Το διάστημα και ο χρόνος

Κι είναι σαν να ορθώνεται κάθε αυγή μια αθώα παιδική φωνή, γιομάτη από απορία, από ξάφνιασμα κι από θαυμασμό  για το αξεπέραστο θάμα της δημιουργίας…

Διαβάζοντας τα θρυλικά ονόματα των ασημένιων άστρων και των μπρούτζινων φεγγαριών στο κάτοπτρο του νύχτιου ουρανού, ξέχασα τις δοκιμασίες και τα βάσανα των ανθρώπων…

Η νύχτα είναι νύχτα για όλα τα μάτια, όμως οι μέρες, μου νεύουν γιομάτες βεβαιότητα, αισιοδοξία και ενθουσιασμό.

Τίποτα σε τούτη την πλάση δεν είναι περιττό και αχρείαστο.

Βαθύς γαλάζιος ο ουρανός, βαθύ γαλάζιο και το πέλαγο, διεισδύουν βίαια μέσα στην ανθρώπινη ψυχή για να μεταβιβάσουν σ’ αυτή  όλη την έκλαμψη κι όλη τη στιλπνότητα του εύθυμου και του ανέμελου έαρος.

Τα νέφη, ολόλευκα και ανάλαφρα ταξιδεύουν πάνω από τις πανύψηλες δασωμένες βουνοκορφές.

Κι εγώ, ο δεινός ταξιδευτής, συνάζω άπληστα το χρυσάφι του ήλιου στο αδηφάγο βλέμμα μου, στην αχόρταγη και στην αξεδίψαστη ψυχή μου.

Αφουγκράζομαι κατανυκτικά τον αγέρα της τρυφερότητας και της στοργής που ανάβει αναίμακτες πυρκαγιές στο αίμα μου.

Τούτη την αθάνατη ώρα, που όλα φυλακίζονται στο πλατινένιο φως μιας ξάστερης ηλιαχτίδας.

Τούτη τη μαγική στιγμή, που η ελπίδα παραμένει ακλόνητα  ζωντανή σ’ όλες τις σαγηνευμένες καρδιές των εκστασιασμένων όντων της οικουμένης.

Βαθιά και ανάλλαχτη η ελπίδα αναγεννιέται αδιάκοπα, αντάμα με τον αγγελόμορφο έρωτα που ξεσαλώνει,  ξεσηκώνοντας θύελλες και τριγμούς στα ηλιοκαμένα στήθια μας.

Τα χιόνια έλιωσαν πάνω στα ψηλά βουνά κι έγιναν ορμητικοί χείμαρροι στα διάσελα και στους κάμπους κι ένα καλλίφωνο πουλί τραγουδά στο δέντρο της αυλής μας, για το πανίερο θαύμα της αρτισύστατης ανατολής των πραγμάτων.

Κι η ακαταπόνητη μέλισσα, από το λυκαυγές μέχρι το σύθαμπο, τρυγά κι αυτή, με υπευθυνότητα και με επιμέλεια, τη γύρη της Αζαλέας, τoυ νάρκισσου και των ολόλευκων γιασεμιών στα ανοιξιάτικα παρτέρια.

Πέρα, μακριά στο πέλαγο, ο ανατολίτης άνεμος δυναμώνει την έντασή του, για να ταξιδέψουν προς στη δύση τα λευκά άρμενα των ιστιοφόρων καραβιών ή για να γυρίσουν οι τροχοί των ανεμόμυλων τις βαριές μυλόπετρες για το άλεσμα ή κι ακόμα για  την άντληση  του ζωογόνου νερού από τις ακρολιμνιές κι από τα γάργαρα ποτάμια.

Κι οι κατάκοπες καρδιές των ξωμάχων  και των προλετάριων, όταν χαμηλώνει η μέρα, αναστενάζουν με βαρύ καημό, για το παίδεμα και για το πικρό μεροδούλι.

Κι άλλες καρδιές αναστατώνονται από ανείπωτη αγωνία  γι’ αυτούς που φεύγουν από ανάγκη για την ξενιτιά, χωρίς να είναι βέβαιοι  πως θα επιστρέψουν κάποτε πίσω στην αλησμόνητη πατρώα γη.

Και, πάντα, πάντα θωρώ τα ξαγρυπνισμένα μάτια των συνανθρώπων μου, ψηλά στο βράχο της υπομονής, να αγναντεύουν τους αγλαούς ορίζοντες γιομάτα εγκαρτέρηση και προσδοκία.

Μαργαρίτες χρυσές και αργυρές άπλωσε η γη πάνω στο ποικιλόχρωμο σεντόνι της, για να προϋπαντήσει την αειπάρθενη άνοιξη που πρόβαλλε με ξεχωριστό ζήλο και με πνεύμα πρόθυμο και ορμητικό.

Κι η χρυσωμένη ράχη της αντανακλά και ανταποδίδει την αίγλη και τη χλιδή στο μηλαδέρφι της τον ήλιο.

Κι ο θεός ήλιος δεν παύει μήτε στιγμή να μας καλεί στο ατέρμονο γιορτάσι του.

Κι αντίπερα, στην άλλη όχθη των χρωμάτων, των ήχων  και της μουσικής ,  γίνονται αισθητά τα άναρθρα ψιθυρίσματα των ολάνθιστων δένδρων και των θάμνων που σμίγουν αρμονικά με τις ανθρώπινες φωνές, στις καταπράσινες πλαγιές και στα θαλερά λιβάδια, στο σπάταλα χυμένο ασήμι του πάλλευκου μεσημεριού.

Θαύματα ζωντανά, οπτασίες, ελπίδες, υποσχέσεις, σφοδροί και αφόρητοι ερεθισμοί των αισθήσεων και των συναισθημάτων!

Στη γλυκιά νάρκη του απογεύματος, ένα σμήνος αποδημητικών πουλιών ζυγίζεται στον αιθέρα, λες και λιμπίζεται να κρατήσει ακίνητη και αδρανή τη στιγμή, στην αεικίνητη αιωνιότητα του αμνημόνευτου απείρου.

Κι είναι γεγονός, πως καμιά τύψη και καμιά νοσταλγία δεν μπορεί να αναιρέσει τούτη τη χαρμόσυνη ατμόσφαιρα  της καθαγιασμένης πλάσης.

Ζούμε μέσα σε μια εκρηκτική λάμψη ανομολόγητης ικανοποίησης, ευτυχίας και πληρότητας.

Ζούμε μέσα στη μεγαλόπνοη και στην άκρως εθιστική στιγμή!

Κι όλα φεύγουν κι όλα περνούν κι όλα έρχονται…

Κι είναι σαν να ορθώνεται κάθε αυγή μια αθώα παιδική φωνή, γιομάτη από απορία, από ξάφνιασμα κι από θαυμασμό  για το αξεπέραστο θάμα της δημιουργίας.

Που ζητά εναγώνια να απελευθερωθεί από την άγνοια και από την απειρία, για να κατακτήσει τα άφατα ύψη του άχτιστου και του ατείχιστου ουρανού.

Κι είναι σαν μια ενδόμυχη παράκληση που αναβλύζει από τα έγκατα της γης και, που εκχύνεται ορμητικά στον απέραστο χρόνο και στο αδιάβατο διάστημα…

Για να ταυτιστεί εντέλει τούτη  η πανανθρώπινη ικεσία  με τη φυσική νομοτέλεια του ντετερμινισμού. Του αναντίλεκτου κανόνα που δηλώνει εμφατικά την ύπαρξη της αιτιότητας, αλλά και την καθολική αιτιώδη και νομοτελειακή συνάφεια όλων των ορατών  και των αόρατων φαινομένων.

Μια αγωνιώδης έκκληση για συνδρομή και για βοήθεια για το αινιγματικό και για το ανεξιχνίαστο, που  θα δεθεί, αναπόφευκτα, άρρηκτα και αδιαχώριστα με τα δυνατά φτερά του υπερπόντιου ανέμου.

Του εμβληματικού λεβάντες, που με τον  ανανεωτικό του χαρακτήρα,  ταξιδεύει αέναα και αγόγγυστα  πέρα, μακριά, ως τις εσχατιές των άγονων γραμμών της αβυσσαλέας αιωνιότητας,…

 

Απαίτηση  

“Αχ, μαύρη μου πικρή μου μοίρα,
πόσα δεινά μου έχεις γράψει…
Για να μ’ αλλάξεις χαρακτήρα,
μήτε στιγμή δεν έχεις πάψει…”

…..

Στη ζήση να φιλοσοφείς
με την ψυχή και με το σώμα
κι όπου σταθείς κι όπου βρεθείς,
να αφορίζεις κάθε δόγμα.

Οι φαύλοι και οι αμαθείς
όλα τ’ ανάγουνε στην τύχη,
μ’ αν τις αρχές σου αρνηθείς,
κάθε σου μόχθος θ’ αποτύχει.

Ο διάλογος της άγιας φύσης
κι η πείρα της η κοσμική
θα σε συνδράμουν να κρατήσεις,
την πίστη σου την ταξική.

Στα λέγω και στα ανακαλώ,
που τη ζωή μας την ποντίζουν,
βάλε τη λέξη: προσκαλώ,
γι’ αυτούς που το κακό ξορκίζουν.

Σοφία, γνώση κι αρετή!
Όπλα, τη μοίρα σου ν’ αλλάξεις
κι απ’ τη φθορά τη βαρετή,
καινούριους δρόμους να χαράξεις…

Η ύλη είναι η αρχή,
όμως, το πνεύμα την ορίζει!
Κι όταν το πνεύμα αστοχεί,
η γη στον όλεθρο βαδίζει…

 

Φωτογραφία: Dimitris Kapantais / SOOC

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: