα συμφέροντα των φασιστών καταχτητών. Γι’ αυτό, η επίτευξη του στρατηγικού σκοπού του Κόμματος δε μπορούσε παρά να θίξει και τα συμφέροντα αυτών των τάξεων, που ήταν όργανα των ξένων καταχτητών.

Παντοδύναμοι δυνάστες στην Αλβανία ήταν οι Ιταλοί φασίστες και κατά συνέπεια αυτοί ήταν και οι κύριοι εχθροί του αλβανικού λαού εκείνη την περίοδο, ενώ όλοι όσοι πέρασαν με το μέρος των καταχτητών και μπήκαν στην υπηρεσία τους για να καταπιέζουν τον αλβανικό λαό, χαρακτηρίστηκαν προδότες, όργανα του φασισμού και σ’ αυτούς κηρύχτηκε πόλεμος, το ίδιο όπως και στους καταχτητές.

Οι κυριότερες δυνάμεις και οι πιο ενδιαφερόμενες για την επίτευξη του στρατηγικού σκοπού ήταν οι εργάτες και οι αγρότες, που σήκωναν στους ώμους τους το μεγαλύτερο βάρος της φασιστικής σκλαβιάς. Γι’ αυτό και το Κόμμα καθόρισε σαν ένα από τα σπουδαιότερα καθήκοντά του «τη δημιουργία και την επέκταση της αγωνιστικής ενότητας ανάμεσα στις εργαζόμενες μάζες της πόλης και του χωριού»8.

Για την εξασφάλιση της εθνικής ανεξαρτησίας ενδιαφέρονταν και τα μη εργαζόμενα πατριωτικά στρώματα. Το Κόμμα δε μπόρεσε να αφήσει παράμερα αυτά τα στρώματα και έβαλε καθήκον να αναπτυχθεί ασταμάτητη δουλειά για την κινητοποίησή τους στο Εθνικοαπελευθερωτικό Κίνημα. «… Να ενωθούμε με όλους τους εθνικιστές9, που θέλουν πραγματικά μια ελεύθερη Αλβανία, με όλους τους τίμιους Αλβανούς που θέλουν να πολεμήσουν το φασισμό»10.

Ρίχτηκε έτσι η ιδέα του Εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου, ιδέα η επεξεργασία της οποίας θα γινόταν πιο βαθιά στη διάρκεια του αγώνα και θα έπαιρνε πιο συγκεκριμένη και οριστική μορφή.

Προβλέποντας ότι οι φασίστες καταχτητές και η ντόπια αντίδραση θα χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο για να εμποδίσουν την αγωνιστική ενότητα του αλβανικού λαού, η Σύσκεψη των Κομμουνιστικών Ομάδων έδωσε οδηγίες να ξεσκεπαστούν και να συντριβούν όλες οι μανούβρες των Ιταλών φασιστών και της κυβέρνησης των κουΐσλινγκς που αποσκοπούσαν στη διάσπαση του εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου του αλβανικού λαού.

Όταν ιδρύθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα, δεν υπήρχε στην Αλβανία κανένα αντιφασιστικό πολιτικό κόμμα, που να μπορούσε να αντιπροσωπεύσει τα συμφέροντα της αστικής τάξης ή κάποιας άλλης τάξης ή κοινωνικού στρώματος. Ωστόσο για τα ζητήματα της οργάνωσης του αγώνα ενάντια στους καταχτητές η Σύσκεψη κατ’ αρχήν αποφάνθηκε υπέρ της συνεργασίας του Κομμουνιστικού Κόμματος με άλλα αντιφασιστικά πολιτικά κόμματα, σε περίπτωση που θα ιδρύονταν τέτοια κόμματα.

Για το ζήτημα της απελευθέρωσης της χώρας και της εγκαθίδρυσης της λαϊκής δημοκρατίας στην Αλβανία, η Σύσκεψη των Κομμουνιστικών Ομάδων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο πραγματικός και σίγουρος δρόμος, στις συγκεκριμένες συνθήκες, ήταν η ένοπλη εξέγερση ενάντια στο φασισμό, και αποφάσισε: «… να προετοιμάσουμε πολιτικά και στρατιωτικά το λαό και τη γενική ένοπλη εξέγερση συγκεντρώνοντας στον αγώνα όλες τις πατριωτικές και αντιφασιστικές δυνάμεις»11.

Αν και σαν κύρια μορφή αγώνα διάλεξε τη γενική ένοπλη εξέγερση, το Κόμμα δεν παραμέλησε καν τις άλλες μορφές πάλης: τις απεργίες, τις αντιφασιστικές διαδηλώσεις, τα σαμποτάζ, το ξεσκέπασμα — προφορικά και γραπτά— των εχθρών κ.λπ. Όλες όμως αυτές οι μορφές είχαν σαν σκοπό να προετοιμάσουν το λαό για τη γενική ένοπλη εξέγερση.

Η οργάνωση του ένοπλου αγώνα απαιτούσε εξάπαντος και τη συγκρότηση των ένοπλων δυνάμεων, του εθνικοαπελευθερωτικού στρατού. Η Σύσκεψη τόνιζε ότι χωρίς τη δημιουργία ενός πραγματικού λαϊκού στρατού, ικανού να χτυπά ακατάπαυτα τον εχθρό, να συντρίψει τον στρατιωτικό και πολιτικό του μηχανισμό, δεν ήταν δυνατό ούτε να διανοηθεί κανείς την ένοπλη εξέγερση, ούτε λόγος μπορούσε να γίνει για απελευθέρωση της χώρας, για κατάχτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και για εγκαθίδρυση μιας λαϊκοδημοκρατικής κυβέρνησης.

Στις συνθήκες κατοχής της Αλβανίας και του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, δεν μπορούσε η ένοπλη εξέγερση να ήταν ένα αυθόρμητο και απότομο ξέσπασμα και ο λαϊκός επαναστατικός στρατός να ήταν δημιούργημα στιγμής. Η ανάπτυξη της ένοπλης εξέγερσης και η δημιουργία του εθνικοαπελευθερωτικού στρατού θα ήταν ένα ολόκληρο προτσές. Αυτή η ιδέα φωτίστηκε καθαρά σ’ ένα από τα πολιτικά καθήκοντα που έβαλε η Σύσκεψη για την οργάνωση του παρτιζάνικου κινήματος: να συγκροτηθούν αρχικά μαχητικές ομάδες (ανταρτοομάδες) και παρτιζάνικες τσέτες που θα αποτελούσαν τη ραχοκοκκαλιά του μελλοντικού λαϊκού στρατού και μια πραγματική βάση για την προετοιμασία της γενικής εξέγερσης.

Σε συνάρτηση με το στρατηγικό στόχο και τις νέες συνθήκες, που δημιουργήθηκαν με την είσοδο της Σοβιετικής Ένωσης στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Κομμουνιστικό Κόμμα Αλβανίας προσδιόρισε και τους εξωτερικούς συμμάχους του αλβανικού λαού και τη στάση που θα τηρούσε απέναντι σ’ αυτούς τους συμμάχους.

Σε διεθνή κλίμακα, ο αλβανικός Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας ήταν αναπόσπαστο μέρος του παγκόσμιου αντιφασιστικού πολέμου. Με την πάλη του ο αλβανικός λαός έπρεπε να ήταν ένας από τους πιο δραστήριους συμμετέχοντες στο μεγάλο αντιφασιστικό συνασπισμό.

Σχετικά μ’ αυτό η Σύσκεψη των Κομμουνιστικών Ομάδων χαρακτήρισε συμμάχους του αλβανικού λαού στον Εθνικοαπελευθερωτικό του Αγώνα, τη Σοβιετική Ένωση, τη Μεγάλη Βρετανία, τις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής και όλους τους υποδουλωμένους λαούς που αγωνίζονταν ενάντια στον κοινό εχθρό —το γερμανικό, ιταλικό και γιαπωνέζικο φασισμό. Έβαλε καθήκον τη σύνδεση του αλβανικού Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα με τον μεγάλο παγκόσμιο αντιφασιστικό πόλεμο.

Το Κόμμα εκτίμησε σωστά τη συμμαχία της Σοβιετικής Ένωσης με τη Μεγάλη Βρετανία και τις ΕΠΑ, θεωρώντας την σαν μια στρατιωτική συμμαχία που επιβλήθηκε από τις συνθήκες για να σωθεί ο κόσμος από τον κίνδυνο της φασιστικής σκλαβιάς. Το Κόμμα έκαμε ταυτόχρονα και διαφοροποιημένες εκτιμήσεις για τους διάφορους συμμάχους του και προσδιόρισε απέναντι τους διαφορετική στάση. Κατά πρώτο λόγο «Τον Εθνικοαπελευθερωτικό μας Αγώνα», έλεγε στην έκκληση της προς τον αλβανικό λαό η προσωρινή Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΑ, «να τον συνδέσουμε στενά με τον ηρωικό αγώνα των λαών της Σοβιετικής Ένωσης, που μάχεται στην πρώτη γραμμή του απελευθερωτικού αγώνα ενάντια στο φασισμό»12. Το ΚΚΑ έβλεπε τη Σοβιετική Ένωση σαν πιστή και ειλικρινή σύμμαχο του αλβανικού λαού, που θα τον βοηθούσε και για την εγκαθίδρυση και την παγίωση της λαϊκής εξουσίας στην Αλβανία. Ενώ, αντίθετα, η Μεγάλη Βρετανία και οι Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν ήταν παρά προσωρινοί σύμμαχοι στον αγώνα ενάντια στα φασιστικά κράτη.

Η Σύσκεψη των Κομμουνιστικών Ομάδων για την ίδρυση του Κόμματος έβαλε σαν καθήκον «να αναπτυχθεί η αγάπη προς τη Σοβιετική Ένωση», εκλαϊκεύοντας τον πρωτοποριακό της ρόλο στον αγώνα ενάντια στο φασισμό και ταυτόχρονα τις μεγάλες καταχτήσεις της στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

Έδωσε επίσης οδηγίες για την «ανάπτυξη της φιλίας και της στενής συνεργασίας του αλβανικού λαού μ’ όλους τους λαούς των Βαλκανίων και ιδιαίτερα με τους λαούς της Σερβίας, του Μαυροβούνιου και της Μακεδονίας»13, που είχαν ξεσηκωθεί στον αντιφασιστικό απελευθερωτικό αγώνα.

Η Σύσκεψη έκφρασε τέλος την πεποίθηση ότι, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, το νέο Κομμουνιστικό Κόμμα θα εξυγιάνει την αρρωστιάρικη κατάσταση στο κομμουνιστικό κίνημα στην Αλβανία, θα ’μπαινε στις πρώτες γραμμές του αγώνα και θα γινόταν ικανό να εκπληρώσει τα μεγάλα ιστορικά καθήκοντα, σαν ηγέτης του αλβανικού λαού σ’ αυτόν τον αγώνα για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωσή του.

Η ιστορική σημασία της Σύσκεψης των Κομμουνιστικών Ομάδων έγκειται στο γεγονός ότι ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα Αλβανίας, σαν επαναστατικό μαρξιστικό – λενινιστικό κόμμα της εργατικής τάξης.

Η Σύσκεψη εξόπλισε το Κόμμα μ’ ένα σαφές πολιτικό πρόγραμμα, που ανταποκρίνονταν στις ανάγκες και στις προσδοκίες των πλατιών λαϊκών μαζών, της πατρίδας, του σοσιαλισμού. Αυτό το πρόγραμμα δεν ήταν ακόμα πλήρες και τα καθορισμένα καθήκοντα δεν ήταν επεξεργασμένα λεπτομερειακά, γιατί αυτό απαιτούσε μεγαλύτερη πείρα δουλειάς και επαναστατικής πάλης από μέρους του Κόμματος και των λαϊκών μαζών. Παρόλ’ αυτά το πρόγραμμα στηρίχτηκε πάνω σε επιστημονικές μαρξιστικές – λενινιστικές βάσεις.

Για το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα στην Αλβανία, τα αποτελέσματα της Σύσκεψης σημειώνουν τη νίκη του μαρξισμού – λενινισμού επί του τροτσκισμού και του οπορτουνισμού.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Αλβανίας αν και, πρώτ’ απ’ όλα ήταν ο εκφραστής των συμφερόντων της εργατικής τάξης, ανέλαβε το καθήκον να υπερασπίζει ταυτόχρονα τα συμφέροντα όλων των εργαζόμενων μαζών, όλου του υποδουλωμένου λαού της Αλβανίας. Γι’ αυτό και η ίδρυση του Κόμματος ήταν μια μεγάλη νίκη του αλβανικού λαού.

Για όλους αυτούς τους λόγους η Σύσκεψη των Κομμουνιστικών Ομάδων πήρε τη σημασία ενός ιδρυτικού συνεδρίου.

 

1.Απόφαση της Σύσκεψης των Κομμουνιστικών Ομάδων. Βασικά ντοκουμέντα του ΚΕΑ, τόμος I, σελ. 23.

2.Αποφάσεις της Σύσκεψης των Κομμουνιστικών Ομάδων. Βασικά ντοκουμέντα του ΚΕΑ, τόμος Ι, σελ. 24.

3.Βασικά ντοκουμέντα του ΚΕΑ, τόμος I, σελ. 24

4.Αυτόθι, σελ. 25.

5.Βασικά ντοκουμέντα του ΚΕΑ, τόμος I, σελ. 23.

6.Βασικά ντοκουμέντα του ΚΕΑ, τόμος Ι, σελ. 25.

7.Βασικά ντοκουμέντα του ΚΕΑ, τόμος I σελ. 26 (υπογράμμιση της Σύνταξης).

8.Βασικά ντοκουμέντα του ΚΕΑ, τόμος I, σελ. 26 (υπογράμμιση της Σύνταξης).

9.Εθνικιστές ονομάζονταν συνήθως εκείνοι οι πατριώτες που αγαπούσαν την πατρίδα και ήθελαν την απελευθέρωσή της από τους ξένους καταχτητές. Εθνικιστές όμως αυτοκαλούνταν και οι ψευτοπατριώτες από τις γραμμές των τσιφλικάδων, των μπαϊρακτάρηδων και της αντιδραστικής αστικής τάξης. Γι’ αυτό το λόγο οι αληθινοί πατριώτες, για να μη συγχέονται με τα αντιδραστικά και προδοτικά στοιχεία, αποκαλούνταν και «τίμιοι εθνικιστές» «πατριώτες εθνικιστές».

10.Βασικά ντοκουμέντα του ΚΕΑ, τόμος I, σελ. 14 (υπογράμμιση της Σύνταξης).

11.Βασικά ντοκουμέντα του ΚΕΑ, τόμος I, σελ. 26

12.Πρώτη έκκληση της ΚΕ του ΚΚΑ, Νοέμβρης 1941. Βασικά ντοκουμέντα του ΚΕΑ, τόμος I, σελ. 31.

13.Απόφαση της Σύσκεψης των Κομμουνιστικών Ομάδων. Βασικά ντοκουμέντα του ΚΕΑ, τόμος I, σελ. 27.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: