Για να τιμωρηθούνε οι αστοί, θ’ ανάψουμε παγκόσμια φωτιά…
Πιστέψτε η νίκη είναι δική μας, η νέα ακτή δεν είν’ μακριά, τα κύματα όλα μ’ άσπρα νύχια, τη χρυσή σκάβουν αμμουδιά.
Μερικοί από μας θεωρούν τους μεν δημιουργούς του παρόντος ως βωβούς και απόντες, τους δε του παρελθόντος ως φέροντες τον τίτλο του διάσημου συγγραφέα, και ρίχνουν το βάρος στο ίδιο το έργο τέχνης, πιστεύοντας ότι διαθέτει πιο καθαρή και ανόθευτη φωνή απ’ αυτήν του δημιουργού του.
Ένας ποιητής που ύμνησε τη λευτεριά του Ανθρώπου και θυσιάστηκε γι’ αυτήν στα νταμάρια του στρατοπέδου στο Χαϊδάρι, μαζί με άλλους πατριώτες.
από τη χώρα αυτή της φαντασίας / έφυγε ο Γκεβάρα ένα πρωί και / γύρισε τ’ άλλο πρωί και πάντα / θα γυρνάει σ’ αυτή τη χώρα ακόμα κι αν / είναι για / να μας κοιτάξει λίγο μια στιγμούλα και / ποιος αλήθεια να το αντέξει; / ποιος θα μπορεί το βλέμμα του ν’ αντέξει;
Στις 7 του Οκτώβρη 1849 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 40 χρόνων ο μεγάλος Αμερικανός λογοτέχνης Έντγκαρ Άλαν Πόε, ιδρυτής της αστυνομικής λογοτεχνίας. Είχε γεννηθεί στις 19 του Γενάρη 1809.
Μετά από αυτή την απάντηση ο Αραγκόν προσκλήθηκε και πήρε μέρος στο συνέδριο της Επαναστατικής Φιλολογίας. Όταν γύρισε στο Παρίσι δημοσίευσε το ποίημά του «Κόκκινο μέτωπο», που ήταν η αφορμή για να διωχθεί από τις γαλλικές αρχές και να καταδικαστεί σε πέντε χρόνια φυλάκιση.
Αντικαραμανλική και αντιπαπανδρεϊκή άσκησε άφοβα κριτική στην πολιτική ζωή. Είχε τη λεβεντιά της ειλικρίνειας και της αμεσότητας…Άνθρωπος χειμαρρώδης, χωρίς ταμπού στη γλωσσική της συμπεριφορά, η Λιλή Ζωγράφου, τόσο στα βιβλία της, όσο και στην προσωπική της ζωή, αρνήθηκε τον πεσιμισμό…
Η καταφρόνια, η αστοργία, οι διωγμοί, η σκληρή εκμετάλλευση άφησαν βαθιά τα ίχνη τους στο συγγραφέα. Ο λαός, η ίδια η ζωή διαμόρφωσαν τον Θερβάντες και τον πότισαν άσβηστο μίσος ενάντια στην καταπίεση και τη βία, την απάτη και την κλεψιά. Του καλλιέργησαν την αγάπη προς τον άνθρωπο και τη λευτεριά, τη δίψα για δικαιοσύνη, τον άσβηστο πόθο για ένα καλύτερο μέλλον.
«Ό,τι κι αν γένηκε, ο διάλος τον πήρε και τον σήκωσε», συλλοϊζόνταν μέσα τους ούλοι, όσοι τον ξέρανε, όσοι είχαν με δαύτον γνωριμίες.
Τότε που με απόλυσαν από το κρατητήριο και μ’ έπνιγε η ντροπή και ζούσα την περιφρόνηση του κόσμου, είδα μια μέρα στο συρτάρι της τουαλέτας – μου μιλούσε κι έκλαιγε – την κόκκινη ντάλια, φυλαγμένη πώς και πώς στο κουτί. Ήξερα πως δεν πρόκειται να την καρφιτσώσω άλλο στο πέτο μου, μα και δεν μου έκανε καρδιά να την πετάξω.