Το χτύπημα στη Χελωνοσπηλιά (Μάρτης 1821) και η δίκη του Χοντρογιάννη (Μάρτης 1830)

Πώς το νεοσύστατο ελληνικό Κράτος δίκασε ως κοινό έγκλημα «το πρώτο καριοφίλι της Επανάστασης».

Είναι εκείνη η περίοδος του χρόνου, όπου χωριά, πόλεις και μητροπόλεις ερίζουν για το πού πρωτοβάρεσε επαναστατικό καριοφίλι, με παράτες, πανηγυρικούς και τοπικιστικές υπερβολές. Χωρίς να θέλουμε να μπούμε στο παιχνίδι «Εδώ πρωτοεπαναστατήσαμε, όχι εκεί πρωτοξεσηκωθήκαμε, όχι παραπέρα πρωτοχτυπήσαμε τους Τούρκους» θα προσεγγίσουμε ένα από τα πρώτα προεπαναστατικά περιστατικά και το πώς το αντιμετώπισε το νεοσύστατο ελληνικό Κράτος.

Ο 50χρονος Γιάννης Χοντρογιάννης, παλιός κλέφτης και κάπος επί πολλά χρόνια στην υπηρεσία του Κερπινιώτη κοτζαμπάση Ασημάκη Ζαΐμη, τα χαράματα της 18ης του Μάρτη του 1821 έχει στήσει ενέδρα με καμιά 15αριά παλικάρια του στα βράχια της «Χελωνοσπηλιάς» στην ακριανή στενωσιά της κοιλάδας της Κατσάνας, πάνω στο δημόσιο δρόμο που οδηγεί από τα Καλάβρυτα στην Τριπολιτσά. Στην ενέδρα αυτή πέφτουν τρεις καβαλάρηδες, δυο γραικοί και ένας μαύρος οθωμανός στρατιώτης, με κάμποσα μουλάρια. Επρόκειτο για τον Νικολή Γιαννακόπουλο, τον υπηρέτη και γραμματικό του Βυτινιώτη τοκογλύφου Νικολή Ταμπακόπουλου, τον υπηρέτη του και ένα στρατιώτη της φρουράς του Τουρκαλβανού σπαχή Σεΐντ-αγά από του Λάλα της Ηλείας. Οι ένοπλοι πιάνουν αιχμαλώτους τους τρεις καβαλάρηδες και διαπιστώνουν ότι οι κύριοι στόχοι τους, ο τοκογλύφος Ταμπακόπουλος και ο Σεΐντ-αγάς, ειδοποιημένοι για τη χωσιά, έχουν ξεφύγει και έχουν καταφύγει στο κοντινό χωριό της Λυκούριας. Μέσα στις επόμενες ώρες ο τοκογλύφος και ο σπαχής, με τη βοήθεια των ντόπιων κοτζαμπάσηδων και των Τούρκων της γειτονικής κοιλάδας του Φονιά (δλδ του Φενεού), ξέφυγαν τελείως από τον Χοντρογιάννη και τους συντρόφους του και διέφυγαν στην Αρκαδία, για να μεταφέρουν έτσι την είδηση για την ενέδρα στο σαράι του Οθωμανού πασά στην Τριπολιτσά. Ο Καϊμακάμης Μεχμέτ Σαλήχ με διάταγμά του στις 20 του Μάρτη επικηρύσσει το Χοντρογιάννη και τους άνδρες του ως ληστές, αλλά πολύ γρήγορα τα περιστατικά στην Πάτρα και στην Καλαμάτα, ουσιαστικά το ξέσπασμα της Επανάστασης, κάνει φανερό ότι δεν επρόκειτο για ένα τυχαίο ληστρικό περιστατικό.

Στα τέλη του 1829, ο Νικολής Γιαννακόπουλος προσφεύγει στο Πρωτόκλητο Δικαστήριο της Αχαΐας, που έδρευε τότε στη Βοστίτσα, και ασκεί αγωγή εναντίον του Χοντρογιάννη για το περιστατικό της Χελωνοσπηλιάς. Τον κατηγορεί ότι εκείνη την ημέρα τον έγδυσε, τον βασάνισε και του αφαίρεσε ό, τι κουβαλούσε, η αξία των οποίων έφτανε περίπου στα 13.000 γρόσια.

Ο νόμος τον οποίον εκμεταλλεύθηκε ο Γιαννακόπουλος για να κινηθεί δικαστικά εναντίον του Χοντρογιάννη ήταν το ΙΒ΄ Ψήφισμα της Δ΄ ψευτοΕθνοσυνέλευσης του Άργους του 1829, την οποίαν είχε συγκαλέσει ο Καποδίστριας για να κατευνάσει τις αντιδράσεις κοτζαμπάσηδων και αστών εναντίον του.

Το ΙΒ΄ Ψήφισμα προέβλεπε τα εξής:

Για τις διαφορές που είχαν ανακύψει ανάμεσα σε «ομογενείς» από τις 23 Φλεβάρη του 1821 –όταν και ο Υψηλάντης κήρυξε την Επανάσταση στην Μολδοβλαχία- έως και τον Γενάρη του 1828 -όταν έφτασε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας-, και που είχαν χαρακτήρα εγκλήματος (κλοπές, ληστείες, τραυματισμοί, ανθρωποκτονίες κλπ), θα στήνονταν ειδικά έκτακτα τριμελή δικαστήρια, τα λεγόμενα «Κριτήρια Επιείκειας», που θα δίκαζαν ανέκκλητα, δηλαδή χωρίς δυνατότητα άσκησης έφεσης. Οι δικαστές που θα τα αποτελούσαν θα επιλέγονταν από τους αντίδικους και από την Κυβέρνηση, ενώ αυτά θα δίκαζαν με βάση το κατά τόπους εθιμικό δίκαιο και την αρχή της επιείκειας.

Για να εξετάσουμε νομικά το συγκεκριμένο ψήφισμα, πρέπει να παρατηρήσουμε κατ’ αρχάς τα εξής:

Στο πεδίο της Δικαιοσύνης, όπως αποτυπώθηκε και από τα νομοθετικά κείμενα της Επανάστασης, διεξαγόταν μεγάλη μάχη ανάμεσα στο «παλιό» και το «νέο» δίκαιο.

Οι εκπρόσωποι του παρελθόντος και του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής, οι κοτζαμπασήδες και η Εκκλησία, που σύρθηκαν στον Αγώνα μόνο με την προοπτική να είναι αυτοί που θα αντικαταστήσουν την δεσποτική εξουσία των Οθωμανών, σαμποτάριζαν ανοιχτά τις προσπάθειες να μεταλαμπαδευτούν στο ντόπιο δίκαιο ρυθμίσεις που γέννησε ο Διαφωτισμός και η ριζοσπαστικοποίηση της Γαλλικής Επανάστασης. Πρότασσαν την διατήρηση των υποτυπωδών δικαστικών διαδικασιών που είχαν αναπτυχθεί -με την ανοχή πάντα των Οθωμανών- στα χρόνια της σκλαβιάς, που προέβλεπαν έκτακτα δικαστικά συμβούλια που συστήνονταν κατά περίπτωση, αποτελούμενα από αιρετούς κοτζαμπάσηδες ή κληρικούς, και τα οποία δίκαζαν εφαρμόζοντας ένα ασαφές μείγμα βυζαντινών και τοπικών δικαιικών ρυθμίσεων, αλλά και τις προσωπικές περί δικαίου αντιλήψεις των μελών αυτών των συμβουλίων. Όλα τα χρόνια του Αγώνα, εκμεταλλευόμενοι τόσο την πολιτική τους ισχύ επί των αμόρφωτων πληθυσμών, αλλά και την ανυπαρξία ενός οργανωμένου κράτους, οι παραπάνω επέβαλαν στους πολίτες να προσφεύγουν σε αυτούς για να αναζητήσουν το δίκιο τους και ούτε καν στα όποια δικαστικά όργανα της Προσωρινής Επαναστατικής διοίκησης.

Η αντίπερα όχθη, των μορφωμένων στην Ευρώπη αστών, εμπόρων, εφοπλιστών κλπ, πάλευε για την εισαγωγή σχεδόν αυτούσιων νομοθετικών ρυθμίσεων από την Γαλλία και την Ιταλία. Η νέα όμως αυτή κοινωνική τάξη δεν κατόρθωσε να επικρατήσει ολοκληρωτικά στη διαπάλη για την εξουσία, με αποτέλεσμα οι όποιες ευρωπαϊκής καταγωγής νομοθετικές ρυθμίσεις να εισάγονται στο νεοελληνικό δίκαιο αποσπασματικά και αποκομμένες τόσο από τη φιλοσοφία που τις γέννησε όσο και από την ελληνική πραγματικότητα.

Με την έλευσή του ο Καποδίστριας εναντιώθηκε στις προσπάθειες τόσο των μεν όσο και των δε να επιβάλλουν την πολιτική που εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους, και άρχισε να οργανώνει ένα απολυταρχικό κράτος, στα πρότυπα της τσαρικής Ρωσίας προμοτάροντας μια κάστα «ευγενών» της δικιάς του αρεσκείας, διαφορετικούς τόσο από τους «τουρκοκοτζαμπάσηδες», όπως τους αποκαλούσε, όσο και τους ποτισμένους με τις δηλητηριώδεις κατ’ αυτόν αντιλήψεις της Γαλλικής Επανάστασης αστούς.

Γι’ αυτό και καθυστέρησε χαρακτηριστικά να ρυθμίσει τα της Δικαιοσύνης, λαμβάνοντας τα πρώτα σοβαρά μέτρα για την οργάνωσή της όταν άρχισε να συνειδητοποιεί ότι ο λαϊκός ενθουσιασμός για την έλευσή του είχε κοπάσει και είχαν αρχίσει να εμφανίζονται οι πρώτες οργανωμένες αντιπολιτευτικές κινήσεις.

Ένα από τα πρώτα μέτρα που έλαβε για να καταλαγιάσουν κάποιες από τις έριδες που διατηρούσαν σε αναβρασμό τους Έλληνες πολίτες, ήταν και το παραπάνω Ψήφισμα. Σε αυτό το ψήφισμα, το οποίο επεδίωκε να λύσει διαφορές που προέκυψαν κυρίως στο περιθώριο των εχθροπραξιών των εμφυλίων, φαινόταν σαν να υπερισχύουν οι ρυθμίσεις του «παλιού» δικαίου. Παραμερίζονται οι ψηφισμένοι μέχρι τότε νόμοι, οι διαφερόμενοι επιλέγουν οι ίδιοι τους Κριτές τους, δίνεται βάρος στην επιείκεια, η οποία μέχρι τότε είχε επιβληθεί ως θεμελιώδης αρχή των διαφόρων κρισολογιών, κυρίως λόγω της αδυναμίας να εφαρμοστούν σκληρές ποινές κ.ο.κ. Τόσο όμως από το κείμενό του, όσο και από μια σειρά διευκρινιστικών εγκυκλίων, γίνεται φανερό ότι και με αυτό ο Καποδίστριας επιδίωκε να έχει τον απόλυτο έλεγχο στο ποιοι θα καταδικάζονταν και πώς: Αφ’ ενός μεν εισαγόταν και ένας τρίτος κριτής – εκπρόσωπος της Κυβέρνησης με αποφασιστική ψήφο, και αφ’ ετέρου τα έκτακτα αυτά δικαστήρια του ΙΒ΄ Ψηφίσματος περιορίζονταν στην κατάγνωση ή μη της ενοχής του κατηγορουμένου, με την επιμέτρηση της ποινής να γίνεται αργότερα αυθαίρετα από την Κυβέρνηση.

Μετά την άσκηση της αγωγής, λοιπόν, από τον Γιαννακόπουλο, συστήθηκε το προβλεπόμενο από το Ψήφισμα έκτακτο δικαστήριο και συνεδρίασε τον Μάρτη του 1821. Το απαρτίζανε οι παρακάτω: Από τη μεριά του Γιαννακόπουλου, ο Ιωάννης Φεϊζόπουλος –Βοστιτσάνος αγωνιστής που ανήκε στο κολοκοτρωνέϊκο φιλορωσικό κόμμα. Από την πλευρά του Χοντρογιάννη ο Χριστόδουλος Καλιοντζής -νομομαθής που ήταν ένας από τους πρώτους που άσκησαν το δικηγορικό επάγγελμα στον τόπο και ο οποίος σύμφωνα με τα κατάστιχα του Δικαστηρίου της Βοστίτσας που φυλάσσονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, είχε εκπροσωπήσει σε διάφορες δίκες και τους Λονταίους, δηλαδή τα μεγαλοστελέχη του αγγλικού αντιπολιτευόμενου στον Καποδίστρια Κόμματος. Και από την πλευρά της Κυβέρνησης στο Δικαστήριο αυτό συμμετείχε ο Πρόεδρος του Πρωτόκλητου Δικαστηρίου της Βοστίτσας και παλιός συναγωνιστής των Υψηλάντηδων, Νικόλαος Φλογαΐτης.

Η απόφαση που πάρθηκε ήταν καταδικαστική για τον Χοντρογιάννη, με τις ψήφους του κριτή της πλευράς του Γιαννακόπουλου και του Πρόεδρου Φλογαΐτη.

Από τις «γνώμες» που εξέδωσαν οι Δικαστές, αλλά και από μια απόρρητη επιστολή που έστειλε ο Φλογαΐτης στον Υπουργό της Δικαιοσύνης όταν του διαβίβαζε τον φάκελο της υπόθεσης, ανακύπτουν αρκετά νομικά ερωτήματα για θεωρητικά μάλιστα ζητήματα που ακόμα δεν είχαν λυθεί ούτε στην Ευρώπη, την περίοδο εκείνη μετάβασης από το ένα οικονομικοκοινωνικό σύστημα στο άλλο.

Για παράδειγμα, κατά πόσον οι μαρτυρικές καταθέσεις ατόμων που δεν είδαν με τα μάτια τους τα κρινόμενα περιστατικά, αλλά άκουσαν γι’ αυτά αργότερα, μπορούν αδιαμφισβήτητα να ληφθούν υπ’ όψη από τους δικαστές και να παράξουν βέβαιη απόδειξη.

Κατά πόσον ο όρκος του Γιαννακόπουλου για το τι ακριβώς του αφαιρέθηκε από το Χοντρογιάννη μπορεί να γίνει δεκτός από το Δικαστήριο και να παράξει και αυτός πλήρη απόδειξη.

Και τέλος, κατά πόσο εύρισκαν εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίσταση οι μεγαλύτερες νομικές κατακτήσεις του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, οι αρχές του τεκμηρίου αθωότητας και in dubio pro reo, σε περίπτωση αμφιβολίας η κρίση να είναι υπέρ του κατηγορουμένου.

Ένα σημαντικό πρόβλημα, όμως, ήταν άλλο: Οι εναντίον του Χοντρογιάννη γνώμες αγνοούν επιδεικτικά το περιβάλλον μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκε το συγκεκριμένο «έγκλημα». Κλείνουν τα μάτια μπροστά στις συνθήκες αλλά και στην ταυτότητα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εμπλεκομένων.

Το κυριότερο νομικό ζήτημα είναι το εξής: Το Ψήφισμα απαιτούσε να έχουμε «πράξη έχουσα τον χαρακτήρα του εγκλήματος». Κανείς πλέον δεν αμφιβάλλει για το ότι όντως ο Χοντρογιάννης επιτέθηκε στον Γιαννακόπουλο, του άσκησε βία και του αφαίρεσε τα πράγματα που είχε εκείνη τη στιγμή στην κατοχή του –πράξεις δηλαδή που στοιχειοθετούν σήμερα το έγκλημα της ληστείας, το οποίο εκείνη την εποχή αναφερόταν ως «γδύσιμο». Το παραδέχεται και ο ίδιος ο Χοντρογιάννης, τόσο σε αναφορές του προς την διοίκηση, όσο και σε κατοπινές ανακρίσεις του, που έγιναν όταν βγήκαν στο κλαρί, ληστές, τα παιδιά του.

Αυτή όμως η «ληστεία», αυτό το «γδύσιμο», ήταν άραγε πράξη έχουσα τον χαρακτήρα του εγκλήματος; Μήπως ήταν πράξη ενταγμένη στα επαναστατικά γεγονότα, άρα και εκτός του πεδίου εφαρμογής του ΙΒ΄ Ψηφίσματος;

Για το περιστατικό της Χελωνοσπηλιάς υπάρχουν δύο προσεγγίσεις. Η μία, στηριγμένη στα ιστορικά έργα κυρίως του Φιλήμονα και του Σπυρίδωνα Τρικούπη, θέλει τον Ασημάκη Ζαΐμη να διατάζει τον Χοντρογιάννη να επιτεθεί μόνο στον Σεΐντ-αγά και έτσι να δοθεί το σύνθημα για τον ξεσηκωμό. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η παρουσία του Ταμπακόπουλου και του Γιαννακόπουλου στο πλευρό του Σεΐντ-αγά ήταν συμπτωματική και το «γδύσιμο» του Γιαννακόπουλου μια άτυχη στιγμή, η οποία δεν αλλοιώνει τον εθνεγερτικό χαρακτήρα του χτυπήματος. Η δεύτερη άποψη, στηριγμένη στις μαρτυρίες των συμπολεμιστών του Ταμπακόπουλου, Φωτάκου, Γενναίου Κολοκοτρώνη, του στενού συνεργάτη του Καποδίστρια Σπηλιάδη, αλλά και στα ντοκουμέντα της δίκης του 1830, θέλει τον Ασημάκη Ζαΐμη να διατάζει τον Χοντρογιάννη να χτυπήσει τον Ταμπακόπουλο για καθαρά ληστρικούς λόγους, βάζοντας στην άκρη τα «επαναστατικά – εθνεγερτικά» χαρακτηριστικά του περιστατικού.

Η πραγματικότητα βρίσκεται ακριβώς στη σύνθεση των δύο αυτών θεωριών. Αναμφίβολα ο Χοντρογιάννης έστησε την ενέδρα στη Χελωνοσπηλιά μετά από διαταγή του Ασημάκη Ζαΐμη και αναμφίβολα ο στόχος του ήταν ο φοροεισπράχτορας Ταμπακόπουλος και όποιος άλλος τον συνόδευε. Όμως τη δεδομένη στιγμή ο Ταμπακόπουλος δεν ήταν ο αγωνιστής της Επανάστασης, αυτός που τον Αύγουστο του 1827 θα έπεφτε με το καριοφίλι στο χέρι στο πεδίο της μάχης των Τρικόρφων, χτυπημένος από βόλι στρατιώτη του Ιμπραήμ. Εκείνη τη στιγμή, τον Μάρτη του 1821, ο Ταμπακόπουλος ήταν ένας τοκογλύφος, ο οποίος γυρνούσε στις επαρχίες του Μοριά και εισέπραττε χρήματα από τους φόρους των ραγιάδων, με τους Οθωμανούς να τον διευκολύνουν στη δουλιά του παρέχοντάς του και στρατιωτική συνοδεία. Στο πρόσωπο του Ταμπακόπουλου εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε ένας Ρωμιός, αλλά ένας ακόμα εκπρόσωπος του Οθωμανικού δεσποτισμού.

Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί η μελέτη όχι μόνο των μαρτυρικών καταθέσεων της δίκης, αλλά και της αλληλογραφίας του Ταμπακόπουλου με τον αδερφό του και τους κοτζαμπάσηδες των Καλαβρύτων.

Μέσα από αυτά τα ντοκουμέντα προκύπτουν τα εξής:

Από τα τέλη του Γενάρη του 1821 ο τοκογλύφος Νικολής Ταμπακόπουλος βρίσκεται στα Καλάβρυτα και πιέζει την κοινότητα να του ξεπληρώσει αυτά που του χρωστάγανε. Στο σημείο αυτό πρέπει να ανοίξουμε μια παρένθεση και να δούμε πώς λειτουργούσαν οι τοκογλύφοι της περιόδου εκείνης. Πάγια τακτική των κοτζαμπασήδων που δραστηριοποιούνταν ως δημογέροντες και προεστοί στο σύστημα των αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων που είχε αναπτυχθεί με την διευκόλυνση των Οθωμανών, ήταν να προκαταβάλουν εκείνοι στην οθωμανική διοίκηση το ποσό των φόρων που αντιστοιχούσε στην επαρχία τους. Τα χρήματα αυτά θα τα έβγαζαν μέσα στο χρόνο και μάλιστα με το παραπάνω, καταπιέζοντας φυσικά τους χωρικούς: Θα τους μοσχοπουλούσαν τον καρπό για να σπείρουν και θα τους έπαιρναν μισοτιμής τα προϊόντα που θα παρήγαγαν. Τα κέρδη χρηματοδοτούσαν την πολυτελή τους διαβίωση, τα μπαξίσια στους οθωμανούς αξιωματούχους, αλλά και την απόκτηση νέων γαιών που τις αγόραζαν κοψοχρονιά από εξαθλιωμένους αγρότες. Αυτές οι συμπεριφορές ήσαν που έκαναν τους κοτζαμπάσηδες πολύ πιο μισητούς από τους αλλόθρησκους Οθωμανούς στα μάτια των ραγιάδων, και καταγραφές αυτού του μίσους τις βλέπουμε σε όλες τις μαρτυρίες της εποχής.

Για να προκαταβάλουν όμως τα τεράστια ποσά των φόρων στους Οθωμανούς έπρεπε να βρουν ρευστό. Κι έτσι κατέφευγαν στους τοκογλύφους. Αυτοί τους ανάγκαζαν να υπογράφουν γραμμάτια που αναλάμβαναν χρέη τόσο ατομικά όσο και ως εκπρόσωποι των κοινοτήτων που διοικούσαν. Οι τοκογλύφοι αυτοί, μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις ακολουθώντας το παράδειγμα των κοτζαμπάσηδων, υπενοικίαζαν και οι ίδιοι φόρους επαρχιών και χωριών, υποκαθιστώντας έτσι τον Οθωμανικό εισπραχτικό μηχανισμό.

Ένας τέτοιος ήταν ο Ταμπακόπουλος και στα πλαίσια αυτών των καθηκόντων του βρισκόταν με πολυμελή οθωμανική στρατιωτική συνοδεία στα Καλάβρυτα. Εκείνες τις μέρες, όπως διηγείται και ο ίδιος σε επιστολή προς τον αδερφό του στις 9 του Μάρτη, αξίωνε από τους δημογέροντες των Καλαβρύτων είτε να του αποπληρώσουν τα προηγούμενα χρέη, είτε να τα αναγνωρίσουν και να τα ανανεώσουν υπογράφοντας νέες «ομολογίες», νέα γραμμάτια.

Οι Καλαβρυτινοί κοτζαμπάσηδες όμως είχαν μεγαλύτερες σκοτούρες στο κεφάλι τους από τον βυτινιώτη τοκογλύφο. Ο Ταμπακόπουλος στην επιστολή του προς τον αδελφό του δεν παραπονιέται μόνο για το πώς αδιαφορούν για τα αιτήματά του οι κοτζαμπάσηδες, αλλά και για κάτι «βρωμόλογα» που διαδίδονται εκείνες τις μέρες στα Καλάβρυτα και αλλού. Γράφει μάλιστα: «ο άγιος θεός να δώση δια να παύσουν αυτά τα βρωμόλογα, διότι ευρίσκομαι εις μεγάλην δυστυχίαν. Επάσχισαν και πάσχουν με όλους τους τρόπους οι πολυχρόνιοι βουτζούχηδες του Μορέως μαζί με τον πολυχρόνιον κιαμακάμπεη δια να εβγάλουν από το στόμα του ενού και του άλλου αυτά τα βρωμόλογα». Τα… “βρωμόλογα” ήσαν οι φήμες για τον επικείμενο ξεσηκωμό, ενώ τα στελέχη του οθωμανικής εξουσίας χαρακτηρίζονται από τον Ταμπακόπουλο σε αυτήν του την ιδιωτική επιστολή “πολυχρόνιοι”…

Νωρίτερα, στα τέλη του Γενάρη είχε λάβει χώρα η συνέλευση της Βοστίτσας, στην οποία κοτζαμπάσηδες και αρχιερείς του βόρειου Μοριά συγκρούστηκαν με τον υπερενθουσιώδη εκπρόσωπο της Φιλικής Εταιρείας Παπαφλέσσα, και, αγνοώντας τις κινήσεις του Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία, αποφασίζουν την καθυστέρηση του ξεσηκωμού. Δεν κρύβουν μάλιστα τους μύχιους φόβους τους από την επικείμενη Επανάσταση. Ο Καλαβρυτινός κοτζαμπάσης Σωτήρης Χαραλάμπης είχε πει χαρακτηριστικά: «Αλλ’ ημείς εδώ, αφού σκοτώσωμεν τους Τούρκους, εις ποίον θα παραδοθώμεν, ποίον θα έχωμεν ανώτερον; Ο ραγιάς ευθύς αφού πάρει τα όπλα, δεν θα μας ακούη και δεν θα μας σέβεται, και θα πέσωμεν εις τα χέρια εκείνου (δεικνύων τον Νικήταν), ο οποίος προ ολίγου δεν ημπορούσε να κρατήση το περούνι να φάγη».

Η κατάσταση όμως ήταν εκτός ελέγχου, και οι Οθωμανοί αντιλήφθηκαν ότι κάτι ετοιμαζόταν και ζήτησαν διασφαλίσεις, καλώντας στην Τριπολιτσά τους σημαντικότερους προεστούς και κληρικούς του Μοριά. Οι παράγοντες της Βοστίτσας, των Καλαβρύτων και των Πατρών ξαναμαζεύονται, στην Αγία Λαύρα αυτή τη φορά, στις 11 με 13 ή 14 του Μάρτη και αποφασίζουν να διασκορπιστούν σε ασφαλείς περιοχές, περιμένοντας να δουν την εξέλιξη των πραγμάτων. Ταυτόχρονα γράφουν επιστολές σε φιλικούς ζητώντας τους διευκρινίσεις για τις προθέσεις της Ανωτάτης Αρχής και πληροφορίες, αλλά και σε Οθωμανούς και γνωστούς Έλληνες συνεργάτες των Οθωμανών, παρακαλώντας τους να καθησυχάσουν το σαράι στην Τριπολιτσά. Αποδέκτης μιας τέτοιας επιστολής ήταν και ο Ταμπακόπουλος, ο οποίος όμως αρνιόταν πεισματικά να αναχωρήσει από τα Καλάβρυτα αν δεν είχε στα χέρια του χρήματα ή έστω ανανεωμένα γραμμάτια. Στα Καλάβρυτα βρίσκονταν μόνο οι Οθωμανοί και ο Ταμπακόπουλος. Ο σημαντικότερος κοτζαμπάσης της περιοχής, ο Σωτήρης Χαραλάμπης, μετά την διάλυση της μάζωξης στην Αγία Λαύρα είχε καταφύγει στην Ζαρούχλα. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Αντρέας Ζαΐμης κρύβονταν στην Μονή της Παναγιάς της Χρυσοποδαρίτισσας στα Νεζερά. Στην Κερπινή, στο αρχοντικό των Ζαΐμηδων βρίσκονταν ο Ασημάκης Ζαΐμης και ο Ασημάκης Φωτήλας. Οι δυο τους φαίνεται ότι δεν συμμερίζονταν τους ενδοιασμούς του Χαραλάμπη και του Παλαιών Πατρών Γερμανού, αλλά έγερναν μάλλον προς τον ενθουσιασμό του Λόντου και του Αντρέα Ζαΐμη υπέρ της Επανάστασης. Ο Φωτήλας, μάλιστα, είχε και κάτι πιο πρακτικό στο μυαλό του και, σύμφωνα με την μαρτυρία του Σπηλιάδη, το μοιράζεται με τον συνονόματό του Ζαΐμη: «εις την επανάστασιν τον υποδεικνύει και την απόσβεσιν του χρέους του».

Ο κύβος είχε ριφθεί. Ο Ασημάκης Ζαΐμης υπογράφει στον Ταμπακόπουλο όσα γραμμάτια ήθελε, αναλαμβάνοντας τα χρέη της κοινότητας και των άλλων Καλαβρυτινών κοτζαμπασήδων εξ ολοκλήρου στο όνομά του. Το αποτέλεσμα θα ήταν να απομακρυνθεί ο ενοχλητικός συνεργάτης των Οθωμανών, Ταμπακόπουλος, από τα Καλάβρυτα και μαζί του οι ακόμα πιο ενοχλητικοί στρατιώτες του Σεΐντ-αγά. Ταυτόχρονα, όμως, ο πονηρός Ασημάκης Ζαΐμης είχε και ένα άλλο σχέδιο: Να στείλει στο κατόπι του τον έμπιστό του Χοντρογιάννη να τον σκοτώσει και να του αφαιρέσει τα υπογεγραμμένα από αυτόν γραμμάτια. Με αυτό το χτύπημα αφ’ ενός μεν θα εξασφαλιζόταν ο Ζαΐμης από τις όποιες τυχόν απαιτήσεις του Ταμπακόπουλου, στην περίπτωση που θα αποτύγχανε η Επανάσταση, αλλά και θα πραγματοποιείτο ένα γερό χτύπημα στην Οθωμανική Εξουσία –εκπρόσωπος της οποίας θεωρείτο από όλους, κοτζαμπάσηδες και ραγιάδες, ο Ταμπακόπουλος. Εκείνες τις μέρες μάλιστα πραγματοποιούνταν αρκετά παρόμοια χτυπήματα, τα περισσότερα των οποίων οφείλονταν στον επαναστατικό ενθουσιασμό των οπλαρχηγών και του λαού και όχι τόσο σε παρακίνηση κοτζαμπασήδων. Είναι χαρακτηριστική μάλιστα η επιστολή που έστειλε στο Σολιώτη, μετά το χτύπημα που πραγματοποίησε εναντίον Τούρκων στο Αγρίδι, ο προστάτης του, Σωτήρης Χαραλάμπης: «Καπετάν Νικολάκη: Τι έκαμες; Θα πάρης τα παιδιά των αρχόντων εις τον λαιμόν σου. Ας μείνη το ό, τι έγινε μυστικόν».

Το ότι ο Ταμπακόπουλος ήταν συνεργάτης των Οθωμανών δεν σημαίνει και ότι ήταν τουρκόφιλος: Άλλωστε η μετέπειτα δράση του και ο θάνατός του στο πεδίο της μάχης απέδειξε ότι παρά τους αρχικούς του ενδοιασμούς από πολύ νωρίς δραστηριοποιήθηκε στην υπόθεση του Αγώνα. Βέβαια η συμμετοχή του στα πολιτικά πράγματα των πρώτων Επαναστατικών χρόνων, στο πλευρό της παράταξης των κοτζαμπασήδων, επιβεβαιώνει το ότι η συμμετοχή αυτής της τάξης στον Αγώνα ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης και το όραμά τους ήταν να συνεχίσουν ό, τι ακριβώς έκαναν και όταν είχαν τους Οθωμανούς πάνω απ’ το κεφάλι τους: Ο Ταμπακόπουλος ήταν από τους πρώτους που μαζί με τον προστάτη του Κανέλλο Δεληγιάννη υπέγραψαν την πραξικοπηματική Διακήρυξη των Καλτεζών και τη σύσταση της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Πάλι μαζί με τον Κανέλλο Δεληγιάννη, ήταν τα πρώτα μέλη των Εφοριών, των επιτροπών που καταρτίζανε τα φορολογικά κατάστιχα και αποτελούνταν από τους ίδιους που τα καταρτίζανε και επί Τουρκοκρατίας. Μάλιστα η υπογραφή αυτών των δύο, Δεληγιάννη και Ταμπακόπουλου, βρίσκεται σε αίτημα μιας τέτοιας επιτροπής προς την Προσωρινή Διοίκηση να στείλει στρατιωτική δύναμη να καταπνίξει την εξέγερση των χωρικών του Δάρα, που αρνούνταν να πληρώσουν τους φόρους τους στους ίδιους ακριβώς που τους έπιναν το αίμα επί Τουρκοκρατίας. Και τέλος, όπως ακριβώς και επί Τουρκοκρατίας, ο Ταμπακόπουλος εκμεταλλεύεται την οικονομική του ρευστότητα και την μεγάλη του περιουσία και προ-αγοράζει φόρους ολόκληρων χωριών, όπως π.χ. μαθαίνουμε και από την αναφορά που έστειλαν στην Προσωρινή Διοίκηση οι χήρες του χωριού Λουκά Μαντίνειας, παραπονούμενες εναντίον του.

Όπως και να ‘χει, είναι ξεκάθαρο ότι η πράξη του Χοντρογιάννη, ακόμα και αν ήταν υποκινούμενη από έναν Κοτζαμπάση και τα δικά του ταπεινά κίνητρα, ήταν πράξη βαθιά επαναστατική, που εντάσσεται αναμφίβολα στα γεγονότα του ’21, ακόμα και αν στράφηκε εναντίον ρωμιού. Όπως άλλωστε είπε και ο ίδιος ο Χοντρογιάννης σε μια αναφορά του προς τον Καποδίστρια: «εις εκήνην την στηγμήν κατά την οποίαν οι έληνες εκίνουν τα όπλα κατά των τούρκον εφόνεβαν και όσους χριστιανούς ήθελον να ακολουθούν αυτούς ος προδόντες της πατρίδος».

Εξετάζοντας την δίκη του 1830 και την ανάσυρση της ιστορίας αυτής τότε, εννιά χρόνια μετά το περιστατικό και δύο χρόνια μετά τον θάνατο του άμεσα ενδιαφερόμενου «θύματος», θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ήταν υποκινούμενη από στελέχη του καποδιστριακού φιλορωσικού κόμματος για να πληγεί το κύρος και η περιουσία ενός εκ των ηγετών του αντιπολιτευόμενου αγγλικού κόμματος, του Αντρέα Ζαΐμη. Άλλωστε και οι μετέπειτα δικαστικές περιπέτειες του Αντρέα Ζαΐμη επί Όθωνα με τους γιους του Ταμπακόπουλου, είχαν χρωματιστεί πολύ έντονα κομματικά.

Όσον αφορά στη δίκη του 1830, είναι χαρακτηριστικό ότι ο ενάγων, ο Γιαννακόπουλος, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του προστάτη του Χοντρογιάννη Αντρέα Ζαΐμη με τον προστάτη του Ταμπακόπουλου, Κανέλλο Δεληγιάννη, είχε αποζημιωθεί για όσα του αφαιρέθηκαν στη Χελωνοσπηλιά ήδη από τον Μάη του 1821 και μάλιστα «έμεινε ευγνώμων και ευχάριστος»! Επομένως δεν είχε τον παραμικρό λόγο να προσφύγει στην Δικαιοσύνη το 1830!

Στη συνέχεια των παραπάνω, έχουμε τα εξής: Τα παιδιά του Χοντρογιάννη βγαίνουν στο κλαρί στα 1830. Σε επιστολή τους προς τους διώκτες τους αναφέρουν: «εις τας αρχάς της επαναστάσεως αποσταλμένος ο πατέρας μας από τους άρχοντας δια να βαρέση τον Σεΐτην, τον οποίον τον εβάρεσε καθώς ήτον διωρισμένος, επήρεν όμως μερικόν πράγμα το οποίον το έδωσεν εις τους οποίους τον έστειλαν. Τώρα λοιπόν εσηκώθη ένας Νικόλαος Γιαννακόπουλος από Αλωνίσταινα και μας ζητεί το πράγμα αυτό λέγοντας ότι ήτον ιδικόν του και ότι ήτον σύντροφος με τον Τούρκον αυτόν. Ημείς από αυτό τίποτες δεν είναι επάνω μας, ώστε ποιος μας έβαλεν ότι είχομεν πατρικόν μας και μητρικόν μας πράγμα εις μεσέγγυον, και εις τούτο γνωρίζομεν ότι αδικούμεθα».

Η Καποδιστριακή διοίκηση για να εξαναγκάσει τα Χοντρογιαννόπουλα να παραδοθούν συλλαμβάνει τον γέρο πατέρα τους και τον κλείνει χωρίς δίκη στο Μπούρτζι του Ναυπλίου. Εκεί βρήκε ο θάνατος τον Χοντρογιάννη. Οι γιοί του όμως συνέχισαν την ληστρική τους δράση.

Τον Γενάρη του 1836 τρία από τα Χοντρογιαννόπουλα πραγματοποιούν μια πολύ ριψοκίνδυνη καταδρομική εισβολή στο κέντρο της πόλης του Αιγίου, καταλαμβάνουν το αρχοντικό του μεγαλέμπορα Λέοντα Μεσσηνέζη και κρατούν για λίγες ώρες όμηρους τους ένοικούς του, αλλά τελικά συλλαμβάνονται, δικάζονται και καταδικάζονται σε θάνατο. Η εκτέλεσή τους έγινε το Δεκέμβρη του 1836, εκεί που πέθανε ο πατέρας τους, στο Μπούρτζι του Ναυπλίου. Από τα Χοντρογιαννόπουλα που έμειναν οι δύο, ο Ηλίας και ο Αναστάσης, έδρασαν για πολλά ακόμα χρόνια ως ληστές, με τα κατορθώματά τους να τραγουδιούνται από την δημοτική μούσα και να καταγράφονται από περιηγητές, ενώ δολοφονήθηκαν το 1847 και το 1848 αντίστοιχα.

Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη κατακλείδα από την αποτύπωση του κλίματος της εποχής από τον Μακρυγιάννη:

«Πατρίς, να μακαρίζης γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ’ αναστήσουνε […] όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνης εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν […]. Αυτείνοι σε ανάστησαν και τέλος πάντων, πατρίδα, αυτείνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους, από τους Εξοχώτατους, από τον Κυβερνήτη σου κι’ αδελφούς του. Ο Αυγουστίνος κι’ ο Βιάρος αυτείνων των σκοτωμένων τις γυναίκες και κορίτζα κυνηγούν. Αυτούς τους αγωνιστάς κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν: «Ποιος σας είπε, τους λένε, να σηκώσετε άρματα να δυστυχήσετε;» Έχουνε δίκαιον, ότι ο Ζαΐμης χρώσταγε των Τούρκων ένα μιλιούνι γρόσια, και οι Ντεληγιανναίγοι και οι Λονταίγοι και οι άλλοι, κι’ ο Μεταξάς, κόντες της πιάτζας, χωρίς παρά, κι’ ο Κωλέτης ένας γιατρός, ο Μαυροκορδάτος τζιράκι της Κωσταντινοπόλεως. Τους φκειάσαν αυτείνοι οι διακονιαραίγοι, οι αγωνισταί, Εκλαμπρότατους, τους λευτέρωσαν από τους Τούρκους κι’ από τα χρέη, οπού χρώσταγαν των Τούρκων, κ’ έγιναν τώρα μεγάλοι και τρανοί. Γύμνωσαν και τους Τούρκους, παίρνοντας το βίον τους, και το έθνος το γύμνωσαν και το αφάνισαν, γιόμωσαν φατρίες και κακίες τους ανθρώπους του αγώνος. Τους καταδιαιρούν και γιομόζουν αυτείνοι αγαθά.»

Αναλυτικά όλα τα παραπάνω εκτίθενται στη μελέτη μου «Η Δίκη του Χοντρογιάννη» http://traversada.blogspot.gr/2013/12/hdikhtouhontrogianni.html

Εικόνες:

01: Πραματευτές σε ορεινό δρόμο της Πελοποννήσου. Σχέδιο του D. Cox Jr από το βιβλίο του Christopher Wordsworth, “Greece: Pictorial, Descriptive and Historical”, Λονδίνο, 1844.

02: Η πρώτη σελίδα της απόφασης του Πρωτόκλητου Δικαστηρίου της Βοστίτσας για τη δίκη του Χοντρογιάννη, ΓΑΚ.

03: Η θέα από τη θέση Χελωνοσπηλιά προς την κοιλάδα της Κατσάνας.

04: Το μνημείο που έχει αναγερθεί στη Χελωνοσπηλιά.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: