Η άγνωστη ιστορία της ομάδας ποδοσφαίρου «Άρης Βελουχιώτης» στη ΛΔ Βουλγαρίας

Η ομάδα των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, που ποδοσφαιριστές της θα πάρουν μεταγραφή στις πιο γνωστές ομάδες της ΛΔ Βουλγαρίας και θα φτάσουν ν’ αγωνιστούν μέχρι την Εθνική, είχε τ’ όνομα του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ, Άρη Βελουχιώτη.

Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου χιλιάδες παιδιά πήραν αναγκαστικά το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς, καταφεύγοντας στις λαϊκές δημοκρατίες για να γλιτώσουν από τις βόμβες του κυβερνητικού στρατού, την τρομοκρατία των «εθνικόφρονων» καθαρμάτων και το κλείσιμο στα ιδρύματα της Φρειδερίκης. Στις χώρες αυτές τα παιδιά βρήκαν όχι απλά φιλόξενο καταφύγιο, μα μια «μητρική» αγκαλιά που στη ζεστασιά της χόρτασαν το φαΐ, καλοντύθηκαν, μορφώθηκαν σε ανώτερο και ανώτατο επίπεδο, και ο αθλητισμός κι ο πολιτισμός, έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους· με λίγα λόγια έγιναν άνθρωποι ολοκληρωμένοι και χρήσιμοι στην κοινωνία. Όλα αυτά δεν οφείλονταν σε κάποια φιλανθρωπική διάθεση για προσφορά των χωρών αυτών, ούτε στην υστερόβουλη στάση κάποιου που προσμένει ανταλλάγματα, αλλά στον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του σοσιαλισμού, που είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δυο αντίπαλων κοινωνικών συστημάτων.

Στη ΛΔ Βουλγαρίας έφτασαν από την Ελλάδα περίπου 2.500 παιδιά. Μια από τις πτυχές της  πολύπλευρης οργάνωσης της ζωή των προσφυγόπουλων και της κάλυψης των αναγκών τους ήταν ο αθλητισμός, που ξεκινούσε από την προνηπιακή ακόμα ηλικία, στους παιδικούς σταθμούς. Πολύ γρήγορα άρχισαν να δημιουργούνται αθλητικά τμήματα και ποδοσφαιρικές ομάδες, όπως η εφηβική Σπαρτάκ της πόλης Στάρα Ζαγόρα, η πρώτη ίσως ομάδα ποδοσφαίρου που αποτελούνταν εξολοκλήρου από Ελληνόπουλα, την περίοδο 1951-53, ενώ λίγα μόλις χρόνια αργότερα το εφηβικό τμήμα της ομάδας Μπαλκάν, της πόλης Γκάμπροβο, που στην πλειονότητά του αποτελούνταν από Ελληνόπουλα, θα διακρινόταν στα εφηβικά τουρνουά ποδοσφαίρου, στα οποία συμμετείχαν ομάδες από διάφορες πόλεις της Βουλγαρίας. Στη συνέχεια θα δημιουργηθούν κι άλλες ομάδες Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, σε κάποιες από τις οποίες δίνονται και ελληνικά ονόματα, όπως Ηρακλής, Δόξα, Απόλλων, Ορφέας κλπ. αλλά και αξιοπρόσεχτες ομάδες μπάσκετ, στίβου, κωπηλασίας, πυγμαχίας, πάλης, χάντμπολ κλπ.

Το 1960 δημιουργείται ένα αθλητικό σωματείο που έρχεται να «ταράξει τα νερά» του βουλγάρικου αθλητισμού, αρχικά με την ονομασία του και στη συνέχεια με τις επιδόσεις των αθλητών του, ιδιαίτερα του ποδοσφαιρικού τμήματος. Η επίσημη ονομασία του είναι «Αθλητικός Σύλλογος Άρης Βελουχιώτης», προς τιμή του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ, και στις τάξεις του περιλαμβάνει διάφορα τμήματα όπως μπάσκετ, βόλεϊ, στίβου, σκακιού, πινγκ-πονγκ. Όμως «ναυαρχίδα» του συλλόγου γίνεται γρήγορα η ποδοσφαιρική του ομάδα που από τις τάξεις της θα ξεπεταχτούν μεγάλα ταλέντα, θα στελεχώσουν τις πιο γνωστές μεγάλες ομάδες και θα φτάσουν ν’ αγωνιστούν μέχρι την Εθνική Βουλγαρίας.

Η άγνωστη ιστορία της ομάδας ποδοσφαίρου «Άρης Βελουχιώτης» στη ΛΔ Βουλγαρίας

Ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης.

Η ιδρυτική συνέλευση του «Άρη Βελουχιώτη» πραγματοποιείται στις 16 του Φλεβάρη 1960 και συμμετέχουν σ’ αυτή ποδοσφαιριστές και φίλοι του ποδοσφαίρου. Η απόφαση για την ονομασία είναι ομόφωνη, εγκρίνεται το καταστατικό και εκλέγεται προσωρινό συμβούλιο. Η ομάδα αναγνωρίζεται από την Βουλγαρική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου και αρχίζει να παίζει φιλικά παιχνίδια με βουλγάρικες ομάδες και στη συνέχεια σε κατηγορία του πρωταθλήματος της Σόφιας, όπου σημειώνει τις πρώτες της επιτυχίες.

Με πρωτοβουλία του «Άρη» διοργανώνεται το 1961 το πρώτο ποδοσφαιρικό τουρνουά στο Γκάμπροβο (πόλη της Βουλγαρίας), στο οποίο συμμετέχουν λίγες ομάδες Ελληνόπουλων που ιδρύθηκαν με αφορμή το τουρνουά. Με όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή θα διοργανωθούν τα επόμενα χρόνια εφτά ακόμα τουρνουά, στα οποία η ομάδα του «Άρη» βγαίνει έξι φορές πρωταθλήτρια. Υπό την αιγίδα του «Άρη Βελουχιώτη» κάθε χρόνο πραγματοποιούνται ποδοσφαιρικά τουρνουά στη Σόφια μεταξύ των συνοικιακών ομάδων των ελληνόπουλων.

Οι διακρίσεις της ομάδας των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων θα «επεκταθούν» στη συνέχεια και στις διμερείς συναντήσεις. Στη Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία ο «Άρης» παίζει με την ομάδα «Ελλάς» Λειψίας και στη συνέχεια, στην ίδια πόλη, συμμετέχει σε τουρνουά μεταξύ ομάδων από Ελληνόπουλα της ΓΛΔ και κατατάσσεται στη δεύτερη θέση. Σημαντική είναι η επιτυχία του «Άρη» στον αγώνα με την γνωστή κυπριακή ομάδα ΑΕΛ, το 1973, την οποία κερδίζει 1-0 με τέρμα του Γιώργη Σαπρανίδη. Την ίδια περίοδο δίνει πολλά παιχνίδια με βουλγαρικές ομάδες της Β’ και της Α’ Εθνικής κατηγορίας.

Οι συνεχόμενες καλές εμφανίσεις και οι επιτυχίες του «Άρη» δεν περνούν απαρατήρητες. Τα κολακευτικά σχόλια του βουλγαρικού  αθλητικού τύπου κάνουν την ομάδα των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων γνωστή σε όλη τη Βουλγαρία. Προτάσεις για φιλικά παιχνίδια φτάνουν συνεχώς στα γραφεία του συλλόγου και γνωστές ομάδες ενδιαφέρονται ν’ αποχτήσουν παίκτες του «Άρη Βελουχιώτη», που γίνεται φυτώριο ταλαντούχων παικτών.

Ο Πουπάκης παίρνει μεταγραφή για την Ντομπρούτζα, η Γιάντρα αποχτά τους Σώμο και Γκιρτζιμάνη, η Τσερνομόρετς τον Τσαράκη, η Μινιόρ τον Τσαντζόπουλο, η Σλάβια τον Ισακίδη και η Λοκομοτίφ Λειψίας τον Ασταλάκη. Το 1975 εννιά παίκτες του «Άρη» πρωταγωνιστούν σε βουλγαρικές ομάδες: Ο Ισακίδης της Σλάβια θα παίξει στην Εθνική Βουλγαρίας, ο Τσιπλακίδης στην Α’ Εθνική και οι Μινόφσκι, Νικολόφσκι, Σπυριδόπουλος, Τσαντζόπουλος, Λαφτσής, Μπέλτσος και Πιλάτος στη Β’ εθνική.

Τα αθλητικά στελέχη που αναπτύχθηκαν από τον «Άρη Βελουχιώτη» συνέβαλαν στη δημιουργία 13 ομάδων με 240 ποδοσφαιριστές που συμμετείχαν κάθε χρόνο στο τουρνουά της Επιτροπής Νεολαίας και Αθλητισμού, ενώ μεγάλη ήταν η συμβολή του «Άρη» στη διοργάνωση Σπαρτακιάδων και άλλων εκδηλώσεων της προσφυγικής νεολαίας.

Η άγνωστη ιστορία της ομάδας ποδοσφαίρου «Άρης Βελουχιώτης» στη ΛΔ Βουλγαρίας

Η τακτική ενδεκάδα του «Άρη Βελουχιώτη», το 1975: Από αριστερά, όρθιοι, Θ. Χατζηπαππάς, Ζ. Ζουμπόνας, Α. Λαφτσής, Ι. Γιαμπανανίδης, Γ. Κατσικάκης, Σ. Τριανταφυλλίδης και ο προπονητής Γ. Προϊκάκης. Από αριστερά καθιστοί, Β. Γερμπαμάζης, Σ. Παπανέστορας, Β. Καπουσίδης, Σ. Πεϊσίδης και Χ. Ευσταθιάδης.

Αξίζει να αναφερθούν τα ονόματα τριών εκ των πρωτεργατών του «Άρη Βελουχιώτη» που συνέβαλαν στην ίδρυση του σωματείου και δούλεψαν για χρόνια στην ομάδα ποδοσφαίρου:

Ο Νίκος Μπότης, απόφοιτος μεσαίας σχολής και αντιπρόεδρος του «Άρη Βελουχιώτη». Τερματοφύλακας στα τσικό της Μπαλκάν (μετονομάστηκε στη συνέχεια σε Γιάντρα), από τα χρόνια του παιδικού σταθμού Γκαμπρόβου (1950). Συνέχισε επάξια ως τερματοφύλακας του «Άρη».

Ο Κώστας Παπαδόπουλος, απόφοιτος μεσαίας σχολής, μέλος του ΔΣ του «Άρη Βελουχιώτη» και «σημαία» της ομάδας. Σε ηλικία 36 χρόνων συνέχιζε να παίζει στον «Άρη» και να εμψυχώνει τους νεότερους ποδοσφαιριστές στις δύσκολες στιγμές των αγώνων.

Ο Γιώργος Προϊκάκης, απόφοιτος Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής, γραμματέας αθλητισμού και προπονητής του «Άρη Βελουχιώτη».

Η ίδρυση και η σπουδαία πορεία του Αθλητικού Συλλόγου «Άρης Βελουχιώτης» και της ποδοσφαιρικής του ομάδας, δεν θα υπήρχαν αν δεν έβρισκαν όλες εκείνες τις προϋποθέσεις και το γόνιμο έδαφος που χρειάζονταν για ν’ αναπτυχθούν. Αν, δηλαδή, δίπλα στο δημιουργικό πνεύμα, το μεράκι και τη διάθεση για προσφορά των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, δεν βρισκόταν αρωγός και συμπαραστάτης ο κεντρικός σχεδιασμός, η υλικοτεχνική υποδομή και οι εγκαταστάσεις, η επιστημονική φροντίδα των δομών του σοσιαλιστικού κράτους. Που αποχτούν μεγαλύτερη αξία και σημασία αν σκεφτούμε ότι η ΛΔ Βουλγαρίας αγκάλιασε τους μαχητές και τις μαχήτριες του ΔΣΕ και τα παιδιά τους, σαν δικά της παιδιά, σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για τη γειτονική χώρα, λίγο μετά τον πόλεμο.

Λόγια λοιπόν σαν τα παρακάτω, του πολιτικού πρόσφυγα Γ. Πολυμερίδη, δεν κάνουν τίποτ’ άλλο παρά ν’ αντανακλούν σαν ζεστές ηλιαχτίδες τα συναισθήματα των παιδιών που, στην πιο τρυφερή ηλικία κι αφού γλίτωσαν απ’ τη φρίκη του πολέμου, είχαν το προνόμιο, στη δεύτερη πατρίδα τους, τη ΛΔ Βουλγαρίας και τις άλλες χώρες του σοσιαλισμού, να γίνουν ισότιμα μέλη της κοινωνίας που αφού κατάργησε για πάντα τα δεσμά της εκμετάλλευσης, έβαλε σκοπό ν’ ανυψώσει την ανθρώπινη ύπαρξη. Όλων αυτών των παιδιών που παράλληλα με την πρόοδό τους στο έδαφος της φιλόξενης χώρας, κρατούσαν πάντα αναμμένη στην καρδιά τους τη φλόγα της ελληνικής πατρίδας:

«Η βοήθεια που έδωσε η πρώην ΛΔ Βουλγαρίας στα παιδιά των μαχητών του ΔΣΕ, αργότερα και στους ίδιους, ήταν πραγματικά συγκινητική…Σήμερα όλα αυτά τα παιδιά αναγνωρίζουν και εκτιμούν πάρα πολύ αυτή τη συμπαράσταση και εκφράζουν από τα βάθη της καρδιάς τους την ειλικρινή ευγνωμοσύνη τους και λένε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στο Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας, στο βουλγάρικο λαό και στο πρώην σοσιαλιστικό κράτος. Και απολύτως δικαιολογημένα θεωρούν την πρώην Λαϊκή Δημοκρατία Βουλγαρίας για δεύτερη πατρίδα τους. Στην πρώην ΛΔ Βουλγαρίας ζήσαμε, μεγαλώσαμε, σπουδάσαμε και εργαστήκαμε 30 και πλέον χρόνια. Ήταν τα καλύτερά μας χρόνια…Και αυτά δε σβήνουν με τίποτα, ό,τι και να λένε οι αντίπαλοί μας».

*Το κείμενο στηρίχτηκε σε στοιχεία κυρίως του Β. Παπούλια, και του Γ. Πολυμερίδη, πολιτικών προσφύγων στη ΛΔ Βουλγαρίας, που δημοσιεύτηκαν στον Ριζοσπάστη, στις 25 του Φλεβάρη 1975 και στις 17 του Αυγούστου 2008, αντίστοιχα.
Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: