Πλαστές ιστορίες στην πολιτική

Μέρες γιορτών και οι ηγέτες χωρών, με τη συνεπικουρία των ΜΜΕ, φιλοτεχνούν το προφίλ τους, επικεντρώνοντας κάθε φορά σε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αναλόγως των εκάστοτε προθέσεων και σκοπιμοτήτων.

Μέρες γιορτών και οι ηγέτες χωρών, με τη συνεπικουρία των ΜΜΕ, φιλοτεχνούν το προφίλ τους, επικεντρώνοντας κάθε φορά σε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αναλόγως των εκάστοτε προθέσεων και σκοπιμοτήτων. Έτσι, από την εικόνα με την υπερβολή των χρυσοστόλιστων διακοσμήσεων και αντικείμενων που ήθελε να επιβάλλει την υπεροχή της γηραιάς  κυρίας ως βασίλισσας της Αγγλίας, μέχρι την εικόνα του δικού μας πρωθυπουργού ανάμεσα σε παιδιά, που θέλησε να φιλοτεχνήσει το προφίλ του ως φιλικού και οικείου δικού μας ανθρώπου, τα πολιτικά μηνύματα υπεραπλουστεύονται κι απευθύνονται σε συναισθήματα και ένστικτα, παίζοντας μ’ αυτά. Όσο μάλιστα το κοινό στο οποίο απευθύνονται τα μηνύματα είναι αδιάφορο, μπερδεμένο ή κατάπληκτο μπροστά στο ακατανόητο της πολιτικής τόσο περισσότερο η εικόνα  βαρύνει  από το περιεχόμενο αυτών που λέγονται ή υπονοούνται. Και τα ΜΜΕ, που ο ρόλος τους βέβαια δεν εξαντλείται στην ωραιοποίηση της εικόνας των ηγετών, είναι πάντα πρόθυμα για διαμεσολάβηση μεταξύ της προσωπικής εμπειρίας, της αντίληψης που έχουμε για τον κόσμο γύρω μας και της πραγματικότητας.

Μια πειστική περίπτωση, ενδεικτικό της χρήσης των εικόνων από τα ΜΜΕ για την άσκηση επιρροής στην κοινή γνώμη, είναι βέβαια τα γεγονότα στην Τιμισοάρα. Μέρες Χριστουγέννων ήταν, εκείνο το δεκαήμερο του Δεκεμβρίου του 1989 στη Ρουμανία, όταν εφαρμόστηκε για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση η πρακτική της κατασκευής μιας πραγματικότητας, με τις ψευδείς ειδήσεις να χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα για την έναρξη αιματηρών ανατροπών ή σκληρών, μακροχρόνιων πολέμων. Έκτοτε αυτό επαναλαμβάνεται με τη μεσολάβηση των ΜΜΕ να παίζει πάντα κρίσιμο ρόλο στις απόπειρες αλλαγής καθεστώτων.

Στα γεγονότα της Τιμισοάρα τα δυτικά Μέσα Ενημέρωσης οργάνωσαν τη δραματική τους αφήγηση γύρω από τους ομαδικούς τάφους, ώστε να απεικονίσουν τη μακάβρια σφαγή στη Ρουμανία. Το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε για να επιταχύνει με βίαιο τρόπο την αλλαγή καθεστώτος στη Ρουμανία και να νομιμοποιήσει την ταχεία εκτέλεση του Προέδρου Τσαουσέσκου και της συζύγου του, ήταν ο «σοκαριστικός» αριθμός των περίπου 4.500 πτωμάτων που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς βρέθηκαν σε μαζικούς τάφους, έχοντας πρώτα σφαγιαστεί από τις δυνάμεις ασφαλείας σε ένα όργιο καταστολής των διαμαρτυριών που διέταξε η κυβέρνηση. Τα ΜΜΕ διένειμαν το φωτογραφικό υλικό για να απεικονίσουν τους δήθεν μαζικούς τάφους της Τιμισοάρας χειραγωγώντας τις ειδήσεις και τρομοκρατώντας τον κόσμο. Η αποκάλυψη πως τα πτώματα είχαν μεταφερθεί, για να απεικονιστούν στην περίφημη φωτογραφία, από ένα νεκροταφείο για απόρους ανθρώπους έγινε αφού η ψευδής αυτή είδηση δημιούργησε το τετελεσμένο της «πραγματικότητας» που επιδιωκόταν. Οι νεκροί του Τσαουσέσκου έγιναν ιστορία και ό,τι απέμεινε ήταν οι εικόνες των νεκρών σωμάτων στο μυαλό των θεατών. Η πραγματικότητα χτίστηκε με ψευδείς εικόνες που απευθύνονταν στο συναίσθημα και βασίζονταν σε ευρέως διαδεδομένες πεποιθήσεις και όχι σε επαληθευμένα γεγονότα.

Και στα επόμενα τριάντα χρόνια που ακολούθησαν, με τον καπιταλισμό και τις αστικές δημοκρατίες χωρίς αντίπαλον δέος, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έπαιξαν έναν ευρύτερο ιδεολογικό ρόλο, με τις ειδήσεις τους και τις μορφές ψυχαγωγίας τους να νομιμοποιούν το σύστημα καθιστώντας το κέρδος και τον ανταγωνισμό, μαζί με τους θεσμούς που συνάπτονται με αυτά, μέρος της καθημερινής μας ζωής. Οι ειδήσεις βέβαια ποτέ δεν εμφανίζονται ως προπαγάνδα, κι ας αντανακλούν πάντα και μόνο τις αξίες του καπιταλισμού,  αφού εμφανίζονται τα ΜΜΕ να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, και κατά περιόδους μάλιστα να επιτίθενται και να  εκθέτουν μορφές διακυβέρνησης, εμφανιζόμενα και ως εκπρόσωποι της ελευθερίας του λόγου. Και το βασικό είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν τόσο φυσικά, που οι ίδιοι οι άνθρωποι των μέσων ενημέρωσης είναι σε θέση να πείσουν τους εαυτούς τους ότι επιλέγουν και ερμηνεύουν τις ειδήσεις “αντικειμενικά” και το κοινό τους να πειστεί για την πολυφωνία των μέσων.

Η είδηση δεν θα έπρεπε κανονικά να είναι τίποτα περισσότερο από την αντανάκλαση του γεγονότος, σε μια κάθετη σχέση που δημιουργεί την είδηση (αν και γνωρίζουμε πως αυτό είναι ανέφικτο στον απόλυτο βαθμό, καθώς πάντα θα υπάρχει η απόσταση μεταξύ της ερμηνείας και του πραγματικού, αφού οι ιδέες και τα πράγματα δεν μπορούν να ταυτιστούν). Ωστόσο, αυτό που συμβαίνει είναι ακριβώς το αντίθετο: είναι η, πολλές φορές ως και απολύτως κατασκευασμένη, είδηση που δημιουργεί μια πραγματικότητα, σε πλήρη ανεξαρτησία από κάποιο γεγονός, την αλήθεια. Γι’ αυτό και  η μορφή έχει τόση σημασία στη διάδοση των ειδήσεων. Μια καλά διατυπωμένη πλαστή ιστορία επηρεάζει περισσότερο  από μια αληθινή ιστορία που λέγεται άσχημα. Κι όταν προσθέσει κανείς το στοιχείο του κοινωνικού ή πολιτικού μηνύματος πίσω από την ιστορία που κατασκευάζεται, αυτή γίνεται δόλωμα που πείθει πως είναι είδηση κι ας έχει ολότελα προσχωρήσει στο έδαφος της προπαγάνδας. Μισές αλήθειες και ψέματα που βασίζονται σε εικόνες και συναισθήματα κατασκευάζουν μια υπέρ-πραγματική «πραγματικότητα» σε μια οργανωμένη προσπάθεια χειραγώγησης της κοινής γνώμης.

Κι αν στις προηγούμενες δεκαετίες καταβάλλονταν προσπάθειες για να πείσουν μέσα από ιστορίες, (όπως εκείνη με τις θερμοκοιτίδες που έσπαζαν οι άνδρες του Σαντάμ Χουσεϊν στο Κουβέιτ για να δικαιολογηθεί η επέμβαση στο Ιράκ ή το ρίξιμο του αγάλματος του Σαντάμ Χουσεΐν στη Βαγδάτη, μια πράξη που γυρίστηκε και φωτογραφήθηκε για να απεικονιστεί ως ένα γεγονός λαϊκής έγκρισης της επέμβασης) έχει κανείς την εντύπωση πως τα τελευταία χρόνια η μέριμνα για να κερδηθεί η συναίνεση των μεγάλων μαζών ενδιαφέρει λιγότερο. Ίσως γιατί πια μεγάλες μάζες των πληθυσμών της Ευρώπης μοιάζει να έχουν εισχωρήσει κι αυτές σε τέτοιες πλαστές ιστορίες.

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: