Σ’ έναν κόσμο ερειπωμένο

Όλη αυτή την τελευταία δεκαετία, καταστολή και συκοφάντηση ήταν οι απαντήσεις της κυρίαρχης εξουσίας σε κάθε προσπάθεια του λαϊκού κινήματος να αντιδράσει στην εξαθλίωση της ζωής, επιτρέποντας στο φασισμό να αποκτήσει ιδεολογικό υπόβαθρο, με την προώθηση του ρατσισμού και εθνικισμού.

Όλη αυτή η δεκαετής οικονομική  κρίση, που συμπληρώνεται από την υγειονομική, μοιάζει σαν έναν πόλεμος  χωρίς όπλα τα οποία άμεσα σκοτώνουν, που όμως έχει παρόμοιες συνέπειες. Κυριαρχεί η περιφρόνηση των αδυνάτων, των αφοπλισμένων, του ανθρώπινου πόνου, η εκμετάλλευση των χαμηλών ενστίκτων, η καταπίεση των συνειδήσεων, η ανανδρία μπροστά στην  καθοδηγούμενη ανάλγητη κοινή γνώμη. Καθόμαστε πάνω σ’ έναν κόσμο ερειπωμένο κι ας μη το συνειδητοποιούμε. Ο εφιάλτης  της απειλής δεν τελειώνει, συνεχώς εφευρίσκεται νέα απειλή, για να μεγαλώνει ο φόβος για τα δεινά που μας περιμένουν, ν’ αυξάνεται το μίσος, επιδέξια κατευθυνόμενο στον πιο αδύναμο. Σαν ο απώτερος σκοπός να μην είναι άλλος από τη δημιουργία μιας άβουλης μάζας που να υποχρεώνεται σε τόσους συμβιβασμούς, ώστε να δέχεται τον κόσμο όπως είναι,  και μαζί  μ’ αυτόν ν’ αποδέχεται και το χοντρό ρόπαλο στις πλάτες των πιο αδύναμων, τη δήμευση των ελευθεριών, φτάνει μόνο να   διασφαλίζεται η αποφυγή της εξαθλίωσης. Κι έτσι ν’ αφήνεται να την οδηγεί όπου θέλει μια φούχτα ληστρικών καπιταλιστών μεταμφιεσμένων σε κάθε είδους ηγέτες που κάνουν γαργάρα με ξεθυμασμένες λέξεις όπως ελευθερία, δικαιοσύνη, ανάπτυξη  κλπ.  ενώ χρησιμοποιούν κολακείες για τον κυρίαρχο λαό για να τους πιστεύει και να τον διαθέτουν όπως θέλουν.

Ζώντας λοιπόν σε μια τέτοια κοινωνία, κάτω από συγκεκριμένη τάξη και μέσα στα πλαίσια της, φοβισμένοι πως δεν μπορούμε να την καταστρέψουμε χωρίς να καταστραφούμε κι εμείς οι ίδιοι, φαίνεται πως ο αποτροπιασμός και τα δάκρυα για το βίντεο που δημοσιοποιήθηκε με τον φριχτό θάνατο του οκτάχρονου κοριτσιού δεν μοιάζει σε πολλές περιπτώσεις να είναι τόσο αληθινά. Από το βίντεο μαθαίνουμε, μέρες μετά, πως ένα οκτάχρονο κοριτσάκι, γυφτάκι, είχε φριχτό θάνατο, καθώς σφηνώθηκε σε συρόμενη πόρτα εργοστασίου στο Κερατσίνι, και πιο φριχτή αντιμετώπιση είχε από αυτούς που βρίσκονταν στο χώρο, που περνούν από το σημείο επί ώρα, κοιτάζοντάς το και χωρίς να πλησιάζουν για να το βοηθήσουν, ένας μάλιστα φαίνεται να το σκουντάει με το πόδι.   

Οι φλύαροι δημοσιογράφοι που σε ρεπορτάζ για αυτονόητες καταστάσεις, (όταν βρέχει οι άνθρωποι κυκλοφορούν με ομπρέλες;) καταναλώνουν απέραντο χρόνο με επαναληπτικές περιγραφές, περιορίστηκαν στις εικόνες από το βίντεο με μια συναισθηματική, έως και δακρύων, προσέγγιση, με ελάχιστες πληροφορίες για το φοβερό συμβάν. Σ’ αυτήν τη μεταμορφωμένη δημοσιογραφία, όπου τα μέσα ενημέρωσης όλων των ειδών αναμασούν το ένα το έργο του άλλου χωρίς τεκμηρίωση ή  επιβεβαίωση, οι καταναλωτές ειδήσεων δεν χρειάζεται να ασχολούνται αν η ενημέρωση είναι αντικειμενική ή όχι, αν είναι αξιόπιστη, επειδή  αυτό αποφασίζεται για αυτούς από ανακατασκευασμένες ειδήσεις, οι οποίες διαβιβάζονται ως ρεπορτάζ και ανάλυση και  πωλούνται χύμα, με κύριο  κριτήριο την κερδοφορία από την αύξηση του κοινού που τις παρακολουθεί.  Η συγκινησιακή προσέγγιση λοιπόν των γεγονότων για τη διέγερση διαφόρων συναισθημάτων είναι ένα από τα επικοινωνιακά τεχνάσματα για να το πετύχουν αυτό. Γι’ αυτό και πέρα από την αναλυτική περιγραφή των εικόνων του βίντεο από τον φρικτό θάνατο του παιδιού ελάχιστες πληροφορίες, σχεδόν δυο βδομάδες μετά, έχουν γίνει γνωστές, για το χώρο, τους ανθρώπους, τις ενέργειές τους.  Κι έτσι μπορεί να καταλήξει ένα βίντεο που καταγράφει πραγματικές εικόνες, ανασυνθέτοντας η αποκόπτοντας τμήματά του ή ερμηνεύοντάς το συγκινησιακά, προσομοίωση μιας πραγματικότητας που αναδημιουργείται σύμφωνα με τους κώδικες  που παράγονται από τα ίδια τα μέσα. Και καθώς τα τελευταία εξαρτώνται και εξυπηρετούν οικονομικά συμφέροντα, η συμπαιγνία μεταξύ των μέσων ενημέρωσης και της κυρίαρχης εξουσίας ανακατασκευάζει την πραγματικότητα έτσι που να ταιριάζει μ’ εκείνη των μεγάλων οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων. 

Στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης γίνεται  πιο εμφανής η διάσταση της εικόνας για την πραγματικότητα που προωθείται από την ίδια την πραγματικότητα, που πίσω από το συγκινησιακό στοιχείο στα μέσα ενημέρωσης έμεινε στη σκιά. Κι εδώ εκφράστηκε ο αποτροπιασμός και η φρίκη για το θάνατο του παιδιού, δεν έλειψαν όμως και τα ξεκάθαρα ρατσιστικά σχόλια που έφταναν στο σημείο σχεδόν να δικαιολογήσουν την εγκληματική ολιγωρία των παρευρισκόμενων στο χώρο, εστιάζοντας στο γεγονός πως το παιδί ήταν γυφτάκι.  Πέρα λοιπόν από την εγκληματική αδράνεια  όλων αυτών στο εργοστάσιο, είναι και αυτά τα σχόλια που κάνουν απτό στην καθημερινότητά μας πια τον εκφασισμό μας. Και είναι και τα μέσα ενημέρωσης που συμβάλλανε να δημιουργηθεί. Αρκεί να θυμηθούμε τον τρόπο που αντιμετωπίζονται όσοι ξεριζωμένοι  θαλασσοπνίγονται σε αναζήτηση μιας  χώρας για να ζήσουν, τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Ενδεικτικό παράδειγμα, τηλεοπτική εκπομπή του ΣΚΑΙ που έκανε γκάλοπ σχετικά με τη δολοφονία του, αν επιδοκιμαζόταν η  βίαιη ενέργεια του κοσμηματοπώλη.

Ο εκφασισμός φαίνεται  πια να είναι διάχυτος στην κοινωνία και να μην περιορίζεται στη λεκτική βία, αλλά διαπερνώντας μεγάλα τμήματα του πληθυσμού διαλύει την κοινωνική αίσθηση περί του ορθού και ηθικού, διευρύνει τα όρια του επιτρεπτού. Σ’ αυτήν την επέκταση των ορίων οι άνθρωποι στο εργοστάσιο εξασφάλισαν δικαιολογίες και θα βρήκαν και οι δολοφόνοι του Ζακ Κωστόπουλου τον προνομιακό τους χώρο στον οποίο αισθάνθηκαν προστατευμένοι να επιδείξουν την ωμή τους δύναμη αδιαφορώντας για τη νομιμότητα. Ήταν στο όνομα της ιδιοκτησίας που απαιτούσαν τη δικαίωση του εγκλήματός τους. Τώρα πια όλο και περισσότεροι αποθρασύνονται και εκφωνούν και γράφουν φασιστικά ιδεολογήματα και, το αποτροπιαστικότερο, ενεργούν με εγκληματικό τρόπο με βάση τέτοια ιδεολογήματα. 

Όλη αυτή την τελευταία δεκαετία, καταστολή και συκοφάντηση ήταν οι απαντήσεις της κυρίαρχης εξουσίας σε κάθε προσπάθεια του λαϊκού κινήματος να αντιδράσει στην εξαθλίωση της ζωής, επιτρέποντας στο φασισμό να αποκτήσει ιδεολογικό υπόβαθρο, με την προώθηση του ρατσισμού και εθνικισμού. Ο φόβος, η ανασφάλεια, ο ρατσισμός υπογείως και συστηματικά χρησιμοποιήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια για να επιβιώσει το σύστημα, ενισχύοντας το μίσος προς τους αδύναμους, το θαυμασμό στους ισχυρούς. Κι αν η αναλγησία του καπιταλιστικού συστήματος καταβάλλεται προσπάθεια να είναι αρκούντως …διακριτική για να προκαλεί λιγότερο, γι’ αυτό ακολουθούνται κανόνες, ώστε όλα να μοιάζουν ευπρεπή,  όσο όμως οι καπιταλιστικές κρίσεις παρατείνονται μοιάζει να αδιαφορεί πια γι’ αυτό. Κι αυτή η αδιαφορία δεν σχετίζεται μόνο με την δυναμική του λαϊκού κινήματος, αλλά μάλλον με τη σιγουριά που οι φασιστικές πρακτικές δίνουν στην κυρίαρχη εξουσία. Και σε όλο και πιο πολλές περιπτώσεις η κυρίαρχη τάξη για να σιγουρέψει τα οφέλη και τις νοθείες της, μη μπορώντας  πια να αρκεστεί στους  νόμους που πάνω τους στηριζόταν η δημοκρατία της, παραβιάζει τους δικούς της νόμους, αναποδογυρίζει  η ίδια τη δημοκρατία της. 

Όλη αυτή η ελευθερία και η ευμάρεια που υπόσχονταν και νομίζαμε πως ζούσαμε τόσα χρόνια δεν ήταν παρά κενότητα και υποκρισία. Ονειρευόμασταν μια συνεχή ανάπτυξη και  πάνω  σ’ αυτή  το προβαλλόμενο παρόν μας ικανοποιούσε.  Τώρα όμως που η λαίλαπα  της καπιταλιστικής επίθεσης σαρώνει τα πάντα, γεμίσαμε ερείπια και  για να μη σωριαστεί το ετοιμόρροπο οικοδόμημα πάνω μας μόνο η δύναμη των εργαζομένων με τη συλλογική μας στάση και δράση μπορεί να αποτρέψει. 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: