Όμορφη γιάφκα η φάτνη μου

Αν δεν γίνει η φάτνη όμορφη γιάφκα, να θρέψει τα παιδιά της αντίστασης, τότε καλές γιορτές, με τη βεβαιότητα ότι και του χρόνου θα λέμε και θα ζούμε τα ίδια και χειρότερα…

Εδώ «στο Νότο, που τρίζει ο θάνατος κι η αγάπη κάνει κρότο», ποια πόλη και ποια χώρα υποδέχεται φέτος και το θείο και τα άλλα βρέφη, τα παιδιά και τους εφήβους, έτσι. Σαν Ηρώδης. Με στερήσεις, με πείνα, αλλά και με μια βία που σκαριάζει και τον πιο παγωμένης ψυχής άνθρωπο. Απ’ τη μια τα προσφυγόπουλα που τσακίζονται κρύα κι αρμυρισμένα, σα χταπόδια στα βράχια ανάμεσα σε σπαράγματα ναυαγίων. Απ’ την άλλη, στα κρύα σχολεία της εξοικονόμησης γνώσεων και καυσίμων θέρμανσης, αμούστακα αγοράκια συμπτύσσουν τα αδιέξοδά τους σε αγέλες. Ίσαμε που η γροθιά να πέφτει στη μούρη του διπλανού, του συμμαθητή, του συμπαίκτη, του αντίπαλου, κι όχι συντρόφου των μαθητικών χρόνων. Έφηβοι καρτούν που χυμάνε σε συνομηλίκους, και τραβάνε και σουγιά, και μια χαρακιά στα μούτρα του παιδιού.

Κι ύστερα είναι εκείνες οι δεκαπεντάχρονες και δεκαεξάχρονες μαινάδες. Ανίερες απέναντι στη φρεσκάδα των νιάτων τους, που ‘χουνε κρυμμένο στο μπούστο ή στην κωλότσεπη μαχαίρι, και το τραβάνε στη διπλανή τους σ’ ένα πρωτόφαντο μίσος, μέσα κι έξω από το ίδιο τους το φύλο. Μαχαιροβγάλτισσες, πριγκηπέσσες του δρόμου, με περίσσια αυτοκτονική, ασυναίσθητα δολοφονική τόλμη, να δρουν μέρα μεσημέρι, στην καρδιά της γιορταστικής αγοράς. Κι αυτή η βίαιη «τελετουργία» της άγουρης θηλυκότητας να μοιάζει με τη χειρότερη διαστροφή του όποιου κουράγιου, της όποιας γενναιότητας, μπορεί να έκρυβε το ξενόφερτο, αλλά δίκαιο metoo.

Ποια πόλη, ποια χώρα, ποια θάλασσα αγριεμένη και συντριπτική ταξιδεύει αυτά τα παιδιά, σ’ έναν κόσμο και σ’ επιλογές που τα ίδια σιχαίνονται, γιατί ο ταγμένος στα νιάτα παράδεισος είναι κλειστών οριζόντων και απλώς ορατών συμφερόντων.

Όχι σύντροφοι, δεν είναι μόδα, δεν είναι τάση, δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά. Είναι τα πρώτα συμπτώματα, οι πρώτες σοβαρές ενδείξεις μιας κοινωνικής αρρώστιας, που είναι γνωστή απ’ τα παλιά, και δε γιατρεύεται επειδή την ξορκίζουμε με μετονομασίες της. Είναι η αρρώστια που λέγεται απελπισία. Χτυπάει την πλειονότητα των στρωμάτων της ταξικής κοινωνίας, τη λαοθάλασσα, παιδιά, νιάτα, γέρους, όλους τους σκόπιμα κι οργανωμένα καταταγμένους στους «αδύναμους». Αυτούς που κρατάει η αφεντικίνα τάξη στριμωγμένους στα χρήσιμα για τη δική της προκοπή, ορατά αλλά κυρίως αόρατα, περιθώρια. Είναι τα παιδιά, τα πρώτα θύματα αυτής της αρρώστιας, γιατί εκεί που πάνε να σκάσουν από την υγεία της ηλικίας, το περιβάλλον το κοινωνικό, το εκπαιδευτικό, το οικονομικά, απόλυτα και αλαζονικά εκμεταλλευτικό, είναι όχι απλώς καχεκτικό, όχι απλώς εχθρικό, όχι απλώς υπονομευτικό, αλλά σχεδόν προεξοφλητικό, του ενταφιασμού ονείρων και δυνατοτήτων. Είναι η αρρώστια της έλλειψης του συν. Δεν έχει συναδέλφους, συνοδοιπόρους, συμμαθητές, συμπορευόμενους, συμπάθεια, συμβολή και συμβουλή, συνήθεια και συμπαράσταση. Δεν έχει συναλληλία. Έχει ανταγωνισμό. Απ’ την κούνια σε διδάσκει με το πρώτο γάλα τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, πως σ’ αυτή τη θάλασσα, σ’ αυτή την πόλη και σ’ αυτή τη χώρα, ο θάνατος του άλλου είναι η ζωή η δική σου. Η κορυφή κατακτάται πατώντας επί πτωμάτων. Η αγέλη γίνεται ομάδα, μόνο άμα συγκροτεί θέαμα και πλουτίζει τον ιδιοκτήτη της. Κι όλοι αυτοί που πουλάνε στα παιδιά τα πρέπει τους, το πετυχαίνουν μόνο τυφλοί και κωφοί στα θέλω των ίδιων των παιδιών. Είναι αυτοί που διαστρέβλωσαν τον στίχο ύπουλα και θεσμικά, έτσι ώστε το μέλλον να έχει αναπόδραστα πολλή ξηρασία, αλλά για να πάρεις νερό μαζί σου πρέπει να ‘ναι εμφιαλωμένο κι ακριβοπληρωμένο.

Ποιος Ηρώδης, ποια φυγή, σε ποιαν Αίγυπτο, και με ποιο ηλεκτρικό ή οικολογικό γαϊδούρι οι μάγοι με τα δώρα σε μπουκώνουν στο δρόμο με κρυπτονομίσματα, μεθαμφεταμίνες και άρωμα ψευδαισθήσεων;

Στους ξεπαγιασμένους εξοντωτικούς καιρούς, τα παιδιά δεν μπορούν να σωθούν μόνο με λοταρία της απρόσμενης και αφύσικης χειμερινής λιακάδας. Θέλουνε φάτνη κι ανθρώπους που δεν έχουν αποκτηνωθεί στον αγώνα της επιβίωσης, κι αντέχουν να αγαπήσουν και να φροντίσουν το παιδί, σαν απλά και ταπεινά ζώα, τόσο φυσικά και τόσο συνειδητά, ώστε να τα ζεστάνουν με το χνώτο τους, να τα κοιμίσουν χωρίς εφιάλτες, να τα ξεφοβίσουν τις μακριές νύχτες και να τα ταΐσουν με την ίδια τους τη σάρκα. Αν δεν γίνει η φάτνη όμορφη γιάφκα, να θρέψει τα παιδιά της αντίστασης, τότε καλές γιορτές, με τη βεβαιότητα ότι και του χρόνου θα λέμε και θα ζούμε τα ίδια και χειρότερα…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: