Ταξική συνειδητοποίηση

Εκτεθειμένοι οι εργαζόμενοι σε χρόνια αβεβαιότητα μετατρέπονται σε ζητιάνους, πιέζονται να ζητιανεύουν καλοσύνη από τους εργοδότες τους. Κι έτσι να γίνει βασικό τους χαρακτηριστικό όχι η ανάπτυξη ταξικής συνείδησης, αλλά μια ισχυρή αίσθηση στέρησης, ανασφάλειας και  απογοήτευσης.

Η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία βρίσκεται στη μέση ενός παγκόσμιου μετασχηματισμού που φέρνει στο προσκήνιο ξανά την ταξική σύγκρουση με άγριο τρόπο, μετά από δεκαετίες προσπάθειας της καπιταλιστικής εξουσίας να πείσει για την ανυπαρξία της.

Το νομοσχέδιο, που του δόθηκε ο ευφάνταστος τίτλος «Νομοσχέδιο για την προστασία της Εργασίας», του υπουργού Εργασίας στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, Κ. Χατζηδάκη, αποτυπώνει αυτήν τη σύγκρουση στις αλλαγές που φέρνει στα ωράρια και τις συνθήκες εργασίας, αν και ο υπουργός προσπαθεί να πείσει πως είναι ευνοϊκές για τον εργαζόμενο. Και αισιοδοξεί πως θα τα καταφέρει, γιατί θεωρεί πως η γλωσσική ηγεμονία του κυρίαρχου λόγου σε όλα τα επίπεδα με τη βοήθεια των ΜΜΕ έχει προλειάνει το έδαφος για την αποδοχή τους. Γι’ αυτό και στον τρόπο που από την κυρίαρχη εξουσία χρησιμοποιείται η γλώσσα, το νόημα των λέξεων και προτάσεων πρέπει να αναζητείται όχι μόνο με όρους του γλωσσικού συστήματος στο οποίο ανήκουν, αλλά και σε συσχετισμό με τις ιδεολογικές αφετηρίες, τις διακηρυσσόμενες θέσεις και ιδίως τις επιδιώξεις της και τα συμφέροντά της. Γιατί με τη γλώσσα συγκαλύπτονται οι ασκούμενες πολιτικές και με λεκτικές κατασκευές παρουσιάζεται η πραγματικότητα διαφορετική από ό,τι είναι. Ένα παράδειγμα είναι η επίμονη χρήση εκφράσεων από τους κυβερνώντες, όπως  διευθέτηση του χρόνου εργασίας ή ευελιξία, με τις οποίες επιδιώκεται κυρίως ο εξωραϊσμός της ασκούμενης πολιτικής, που είναι η κατάργηση ουσιαστικά του οκταώρου. Και είναι αυτός στόχος της κυβέρνησης, γιατί η παράταση της εργάσιμης ημέρας, η εντατικοποίηση της εργασίας, η εκμετάλλευση της πλεονασματικής εργατικής δύναμης είναι οι διάφοροι μηχανισμοί, εγγενείς στον καπιταλισμό, με τους οποίους τείνει να επεκτείνεται το πλεόνασμα που προκύπτει καθώς η εργατική τάξη πουλάει την εργατική της δύναμη και πληρώνεται μόνο για ένα μέρος της παραγωγικής της αξίας, για να κερδοφορεί το κεφάλαιο.

Το μέλλον της εργασίας για τις παγκόσμιες εργατικές μάζες, και όχι μόνο στην Ελλάδα, φαίνεται να είναι ευέλικτη απασχόληση, χωρίς προκαθορισμένες εργάσιμες ημέρες, χωρίς σαφώς καθορισμένους χώρους εργασίας, χωρίς σταθερούς μισθούς, χωρίς προκαθορισμένες δραστηριότητες, χωρίς δικαιώματα και χωρίς προστασία ή εκπροσώπηση από συνδικαλιστικές οργανώσεις. Η επικράτηση μάλιστα στον θεωρούμενο προοδευτικό λόγο του δικαιωματισμού, της αναζήτησης ταυτότητας και προσωπικής απελευθέρωσης, όπου η σοσιαλδημοκρατία …θριάμβευσε, δίνει επιχειρήματα στους καπιταλιστές να συγκαλύψουν τις αντεργατικές πολιτικές τους μεταμφιέζοντάς τες σε εκσυγχρονιστικές. Έτσι και το καθορισμένο ωράριο του οκταώρου και η κοινωνική ασφάλιση δεν ήταν δύσκολο να καταγγελθούν ως μια μορφή χειραγώγησης, δεδομένου ότι παρέχονται από το κράτος και επιβάλλονται σε όλους, με αποτέλεσμα οι μεμονωμένοι εργαζόμενοι να συμμορφώνονται με αυτούς τους κανόνες και τις επιταγές της εργασίας, χάνοντας την ελευθερία και αυτονομία τους. Το εργασιακό νομοσχέδιο λοιπόν, με το οποίο ο υπουργός Εργασίας Κ. Χατζηδάκης ισχυρίζεται πως εκσυγχρονίζει το εργατικό δίκαιο της χώρας, δεν κάνει άλλο από το να νομιμοποιεί αυτό το ζοφερό εργασιακό περιβάλλον, με τον ισχυρισμό πως απελευθερώνει τους εργαζόμενους, ενώ θέλει να εξαφανίσει ακόμα και τα υπολείμματα των συνδικάτων και του κράτους πρόνοιας. Γιατί χρειάζεται η εργατική τάξη να είναι αποδιοργανωμένη, ιδεολογικά διασκορπισμένη και δελεασμένη από δημαγωγίες αντιδραστικά φιλεργατικές, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των νεοφασιστικών μορφωμάτων, με τους εργαζόμενους να ωθούνται σε μεγάλο βαθμό να δρουν μεμονωμένα σαν άτομα. Να θεωρείται στόχος των αγώνων τους η έκκλησή τους στον οίκτο των κατόχων του κεφαλαίου, για να δώσουν περισσότερη μειωμένη εργασία που θα βελτιώσει δήθεν την κατάσταση, ως απάντηση στα δεινά.

Εκτεθειμένοι οι εργαζόμενοι σε χρόνια αβεβαιότητα μετατρέπονται σε ζητιάνους, πιέζονται να ζητιανεύουν καλοσύνη από τους εργοδότες τους ή βοήθεια υπό όρους από το κράτος και από ιδιωτικοποιημένες υπηρεσίες και φιλανθρωπικές οργανώσεις που λειτουργούν για λογαριασμό του  κεφαλαίου. Κι έτσι να γίνει βασικό τους χαρακτηριστικό όχι η ανάπτυξη ταξικής συνείδησης, αλλά μια ισχυρή αίσθηση στέρησης, ανασφάλειας και  απογοήτευσης. Ιδιαίτερα στους νέους φαίνεται να απορρίπτονται οι παλιές πολιτικές παραδόσεις της αστικής δημοκρατίας, με την αποξένωση από την εργασία να θεωρείται δεδομένη, χωρίς να  υπάρχει η αίσθηση πίστης ή δέσμευσης προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Όσοι προσπαθούν δύσκολα να εξασφαλίσουν την επιβίωση συσχετίζουν την αίσθηση της στέρησης και της απογοήτευσης με ένα χαμένο παρελθόν, πραγματικό ή φανταστικό, που φωνές δημαγωγικές και αντιδραστικές της ακροδεξιάς πατώντας στο φόβο και την ανασφάλειά τους επιδιώκουν να χειραγωγήσουν συνεπικουρούμενοι από την κυρίαρχη εξουσία. Και όσοι με σπουδές βιώνουν την παράτυπη ή υποδεέστερη των προσόντων τους εργασία, η έλλειψη ευκαιριών, στις οποίες προσδοκούσαν, να διαμορφώσουν μια ζωή κατά τις επιθυμίες τους δημιουργεί και σ’ αυτούς απογοήτευση, επειδή δεν έχουν προοπτική του μέλλοντος. Και μοιάζει να αποδεσμεύονται στην πραγματικότητα από μια εργασία που δεν τους καθορίζει, καθώς γίνεται καταναγκασμός για επιβίωση, και να απορρίπτουν την συναίνεση που οικοδομούσε η σοσιαλδημοκρατία, που στα καθ’ ημάς ήταν στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης το ΠΑΣΟΚ και στα χρόνια της κρίσης ο ΣΥΡΙΖΑ, αμφότεροι έχοντας  σφετεριστεί τους εργατικούς αγώνες για να τους απαξιώσουν. Και γι’ αυτό θεωρείται ότι υπάρχει κρίση δημοκρατίας, διότι ένα μεγάλο ποσοστό από τους εργαζόμενους δεν βλέπει τον εαυτό του να εκπροσωπείται σ’ αυτήν.

Συγχρόνως όμως και πολλοί απ’ αυτούς τους εργαζόμενους μοιάζει να αρνούνται πως είναι κομμάτι της εργατικής τάξης και δεν αναγνωρίζουν την ταξική διάσταση των προβλημάτων στον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής.

Απ’ αυτήν την άποψη  είναι ενδεικτικές, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι  καταγραφές βιωμάτων σε εργασιακούς χώρους, με  τα σχόλια που τις συνοδεύουν, από ομάδες του facebook. Πολλές οι ιστορίες: Ο τσιγγούνης εργοδότης «που βάζει όλους τους υπαλλήλους σε αναστολή αλλά τους υποχρεώνει σε τηλεργασία αμισθί», ο εργαζόμενος που παραπονιέται γιατί δεν έχει χρόνο για προσωπική ζωή και στα σχόλια τον επιπλήττουν για τη διαμαρτυρία του ενώ έχει δουλειά, ο εργοδότης που δεν καταβάλλει τα δώρα κατά το νόμο, ο φόβος των εργαζομένων να αντιδράσουν, η ελπίδα για το ρόλο της Επιθεώρησης Εργασίας, η εξομολόγηση για μια μίζερη ζωή οκτάωρης εργασίας, εξαήμερης για 350 ευρώ, η δραματική περιγραφή εργασίας μέχρι λιποθυμίας σε σιλό, μ’ έναν εργοδότη που δεν επιτρέπει διάλειμμα, για 26 ευρώ την ημέρα, μια παραίτηση που ανακουφίζει από ψυχοφθόρα δουλειά με απλήρωτες υπερωρίες… και άλλες πολλές.

Αυτή η αγωνία για το ανασφαλές εργασιακό περιβάλλον παρέχει μια πιθανή πηγή συμμαχίας μεταξύ των εργαζομένων, που ωθούνται από όλους τους μηχανισμούς της κυρίαρχης εξουσίας σε μεγάλο βαθμό να δρουν μεμονωμένα σαν άτομα, στόχος που με το νομοσχέδιο του Κ. Χατζηδάκη περνά στην νομοθεσία, όπως  είναι οι ατομικές διαπραγματεύσεις  εργαζόμενου με εργοδότη.

Τα άτομα όμως είναι μέλη μιας τάξης και ενεργούν ως μέλη αυτής της τάξης. Η τάξη βέβαια έχει μια ανεξάρτητη ύπαρξη έναντι των ατόμων, έτσι ώστε οι τελευταίοι να βρίσκουν τις προϋποθέσεις ύπαρξής τους προκαθορισμένες, και ως εκ τούτου να έχουν τη θέση τους στη ζωή και την προσωπική τους ανάπτυξη που τους έχει ανατεθεί από την τάξη τους, από την υπαγωγή τους σ’ αυτήν. Καθώς η κυρίαρχη τάξη είναι αυτή που κατέχει τα μέσα παραγωγής ή περιουσίας που αποτελούν τη βάση για τον πλούτο, έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί την εργατική τάξη και το πλεόνασμα που δημιουργείται από αυτήν. Όταν τα μέλη λοιπόν της εργατικής τάξης συνειδητοποιήσουν ότι γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης, τότε η απόκτηση ταξικής συνείδησης οδηγεί σε ταξική σύγκρουση.

Γι’ αυτό η κυρίαρχη τάξη ενεργεί έτσι ώστε να μην αποκτήσει η εργατική τάξη μια υποκειμενική συνειδητοποίηση της θέσης και της κατάστασής της, να μην αναπτύξει μια συνείδηση ​​εργατικής τάξης. Θέλει οι εργαζόμενοι να πιστεύουν στην κυρίαρχη ιδεολογία, η εργατική τάξη στο σύνολό της να μην είναι σε θέση να εξελιχθεί σε μια τάξη «δι’ εαυτή» λόγω της ψευδούς συνείδησης. Γιατί τότε οι εργαζόμενοι συνειδητοποιώντας την κοινή τους θέση, βλέπουν τη δυνατότητα να ενεργούν για το δικό τους συμφέρον και πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να αναλάβουν δράση και να αγωνιστούν για τα συμφέροντά τους. Η δημιουργία των συνδικάτων είναι ένα από τα μέσα με τα οποία η εργατική τάξη μπορεί να γίνει τάξη δι’ εαυτή, και τότε οι ταξικές συνδικαλιστικές οργανώσεις μπορούν να ξεκινήσουν τις διεκδικήσεις με στενά, τομεακά συμφέροντα, αλλά να προχωρήσουν πέρα ​​από αυτό και να ενεργήσουν εξ ονόματος της εργατικής τάξης στο σύνολό της. Η εμπειρία της ταξικής σύγκρουσης και της ταξικής πάλης είναι το σχολείο  στο οποίο η εργατική τάξη αναπτύσσει συνείδηση του εαυτού της, γνωρίζει τη θέση και τις ικανότητές της μέσα στην κοινωνία και είναι σε θέση να αναλαμβάνει δράσεις για τα συμφέροντά της χρησιμοποιώντας αυτήν τη γνώση. Γι’ αυτό απαξιώνεται τόσο ο ταξικός συνδικαλισμός και συγχρόνως χειραγωγείται από την κυρίαρχη εξουσία, και η σοσιαλδημοκρατία συμμετέχει σ’ αυτό,  γι’ αυτό ποδηγετούνται και καταστέλλονται ανοιχτά  οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων, γι’  αυτό νομοθετούνται κωλύματα για την κήρυξη απεργίας, γι’ αυτό προωθούνται ατομικές συμβάσεις στην εργασία.

Γι’ αυτό όμως από την άλλη είναι απαραίτητο το κόμμα της εργατικής τάξης, το κομμουνιστικό κόμμα, για την ανάπτυξη ταξικής συνείδησης και δημιουργία  ταξικής αλληλεγγύης,  για την οργανωτική συσπείρωση των μελών της εργατικής τάξης, για να κινηθεί η ταξική πάλη πέρα από την οικονομική και πολιτική σφαίρα. Για να αναγνωρίσουν τα μέλη της εργατικής τάξης τα κοινά τους συμφέροντα και να ενωθούν σε συλλογικό αγώνα για να ανατραπούν τα αντεργατικά σχέδια της άρχουσας τάξης.

Η καπιταλιστική κοινωνία είναι από τη φύση της ασταθής. Η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της αστικής τάξης και της εργατικής δεν μπορεί να επιλυθεί στο πλαίσιο μιας καπιταλιστικής οικονομίας, αφού η βασική σύγκρουση συμφερόντων αφορά την εκμετάλλευση των εργαζομένων από τους καπιταλιστές. Γι’ αυτό  είναι μόνο ο  σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας που μπορεί να αλλάξει τους όρους ζωής των εργαζομένων, χωρίς να εγκαταλειφτούν οι απελευθερωτικές αξίες που έχουν καθοδηγήσει τους αγώνες των εργαζομένων και τις ιδέες γύρω από την ταξική πάλη.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: